Ο ρόλος της οικογενειακής πολιτικής και η δράση του κράτους πρόνοιας για την προστασία της οικογένειας στην Ελλάδα[1]
Της Έλενας Χαβαλεδάκη
Απόφοιτη του τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής
Παντείου Πανεπιστημίου
Οι κύριοι στόχοι της οικογενειακής πολιτικής είναι η προστασία του θεσμού της οικογένειας, η προώθηση των αρχών της δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων, η ισότητα των δύο φύλων, η κοινωνική δικαιοσύνη, η προστασία της οικογένειας από τους κοινωνικούς κινδύνους, η ενίσχυση της γεννητικότητας και η ‘’συμφιλίωση’’ της εργασίας με την οικογένεια. Οι συγκεκριμένοι στόχοι προωθούνται με επιδόματα, υπηρεσίες και γενικές ρυθμίσεις όπως είναι οι νόμοι και οι διατάξεις. Το οικογενειακό δίκαιο του 1983, για παράδειγμα, βασίζεται σε πέντε γενικές αρχές — την αρχή της ισότητας μεταξύ των φύλων, την αρχή της προστασίας των συμφερόντων των παιδιών, την αρχή του κλειστού αριθμού οικογενειακών σχέσεων, την αρχή της καθαρότητας των οικογενειακών σχέσεων και την αρχή της προστασίας της οικογένειας. Στην Ελλάδα, τα κυριότερα μέτρα οικογενειακής πολιτικής είναι η προστασία του γάμου με τη χορήγηση επιδομάτων, η προστασία της μητρότητας, οι γονικές άδειες, η προστασία των πολύτεκνων, η νομιμοποίηση της άμβλωσης (από το 1986 και μετά), οι υπηρεσίες για την στήριξη των οικογενειακών σχέσεων και η συμφιλίωση της εργασίας με την οικογένεια με άδειες ή με μειωμένα ωράρια εργασίας.
Αξίζει να αναφερθεί ότι, η οικογενειακή πολιτική συνδέεται με την κοινωνική πολιτική και τον βαθμό ανάπτυξής της. Το ελληνικό κράτος πρόνοιας είναι υπολειμματικό και αναπτύχθηκε για να αντιμετωπίσει τις πιέσεις που γεννούν τα κοινωνικά προβλήματα. Όπως κάθε οικογενειακή πολιτική έτσι και η ελληνική περιλαμβάνει μέτρα υλικής βοήθειας όπως είναι τα επιδόματα και μέτρα μη υλικής βοήθειας όπως είναι οι βρεφονηπιακοί σταθμοί και η βοήθεια στο σπίτι. Επιπρόσθετα, περιλαμβάνει μέτρα για τα μη συμβατικά οικογενειακά σχήματα όπως είναι οι μονογονεϊκές οικογένειες.
Ωστόσο, το κράτος πρόνοιας προστατεύει μόνο συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού (όπως είναι οι πολύτεκνοι, τα άτομα με ειδικές ανάγκες και οι ηλικιωμένοι) και δεν περιλαμβάνει μέτρα για τις οικογένειες υψηλού κινδύνου όπως είναι οι μεταναστευτικές, οι οικογένειες σε κρίση και οι οικογένειες που βιώνουν την ανεργία.
Ακόμη, κύριο μέλημα του κράτους πρόνοιας είναι η προστασία των παιδιών και όχι το αν οι άνθρωποι θα ενθαρρυνθούν για να συγκροτήσουν οικογένεια. Το πότε και πώς θα παρέμβει το κράτος εξαρτάται από τις ισχύουσες κάθε φορά αντιλήψεις για την λειτουργία της οικογένειας αλλά και από τις πρακτικές της κοινωνικής πολιτικής.
Επίσης, ο επικουρικός χαρακτήρας του στηρίζεται στην αντίληψη ότι η ανατροφή των παιδιών και η φροντίδα όλων των μελών είναι ευθύνη της οικογένειας. Ως ένα βαθμό υπάρχουν θεσμικά κατοχυρωμένα δικαιώματα για την προστασία των παιδιών όμως, δεν ισχύει το ίδιο για τους γονείς ή τη σχέση των αδελφών μεταξύ τους. Το γεγονός ότι η παροχή φροντίδας μετατοπίζεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες στον οικιακό χώρο και την τοπική κοινότητα χωρίς την απαραίτητη υποστήριξη δημιουργεί πολλά προβλήματα στις οικογένειες. Συνεπώς, η παρέμβαση του κράτους πρόνοιας έχει επικουρικό χαρακτήρα και λαμβάνει δράση μόνο όταν η οικογένεια αδυνατεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της. Αυτό αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Επιπλέον, η οικογενειακή πολιτική εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένη σε όλες τις κατηγορίες του πληθυσμού και δεν προστατεύει στον ίδιο βαθμό όλες τις οικογένειες. Ακόμη, τα μέτρα της ελληνικής οικογενειακής πολιτικής είναι αποσπασματικά γιατί οι μεταβολές της κοινωνικής και της οικογενειακής πραγματικότητας εξελίσσονται με ταχύ ρυθμό και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο σχεδιασμός, η εφαρμογή και η αξιολόγηση μιας συγκροτημένης οικογενειακής πολιτικής. Επιπρόσθετα, η κρίση της οικογένειας οδηγεί στη κρίση της πολιτικής που παραπέμπει στην ρευστότητα της οικογενειακής και της κοινωνικής πραγματικότητας αλλά και του κράτους πρόνοιας.
Παρά τη ρευστότητα και την αστάθεια που παρατηρείται, η σύγχρονη οικογένεια αποδεικνύει την ικανότητά της να προσαρμόζεται και να επιβιώνει στις δύσκολες συνθήκες. Όπως έχει αναφέρει ο Giddens ‘’η ικανότητα διατήρησης των σχέσεων παρ’ όλες τις αλλαγές, ακόμα και τις πιο ριζικές, όπως είναι το διαζύγιο, είναι ουσιώδης, όχι μόνο για την προσωπική ευτυχία του καθενός, αλλά και για την εδραίωση των σχέσεων μεταξύ γονέων και παιδιών’’. Επίσης, ο ρόλος του κράτους πρόνοιας είναι πολύ σημαντικός για την άμεση ή την έμμεση επίπτωση που προκαλεί στην οικογένεια. Δύο ερωτήματα τα οποία απασχολούν τους κοινωνιολόγους είναι πρώτον: τι οικογένεια θέλουμε; Σταθερή ή ρευστή; Η αλήθεια είναι ότι έχουμε μια ρευστή οικογένεια και θέλουμε να διαμορφώσουμε μια σταθερή, δηλαδή έχουμε μια σύγχρονη οικογένεια αλλά θα θέλαμε μια παραδοσιακή. Αυτή η αντίφαση εκφράζει την δυσχέρεια πρόσληψης των διαφορετικών μορφών και τύπων οικογένειας τόσο ως επιθυμητή όσο και μη προβληματική.
Επιπλέον, το γεγονός ότι η αντίφαση αυτή δεν συνειδητοποιείται, δεν καθιστά δυνατή την αντιμετώπισή της σε επίπεδο οικογενειακής πολιτικής ή κράτους πρόνοιας. Δεύτερον: τι υπηρετεί το κράτος πρόνοιας; Την σταθερότητα ή την ρευστότητα; Σήμερα, το κράτος πρόνοιας παρεμποδίζει την εξέλιξη της σημερινής οικογένειας. Αυτό οφείλεται στο ότι οι πολιτικές του κράτους πρόνοιας εκφράζουν την θέση ότι τα μη συμβατικά οικογενειακά σχήματα είναι προβληματικά και αναπαράγουν την αντίληψη ενός ενιαίου και σταθερού συμβατικού σχήματος. Ακόμη, λόγω της σύγχρονης ατομοκεντρικής κοινωνίας, το κράτος πρόνοιας εξυπηρετεί τα άτομα, λειτουργεί διαλυτικά στις πρωτογενείς ομάδες όπως αυτή της οικογένειας και αποβλέπει στην κοινωνική δικαιοσύνη ως προς τις συνθήκες διαβίωσης, εκπαίδευσης και περίθαλψης των ατόμων με σκοπό την μείωση του κοινωνικού αποκλεισμού.
Κλείνοντας, το ελληνικό κράτος πρόνοιας από τη μια μπορεί να αποζητά την κοινωνική συνοχή αλλά από την άλλη δεν είναι προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη πολυπλοκότητα των αναγκών που γεννά η σύγχρονη εποχή. Διότι, σε σχέση με άλλα σοσιαλδημοκρατικά ή συντηρητικά-κορπορατιστικά μοντέλα κράτους πρόνοιας που έχουν αναπτύξει άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, δεν είναι ικανό να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προκύπτουν. Μερικές από τις κύριες αιτίες που ευθύνονται για την σημερινή μορφή του ελληνικού κοινωνικού κράτους είναι η αναποτελεσματικότητα του, η υιοθέτηση πολιτικών από την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς να προσαρμόζονται στις ιδιαιτερότητες του κράτους, οι πελατειακές σχέσεις, η γραφειοκρατία, η ανισοκατανομή της κοινωνικής προστασίας, η μη-αποδοτικότητα των κοινωνικών υπηρεσιών και η αποσπασματική κοινωνική πολιτική. Παράλληλα, το κράτος πρόνοιας δεν διαθέτει τους απαραίτητους πόρους με αποτέλεσμα, να αυξάνονται οι πιέσεις πάνω στην οικογένεια και να τίθεται σε κίνδυνο η προστασία μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού.
Ωστόσο, θα ήταν ορθό να επαναπροσδιοριστεί η έννοια, οι στόχοι, ο τρόπος λειτουργίας του σύγχρονου κράτους πρόνοιας και να υπάρξει κοινωνική συνοχή μέσω της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Επίσης, οι κοινωνικοί επιστήμονες θα πρέπει να βρουν μέτρα αντιμετώπισης του φαινομένου, έπειτα οι πολιτικές αρχές να τα χρησιμοποιήσουν, να ορίσουν τις προτεραιότητες τους και να υλοποιήσουν προγράμματα κοινωνικής πολιτικής. Ακόμη, οι λειτουργίες του θα πρέπει να έχουν στόχο τον κοινωνικό έλεγχο, την κοινωνική ειρήνη, την δικαιοσύνη, την εξάλειψη της κοινωνικής ανισότητας και την κοινωνική ευημερία του συνόλου. Τέλος, η σημερινή εποχή επιβάλλει υπευθυνότητα και τόλμη.
Βιβλιογραφία:
Giddens, D. (1985),‘’The family in question’’, London: MacMillan
Μουσούρου, Μ.Λ. (2005), ‘’Οικογένεια και οικογενειακή πολιτική’’, Αθήνα: Gutenberg
Μουσούρου, Μ.Λ. & Στρατηγάκη, Μ. επιμ., (2004), ‘’Ζητήματα οικογενειακής πολιτικής. Θεωρητικές αναφορές και εμπειρικές διερευνήσεις.’’ Αθήνα: Gutenberg/ΚΕΚΜΟΚΟΠ
Στασινοπούλου, O.,‘’Η κοινωνική πολιτική για την στήριξη του γάμου και της οικογένειας’’
—————————————-
[1] Η παρακάτω ανάλυση βασίζεται σε έρευνα που διεξήχθη στα πλαίσια του προγράμματος IMPROSEC και έγινε με την οικονομική στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χώρα μας συμμετείχε μέσω του ερευνητικού ινστιτούτου, ΚΕΚΜΟΚΟΠ, του Παντείου Πανεπιστημίου.
Τα αποτελέσματα της έρευνας παρουσιάζονται στο βιβλίο της Λ. Μουσούρου, M. Στρατηγάκη, ‘’Ζητήματα κοινωνικής πολιτικής’’, Αθήνα, 2004, Gutenberg.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.