Οι πόλεις του κόσμου, όλες αλλά και οποιαδήποτε από αυτές, επηρεάζονται από τη νέα παγκόσμια αλληλεξάρτηση όλων των κομματιών της ανθρωπότητας, όσο απομακρυσμένα, απομονωμένα και περιφερειακά και αν είναι αυτά. Οι επιπτώσεις της αλληλεξάρτησης μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο εμφανείς, μπορεί να φτάνουν με κεραυνοβόλα ταχύτητα ή να είναι καθυστερημένες, αλλά κανένας τόπος δεν έχει πραγματική ανοσία στην εισβολή τους. Είναι της μόδας σήμερα να κάνει κανείς λόγο για «πολλαπλές νεωτερικότητες» – αλλά από μια κρίσιμη άποψη όλες οι νεωτερικότητες είναι εκπληκτικά παρόμοιες: σύμφωνα με το πόσο ευάλωτες είναι στην παγκόσμια εξάρτηση.
Για τις τέχνες στη Λατινική Αμερική, τόπο που συχνά αναπαρίσταται ως «μια ξεχωριστή ήπειρος» που θέτει τη δική της εκδοχή της σύγχρονης ζωής ενάντια στις εσκεμμένα ομοιογενείς παγκόσμιες πιέσεις, η Margarita Sanchez Prieto πρόσφατα παρατήρησε [1] ότι «μεταφράζουν τη νέα πολιτιστική ατμόσφαιρα ή το περιβάλλον που διαμορφώνει την καθημερινότητα:
καθημερινές εμπειρίες που χαρακτηρίζονται από μια αύξηση της ιδιωτικοποίησης… και την εδραίωση ενός τρόπου ζωής δομημένου από την αποπλάνηση και την απάθεια. Όλα αυτά είναι τα χαρακτηριστικά προϊόντα μιας εποχής εμπορικής οικονομίας και καταναλωτισμού, καθώς και μια αναζωογόνηση του παρόντος ως αποτέλεσμα μιας εξασθένησης της τελεολογικής αντίληψης περί προόδου και πίστης στο μέλλον…»
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τις τέχνες που εκτίθενται στο Metropolitan Museum of Modern Art, στην Tate Gallery, στη Luisiana ή στο Charlotenburg…
———————————————————
1. Sanchez Prieto, M. (2001) ‘Escape from Social Utopia: New Art in Argentina and Chile’, Third Text, σ. 75-84.
———————————————————-
Στην αντιπαράθεση ανάμεσα στο «χώρο των ροών» και στο «χώρο των τόπων», κανένας από τους αντιμαχόμενους δεν μπορεί να διεκδικήσει προτεραιότητα και κανένας δεν μπορεί να απορριφθεί ως ξένος ή φτιαχτός. Αντίθετα σύμφωνα με τη διαδεδομένη άποψη, τα νοήματα και οι ταυτότητες που είναι τοπικά δεν είναι η «πραγματική πραγματικότητα» της πόλης που δέχεται την επίθεση, παραμορφωμένη και διαβρωμένη από την καρκινική εξάπλωση του «υπερεθνικού» ξεριζωμού. Η μάχη τους δεν είναι μια ενδιάμεση κατάσταση από την οποία ο ένας θα βγει νικητής. Άλλοι πόλεμοι, που μπορεί να καταλήγουν με το νικητή να γίνεται ο μοναδικός ηγέτης του πεδίου μάχης από το οποίο ο αντίπαλος έχει κυνηγηθεί και εξοριστεί –αυτή βέβαια, είναι μια ολότελα απίθανη προοπτική για την αστική σύγκρουση των δύο στενά συνυφασμένων διαστάσεων της ρευστής-νεωτερικής ζωής. Κανένας από τους δύο χώρους δεν μπορεί να επιβιώσει από μόνος του.
Και οι δύο μπορούν να ζήσουν μόνο σε αμοιβαίο εναγκαλισμό. Ο «χώρος των ροών» χρειάζεται από τον φαινομενικό του αντίπαλο -το «χώρο των τόπων»- να ανταποκρίνεται σε ανθρώπινες ανάγκες στις οποίες είναι ο ίδιος ανίκανος να ανταπεξέλθει. Εξάλλου, οφείλει τη δύναμή του στην ξεκάθαρη άρνηση να νοιάζεται για τέτοιες ανάγκες. Ο «χώρος των τόπων» χρειάζεται από τον ομολογημένο αντίπαλό του –δηλαδή το «χώρο των ροών»- να τραβά, να απορροφά και να συγκρατεί τη συνεχή εισροή ανθρώπινων παθών.
Εξάλλου, οφείλει τη διαρκή έλξη του, άρα και την τροφή της ενέργειάς του, στις διαρκείς απώλειες αναγκών που αναζητούν απελπισμένα ένα καταφύγιο. Οι δύο δηλωμένοι εχθροί μπορούν να ζήσουν μόνο σε μια κατάσταση μάχης· κανένας δε θα επιβίωνε μιας νίκης. Κανένας δε θα επιβίωνε ούτε από τη λήξη των εχθροπραξιών, αν μπορούσε κανείς έστω να σκεφτεί μια τέτοια λήξη. Η διαμάχη τους μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο παρά ένας πόλεμος τριβής.
Το μεγαλύτερο μέρος της αλλαγής που έρχεται, και θα συνεχίσει να έρχεται, δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο με αναφορά σε έναν από τους δύο συνυφασμένους / αντιμαχόμενους / συμπληρωματικούς/συνεργαζόμενους χώρους. Οι αλλαγές προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο, και αποκλειστικά σε αυτό το πλαίσιο της αλληλεπίδρασης μπορούν να γίνουν κατανοητοί και (αν είναι δυνατό) διαχειρίσιμοι.
Για αυτόν το λόγο και οι αλλαγές ξεφεύγουν περίτρανα από τις προσδοκίες, πόσο μάλλον από τον έλεγχο, κάθε μεμονωμένης υποστήριξης (τοπικά συμφέροντα ή προώθηση παγκόσμιων τάσεων). Η κάθε πλευρά θα έπρεπε να εκτιμά τις κινήσεις της άλλης, και πολλές από τις πρωτοβουλίες της κάθε πλευράς θα ήταν απαντήσεις στην πρώτη κίνηση της άλλης. Ο διεξοδικός σχεδιασμός (και ειδικά ο μακροπρόθεσμος διεξοδικός σχεδιασμός) του μέλλοντος της πόλης, που πάντα ήταν ένα εγχείρημα άκαρπο και κάποιες φορές αντιπαραγωγικό, μοιάζει σήμερα, περισσότερο από ποτέ, παράλογος και χωρίς προοπτικές.
Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την εύστοχη ορολογία του Franz Rosenz weig (ακόμα και αν εισήχθη και αναπτύχθηκε σε ένα διαφορετικό πλαίσιο [2] και να πούμε ότι για να είναι ο αστικός σχεδιασμός βιώσιμη πρόταση, πρέπει να υιοθετήσει τη στρατηγική της «γραμματικής» και όχι της «λογικής» σκέψης – το είδος στρατηγικής που, αμεθόδευτα, χρησιμοποιείται από την ομιλία και εξελίσσεται σε διάλογο. «Η ομιλία δεσμεύεται από τον χρόνο και τρέφεται από τον χρόνο».
Η ομιλία «δεν ξέρει εκ των προτέρων ακριβώς πού θα τελειώσει. Παίρνει τα συνθήματά της από άλλους. Στην πραγματικότητα, ζει χάρη στη ζωή κάποιου άλλου, είτε αυτός ο άλλος είναι εκείνος που ακούει μια ιστορία, απαντάει στην πορεία ενός διαλόγου, ή συμμετέχει σε ένα τραγούδι». Η αντίθετη (και απόλυτα λανθασμένη, μια και είναι ξεκάθαρα αυτοκαταστροφική) στρατηγική θα ήταν να δρα σαν «σκεπτόμενος που ξέρει τις σκέψεις του εκ των προτέρων». Εκείνη η αντίθετη στρατηγική αφοπλίζει και αποδυναμώνει τον χρήστη της απέναντι στις μεταπτώσεις της εν εξελίξει συζήτησης: καθιστά το υποκείμενο ανέτοιμο για τους ελιγμούς της συζήτησης, μια διαδικασία κατά την οποία «συμβαίνει κάτι».
Χρειαζόμαστε ετοιμότητα, όχι σχέδια. Χρειαζόμαστε την ετοιμότητα που επιτρέπει τον εντοπισμός της ανερχόμενης πρόκλησης όταν ακόμα είναι εντός των δυνατοτήτων του υποκειμένου να αντιδράσει, και που οικειοποιείται τα λάθη όταν είναι ακόμα δυνατό να διορθωθούν. Αυτού του είδους η ετοιμότητα θα ήταν η κεντρική ανησυχία αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε, παίρνοντας το ίχνος από τον Rosenzweig, «γραμματικό σχεδιασμό» ή «διαλογικό σχεδιασμό»: ένας σχεδιασμός που αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι μόνος στο έδαφος και ούτε απολαμβάνει αδιαίρετο έλεγχο του εδάφους, και ότι δεν τον παίρνει να επιλέξει τη μοναξιά, ή να επιτρέψει να αφεθεί μόνος -εφόσον το αντίτιμο θα ήταν η απώλεια του ελέγχου των στόχων και των αντικειμένων του και η αυτοπροκαλούμενη ανικανότητα.
Ασφάλεια εναντίον ελευθερίας, ή η αντινομία της αξίας της αστικής ζωής
Ο συνδυασμός των παγκοσμιοποιητικών πιέσεων και της εδαφικά προσανατολισμένης αναζήτησης ταυτότητας που βάζει σε κίνηση και οδηγεί τη δομική ανάπτυξη της πόλης αντανακλάται στις φαινομενικά αντικρουόμενες επιθυμίες και προσδοκίες των κατοίκων. Από τη μία υπάρχει η επίμονη και συνεπής «MacDonaldοποίηση» του αστικού περιβάλλοντος (ο όρος εισήχθη και πρωτοχρησιμοποιήθηκε πριν από μια δεκαετία από τον George Ritzer [3]), με την πιεστική τάση για τυποποίηση και με συνέπεια την ανιαρή ομοιομορφία του αστικού περιβάλλοντος. Όποιοι και αν είναι οι τροχοί κίνησης αυτής της διαδικασίας, η ενθουσιώδης αποδοχή των αποτελεσμάτων της από τους πελάτες τους είναι ο τροχός που ορίζει την ταχύτητά της. Οι κάτοικοι μιας πόλης, στην οποία όλες οι ρουτίνες «σπάνε» τακτικά και κανένα γνώριμο ορόσημο δεν είναι πραγματικά άτρωτο μπροστά στην παλίρροια της διαρκούς αλλαγής, λαχταρούν τη σπάνια παρηγοριά της προβλεψιμότητας και της τακτικότητας, και τα εστιατόρια MacDonald’s, όπως και η γρήγορα επεκτεινόμενη οικογένεια των μιμητών τους, υπόσχονται -και παρέχουν- το «νησί» και για τις δύο.
Εδώ, επιτέλους, μπορεί κανείς να αισθανθεί ασφαλής: μπορεί κανείς να είναι σίγουρος ότι θα πάρει αυτό που περιμένει και θέλει. Όσο λιγότερο προβλέψιμη γίνεται η ευρύτερη σκηνή της πόλης, τόσο ανεβαίνει η αξία των μικρο-περιοχών, όπως τα εστιατόρια MacDonald, ή τα καφέ Starbuck, ή τα φαγάδικα Steak House και Pizza Hut, που παρέχουν μια καλοδεχούμενη ανακούφιση από την μπερδεμένη και ανήσυχη καινοτομία.
Επιπλέον πλεονεκτήματα της «MacDonaldοποίησης» αποτελούν η ικανοποίηση της ανάγκης των παγκόσμιων ανθρώπων των επιχειρήσεων να χαλαρώνουν(τουλάχιστον περιστασιακά), και των περιπετειωδών τουριστών, οι οποίοι παρά την όρεξή τους για αλλαγή τόπου δε θέλουν το μέρος να αποτελεί και πολύ μεγάλη αλλαγή, οπότε λαχταρούν μια όαση οικειότητας μέσα σε ένα ξένο περιβάλλον που απαιτεί επαγρύπνηση. Η αλυσίδα ξενοδοχείων Holiday Inn, που εξυπηρετεί κυρίως τους ανθρώπους των παγκόσμιων επιχειρήσεων, υπόσχεται στους πελάτες ότι δε θα υπάρχει «καμία έκπληξη», ενώ τα τουριστικά θέρετρα που στοχεύουν στον μαζικό τουρισμό «προσφέρουν μια ευρεία επιλογή από ρουτινοποιημένες δραστηριότητες σε εξωτικά σκηνικά όπου ο επισκέπτης μπορεί να μείνει χωρίς να πρέπει να διακινδυνεύσει στο άγνωστο και απρόβλεπτο περιβάλλον της τοπικής ζωής σε ένα τροπικό νησί [4]».
Με τις ελπίδες για μια τακτοποιημένη, διάφανη και προβλέψιμη «ιδεατή πόλη» να έχουν σχεδόν εγκαταλειφθεί και να έχουν μείνει με ελάχιστη ισχύ (ή ακόμα και αξιοπιστία), οι τεθλιμμένες ουτοπικές επιθυμίες για το εξαίσια φιλικό προς τον άνθρωπο περιβάλλον που συνδυάζει την ενδιαφέρουσα ποικιλία με την ασφάλεια, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο κανένα από τα δύο αυτά απαραίτητα για την ευτυχία συστατικά, έχουν εστιαστεί σε μικρότερους, και άρα πιο εφικτούς και ρεαλιστικούς, στόχους.
Αντί να παλεύουμε να αναμορφώσουμε τον δρόμο, ας τον απελευθερωθούμε από τους κινδύνους του, ας τρέξουμε να βρούμε καταφύγιο και ας κλειδώσουμε την πόρτα πίσω μας. Οι αλυσίδες από αραιά, αλλά ευρέως εξαπλωμένες μίνι-ουτοπίες παγιωμένες ως πραγματικότητες είναι η δεύτερη καλύτερη επιλογή, υποκατάστατα «του φτωχού» για εκείνη τη μία μεγάλη ουτοπία, γνωστή για τη διαρκή της τάση να αψηφά την πραγματικότητα που δεν προσαρμόζεται στο σχήμα της.
Το μαγικό κράμα ασφάλειας και περιπέτειας -επίβλεψης και ελευθερίας, ρουτίνας και έκπληξης, ομοιότητας και ποικιλίας- αναζητάται, με ανάμικτη επιτυχία, σε ένα αρχιπέλαγος από προκατασκευασμένα νησιά με προσχεδιασμένη τάξη, με τεράστιο ζήλο για την ελπίδα να βρεθεί αυτό το θεσπέσιο αμάλγαμα στις ακτές τους να ξεθωριάζει και να διαλύεται.
Η λαχτάρα για καταφύγια έχει τη μυστήρια τάση να αυτοτροφοδοτείται: μόνο και μόνο επειδή η αναζήτηση έχει εστιαστεί στις οάσεις, ο κόσμος ανάμεσά τους μοιάζει όλο και πιο πολύ σαν έρημος. Οι έρημοι όμως είναι διφορούμενοι τόποι: είναι το υλικό από το οποίο πλάθονται τόσο οι ρομαντικοί ρεμβασμοί, όσο και οι πεζοί φόβοι. Σε αντίθεση με τις ίδιες τις οάσεις, μέσα στις οποίες τα πάντα είναι προσχεδιασμένα, προμελετημένα, ασφαλή ενάντια στην κακοτυχία και προστατευμένα με εγγύηση επιστροφής χρημάτων, ο κόσμος ανάμεσα στα νησιά της ασφαλούς περιπέτειας -οι φαρδείς και οι στενοί δρόμοι της πόλης της καθημερινότητας, οι ευρύχωρες και οι πηγμένες πλατείες της, τα φωτεινά και τα σκοτεινά περάσματα, οι κοντινές και οι μακρινές γειτονιές της πόλης- δελεάζουν με την υπόσχεση ενός τζόγου:
υπάρχουν συναρπαστικές περιπέτειες και ανείπωτοι κίνδυνοι αναμεμειγμένα σε αναλογίες που δεν μπορεί να υπολογίσει ο δύστυχος περιπατητής, και που εμφανίζονται με μια ακολουθία που δεν μπορεί να προβλέψει. Η μη δοκιμασμένη και άγνωστη περιπέτεια είναι το στοιχείο που έλκει στην πόλη· το μη δοκιμασμένο και άγνωστο ρίσκο είναι το στοιχείο που απωθεί.
———————————————————————–
2. Rosenzweig, F. (1999) Under – standing the Sick and the Healthy: A View of World, Man, and God, Harvard UP, σ. 14.
3. Βλ. Ritzer, G. (1993) The MacDonaldization of Society, Pine Forge Press.
———————————————————————
Ο John Hannigan έχει κάνει αναδρομή στην περίπλοκη διαδρομή της πρόσφατης ιστορίας των αμερικανικών πόλεων. Αυτό που μαθαίνουμε από τη μελέτη του είναι ότι ο ξαφνικός τρόμος για το έγκλημα που παραμονεύει στις σκοτεινές γωνίες των κέντρων των πόλεων χτύπησε τους κατοίκους των αμερικανικών μητροπολιτικών περιοχών στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα και οδήγησε στη «λευκή έξοδο» από τα κέντρα των πόλεων -παρόλο που, λίγα μόνο χρόνια πριν, εκείνα τα «κέντρα των πόλεων» αποτελούσαν ισχυρούς μαγνήτες για τα πλήθη που λαχταρούσαν να απολαύσουν εκείνη τη μαζική διασκέδαση που μόνο τα κέντρα των μεγάλων πόλεων, και όχι οι άλλες, λιγότερο πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές, μπορούσαν να προσφέρουν.
Ανεξάρτητα από το εάν εκείνος ο φόβος είχε πραγματική βάση ή εάν η ξαφνική έκρηξη της εγκληματικότητας ήταν κατασκεύασμα της πυρετώδους φαντασίας· τα ερημωμένα και εγκαταλελειμμένα κέντρα των πόλεων, «ένας φθίνων αριθμός ανθρώπων που αναζητούν απολαύσεις και μια ακόμα μεγαλύτερη αντίληψη των πόλεων ως επικίνδυνα μέρη να βρεθεί κανείς» ήταν το αποτέλεσμα. Για μια τέτοια πόλη, το Detroit, ένας άλλος συγγραφέας παρατήρησε το 1989 ότι οι «δρόμοι της είναι τόσο έρημοι μετά το σούρουπο που η πόλη μοιάζει με πόλη φάντασμα –όπως και η Washington, DC· η πρωτεύουσα του έθνους.
Ο Hannigan θεωρεί ότι είχε αρχίσει μια αντίστροφη τάση προς το τέλος του αιώνα. Μετά από πολλά χρόνια λιτότητας με πανικό του τύπου «μη βγεις απόψε» και με τις «ερημοποιητικές» του επιπτώσεις στις πόλεις, οι Αμερικανοί δημογέροντες σε σύμπραξη με τους επενδυτές πάλεψαν για να ξανακάνουν τα κέντρα των πόλεων διασκεδαστικά και μαγνήτες για τους επίδοξους γλεντζέδες, καθώς «η ψυχαγωγία επιστρέφει στο κέντρο της πόλης» και οι «ημερήσιοι εκδρομείς» έλκονται και πάλι στο κέντρο με την ελπίδα να βρουν εκεί κάτι «συναρπαστικό, ασφαλές και μη διαθέσιμο στα προάστια [5]».
Ομολογουμένως, αυτές οι απότομες, νευρωτικές στροφές 180 μοιρών στην κατάσταση των πόλεων είναι στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τους επίμονους φυλετικούς ανταγωνισμούς και εχθρότητες, που συνήθως κοχλάζουν και ενίοτε εκρήγνυνται, πιο εξέχουσες και αιφνίδιες απ’ ότι αλλού, όπου η φυλετική διαμάχη και η προκατάληψη δεν πυροδοτούν αισθήματα αβεβαιότητας και σύγχυσης που σιγοκαίνε. Με μια ηπιότερη, πιο μετριασμένη μορφή, η αμφιθυμία της έλξης και της απώθησης και η εναλλαγή πάθους και αποστροφής προς, τη ζωή στη μεγάλη πόλη σημαδεύουν, ωστόσο, την ιστορία πολλών, ίσως των περισσότερων, Ευρωπαϊκών πόλεων.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.