Το αυξανόμενο κόστος της παιδικής φροντίδας, ειδικά στις μεγάλες πόλεις της Βρετανίας όπως το Λονδίνο, σημαίνει πώς ορισμένες οικογένειες στην πραγματικότητα «πληρώνουν για να εργάζονται», σημειώνει το Βρετανικό Ινστιτούτο Ερευνών Δημόσιας Πολιτικής (IPPR).
Είτε πρόκειται για το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων, είτε για την έλλειψη ευκαιριών, είτε για την απαίτηση από τους λιανοπωλητές να εργάζονται μεγαλύτερες βάρδιες – η ζωή είναι δύσκολη για τις γυναίκες στο εμπόριο.
Για τις μητέρες η κατάσταση μπορεί να είναι ακόμη χειρότερη, ανεξάρτητα από τη βιομηχανία που επιλέγουν να εργαστούν και σε οποιοδήποτε μέρος της Μεγάλης Βρετανίας αναζητήσουν εργασία.
Περυσινή Έκθεση του TUC (Trades Union Congress) διαπίστωσε ότι το συνολικό μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων αντιστοιχούσε στο 34% των εργαζόμενων μητέρων που εργάζονταν με πλήρη απασχόληση, που είχαν γεννηθεί το 1970 και είχαν αποκτήσει τα παιδιά τους πριν από την ηλικία των 33 ετών. Όπως ανέφερε η Έκθεση, ο χρόνος εκτός εργασίας για την άδεια μητρότητας, πριν εδραιωθούν σε ειδικευμένες ή ανώτερες θέσεις απέκοπτε πλήρως τις πιθανότητες τους για εξέλιξη ή, στην καλύτερη περίπτωση, τις περιόριζε.
Μια έκθεση του Ινστιτούτου Ερευνών Δημόσιας Πολιτικής που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα (Απρίλιος 2017) διαπίστωσε ότι το κόστος της παιδικής φροντίδας έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, ούτως ώστε ορισμένοι γονείς σε οικογένειες χαμηλού εισοδήματος να «πληρώνουν για να εργαστούν». Το thinktank απέδωσε το φαινόμενο στην έλλειψη στήριξης στο πλαίσιο του σημερινού συστήματος έκπτωσης φόρου, όπως και στην κατακόρυφη αύξηση στις χρεώσεις των παιδικών και βρεφονηπιακών σταθμών.
Σύμφωνα με την Εκθεση, μια γυναίκα με σύντροφο και δύο παιδιά η οποία εργάζεται λιγότερες από 16 ώρες την εβδομάδα και λαμβάνει τον εθνικό μισθό διαβίωσης ύψους £ 7,50 την ώρα, θα οδηγηθεί σε κόστος παιδικής φροντίδας το οποίο θα “απορροφά” ολόκληρο το ύψος του μισθού της και θα την οδηγεί σε καθαρή ζημία.
Αυτή η κατάσταση είναι συνηθισμένη και για τις γυναίκες με υψηλότερα ωρομίσθια, όταν διαβιούν σε περιοχές υψηλού κόστους διαβίωσης, όπως το Λονδίνο. Το IPPR σημείωσε πώς η πρωτεύουσα είχε το χαμηλότερο ποσοστό μητρικής απασχόλησης στη χώρα και προέτρεψε τον δήμαρχο Sadiq Khan να ασκήσει πίεση στην κυβέρνηση για πρόσθετες επιχορηγήσεις στις υπηρεσίες παιδικής μέριμνας.
Το Ίδρυμα Joseph Rowntree έθεσε το περασμένο έτος το ερώτημα αν η αυτοαπασχόληση θα μπορούσε να αποτελέσει μια πιθανή διαδρομή εξόδου από την χαμηλά αμειβόμενη εργασία, και ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση χρειάστηκε να εφαρμόσει πολύ μεγαλύτερη υποστήριξη προτού τα άτομα με χαμηλότερες δεξιότητες – όπως οι πρώην εργαζόμενοι της BHS – μπορέσουν να πραγματοποιήσουν την “υπέρβαση”. Τόνισε, επίσης, την έρευνα του Ιδρύματος Κοινωνικής Αγοράς (Social Market Foundation), η οποία αποκάλυψε ότι τέσσερις στους πέντε χαμηλόμισθους εργαζόμενους παρέμεναν “καθηλωμένοι” σε χαμηλές αμοιβές ακόμη και μετά από 10 χρόνια αυτοαπασχόλησης.
Ωστόσο, μια μελέτη της NatWest ανέφερε ότι ενώ το γενικότερο ενδιαφέρον για την έναρξη μιας επιχείρησης έχει αυξηθεί φέτος, έχοντας φθάσει σε ιστορικό χαμηλό πριν και μετά την ψηφοφορία για το Brexit, το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων παραμένει σταθερό. Η έρευνα αποκάλυψε πώς οι άνδρες εξακολουθούν να είναι εκείνοι που είναι πιο πιθανό να θέλουν να ιδρύσουν δική τους επιχείρηση.
Το 16% των ανδρών αναφέρουν ότι θέλουν να ξεκινήσουν τη δική τους επιχείρηση σε σύγκριση με το 12% των γυναικών, οι οποίες αναφέρουν ότι αποθαρρύνονται εξαιτίας της έλλειψης γυναικείων προτύπων.
Πηγή: theguardian.com
socialpolicy.gr