Κοτζάι Αντιλιάν
Μεταπτυχιακός Φοιτητής στο
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας του ΕΚΠΑ
Ο Τόμας Χομπς (1558-1677) θεωρείται από τους πιο σημαντικούς στοχαστές της πρώιμης νεωτερικότητας και του Διαφωτισμού, καθώς στο πιο σημαντικό του έργο (Λεβιάθαν) θεμελιώνει με ορθολογικό τρόπο την έννοια της έλλογης απολυταρχικής κυριαρχίας, με σκοπό την αναπαραγωγή του πιο σημαντικού αγαθού, που είναι ο βίος (ζωή).
Πιο συγκεκριμένα, ο Άγγλος στοχαστής για να κατασκευάζει τον απόλυτο και έλλογο κυρίαρχο (Λεβιάθαν) έπρεπε να <<απογυμνώσει>> τον παραδοσιακό απολυταρχισμό, ασκώντας του κριτική με έλλογα επιχειρήματα για να αναδείξει τις αντιφάσεις και τις ανεπάρκειες της εκκλησιαστικής εξουσίας, η οποία εκείνη την περίοδο κατείχε και την πολιτική εξουσία. Χαρακτηριστικά διά της ευκλείδειας γεωμετρικής μεθόδου, ο Χομπς αναλύει την φύση του ανθρώπου, έχοντας σαν αξίωση την εύρεση κοινών στοιχείων σε όλο το ανθρώπινο γένος. Το προαναφερθέν αποτελεί μεθοδολογικό προαπαιτούμενο για την μετάβαση της ανθρωπότητας από την φυσική κατάσταση (συγκρουσιακή) στην πολιτική (ειρηνική).
Πιο αναλυτικά μέσω του εμπειρικού υλισμού, ο Άγγλος φιλόσοφος ανέδειξε τα κοινά στοιχεία που διακατέχουν όλη την ανθρωπότητα, με αποτέλεσμα να θεωρεί ότι υπάρχουν αναλλοίωτα χαρακτηριστικά σε όλους τους ανθρώπους, που καθορίζουν την συμπεριφορά τους. Κατά τον Χομπς δύο είναι τα βασικά συστατικά από τα οποία αποτελείται ο άνθρωπος, τα πάθη και ο Λόγος. Τα πάθη είναι εκείνες οι αιτίες οι οποίες ωθούν τους ανθρώπους στην κίνηση, λειτουργώντας ως μηχανισμοί έλξης και απώθησης.
Όσον αφορά τον Λόγο, κατά τον Χομπς είναι μια μορφή χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο, διότι η λειτουργία του είναι δυναμική, με την έννοια ότι ο Λόγος είναι η δυνατότητα πρόσθεσης και αφαίρεσης (υπολογισμού). Επιπροσθέτως, ο μείζων ρόλος του Λόγου διαφαίνεται εξαρχής, διότι μέσω αυτού οι άνθρωποι ανακαλύπτουν τους φυσικούς νόμους (θεωρήματα). Σε αυτό το σημείο αναφύεται και το κυρίαρχο έλλογο υποκείμενο στον Χομπς, καθώς ο ρόλος του κυρίαρχου (Λεβιάθαν) είναι να επιβάλλει τους φυσικούς νόμους που ανακάλυψε ο Λόγος. Το πιο σημαντικό αξιακό ιδεώδες που ανακαλύπτει ο Λόγος είναι η διαφύλαξη του βίου. Χαρακτηριστικά, η ζωή στον Χομπς συνδέεται άμεσα με την κίνηση ενώ ο θάνατος με την ακινησία. Οπότε στην φυσική κατάσταση όπου όλοι κινούνται ανεμπόδιστα, επέρχεται κάποια στιγμή, όπου ο άνθρωπος καταλαμβάνει τον χώρο ενός άλλου ανθρώπου με αποτέλεσμα να σταματάει και η κίνηση, οπότε και ζωή. Σε αυτό το σημείο επικρατεί η σύγκρουση ως αποτέλεσμα της θέλησης για αυτοσυντήρηση που χαρακτηρίζει κάθε άτομο. Επιπλέον στην σύγκρουση κινδυνεύει το ύψιστο αγαθό, το οποίο είναι η ζωή (κίνηση) ενώ παράλληλα επέρχεται ο θάνατος (ακινησία). Για να μην επικρατήσει η ακινησία (θάνατος), οι άνθρωποι συγκροτούν το κοινωνικό συμβόλαιο, με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση και την αναπαραγωγή του βίου.
Τα προαναφερθέντα είναι χρήσιμα για να κατανοήσουμε την κριτική του Χομπς στην θρησκεία και γενικότερα στην εκκλησιαστική εξουσία. Πιο επεξηγηματικά, λόγω της εμπειρικής βάσης του χομπσιανού στοχασμού, είναι αναγκαία η κριτική προς την θρησκεία, διότι για να συγκροτηθεί το έλλογο απολυταρχικό υποκείμενο του κυρίαρχου πρέπει να αποσυντεθεί η παραδοσιακή εκκλησιαστική κυριαρχία. Για αυτόν τον λόγο ο Χομπς ασκεί διπλή κριτική απέναντι στην θρησκεία, ως προς τις πηγές των διδασκαλιών και ως προς το περιεχόμενο της πίστης. Το προαναφερθέν πρότυπο της διπλής κριτικής προς την θρησκεία θα το αναπτύξει και ο Κάντ για να ξεδιπλώσει το επιχείρημα του. Το βασικό ερώτημα που απασχολεί τον Χομπς στην κριτική της θρησκείας είναι το κατά πόσο η μορφή και το περιεχόμενο της πίστης συνάδουν με την ενεργοποίηση των ορθολογικών ικανοτήτων του ανθρώπου και με την δυναμική της συνείδησης, θίγοντας με αυτόν τον τρόπο τα δύο από τα σημαντικότερα αιτήματα της νεωτερικότητας, που θα απασχολήσουν πιο συστηματικά και τον Καντ.
Χαρακτηριστικά, στο κεφάλαιο <<περί των Αρχών της Χριστιανικής Πολιτικής>>, ο Χομπς ξεδιπλώνει την βαθιά του γνώση για τις πηγές του Χριστιανισμού, καθώς η ανάλυση του συνοδεύεται από αυτούσια χωρία της Βίβλου και των Ευαγγελίων. Το στίγμα του για τον θεϊκό λόγο διαφαίνεται από την αρχή όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: <<δεν πρόκειται να αποκηρύξουμε ούτε τις αισθήσεις μας, ούτε την εμπειρία μας, αλλά ούτε τον αναμφισβήτητο λόγο του Θεού, δηλαδή την φυσική μας λογική. Εάν και πολλά πράγματα στον λόγο του Θεού είναι πάνω από την ανθρώπινη λογική, δεν θα πρέπει να περιορίσουμε την νόηση μας και να υποταχθούμε διανοητικά>>. Με την προαναφερθείσα φράση μας προϊδεάζει εξαρχής ότι πολλά στοιχεία από τον θεϊκό λόγο είναι εκτός του πεδίου της λογικής, οπότε δεν μπορούν να <<χωρέσουν>> στην θεωρία του περί κοινωνικού συμβολαίου και στη διαδικασία συγκρότησης του απόλυτου έλλογου κυρίαρχου.
Επιπροσθέτως, μια πολύ σημαντική αντίφαση που ανιχνεύει ο Χομπς στο λόγο του Θεού, είναι ο τρόπος διαμεσολάβησης και η ερμηνεία του θείου λόγου. Επί παραδείγματι ο Άγγλος στοχαστής <<αναρωτιέται>> πως είναι δυνατόν ένα ανθρώπινο υποκείμενο να μιλάει με τον Θεό και με ποιόν τρόπο μπορεί αυτή η διαμεσολάβηση να αποδειχτεί έλλογα. Εδώ, ασκεί κριτική στους προφήτες, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι είναι οι διαχειριστές του θεϊκού νοήματος. Αναπτύσσοντας τον συλλογισμό του ο Χομπς θέτει ένα άλλο μείζον ζήτημα σε σχέση με τους προφήτες, το οποίο συνδέεται με την ύπαρξη πολλών προφητών που διαφωνούν μεταξύ τους για το περιεχόμενο της θείας βούλησης. Πιο συγκεκριμένα είναι <<λογικό σφάλμα>>, να υπάρχει μία αδιαμφισβήτητη θεία βούληση, ενώ ταυτόχρονα οι προφήτες να είναι πολλοί και να διασπούν την ενότητα του θείου λόγου. Το προαναφερθέν, κατά τον Χομπς είναι αντίφαση, διότι δεν μπορεί να εξηγηθεί με τα έλλογα μέσα που κατέχει ο άνθρωπος.
Μόνο ο κυρίαρχος (πολιτικός) μπορεί κατά τον Χομπς να εξαναγκάσει τον υπήκοο στο τι να μην λέει και στο τι να μην πράττει, με σκοπό να διατηρείται η ισχύς του. Και στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως ο κυρίαρχος, δεν μπορεί να υποχρεώσει τον υπήκοο πώς να σκέπτεται, καθώς αυτή την λειτουργία την καθορίζει μόνο η λογική του εκάστοτε υπηκόου. Επιπλέον, για να επιστρέψουμε στο ζήτημα της εγκυρότητας και της έλλογης επεξεργασίας των πηγών της πίστης, ο Χομπς επικεντρώνεται πέρα από τους προφήτες, και στους απόστολους. Χαρακτηριστικά, διερωτάται πως είναι δυνατόν να διακρίνουμε τον αληθινό απόστολο από αυτόν που ψεύδεται. Για να τεκμηριώσει την προσέγγιση του αναφέρει, ότι πολλοί άνθρωποι που εμφανίζονται ως απόστολοι ή ακόμη και ως προφήτες είναι <<φαντασιόπληκτοι>>, διότι ερμηνεύουν τις παραισθήσεις τους ή τα όνειρά τους ως αποκάλυψη του θείων μηνυμάτων.
Στο δεύτερο επίπεδο της ανάλυσης ο Χομπς προσεγγίζει τον τρόπο συγκρότησης της χριστιανικής πολιτικής κοινότητας, μέσα από τα βάθη της ιστορίας. Στην ιστορική πραγματικότητα, πριν οργανωθεί η χριστιανική πολιτική κοινότητα, την εκκλησιαστική εξουσία την κατείχαν οι απόστολοι, οι οποίοι για να αναπαραχθεί το θείο μήνυμα χειροτονούσαν άλλους διδάσκαλους, με σκοπό να προσηλυτίζουν ανθρώπους στον Χριστιανισμό και να τους κατευθύνουν προς την οδό της σωτηρίας..Η διαδικασία της χειροτονίας είναι η διαδικασία της μετάδοσης του Αγίου Πνεύματος, η οποία είχε καθιερωθεί από τον Μωυσή. Σε αυτό το σημείο ο Χομπς διεισδύει στον πυρήνα της εκκλησιαστικής εξουσίας, η οποία αναδεικνύεται από την κριτική που ασκεί στον Καρδινάλιο Bellarin, ο οποίος είχε ασχοληθεί με τα ζητήματα της εκκλησιαστικής εξουσίας σε σχέση με τον Πάπα της Ρώμης. Πιο συγκεκριμένα, ο Bellarin προβληματίζεται στο κατά πόσο η εξουσία πρέπει να είναι μοναρχική, αριστοκρατική ή δημοκρατική. Το συμπέρασμα του είναι ότι η εξουσία πρέπει να είναι <<μικτή>>, καθώς θα πρέπει να εμπεριέχει στοιχεία από όλα τα προαναφερθέντα πολιτεύματα.
Αναλύοντας τον συλλογισμό του Bellarin, ο Χομπς διαφωνεί με την προσέγγιση του, και την χαρακτηρίζει ως άδικη και εριστική. Πιο αναλυτικά, κατά τον Χομπς δεν αποδεικνύεται σε κανένα σημείο των ιερών κειμένων ότι έχει παραχωρηθεί το δικαίωμα άσκησης και επιβολής της θείας βούλησης στους απόστολους, στον Πάπα και γενικότερα στους διδάσκαλους του θείου μηνύματος. Οι απόστολοι και οι διάκονοι του Ευαγγελίου δεν είναι αρχηγοί μας, αλλά δάσκαλοι μας. Επιπλέον, αφού το βασίλειο του Χριστού δεν είναι του κόσμου τούτου δεν αιτιολογείται με έλλογα μέσα το γεγονός ότι οι διάκονοι απαιτούν εξ΄ ονόματός του υπακοή. Αναπτύσσοντας περαιτέρω τον συλλογισμό του ο Χομπς αναφέρει ρητά: << το έργο των διακόνων του Χριστού είναι ο ευαγγελισμός, δηλαδή η αναγγελία του Χριστού και η προετοιμασία για την δεύτερη έλευσή του, όπως του Ιωάννη του Βαπτιστή ήταν η προετοιμασία για την πρώτη έλευση.
Το εγκόσμιο λειτούργημα των διακόνων, είναι να κάνουν τους ανθρώπους να πιστεύουν και να αφοσιώνονται στον Χριστό. Επομένως, η πίστη δεν έχει καμία σχέση και δεν εξαρτάται καθόλου από τον εξαναγκασμό και την επιβολή>>. Οπότε, σύμφωνα με τα παραπάνω, οι διάκονοι του Χριστού δεν διαθέτουν καμία εξουσία να τιμωρούν. Το δικαίωμα της τιμωρίας το κατέχει κατά τον Χομπς μόνο ο κυρίαρχος, ο οποίος μπορεί να τιμωρήσει οποιονδήποτε θεωρεί ότι παραβαίνει τον νόμο. Το <<παράδοξο>>, κατά τον Χομπς είναι η σύζευξη της εκκλησιαστικής εξουσίας με την πολιτική εξουσία. Χαρακτηριστικά, η προαναφερθείσα σύνδεση εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας διαφαίνεται ξεκάθαρα από την διδασκαλία του Απόστολου Παύλου, ο οποίος άλλαξε ριζικά το περιεχόμενο του Χριστιανισμού.
Πιο συγκεκριμένα,
Ο Απ. Παύλος στις διδασκαλίες του παρότρυνε τους δούλους να υπακούν τους κυρίους, όπως ακριβώς υπακούν τον Θεό. Επιπροσθέτως, σε διάφορες επιστολές του (προς Ρωμαίους, προς Κορινθίους, ) αναφέρει ότι οι υπήκοοι θα πρέπει να υπακούν με οποιοδήποτε τρόπο τις προσταγές των ηγεμόνων, με πειθαρχία και εξαναγκασμό, διότι οι ηγεμόνες είναι εκλεκτοί του Θεού. Στα λεγόμενα του Απ. Παύλου ο Χομπς διερωτάται: << τι θα γινόταν εάν κάποιος βασιλέας, μία σύγκλητος ή άλλο κυρίαρχο πρόσωπο μας απαγόρευε να πιστεύουμε στον Χριστό;>> Αυτή η ερώτηση του Χομπς είναι υποθετική, αλλά πολύ σημαντική για να κατανοήσουμε το επιχείρημά του, καθώς η ουσία της ερώτησης αναδεικνύει μια δυσεπίλυτη αντίφαση. Χαρακτηριστικά, εάν ο κυρίαρχος απαγόρευε την πίστη στον Χριστό, τότε ο υπήκοος θα αντιλαμβανόταν ότι η συνείδηση του είναι διχασμένη, καθώς από την πράξη του μετά την απαγόρευση θα <<πρόδιδε>> ή τον Χριστό και το θείο μήνυμα ή θα αμφισβητούσε ρητά την εξουσία του κυρίαρχου.
Οπότε με βάση τον προαναφερθέντα συλλογισμό δεν αιτιολογείται έλλογα η σύνδεση του θείου μηνύματος με την πολιτική εξουσία. Διευρύνοντας περαιτέρω την κριτική του ο Χομπς επικεντρώνεται στον τρόπο συντήρησης και αναπαραγωγής των ιερέων. Πιο συγκεκριμένα παρατηρεί, ότι υπάρχουν ενδιαφέροντα στοιχεία στον τρόπο συντήρησης του ιερατείου, που συνδέονται άμεσα με την σύζευξη της εκκλησιαστικής εξουσίας με την πολιτική κυριαρχία. Αναλυτικότερα, πριν την σύνδεση εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας, οι ποιημένες ζούσαν από χορηγίες που επαφίονταν στην γενναιοδωρία και την ευγνωμοσύνη των μελών του ποιμνίου. Με αυτόν τρόπο οι ιερείς αναπαράγονταν από την προθυμία για προσφορά των πιστών, χωρίς να υπάρχει κανένα ίχνος βίας η επιβολής απέναντί τους. Όλα τα παραπάνω άλλαξαν ριζικά όταν η εκκλησιαστική εξουσία απέκτησε και πολιτική εξουσία.
Σε αυτή την περίπτωση, οι πιστοί αναγκάζονται από τους νόμους του πολιτικού κυρίαρχου να συντηρούν το ιερατείο (π.χ αναγκαστική φορολόγηση- δεκάτη). Με την σύμπλευση εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας αλλάζει ριζικά και η διάρθρωση του ιερατείου, καθώς η επιλογή του εκάστοτε εκκλησιαστικού αξιώματος δεν γίνεται με τις κλασικές παραδοσιακές διαδικασίες της εκκλησίας (π.χ χειροτόνηση), αλλά επιτελείται δια της βουλήσεως του ανώτατου πολιτικού κυρίαρχου. Δηλαδή τα αξιώματα δεν καθιερώνονται πλέον με τις θεϊκές λειτουργίες, αλλά με την εντολή του πολιτικού κυρίαρχου. Οπότε, ο Χομπς εξάγει ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα καθώς αποδεικνύει με τους συλλογισμούς του και με τα εμβριθή επιχειρήματα του ότι, όταν η εκκλησιαστική εξουσία εμπλέκεται με την πολιτική κυριαρχία διαστρεβλώνεται η θρησκεία και το θείο μήνυμα. Για να αιτιολογήσει το προαναφερθέν πολύ σημαντικό συμπέρασμα κάνει μια διάκριση μεταξύ της παραίνεσης και του νόμου. Χαρακτηριστικά, η παραίνεση είναι χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής εξουσίας, η οποία θα πρέπει μέσω της πειθούς και της νουθεσίας να κατευθύνει τους ανθρώπους προς την οδό της σωτηρίας του Χριστού.
Δηλαδή, η παραίνεση δεν εμπεριέχει εξαναγκασμό και βία, διότι αποσκοπεί στο συμφέρον και την σωτηρία των πιστών, οι οποίοι θα πρέπει να επιλέξουν εθελούσια την οδό προς τον Θεό. Σε αντίθεση όμως με την παραίνεση ο Χομπς αναφέρει, ότι ο νόμος εμπεριέχει εξαναγκασμό και βία, καθώς είναι θεσπισμένος από τον πολιτικό κυρίαρχο, με σκοπό την εδραίωση και την αναπαραγωγή της δικής του εξουσίας. Οπότε καταλήγει ότι η παραίνεση και ο νόμος είναι δύο διαφορετικές μεταξύ τους έννοιες, καθώς η παραίνεση έχει σαν σκοπό το <<συμφέρον>> των πιστών- υπηκόων ενώ ο νόμος εξυπηρετεί τον συμφέρον του πολιτικού κυρίαρχου, που αντιτάσσεται στο συμφέρον των υπηκόων.
Εν κατακλείδι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ο Χομπς <<αποσαθρώνει>> με έλλογο τρόπο την απόλυτη παραδοσιακή μοναρχία που επικρατούσε στην πρώιμη νεωτερικότητα, με απώτερο σκοπό να θεμελιώσει την δική του πολιτική θεωρία για την κατασκευή του απόλυτου έλλογου κυρίαρχου.
Εκτός από τον Χομπς, ένας άλλος μεγάλος στοχαστής που έχει αναλύσει διεξοδικά την σχέση του ιερατείου με την πολιτική εξουσία είναι ο <<κατεξοχήν>> φιλόσοφος του διαφωτισμού, ο Ιμμάνουελ Καντ (1724- 1804). Πιο συγκεκριμένα ο Καντ είναι ο φιλόσοφος, ο οποίος όρισε τον διαφωτισμό με τον πιο <<εύληπτο>> και σαφή τρόπο, λέγοντας, ότι: <<διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την αυθυπαίτια ανωριμότητα του>>.
Χαρακτηριστικά, ο Καντ αντιλαμβανόμενος τους μεγάλους μετασχηματισμούς που ελάμβαναν χώρα στην διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης έγραψε ένα μνημειώδες έργο για την σχέση του τότε πανεπιστημίου με την εξουσία. Το έργο αυτό είναι η <<διένεξη των σχολών>>, στο οποίο έθεσε αιτήματα που ακόμη και στην σημερινή εποχή φαντάζουν σε <<τρομακτικό>> βαθμό επίκαιρα, όπως ο δημόσιος έλεγχος του πανεπιστημίου και η σχέση της επιστημονικής γνώσης με την εξουσία και κατόπιν με την κοινωνία. Αρχικά, στο συγκεκριμένο έργο ο Καντ αναλύει την έννοια και τον ρόλο του πανεπιστημίου. Κατά τον γερμανό φιλόσοφο το πανεπιστήμιο σαν θεσμός είναι υπεύθυνο για την διαχείριση του συνόλου της γνώσης, αποτελώντας ένα είδος μορφωμένης κοινότητας, η οποία πρέπει να αποτελείται από ειδήμονες (επιστήμονες), που μπορούν να διατυπώνουν έλλογα κρίσεις. Επιπλέον, για να μπορεί να αναπαραχθεί το πανεπιστήμιο σαν θεσμός θα πρέπει κατά τον Καντ να αποδέχεται μαθητευόμενους από <<κατώτερα>> σχολεία για να παράγει νέους διδάκτορες.
Μετά από αυτή την θεωρητική αναφορά των θεμελιωδών στοιχείων που πρέπει να απαρτίζουν το πανεπιστήμιο, ο Καντ στρέφεται στα πανεπιστήμια της εποχής του για να εξακριβώσει κατά πόσο οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις τηρούνται. Εξ΄ αρχής, μας διατυπώνει ρητά την θέση, ότι το πανεπιστήμιο εκείνης της εποχής όχι μόνο δεν προάγει την επιστήμη και την γνώση, αλλά και προωθεί τα συμφέροντα της κυβέρνησης (εξουσίας). Σε αυτό το σημείο, Ο Καντ μας αναλύει την διαίρεση των επιστημών του πανεπιστημίου. Χαρακτηριστικά, οι σχολές διαιρούνται σε δύο επίπεδα, από την μία βρίσκονται οι ανώτερες σχολές (τρεις) και από την άλλη η κατώτερη.
Πιο αναλυτικά, οι τρεις ανώτερες σχολές είναι, η θεολογία, η νομική και η ιατρική, ενώ η κατώτερη είναι η φιλοσοφική. Επιπλέον, ο Καντ μας αναφέρει, ότι η διάκριση των σχολών σε ανώτερες και κατώτερες δεν έγινε από τους ειδήμονες (ακαδημαϊκούς), αλλά από την κυβέρνηση. Αυτό έγινε, διότι οι ανώτερες σχολές είναι <<εργαλεία>>> της κυβέρνησης, η οποία για να διατηρήσει και να ενισχύσει την εξουσία της, τις ελέγχει απόλυτα. Σε αυτό το σημείο ο Καντ διαπιστώνοντας την στρέβλωση που επικρατεί εντός των πανεπιστημίων προτείνει στη δημόσια οργάνωση της γνώσης να υπάρχει και η κατώτερη σχολή (φιλοσοφική), η οποία θα είναι ανεξάρτητη από τις διαταγές της κυβέρνησης, και θα αποσκοπεί στην προαγωγή της επιστημονικής γνώσης και της αλήθειας. Μάλιστα, επειδή επικρατούσε λογοκρισία στην έκφραση της επιστημονικής αλήθειας, ανέφερε ότι η ελευθερία της φιλοσοφικής σχολής θα ωφελούσε και την ίδια την κυβέρνηση. Αυτό το αιτιολογούσε, διότι οι ανώτερες σχολές αναμειγνύονται στην κοινωνία των ιδιωτικών συμφερόντων, με αποτέλεσμα να χάνουν κάθε μέτρο και να διαστρεβλώνονται σε τέτοιο βαθμό που να υπάρχει η πιθανότητα να αποδυναμώσουν ακόμη και την ισχύ της κυβέρνησης. Για αυτό τον λόγο είναι αναγκαία η ύπαρξη της φιλοσοφικής σχολής στα πανεπιστήμια, καθώς μέσω της κριτικής και την προαγωγής της αλήθειας, έχει την δυνατότητα να ελέγχει τις ανώτερες σχολές, με αποτέλεσμα να μην <<βυθιστούν>> στην ασυδοσία (των ιδιωτικών συμφερόντων) σε τέτοια βαθμό που να ξεφύγουν από τον πρωταρχικό τους σκοπό, που είναι η διατήρηση και η ενίσχυση της εξουσίας της κυβέρνησης.
Βέβαια, αξίζει να πούμε ότι το προαναφερθέν επιχείρημα του Καντ λειτουργεί και σαν <<δούρειος ίππος>>, για αποφύγει την λογοκρισία που επιδέχονταν τα έργα του, έτσι ώστε να διασώσει τον ρόλο της φιλοσοφικής σχολής, που είναι η προαγωγή της επιστημονικής γνώσης και η διαφύλαξη της αλήθειας. Πριν διεισδύσουμε στα βαθιά επιχειρήματα προς την θρησκεία και την σχέση του ιερατείου με την εξουσία, αξίζει να αναφέρουμε κάποια άλλα στοιχεία που συνδέουν τις ανώτερες σχολές με την κυβέρνηση. Πιο αναλυτικά, κατά τον Καντ και σύμφωνα με τον ορθό λόγο, υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους η κυβέρνηση μπορεί να διατηρήσει την εξουσία. Αρχικά, το αιώνιο καλό του καθενός (θεολογία) , ύστερα το αστικό καλό του καθενός (νομική- δικαστήρια) και τέλος το σωματικό καλό του καθενός (ιατρική). Όσον αφορά τη θεολογία, είναι πολύ σημαντικό μέσο για τη διατήρηση της εξουσίας, διότι η βασική της λειτουργία είναι, ότι επηρεάζει ή και πολλές φορές διαμορφώνει τις προθέσεις και το εσωτερικό των σκέψεων των υπηκόων με αποτέλεσμα να δίνει απαντήσεις σε εσωτερικές ανησυχίες τους. Στην περίπτωση της νομικής είναι εξ΄ίσου σημαντική με την θεολογική, διότι μέσω των νόμων και των δικαστηρίων ελέγχεται η εξωτερική συμπεριφορά των υπηκόων. Επιπροσθέτως, και η ιατρική επιτελεί ένα μείζονα ρόλο, διότι είναι υπεύθυνη για την ύπαρξη και την διαφύλαξη ενός υγιούς και πολυπληθούς λαού. Αυτό το τελευταίο έχει διπλό ρόλο διότι πέρα από την εσωτερική συνοχή ενός λαού, βοηθάει και τον εκάστοτε εξουσιαστή σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης (πόλεμος). Οπότε, αντιλαμβανόμαστε ότι ελέγχοντας τις προαναφερθείσες ανώτερες σχολές, ο εκάστοτε κυβερνήτης συντηρεί και ενισχύει την εξουσία του.
Αναπτύσσοντας τον συλλογισμό του ο Καντ, επικεντρώνεται στην ανάλυση και κριτική της θρησκείας. Όπως αναφέραμε και προηγουμένως ο Καντ ασκεί σε δύο επίπεδα κριτική στην θρησκεία, διαχωρίζοντας αρχικά την εκκλησιαστική πίστη από την θεολογική πίστη. Χαρακτηριστικά, αναφέρει ότι για την εκκλησιαστική πίστη απαιτείται ιστορική γνώση, ενώ για θεολογική πίστη ο ορθός λόγος. Κατά τον γερμανό φιλόσοφο όταν προκύπτει διένεξη για την αλήθεια, ο Λόγος θα πρέπει να αναλύσει το μέσο της θρησκείας (εκκλησία) και τον τελικό της σκοπό (ηθικός βίος). Για να επεξηγήσει το προαναφερθέν, ο Καντ διαπιστώνει με βάση τον ορθό λόγο, ότι η εκκλησιαστική πίστη έχει σαν ουσιώδη λειτουργία, την απαίτηση για την γενική δέσμευση των ανθρώπινων βουλήσεων στην θεία βούληση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οποιαδήποτε θεωρητική προσέγγιση της θείας βούλησης να θεωρείται αυτομάτως και ως αμαρτία.
Αντίθετα με την εκκλησιαστική πίστη, στην θεολογική πίστη υπάρχει η δυνατότητα της παρέμβασης του λόγου, με σκοπό την ανίχνευση και την εύρεση ηθικών νοημάτων στα χωρία της Γραφής. Με αυτόν τον τρόπο η θρησκευτική πίστη θα είχε αξία διότι διεπόμενοι από τους κανόνες του λόγου, μπορεί να προωθήσει την ηθικότητα στην διαγωγή του βίου. Επιπροσθέτως, η εύρεση ηθικών νοημάτων στην Βίβλο είναι σημαντική, διότι με αυτόν τρόπο λαμβάνουν εγκόσμια μορφή τα περιεχόμενα της Βίβλου, ξεφεύγοντας από τους δογματισμούς και τις αυθεντίες που προωθεί η εκκλησιαστική πίστη. Ο Καντ θεωρεί ότι το εκκλησιαστικό κήρυγμα δεν συνάδει με τους κανόνες του Λόγου, διότι η Βίβλος ως αποκάλυψη, δηλαδή ως αδιαμφισβήτητη διαδικασία, δεν μπορεί να επαληθευτεί εμπειρικά και είναι εκτός διάνοιας. Επίσης συνεχίζοντας την κριτική του προς την εκκλησιαστική πίστη, αναδεικνύει και μία άλλη πολύ σημαντική αντίφαση που συνδέεται με τα μεθοδολογικά της εργαλεία . Χαρακτηριστικά βασικό αίτημα της εκκλησιαστικής πίστης όπως είπαμε και προηγουμένως είναι η γενικότητα.
Η γενικότητα χωρίς όρους όμως, προϋποθέτει αναγκαιότητα, η οποία υφίσταται μόνο εκεί όπου ο Λόγος θεμελιώνει της προτάσεις πίστης. Όμως επειδή στην εκκλησιαστική πίστη δεν λειτουργούν οι κανόνες του Λόγου, παρατηρούνται αντιφάσεις και αυτό διαφαίνεται στα θεσπίσματα της εκκλησίας. Πιο επεξηγηματικά, τα θεσπίσματα της εκκλησίας αποδεικνύουν τη μη ορθότητα περί του αιτήματος της γενικότητας, και αυτό τεκμηριώνεται πρακτικά από την δημιουργία πολλών σεχτών, οι οποίες ερμηνεύουν με διαφορετικό τρόπο το θείο μήνυμα. Σε αυτό το σημείο υπάρχει ένας σοβαρός κίνδυνος κατά τον Καντ, καθώς στο βαθμό που η εκκλησιαστική πίστη θεωρεί τις θεσπισμένες διδασκαλίες ως ουσιώδεις θρησκευτικές διδασκαλίες, αναδεικνύονται ψήγματα ειδωλολατρίας. Αυτό συμβαίνει, διότι ειδωλολατρία είναι ακριβώς το να θεωρείς την εξωτερική έκφανση, δηλαδή το φαινόμενο που σε αυτή την περίπτωση είναι η εκκλησιαστική πίστη ως την ουσία της θρησκείας. Για γίνει πιο σαφές, κατά την εκκλησιαστική πίστη αυτό που έχει σημασία δεν είναι το υλικό της Αποκάλυψης (ουσία) αλλά ο τρόπος πρόσληψης από την εκκλησία (φαινόμενο-επουσιώδες). Επιπροσθέτως, από τα προαναφερθέντα εξηγείται με σαφήνεια και η δημιουργία πολλών σεχτών, καθώς το υλικό της αποκάλυψης σχετικοποιείται ανάλογα με την εκάστοτε πρόληψη.
Σε αυτό το σημείο, ο Καντ διατυπώνει την θέση του με σαφήνεια, καθώς αναφέρει ρητά ότι το να πιστεύει κάποιος στο Θεό, είναι μία αντιφάσκουσα αλαζονεία, καθώς ιδέα της θεότητας, έγκειται απλώς στον Λόγο. Δηλαδή, ο άνθρωπος για αναπτύξει τα ηθικά του περιεχόμενα, δεν έχει την ανάγκη ενός υπερφυσικού όνος (Θεός), αλλά απαραίτητη προϋπόθεση είναι η γνώση των κανόνων του ορθού Λόγου. Κάνοντας μια μικρή σύνοψη θα λέγαμε ότι όσον αφορά το ιερατείο, είναι <<εργαλείο>> του κυβερνήτη, οποίος για να διατηρήσει την εξουσία του, την συγκαταλέγει στις ανώτερες επιστήμες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι ιερείς να διαστρεβλώνουν το περιεχόμενο της ηθικής διδασκαλίας, και να βυθίζονται στις συναλλαγές και τις <<ασυδοσίες>> της άμετρης αστικής κοινωνίας.
Εν κατακλείδι, από την κριτική του Καντ γίνεται σαφές ότι ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη από υπερφυσικά όντα (Θεό), αρκεί να γνωρίζει και να χρησιμοποιεί τις ιδιότητες του Λόγου. Επιπλέον, το αίτημα του γερμανού φιλόσοφου είναι η συγκρότηση της ηθικής κοινότητας να γίνει με εγκόσμιο τρόπο, διεπόμενη από τους κανόνες και τα όρια του ορθού Λόγου.
Βιβλιογραφία:
Χομπς <<Leviathan>>
Καντ <<Διένεξη των σχολών>>