Κώστας Δημουλάς
Επίκουρος Καθηγητής – Πάντειο Πανεπιστήμιο
Το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ), που από τις αρχές του 2017 εφαρμόζεται ως το βασικό πρόγραμμα εισοδηματικής ενίσχυσης των απόρων και πολύ φτωχών, θεσμοθετήθηκε στην Ελλάδα ως μέρος των μνημονιακών υποχρεώσεων και «επενδύθηκε» με τον μανδύα του αντισταθμιστικού παράλληλου προγράμματος απέναντι στη γενικευμένη λιτότητα και στέρηση.
Ωστόσο, τα δομικά του χαρακτηριστικά μόνο κατά συνθήκη θα μπορούσε κάποιος να τα χαρακτηρίσει προοδευτικά.
Αυτού του είδους τα προγράμματα έχουν τις ρίζες τους στα συστήματα επιδομάτων του πρώιμου καπιταλισμού (Speenhamland 1795), τη φιλελεύθερη αντίληψη (α λα Hayek-Freedman) για την κοινωνική αλληλεγγύη και τις επιδιώξεις του «ακραίου κέντρου» να μεταρρυθμίσει το ευρωπαϊκό πρότυπο κοινωνικής προστασίας, μετά το 1990, μετατρέποντάς το σε στυλοβάτη της επισφαλούς και ευέλικτης απασχόλησης.
Στην Ελλάδα, μετά τις τρεις αποτυχημένες προσπάθειες (1998, 2000, 2004) για τη θεσμοθέτηση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, αυτό, τελικά, «επιβλήθηκε» από τους δανειστές.
Την εισαγωγή και την ανάπτυξη του συστήματος διοίκησης του ΚΕΑ την ανέλαβε -με πρόσχημα την αξιολόγηση- η Παγκόσμια Τράπεζα. Πιο συγκεκριμένα, με την πανάκριβη «τεχνογνωσία» των 2 εκατ. ευρώ περίπου, η Παγκόσμια Τράπεζα ανέλαβε την τεχνική υποστήριξη της αναμόρφωσης των κοινωνικών επιδομάτων και την ενσωμάτωση των περισσότερων από αυτά στο ΚΕΑ προκειμένου να βρεθούν οι αναγκαίοι για τη χρηματοδότησή του πόροι μέσω των περικοπών που επιβλήθηκαν στους ίδιους τους φτωχούς, τους εργαζομένους, τους συνταξιούχους, τους εποχικά ανέργους και τους αγρότες.
Το επίπεδο του εισοδήματος των δικαιούχων ΚΕΑ σε αντίθεση με τα κοινωνικά επιδόματα που καταργήθηκαν δεν ξεπερνάει ποτέ το όριο της «ακραίας φτώχειας», που από την έναρξη της κρίσης και μέχρι σήμερα μειώθηκε τουλάχιστον κατά 40%. Χαρακτηριστική είναι από αυτή την άποψη η εξαίρεση από το ΚΕΑ των αστέγων που διαμένουν σε ξενώνες.
Επιπλέον, σύμφωνα με τα πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία, το μέσο ύψος του επιδόματος είναι 229 ευρώ για τους 195.584 δικαιούχους και 97,4 ευρώ για τους 451.800 ωφελούμενους, υποπολλαπλάσιο, δηλαδή, των απωλειών που υπέστησαν οι συνταξιούχοι με την κατάργηση του ΕΚΑΣ, οι εποχικά εργαζόμενοι με την αλλαγή των κριτηρίων και της διάρκειας των επιδομάτων ανεργίας και οι αγρότες και μισθωτοί με τη μείωση των αφορολόγητων ορίων και των άλλων επιδομάτων. Φυσικά για όσους έχουν μηδενικό εισόδημα (άστεγοι, αποφυλακισμένοι, άποροι) το βοήθημα του ΚΕΑ είναι κρίσιμο για την επιβίωσή τους, αλλά όχι για την αξιοπρεπή διαβίωσή τους.
Παρά τις προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ να μην είναι πολύ περιορισμένα τα εισοδηματικά και τα περιουσιακά κριτήρια και να μην εφαρμόζονται αυστηρές ρήτρες αιρεσιμότητας, αυτές σταδιακά παρακάμπτονται από τις «τεκμηριωμένες» και φαινομενικά επιστημονικές προτάσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Εκθεση για τα Κοινωνικά Επιδόματα του 2016, η Τράπεζα διόγκωσε τον αριθμό των κοινωνικών επιδομάτων σε πάνω από 200, όταν τα περισσότερα από αυτά είναι μηδενικής χρηματοδότησης και αποτελούν απλούς κωδικούς στο δημόσιο λογιστικό σύστημα προκειμένου να μπορούν να εκταμιεύονται οι πόροι όταν προκύπτει ανάγκη (π.χ. επιδόματα πλημμυροπαθών ή σεισμόπληκτων).
Επιπλέον, οι εκθέσεις αξιολόγησης της Τράπεζας επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στη «διαφθορά και την απάτη» από την πλευρά των δικαιούχων, παραβλέποντας την επίδραση του επιδόματος στις συνθήκες διαβίωσή τους.
Είναι εγκλωβισμένη η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να εφαρμόσει, όπως και σε άλλους τομείς της οικονομίας και της δημόσιας ζωής, κατά γράμμα και στην παραμικρή λεπτομέρεια τις συστάσεις των δανειστών;
Εχει άραγε τη δυνατότητα υιοθέτησης διαφορετικών εκδοχών του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης που δεν στοιχίζονται απόλυτα με τις κατευθύνσεις διαχείρισης της Παγκόσμιας Τράπεζας;
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα προϋποθέτει τη δυνατότητα των δομών της ελληνικής διοίκησης να λειτουργήσουν με στοιχειώδη ανεξαρτησία από την επίβλεψη των δανειστών με ενδιάμεσο μηχανισμό την Παγκόσμια Τράπεζα, κάτι που δεν φαίνεται να είναι άμεσα ορατό.
Προϋποθέτει επίσης την αξιολόγηση των προγραμμάτων κοινωνικής πολιτικής από ερευνητικούς φορείς της ελληνικής πολιτείας χωρίς την αναγκαστική και κατά γράμμα υιοθέτηση των μεροληπτικών κριτηρίων και μεθόδων της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Η επιστημονική κοινότητα των Ελλήνων και Ευρωπαίων αξιολογητών διαθέτει πλούσια και λιγότερο ακριβή τεχνογνωσία σ’ αυτόν τον τομέα.
Προϋποθέτει, τέλος, την ανάδειξη εναλλακτικών, περισσότερο ριζοσπαστικών πολιτικών κοινωνικής προστασίας από τον κίνδυνο της φτώχειας όπως είναι αυτή του βασικού εισοδήματος αλληλεγγύης με την οποία φλέρταραν αρκετά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ κατά το πρόσφατο παρελθόν.
Γιατί όχι τώρα ξανά για ένα καλύτερο μέλλον;
efsyn.gr
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.