Κουρού Ιωάννα,
Κοινωνιολόγος / Μεταπτυχιακή φοιτήτρια
Η οικογένεια αποτελεί έναν καθολικό κοινωνικό θεσμό, ο οποίος συναντάται σε όλες τις γνωστές σύγχρονες και ιστορικές κοινωνίες (Δασκαλάκης, 2009: 256). Κατά τον Μαλινόφσκυ η οικογένεια είναι ο θεσμός μέσω του οποίου μεταβιβάζεται ο πολιτισμός από τη παλαιότερη στη νεότερη γενιά, ενώ σύμφωνα με τον Παρσονς, οι οικογένειες ως κοινωνικές ομάδες που είναι αποτελούν μονάδες παραγωγής ανθρώπινων προσωπικοτήτων (Δασκαλάκης, 2009: 257). Οι λειτουργίες αυτές της οικογένειας πραγματοποιούνται μέσα από μιας μορφής κοινωνική οργάνωση. Πιο συγκεκριμένα, χαρακτηρίζεται από σχέσεις εξουσίας, έμφυλους διαχωρισμούς, ύπαρξη αξιών και κανόνων που πρέπει να τηρούνται, ανάληψη συγκεκριμένων ρόλων (του πατέρα, του συζύγου, τη μητέρας, της κόρης κ.ο.κ).
Αν και παγκόσμιο φαινόμενο, η μορφή και η δομή της οικογένειας διαφοροποιείται ανάλογα την εκάστοτε κοινωνία και την εκάστοτε χρονική – ιστορική περίοδο. Μέσα από τη δράση των ανθρωπολόγων ήρθαν στο φως αμέτρητα συστήματα συγγένειας – εντελώς διαφορετικά από τα γνωστά δυτικά πρότυπα (Eriksen, 2007:161). Η συγγένεια αποτελεί ένα από τα κατεξοχήν κεντρικά ζητήματα μελέτης της κοινωνικής ανθρωπολογίας διότι αποτελεί μέχρι και σήμερα έναν από τους σημαντικότερους κοινωνικούς θεσμούς (Eriksen, 2007: 162).
Μέσω της συγγένειας οι άνθρωποι πολλές φορές φροντίζουν για την ζωή των μελών της, τη σταδιοδρομία τους, το γάμο, την ασφάλεια και για την κοινωνική τους ταυτότητα. Τα συγγενικά συστήματα οργανώνουν, επίσης, την κοινωνική ομάδα στην οποία είναι ενταγμένα τα άτομα και, σύμφωνα με τους ανθρωπολόγους η συγγένεια είναι ένα είδος πολιτισμικής ταξινόμησης των λαών (Eriksen, 2007: 162 ).
Σύμφωνα με την Μουσούρου η οικογένεια είναι ιστορικό φαινόμενο και πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν ιστορικό κοινωνικό φαινόμενο, δηλαδή αδιαχώριστο από την καθολική κοινωνία. Επομένως, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την οικογένεια γενικά αλλά για τύπους οικογένειας τόσο πολυάριθμους όσες είναι οι περιοχές, οι κοινωνικές τάξεις και οι υποομάδες μέσα στην καθολική κοινωνία. Ο Μόργκαν εξετάζει την οικογένεια μέσα από την επιρροή της κοινωνίας πάνω της και υπογραμμίζει πως δεν είναι ποτέ στατική αλλά περνά από μια κατώτερη σε μια ανώτερη μορφή τη στιγμή που η κοινωνία αναπτύσσεται από ένα κατώτερο σε ένα ανώτερο επίπεδο καθώς αναπτύσσεται η τεχνική και η οικονομία.
Ο Μόργκαν διατύπωσε τους βασικούς σταθμούς στη εξέλιξη της οικογένειας που ξαναδιατυπώθηκαν από τον Ενγκελς. Στην αρχή κυριαρχούν οι ελεύθερες σεξουαλικές σχέσεις όπου κάθε άνδρας ανήκει σε κάθε γυναίκα και το αντίθετο. Από κει και πέρα εμφανίζονται διάφορες μορφές οικογενειών. Πρώτη η όμαιμη οικογένεια όπου υπάρχει η σεξουαλική ελευθερομιξία μεταξύ αδελφών αλλά εμφανίζεται και το ταμπού της αιμομιξίας στη σχέση μεταξύ γονέων και παιδιών. Έπειτα η ομαδογαμική οικογένεια όπου η απαγόρευση της αιμομιξίας επεκτείνεται και στις σχέσεις μεταξύ αδελφών. Μετά έρχεται η συνδυασμική οικογένεια όπου ο άνδρας ζει μόνο με μία γυναίκα αλλά η περιπτωσιακή πολυγαμία και η απιστία είναι δικαίωμα του. Ο σύγχρονος μονογαμικός γάμος είναι εξέλιξη του προηγούμενου. Βέβαια η πρωτόγονη ελευθερομιξία έχει διαψευσθεί λόγω της παρουσίας ζευγαριών ενταφιασμένων στον ίδιο τάφο, αποδεικνύοντας ότι η μονογαμία υπήρχε από την παλαιολιθική εποχή. Η συμβολή όμως του Μόργκαν και του Ενγκελς δεν έχει ξεπεραστεί καθώς εξηγούν τη δομή της συγγένειας και τη θέση των φύλων με βάση την ανάπτυξη της τεχνολογίας.
Το κοινό χαρακτηριστικό, βέβαια όλων των γνωστών ανθρώπινων κοινωνιών είναι η απαγόρευση της αιμομιξίας στενών εξ αίματος συγγενών. Το ταμπού αυτό της αιμομιξίας έχει καθολική ισχύ – παρόλο που διαφοροποιείται ως προς τη μορφή του – υπάρχει, σύμφωνα με τον Φρόυντ, για πολλούς λόγους. Ένας λόγος θεωρείται η διεύρυνση της ομάδας μέσα από τη σύναψη γάμων και την εισαγωγή ατόμων από άλλες κοινωνικές ομάδες, καθώς και η δημιουργία συμμαχιών ενίσχυε την θέση της εκάστοτε ομάδας και παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια (Eriksen, 2007: 162-163).
Σήμερα, πολλοί θεωρούν ότι το ταμπού της αιμομιξίας υπάρχει για βιολογικούς λόγους γι’αυτό και είναι απαγορευτικές αυτές οι σχέσεις. Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι δεν αποφεύγουν την αιμομιξία σκεπτόμενοι τους γενετικούς λόγους, αλλά πολύ περισσότερο λόγω της εσωτερίκευσης του συγκεκριμένου κανόνα. Κατά τον Levi-Strauss, για παράδειγμα, δημιουργούνται αποκλειόμενες ομάδες πιθανών και μη συντρόφων (Eriksen, 2007: 163).
Το ταμπού, όμως, της αιμομιξίας, όπως αναφέραμε παραπάνω, έχει διαφορετικό περιεχόμενο κάθε φορά. Με άλλα λόγια, έχουμε παρατηρήσει κοινωνίες στις οποίες επιτρέπεται να παντρεύονται μεταξύ τους οι συγγενείς, αλλά όχι οι πολύ στενοί. Η συγκεκριμένη πρακτική που υιοθετείται ονομάζεται ενδογαμία και με βάση αυτή τα άτομα μέσα στην ίδια κοινωνική ομάδα, στην οποία βρίσκονται, παντρεύονται μεταξύ τους. Αντίθετα, η εξωγαμία υποχρεώνει τα άτομα να παντρεύονται με άλλα άτομα από διαφορετικές ομάδες (Eriksen, 2007: 164).
Όσον αφορά την οργάνωση της κοινωνικής δομής που αναφέρθηκε συνοπτικά, η συγγένεια αποτελεί έναν πολύ σημαντικό παράγοντα. Για παράδειγμα, ένας πολιτικός θα στηριχθεί κατά κύριο λόγο στους εξ αίματος και εξ αγχιστείας συγγενείς για να ενισχύσει τη θέση του, καθιστώντας τη, έτσι, ως μεγάλο πλεονέκτημα (Eriksen, 2007: 164 ). Μάλιστα, σε κοινωνίες με περιορισμένη κρατική δομή η συγγένεια είναι ο θεσμός εκείνος που φέρει τη σταθερότητα, την ασφάλεια και προσπαθεί να προασπιστεί τα συμφέροντά της.
Σε αυτές τις περιπτώσεις οι σχέσεις εκεί είναι πιο κλειστές και οι συγγενείς είναι πιστοί και αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον και πάντα προσβλέπουν για το συμφέρον και καλό της ομάδας. Οι στενές σχέσεις που σχηματίζονται διαμορφώνουν και άλλους θεσμούς όπως την κληρονομιά και τη διαδοχή, το νομικό πλαίσιο και τον γάμο (Eriksen, 2007: 166 ).
Η κληρονομιά που σχετίζεται με τη μεταβίβαση πόρων και αγαθών στα νέα μέλη της ομάδας και η διαδοχή που αναφέρεται στην μεταβίβαση αξιωμάτων, δηλαδή, θέσεων με συγκεκριμένα καθήκοντα, ενυπάρχουν σε όλες τις κοινωνίες με διαφορετικές μορφές, φυσικά.
Αμέτρητες είναι αυτές οι μορφές, μπορούμε να δούμε κοινωνίες στις οποίες η περιουσία μοιράζεται εξίσου στους άνδρες και τις γυναίκες, αλλά υπάρχουν και συστήματα στα οποία δίνεται προτεραιότητα σε ένα μόνο από τα δύο φύλα ή στα μικρότερα ή, αντίστοιχα, μεγαλύτερα μέλη τους.
Στενά συνδεδεμένος με τον θεσμό της οικογένειας είναι και ο θεσμός του γάμου, ο οποίος είναι καθολικός αλλά διαφοροποιείται από κοινωνία σε κοινωνία. Παρά το γεγονός ότι ο γάμος και η οικογένεια έχουν διαφορετικούς σκοπούς και λειτουργίες, λειτουργούν συμπληρωματικά καθώς μέσα από τον γάμο φαίνεται η επιθυμία δημιουργίας οικογένειας.
Οι άνδρες έχουν ανάγκη τις γυναίκες για να επιβιώσουν (Eriksen, 2007: 183). Σκοπός τους είναι η αναπαραγωγή και να αποκτήσουν πολλά παιδιά, διότι θα είναι σημαντική βοήθεια για την εργασία και δραστηριότητές τους, αλλά μέσω των παιδιών, επίσης, θα έχουν δύναμη για πολιτική επιρροή και δύναμη ή θα τους βοηθήσουν στα χρόνια των γηρατειών. Σε πολλές κοινωνίες ισχύει η πολυγυνία, ενώ λιγότερο συχνή είναι η πολυανδρία. Ο θεσμός του γάμου σχετίζεται περισσότερο με την κοινωνικοποίηση των ανθρώπων και των ομάδων παρά με το ρομαντικό στοιχείο.
Μεγαλύτερο ρόλο παίζει, δηλαδή, ο λόγος της οικογένειας και το καλό που θα φέρει ένας γάμος στην δομή της και τη δύναμη της. Βλέπουμε, με άλλα λόγια, σχηματισμό γάμων μεταξύ ομάδων παρά ατόμων (Eriksen, 2007: 184 ). Για παράδειγμα, μπορεί σήμερα στις δυτικές κοινωνίες να βλέπουμε τον σχηματισμό γάμων από έρωτα, όμως αν αφαιρέσουμε τα δικά μας γυαλιά με τα οποία βλέπουμε τον κόσμο, θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι ακόμη για τους οποίους σχηματίζονται οι γάμοι.
Αναφορικά, στις κοινότητες των Maasai, ο έρωτας αντιμετωπιζόταν με ισχυρή περιφρόνηση. Ο γάμος για τους ίδιους αποτελεί μια επιχειρηματική σχέση και σκοπός τους ζευγαριού είναι να αποκτήσει παιδιά και να αυξήσει τα κοπάδια του. Ο έρωτας φέρει εμπόδια και προβλήματα σε αυτούς καθώς στον έρωτα ενυπάρχει η ζήλια και οι καυγάδες, γεγονότα που θα καθυστερήσουν την παραγωγική διαδικασία (Eriksen, 2007: 184 ).
Παράλληλα, όχι μονο σε «πρωτόγονες» μορφές κοινωνιών, αλλά και στις δικές μας, και συγκεκριμένα στην ελληνική, είναι πολύ ισχυρός ο θεσμός της προίκας. Για την σύναψη γάμων, δηλαδή, θεωρείτο απαραίτητη η παραχώρηση χρηματικού ποσού ή αγαθών στους υποψήφιους γαμπρούς. Εξαιρετικά σημαντικός, όμως αποτέλεσε για πολλές κοινωνίες και ο θεσμός του ένδου, με άλλα λόγια, η αντίθετη πρακτική, να δίδουν οι συγγενείς του γαμπρού στη νύφη χρήματα και αγαθά
ώστε να πραγματοποιηθεί ο γάμος (Eriksen, 2007: 185 ).
Τέλος, ο γάμος σχηματίζεται και για την σύναψη ή διατήρηση θέσεων κύρους και εξουσίας, ενώ η αναζήτηση κοινωνικής κινητικότητας ωθεί στην σύναψη γάμων ή η εξασφάλιση συμμαχιών και ασφάλειας από τα μέλη της οικογένειας (Eriksen, 2007: 186-191).
Μέσω, δηλαδή, των ερευνών της κοινωνικής ανθρωπολογίας έχει προσφερθεί στην επιστημονική κοινότητα αμέτρητο υλικό, με το οποίο οι φορείς της γνώσης μπορούν να μεταλαμπαδεύσουν στα υπόλοιπα μέλη των κοινωνιών, ώστε να αποκτήσουν μια όσο το δυνατό μεγαλύτερη ευρύτητα νου και να μπορέσουν να κατανοήσουν και άλλες μορφές σχηματισμού των κοινωνικών ομάδων, σε καμία περίπτωση κατώτερες ή μικρότερης σημασίας από τις δικές μας.
——————————-
Βιβλιογραφία
Eriksen T. (2007), Μικροί τόποι, μεγάλα ζητήματα: Μια εισαγωγή στην κοινωνική και πολιτισμική ανθρωπολογία, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα.
Α. Μισελ, Κοινωνιολογία της Οικογένειας και του Γάμου,Gutenberg, Αθήνα.
Δασκαλάκης Δ. (2009), Εισαγωγή στην σύγχρονη κοινωνιολογία, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.