Κωστούλας Κωνσταντίνος
Φοιτητής Κοινωνικής Πολιτικής Παντείου
Λέξεις κλειδιά: κοινωνικό φύλο, κοινωνική ταυτότητα, έμφυλοι ρόλοι
Στις 10 Οκτωβρίου 2017, μετά από εκτενείς συζητήσεις, όλο το προηγούμενο διάστημα, τόσο εντός του κοινοβουλίου, όσο και εκτός αυτού, υπερψηφίστηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο το περιβόητο νομοσχέδιο σχετικά με την (κοινωνική) ταυτότητα του φύλου, ή αλλιώς, έμφυλη ταυτότητα. Με αφορμή, το πολυσυζητημένο, αυτό, νομοσχέδιο, κρίνεται σκόπιμη μια συνοπτική παρουσίαση και των κυριότερων κοινωνιολογικών και θεωρητικών προσεγγίσεων που άπτονται στο θέμα.
Πριν προβούμε σε παρουσίαση των θεωριών, οφείλουμε να κάνουμε μια συνοπτική και ερμηνευτική προσέγγιση των βασικών όρων, που σχετίζονται με το θέμα, και αρκετές φορές, κακώς, συγχέονται. Αρχικά, λοιπόν, το βιολογικό φύλο (sex) αφορά την γενετήσια ταυτότητα του ατόμου, δηλαδή αν είναι κανείς άντρας ή γυναίκα, και σχετίζεται με τον βιολογικό του ρόλο, κατά την διαδικασία της αναπαραγωγής. Μια άλλη διάστασή του φύλου, είναι το κοινωνικό φύλο (gender), δηλαδή η κοινωνική και πολιτισμική διαφοροποίηση αντρών και γυναικών στον εκάστοτε χώρο και χρόνο. Ενώ το βιολογικό φύλο καθορίζεται από την φύση, στην περίπτωση του κοινωνικού, μιλάμε για μια κοινωνική κατασκευή, την οποία τα μέλη της εκάστοτε κοινωνίας χρησιμοποιούν για να κατανοήσουν, να διαχειριστούν και να κατανείμουν τους ρόλους ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες.
Ταυτότητα φύλου ή έμφυλη ταυτότητα είναι η αντίληψη ενός ανθρώπου για το φύλο του, δηλαδή ότι ανήκει είτε στο αντρικό, είτε στο γυναικείο φύλο. Σε όλες τις κοινωνίες υπάρχει μία φόρμα φύλων που αποτελεί βάση για τη διαμόρφωση της κοινωνικής ταυτότητας ενός ατόμου όσον αφορά στην αλληλεπίδρασή του με τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας. Συνεπώς, η έμφυλη ταυτότητα αποτελεί προϊόν της κοινωνικής διαντίδρασης.
Οι έμφυλοι ρόλοι, σχετίζονται με την έννοια του κοινωνικού φύλου, και όπως προαναφέραμε καθορίζονται από την ίδια την κοινωνία και τον πολιτισμό της. Πρόκειται για τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά με βάση το φύλο, όπως είναι ο τρόπος ομιλίας, το ντύσιμο, η έκφραση συναισθημάτων όπως ο θυμός, η θλίψη και η επιλογή επαγγέλματος η καριέρας. Οι ρόλοι που συνδέονται με το φύλο τοποθετούν τους άντρες και τις γυναίκες στην κοινωνική δομή, ορίζοντας με κοινωνικούς όρους την θέση τους στην κοινωνική ιεραρχία, και αποτελούν μια από τις κυριότερες πηγές κοινωνικής ανισότητας.
Στις περισσότερες κοινωνίες, ο βασικός διαχωρισμός των έμφυλων συμπεριφορών διακρίνεται στους άνδρες και στις γυναίκες, ένα δίπολο φύλων, το οποίο ακολουθούν οι περισσότεροι, και επιβάλλει συμμόρφωση στις αντιλήψεις της αρρενωπότητας ή της θηλυκότητας σε όλες τις μορφές του φύλου: βιολογικό φύλο, κοινωνικό φύλο, ταυτότητα φύλου και έκφραση φύλου. Ωστόσο, ορισμένα, άτομα ξεφεύγουν από αυτόν τον κανόνα, με κυριότερο παράδειγμα τα φυλομεταβατικά άτομα (transsexual), που αυτοπροσδιορίζονται με διαφορετικό φύλο από εκείνο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση και ίσως επιθυμούν να μεταβούν μόνιμα σε αυτό.
Οι κυριότερες μελέτες και θεωρίες που αναπτύχθηκαν και αφορούν την έμφυλη ταυτότητα και την διαδικασία ανάπτυξης της είναι οι εξής:
- Θεωρία της πολιτισμικής μεταβίβασης
Οι θεωρητικοί της πολιτισμικής μεταβίβασης, υποστηρίζουν ότι η απόκτηση των έμφυλων ταυτοτήτων και συμπεριφορών, οφείλεται σε μια σταδιακή διαδικασία μάθησης και στα εκάστοτε ερεθίσματα που δέχεται ένα άτομο, από την βρεφική του, ακόμα, ηλικία. (Bandura, 1971, O’Boyle, 1992) Σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της συμπεριφοράς, παίζουν τα ενήλικα άτομα που συναναστρέφονται με το παιδί, όπως οι γονείς και οι δάσκαλοι. Εκείνοι, ενισχύουν τις συμπεριφορές που θεωρούνται ή που θεωρούν «κατάλληλες» για τον έμφυλο ρόλο του παιδιού και απορρίπτουν τις «ακατάλληλες». Τα παιδιά, με αυτό τον τρόπο, δέχονται ερεθίσματα, μαθαίνουν και μιμούνται τα πρότυπα του φύλου στο οποίο ανήκουν. Τέτοια ερεθίσματα, μπορούν να είναι, το χρώμα και ο τρόπος διακόσμησης του δωματίου τους, τα ρούχα τους, ακόμα, και τα παιχνίδια τους.
- Θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης
Σε αντίθεση με την θεωρία της πολιτισμικής μεταβίβασης, οι θεωρητικοί της γνωστικής ανάπτυξης, δεν θεωρούν τα παιδιά παθητικά όντα, αλλά πιστεύουν ότι ως υποκείμενα, και τα ίδια αναζητούν και επιδιώκουν να αποκτήσουν έμφυλες ταυτότητες, και συνεπώς, ρόλους.
Σύμφωνα με τον Kohlberg (1966, 1969, 1974), λοιπόν, τα παιδιά είναι σε θέση να αποκτήσουν συνείδηση του φύλου τους μεταξύ της ηλικίας των 18 μηνών και των 3 ετών. Η διαδικασία αυτή, ονομάζεται αυτοκοινωνικοποίηση, και σημαίνει πως όταν το παιδί θα ορίσει τον εαυτό του ως αγόρι ή κορίτσι, θα υιοθετήσει και αντίστοιχες συμπεριφορές. Η υιοθέτηση αυτή, στηρίζεται στις στερεοτυπικές αλλά υπεραπλουστευμένες εικόνες σχετικά με τον ανδρισμό και την θηλυκότητα, που έχουν διαμορφώσει τα παιδιά σε αυτή την ηλικία, και με βάση, αυτές, διαμορφώνουν και την συμπεριφορά τους.
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφέρουμε, πως μέσα από μεταγενέστερες έρευνες, κοινωνικοί επιστήμονες, έχουν συμπεράνει πως και οι δυο θεωρητικές προσεγγίσεις ερμηνεύουν σε κάποιο βαθμό την διαδικασία της απόκτησης έμφυλης ταυτότητας.
- Το φύλο και η κατασκευή του εαυτού
Πρόκειται για μια, κυρίως, ψυχολογική προσέγγιση, των ψυχολόγων Σούζαν Κρος και Λόρα Μάντσον, οι οποίοι απέδωσαν τις διαφορές μεταξύ των φύλων στις διαφορές στην αυτοαντίληψη και την κατασκευή του εαυτού του κάθε ατόμου. Σε αρκετές κοινωνίες, για παράδειγμα, συμβαίνει αυτό που οι ψυχολόγοι ονομάζουν αλληλοεξαρτώμενη αυτοαντίληψη, δηλαδή πως η ατομική ταυτότητα ενός ατόμου, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον κοινωνικό του περίγυρο και την αλληλεπίδρασή του με άλλα άτομα. Στις περισσότερες Δυτικές κοινωνίες, στον αντίποδα, κυριαρχεί η μοναδικότητα και η ατομική προσωπικότητα του ατόμου. Έτσι το άτομο, ορίζει τον εαυτό του, ανεξάρτητα (ανεξάρτητη αυτοαντίληψη). Η διαφορά αυτή δεν συναντάται μόνο σε επίπεδο κοινωνιών, αλλά και σε επίπεδο φύλων. Είναι γεγονός πως αν στην ίδια κοινωνία, κάποια άτομα καθορίζουν τον εαυτό τους με βάση την αλληλοεξαρτώμενη αυτοαντίληψη, ενώ κάποια άλλα με βάση την ανεξάρτητη αυτοαντίληψη, εν τέλει, θα υπάρξουν διαφορές τόσο στην έμφυλη ταυτότητα, όσο και στους έμφυλους ρόλους που θα αναπτυχθούν.
Κατανοούμε πλήρως πως η έννοια του φύλου, αποτελεί ένα πολυσύνθετο πεδίο ανάλυσης, και πως η διάκριση του σε βιολογικό και κοινωνικό επίπεδο, είναι, ακόμα και σήμερα πεδίο διαμάχης, καθώς και συνεχούς επιστημονικής έρευνας. Η διάκριση, αυτή, δεν γίνεται με σκοπό να τονίσει την εμφάνιση διαφορετικών χαρακτηριστικών σε άτομα διαφορετικού φύλου, αλλά για να αναδείξει μια διαδικασία κατά την οποία τα χαρακτηριστικά που παρουσιάζει ένα άτομο, με βάση την έμφυλη ταυτότητα που έχει υιοθετήσει, αποτελούν το αποτέλεσμα κοινωνικών συνθηκών, συμπεριφορών και αλληλεπιδράσεων, στη βάση βιολογικών διαφορών. Επομένως, δεν πρέπει να ταυτίζεται το βιολογικό φύλο, με το κοινωνικό φύλο και τους ρόλους ενός ατόμου, στα πλαίσια οργάνωσης και λειτουργίας μια κοινωνίας.
Επιπλέον, είναι κατανοητό, πως το κοινωνικό φύλο και ο κοινωνικός ρόλος που αποδίδεται στα άτομα από το σύνολο μιας κοινωνίας, και αποτελεί κοινωνικό κατασκεύασμα δεν θα πρέπει να ταυτίζεται είτε με την έμφυλη ταυτότητα, την οποία το ίδιο το άτομο αποδίδει στον εαυτό του, είτε με τις σεξουαλικές του προτιμήσεις. Οφείλουμε, λοιπόν, να διαχωρίσουμε και να μην συγχέουμε τις παραπάνω έννοιες. Η βιολογική υπόσταση του ατόμου, όπως, δεν καθορίζει ούτε την κοινωνική του θέση ούτε το επάγγελμά του, δεν καθορίζει ούτε την κοινωνική υπόσταση του φύλου του, όπως αποδεικνύουν και οι παραπάνω θεωρίες.
ΠΗΓΕΣ
- Giddens, A., (2002), Κοινωνιολογία, Αθήνα: Gutenberg
- Hughes, M., (2007), Κοινωνιολογία, Αθήνα: Κριτική
- wikipedia.org