Χαλκιάς Παναγιώτης
Το ποινικό σύστημα είναι αναμφίβολα ένα από τα πιο έντονα σημεία συζήτησης και αντιπαράθεσης στον τομέα της Εγκληματολογίας. Εντούτοις, στην παρούσα εργασία οφείλουμε να είμαστε κριτικοί, έχοντας ως σταθερή μας βάση το ριζοσπαστικό αλλά μη επιθετικό σκεπτικισμό. Αυτό που θα τεθεί προς ανάλυση είναι το γενικότερο μοντέλο άσκησης του επίσημου κοινωνικού ελέγχου και των κατασταλτικών μηχανισμών που το συνοδεύουν. Στόχος μας είναι, μέσα από προσεκτική μελέτη μιας βιβλιογραφίας, να συνθέσουμε ένα λόγο ο οποίος θα έχει ως μοναδικό του σκοπό να τοποθετήσει κάτω από έναν μεγεθυντικό φακό τις σχέσεις εξουσίας που διαμορφώνουν το νεότερο ποινικό δίκαιο.
Αν λοιπόν το ποινικό σύστημα αρέσκεται να διακηρύττει ότι λειτουργεί ως φορέας προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τούτο συμβαίνει για να αποκρύψει το γεγονός ότι στην πραγματικότητα ο ρόλος του είναι να διαιωνίζει τις σχέσεις κυριαρχίας που το συντηρούν. Κάποιος σ’ αυτό το σημείο θα μπορούσε να υποβάλλει ένσταση στα λεγόμενα μας, σκεπτόμενος απλά ότι το έγκλημα είναι έγκλημα γιατί πολύ απλά προσβάλλει και κατακρεουργεί την ηθική της κοινωνίας μας, την ανθρωπιά και τις αξίες του πολιτισμού μας. Σύμφωνοι, αλλά αντί να αντιληφθούμε την ηθική ως μια σκοτεινή συμφωνία των μελών μιας κοινωνίας, θα έπρεπε ίσως να θέσουμε το ερώτημα ως εξής: μήπως άραγε το ζήτημα της ηθικής δεν υφίσταται στην ίδια καθ’ αυτήν αλλά στους τρόπους με τους οποίους ορισμένες ομάδες τη χρησιμοποίησαν προκειμένου να καταστήσουν νόμιμο το δικό τους βιοτικό ύφος; Δηλαδή να δούμε την ηθική όχι ως πολιτισμικό και κοινωνικό φαινόμενο, αλλά ως το κύριο πρόπλασμα της εξουσίας, ένα πρόπλασμα φτιαγμένο από τους μεν για τους δε. Εν ολίγοις, για να κατανοήσουμε το ζήτημα της ηθικής πρέπει πρώτα να θέσουμε το ερώτημα: που βρίσκεται ο πλούτος;
Η σύζευξη ηθικού-ποινικού
Το 1780 η Αγγλία αναταράσσεται από μια σειρά λαϊκών κινημάτων και γι’ αυτό το λόγο οι πολίτες, οργανωμένοι σε πολιτοφυλακές, αναλαμβάνουν την επιτήρηση και τη διαφύλαξη της ηθικής τάξης. Τούτο το έργο ενθαρρύνεται από τους προύχοντες της αστικής τάξης, οι οποίοι δημιουργούν μέσω των πολιτοφυλακών, ένα είδος ιδιωτικής αστυνομίας για να προστατέψουν την περιουσία τους από διάφορες μορφές έκθεσης της στα λιμάνια, στις αποβάθρες και στις αποθήκες. Την ίδια στιγμή λοιπόν που αναπτύσσεται η καπιταλιστική οργάνωση της οικονομίας, το κεφάλαιο εκτίθεται σε μια σειρά από κινδύνους που πριν δεν ήταν ανεξέλεγκτοι σε τέτοιο βαθμό. Πλέον το κεφάλαιο δεν είναι απλώς εκτεθειμένο στην κλοπή, αλλά στην καθημερινή αρπαγή του από ανθρώπους που ζούνε παράλληλα μ’ αυτό. Η υπεξαίρεση του πλούτου απ’ αυτούς που συμμετέχουν στην παραγωγή του, είναι ο κύριος λόγος που θα χρειαστεί να τεθεί σε εφαρμογή μια νέα τάξη ελέγχου των πληθυσμών, ένας τρόπος που θα παρεμποδίζει τις λαϊκές τάξεις από την οικειοποίηση της περιουσίας των αστών κ’ αυτός δεν είναι άλλος από την ηθική πλαισίωση ορισμένων στάσεων και συμπεριφορών, οι οποίες αποτελούν εστία κινδύνων για την αστική τάξη[1].
Το παραπάνω θα διευκολυνθεί από ορισμένες θρησκευτικές κοινότητες οι οποίες είχαν αποσκιρτήσει από την Αγγλικανική εκκλησία, όπως οι Κουακέροι και οι Μεθοδιστές. Οι ομάδες αυτές είχαν αναλάβει το έργο να επιβάλλουν ορισμένα σχήματα ηθικής, πρώτον μέσα στα όρια της ομάδας τους, μέσω επιτηρήσεων από επιθεωρητές ηθικής οι οποίες εξέταζαν συμπεριφορές όπως η μοιχεία, άρνηση εργασίας, κραιπάλης, και δεύτερον να ασκήσουν εξωτερικό έλεγχο εκτός της ομάδας. Στη δεύτερη περίπτωση συγκεκριμένα, οι έλεγχοι γινόταν με μια σειρά παρεμβάσεων ή πιέσεων και αν αυτές δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα τότε γινόταν υποβολή καταγγελιών και άσκηση μηνύσεων. Σ’ αυτό το σημείο έχουμε πρώτον μια παρέμβαση η οποία είχε στόχο ηθικό, με το σχήμα της προτροπής της ηθικής συμβουλής και η δεύτερη παρέμβαση παίρνει χαρακτήρα εντελώς νομικό, σαν οι εν λόγω ομάδες να προσπαθούσαν να εκβιάσουν και να ελέγξουν το έργο της δικαστικής εξουσίας, πετυχαίνοντας μια σύζευξη ποινικότητας-ηθικότητας[2]. Πρόκειται λοιπόν κυρίως για ένα σύστημα στα σύνορα της ηθικής και της ποινικότητας, το οποίο βέβαια κατέστησαν δυνατό οι παραπάνω ενώσεις και είχε πάντα να κάνει με την συσσώρευση του πλούτου. Ο κύριος στόχος των παραπάνω ενώσεων δεν ήταν τόσο στο να εντοπίσουν το έγκλημα, αλλά στο να καταπολεμήσουν ηθικά παραπτώματα, στάσεις και προδιαθέσεις.
Η δράση αυτών των ομάδων, ασκώντας πίεση στο νομικό θεσμό όπως αναφέραμε και παραπάνω, στοχεύει στη θέσπιση ορισμένων νόμων και διατάξεων, των οποίων το αντικείμενο θα είναι από δω και στο εξής οι καθαυτές οι κατώτερες τάξεις, οι περιθωριακοί, τα ταραχοποιά στοιχεία, οι αλήτες. Αντικείμενο του ηθικού ελέγχου λοιπόν είναι τα λαϊκά στρώματα στους οποίους συνεχώς συνίσταται η επιμονή για εργασία, η εγκράτεια, η λιτότητα. Αναδύεται έτσι ένα είδος επανηθικοποίησης το οποίο γεννιέται από τα κάτω, με σκοπό να επιβάλλει μια επιτήρηση που επιχειρεί να τυλίξει την ποινή με έναν ηθικό μανδύα και εργαλείο αυτής της ποινής είναι σαφώς το ίδιο το κράτος[3]. Φορείς αυτής της κρατικοποίησης της ηθικής είναι οι ανώτερες τάξεις που ελέγχουν τα περισσότερα σημεία της εξουσίας και οι εργατικές τάξεις αποτελούν το κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής αυτών των στρατηγικών. Τα σώματα ασφαλείας δεν θα πρέπει πλέον να ξαγρυπνούν για την εφαρμογή των νόμων, αλλά για την ηθικότητα των ατόμων.
Κάθε φορά που ένα πλήθος εργατών θα συγκεντρώνεται σε ένα χώρο, θα βρίσκουμε εκεί κατ’ ανάγκην πολλά κακά υποκείμενα, τα οποία λόγω της συγκέντρωσης τους σε περιορισμένο χώρο, θα έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια να εξυφάνουν και να τελέσουν συνομωσίες, θα μπορούν με την ταραχώδη συμπεριφορά τους να προκαλέσουν περαιτέρω βλάβη στα δημόσια πράγματα[4]
Οι πολιτικές συνομωσίες και οι συγκεντρώσεις εργατών είναι ο νέος κίνδυνος που ελλοχεύει στις σκοτεινές γωνίες των εργοστασίων και από τον οποίο η νεοανερχόμενη αστική τάξη αποζητά, πολύ ατελέσφορα όμως, να προστατευτεί. Το κράτος θα γίνει ο νέος φορέας ενός ηθικό-δικαστικού ελέγχου, πίσω από τον οποίο βλέπουμε να αναπτύσσεται ένα ολόκληρο παιχνίδι καθημερινών απαγορεύσεων οι οποίοι δεν αφορούν το νόμο αυτό καθ’ αυτό, αλλά προσπαθούν να εγχαράξουν μια θετική δράση πάνω στα άτομα, να επιβάλλουν συνήθειες, να τα μετασχηματίσουν ηθικά, να τα αναμορφώσουν. Ενώ ήθελαν να ηθικοποιήσουν την κοινωνία, στην πραγματικότητα κρατικοποίησαν την ηθική. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με έναν καταναγκασμό, την επιβολή ενός κρατικοποιημένου ελέγχου προς όφελος μιας κοινωνικής τάξης και ο οποίος είναι εξαιρετικά ομοιογενής με ότι ονομάζουμε σήμερα σωφρονισμό.
Οι λαϊκές εκνομίες
Μέχρι στιγμής καταδείξαμε την ανάδυση ενός συστήματος καταναγκασμού, το οποίο μέχρι πριν ήταν πολύ ξένο στο ποινικό σύστημα του 18ου αιώνα. Αυτό λοιπόν που έπρεπε να τεθεί υπό έλεγχο δεν ήταν απλώς μια ορισμένη στασιακή πλέμπα που ενοχλούσε τη συσσώρευση κεφαλαίου από την αστική τάξη, αλλά η ίδια προσπάθησε μέσω του σωφρονισμού να ελέγξει ένα πολύ πιο μεγάλο και διαρκές φαινόμενο: τη λαϊκή εκνομία[5]. Με τον όρο λαϊκή εκνομία εννοούμε μια σειρά από πρακτικές οι οποίες, όντας παράνομες, ήταν χρήσιμες για την αναπαραγωγή της εργατικής αλλά και της αστικής τάξης. Ένα παράδειγμα αυτού που είπαμε αποτελεί η βιοτεχνία. Στις αρχές του 18ου αιώνα ο κλάδος της βιοτεχνίας δεν είχε συντεχνίες αλλά η ρύθμιση των οικονομικών του στοιχείων γινόταν από ελεγκτές. Οι υφαντές παρασκευάζουν υφάσματα και τα οποία οι έμποροι σε δεύτερη φάση τα παίρνουν ώστε να τα διαθέσουν στην αγορά. Το νομικό πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα αυτή η διαδικασία προβλέπει τη δήλωση και από τις δυο πλευρές για το ακριβές μήκος του υφάσματος, το σήμα κατατεθέν του κάθε βιοτέχνη αλλά και το ποσό της αγοράς από τον παραγωγό στον έμπορο. Προκειμένου και οι δυο πλευρές να απαλλαγούν από την προβλεπόμενη φορολογία έκαναν συμφωνία να παρακάμψουν με ορισμένους τρόπους τους κανόνες της αγοράς ώστε να αποφύγουν τη φορολόγηση.[6]
Μια εκνομία όπως αυτή που αναφέραμε, δεν προκαλούσε πλήγμα στην οικονομία, αντιθέτως επέτρεπε μια μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίου και άνοιγε το δρόμο προς μια σχέση που επέφερε μεγαλύτερο κέρδος. Η συγκεκριμένη εκνομία αντιτίθεται ουσιαστικά στην φεουδαρχική φορολόγηση και δεν προσπαθεί να καταπολεμήσει την ιδιοκτησία, αλλά τα δικαιώματα κέρδους των φεουδαρχών και των ευγενών, οι οποίοι δεν άσκησαν καμία πίεση πάνω σ’ αυτήν, αφού απολάμβαναν τα προνόμια που τους παραχωρούσε η Αυλή και δεν θορυβήθηκαν από τις παραπάνω πρακτικές. Έχουμε λοιπόν στον 17ο αιώνα αυτές τις τρεις μορφές εκνομίας (των λαϊκών τάξεων, της αστικής τάξης και των ευγενών) στις οποίες η κεντρική εξουσία έχει αναλάβει το ρόλο του διαιτητή. Εντούτοις αυτή η εκνομία είναι ταυτόχρονα, εκτός από οικονομική και πολιτική, αφού παραβιάζοντας το νόμο παραβιάζει και την κανονιστική αρχή που τον ρυθμίζει. Από τη μια λοιπόν παραβαίνει την νόμιμη οικονομική αρχή και από την άλλη τείνει προς έναν αγώνα με πολιτικά χαρακτηριστικά, όταν αντιτίθεται σε οικονομικά μέτρα που προσφέρουν οικονομική επιδείνωση, όπως π.χ. η άρνηση καταβολής φόρων, η εξέγερση. Σ’ αυτό το σημείο, έχουμε μια αστική τάξη που λαμβάνει μια αμφίσημη θέση: από τη μια υποστηρίζει τους αγώνες που πάνε ενάντια στο νόμο και αφορούν την καταβολή φόρων, αλλά από την άλλη όταν οι αγώνες παίρνουν τη μορφή πολιτικού διακυβεύματος και εμπίπτουν στη σφαίρα του ποινικού δίκαιου, είθισται να κωφεύει, τους καταδικάζει και εγκαταλείπει την υποστήριξη της προς αυτούς[7].
Εδώ η αστική τάξη μοιάζει πάλι να παραδέχεται μια γειτνίαση, μια ομοιότητα μεταξύ των πρακτικών της και των λαϊκών εκνομιών. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αργότερα και κατά τη στιγμή του θριάμβου της, ποινικοποιεί ένα καινούργιο πρόσωπο και το βάζει να παρανομήσει σκηνοθετημένα, ένα πρόσωπο που ή ίδια προηγουμένως του φόρεσε τη μάσκα του χυδαίου, ένα σαν είδωλο της, μέσα στο οποίο καθρεφτίζεται και συνάμα διακυβεύεται.
Στο τέλος του 18ου αιώνα, αυτός ο μηχανισμός που μέχρι προηγουμένως έπαιζε ρόλο διαιτητή ανάμεσα στις εκνομίες, θα ιδιοποιηθεί από την αστική τάξη και θα μετατραπεί σε δικαστικό μηχανισμό με κύριο σκοπό του να την απαλλάξει από την λαϊκή εκνομία. Με ποιόν τρόπο όμως και για ποιους λόγους η λαϊκή εκνομία, που μέχρι πρότεινος γινόταν ανεκτή, αποτέλεσε τροχοπέδη για την εκνομία της αστικής τάξης; Ο κατεξοχήν λόγος ήταν η αλλαγή που συντελέστηκε από την παραγωγή, στην μισθωτή σχέση εργασίας. Πριν εγκαταλείψουν την βιοτεχνία οι εργάτες ερχόταν σε επαφή με πράγματα τα οποία εν πολλοίς τους ανήκαν και ο τρόπος για να απαλλαγούν από την κανονιστική αρχή ήταν να καταδολιεύσουν το νόμο με ορισμένα τεχνάσματα οικονομικής φύσεως. Τώρα, έχοντας εγκαταλείψει τη βιοτεχνία, περιτριγυρίζονται από πράγματα τα οποία δεν τους ανήκουν, έναν ξένο πλούτο στον οποίο ο μόνος τρόπος να εφαρμοστεί μια εκνομία είναι η υπεξαίρεση. Έτσι λοιπόν με την αλλαγή της καπιταλιστικής οικονομίας, το προλεταριάτο αναγκάζεται να μετατοπίσει τις εκνομίες του, από την καταδολίευση του νόμου, στην υπεξαίρεση, την κλοπή.[8]
Παρόλα αυτά ο νόμος ως στρατηγική μπορεί να προστατεύσει μέχρι ένα σημείο την κλοπή. Προκειμένου να παρεμποδιστεί η υπεξαίρεση, δεν φτάνει απλά το <<αυτό δε σου ανήκει>> αλλά πρέπει να συνοδευτεί από φυσικά μια αυστηρή ηθικότητα, πρέπει να ηθικοποιηθεί ο εργάτης. Εφόσον οι εργοδότες αγοράζουν την εργατική δύναμη, τα σώματα των προλετάριων στην τιμή της αγοράς, πρέπει ανάμεσα στην νομική απαγόρευση και στο αντικείμενο της εργασίας να εισέλθει μια σειρά από υποχρεώσεις, περιορισμοί οι οποίοι θα ξεπερνάνε το νόμο του μισθού. Η ηθική αναμόρφωση είναι αυτή η τεχνική που θα εφαρμόσει η αστική τάξη απέναντι στο προλεταριάτο, ένα εμβρυακό στοιχείο σωφρονισμού, το οποίο θα χρησιμοποιείται ως πολιτικό εργαλείο για την διασφάλιση των σχέσεων παραγωγής.[9]
Η λαϊκή τάξη ως εκφυλισμένη ράτσα
Εκεί δίπλα στην ανάταση του θάρρους, της γενναιοδωρίας, του ηρωϊσμού, θα διακρίνουμε με αποστροφή τον εγωϊσμό, την αναισθησία, την εξαχρείωση, ακόμα και τη θηριωδία. Εκεί ψυχές σκληρές, στεγνές άγριες, στερούμενες κάθε ηθικής ιδέας, δε θα υπακούν παρά στις πιο χονδροειδείς αισθήσεις. Η οκνηρία, η διαφθορά, η απληστία, ο φθόνος θα ανταγωνίζονται σαν άσπονδοι εχθροί τη φρόνηση, την εργασία, την οικονομία και την ιδιοκτησία. Εκεί θα φθονούν εγκλήματα πάσης φύσεως, σ αυτήν την ξένη φυλή, η οποία διαμορφώθηκε δίπλα στον πραγματικό λαό από τη συσσώρευση τυχαίων συγκυριών και έξεων ανάμεσα στους αιώνες. Για ένα τέτοιο έθνος οι ποινές οφείλουν να είναι πάντα ανάλογες με τη φύση αυτής της εκφυλισμένης ράτσας, η οποία αποτελεί εστία εγκλημάτων και της οποίας η αναμόρφωση μπορεί μετά βίας να επέλθει.[10]
Στο παραπάνω κείμενο μπορεί να δει κανείς το κοσμικό ιδεώδες της αστικής τάξης, ένα νομικό άσμα που ορίζει τη θέση της πολιτικής εξουσίας μεταξύ δυο τάξεων, εκ των οποίων, η μια είναι φορέας μιας απεριόριστης ποινικής φινέτσας, αρετής και αξιών του καλού, ενώ από την άλλη βρίσκεται η ανηθικότητα, η φαυλότητα, το κακό προσωποποιημένο. Οι πληβείοι κατηγορούνται από την αστική τάξη για κοινωνική αποστασία, λιποταξία και έλλειψη ηθικής, ενώ το κράτος παρουσιάζεται ως φάρμακο σ’ αυτή την αρρώστια, την οποία σκοπός του είναι να εξαλείψει.
Όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο σκέλος του κεφαλαίου ο φόβος της αστικής τάξης προέκυψε όταν οι σχέσεις παραγωγής τροποποιήθηκαν και η κατώτερη τάξη μετατοπίστηκε από το να κατέχει, στο να παράγει για λογαριασμό των εργοδοτών, μέσω της μισθωτής εργασίας. Ο φόβος αυτός έχει να κάνει με το σώμα του εργάτη, το οποίο στη νέα αυτή σχέση παραγωγής είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το σώμα του πλούτου. Ο φόβος αφορά πλέον αποκλειστικά αυτούς που εργάζονται και βρίσκονται σε άμεση επαφή με τον πλούτο, στα λιμάνια, στις αποθήκες, στις αποβάθρες. Η τάξη αυτή είναι επικίνδυνη ακριβώς γιατί είναι εργατική. Κίνδυνο αποτελεί οτιδήποτε κάνει τον εργάτη να μην αφοσιώνεται πλήρως στη δουλειά του, αυτός που είναι οκνηρός, που μεθοκοπάει, που είναι απείθαρχος. Φυσικά όλα αυτά αποτελούν κίνδυνο όχι μόνο γιατί μπορεί να οδηγήσουν τον εργάτη στην διάπραξη μιας εκνομίας πάνω στο σώμα του πλούτου, αλλά το ζήτημα έχει να κάνει και με το σώμα του ίδιου του εργάτη, το οποίο ο εργοδότης θεωρεί ότι του ανήκει, αφού το αγόρασε μέσω του μισθού και αποτελεί χρέος του εργάτη να προσφέρει την εργατική του δύναμη στην ελεύθερη αγορά.[11]
Κατά συνέπεια οποιαδήποτε πράξη μπορεί να θίξει το συσσωρευμένο κεφάλαιο του πλούτου, αλλά και την ίδια την εργατική δύναμη του εργάτη, εκλαμβάνεται ως μια ιδιαίτερα αήθης πρακτική, μια συμπεριφορά που προκαλεί απέχθεια, την οποία το κεφάλαιο πρέπει να θέσει υπό έλεγχο. Η πρακτική αυτή δεν αποτελεί τόσο παραβίαση του νόμου, όσο μια θέση που υπονομεύει τον τρόπο ζωής και παραγωγής που θέλει να επιβάλλει ο καπιταλισμός. Η εργατική ανηθικότητα είναι οποιαδήποτε πράξη κάνει τον εργάτη να παρακάμψει το νόμο της αγοράς, αυτό που τον τοποθετεί σε εχθρική σχέση με τα μέσα παραγωγής αλλά και τις σχέσεις ιδιοκτησίας που θέλει να επιβάλλει το καπιταλιστικό ιδεώδες. Η αργία, η ασυνέπεια του εργάτη, η γιορτή, η άρνηση σύστασης οικογένειας, η ακράτεια, η απρονοησία, ο νομαδισμός, τα αναρχικά πάθη, όλα αυτά εμπίπτουν σε μια μορφή εκνομίας που δεν είναι πλέον της υπεξαίρεσης, αλλά του διασκορπισμού. Οι τρόποι με τους οποίους οι εργάτες αποφεύγουν την εργασία, με τους οποίους υποκλέπτουν απ’ τους εργοδότες την εργατική δύναμη, με λίγα λόγια η αποφυγή να δεσμευθούν και να καθηλωθούν από τους μηχανισμούς παραγωγής. Δεν είναι μόνο μια σχέση επιθυμίας για το σώμα του πλούτου, αλλά μια σύνδεση, μια άρνηση πρόσδεσης του σώματος με τα μέσα παραγωγής[12].
Ανάμεσα στην εκνομία της υπεξαίρεσης και την εκνομία του διασκορπισμού υπάρχει παρόλα αυτά μια υπόγεια επικοινωνία. Οι μηχανισμοί ελέγχουν του 19ου αιώνα, όπως η αστυνομία, επιχείρησαν να διαχωρίσουν αυτές τις δυο μορφές παρανομίας, εντάσσοντας την πρώτη στη σφαίρα της σοβαρής εγκληματικότητας ενώ τη δεύτερη σε μια μορφή παρανομίας που αφορούσε ένα καθημερινό πρόβλημα, χαρακτηριστικό αυτής της απεχθούς τάξης. Αυτό που βέβαια αποκρύπτεται μέσω αυτής του διαχωρισμού, είναι η σύζευξη που ενυπάρχει ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο εκνομίες. Από τη μια όσο περισσότερο διασκορπισμένες είναι οι μάζες τόσο λιγότερο είναι προσδεμένες στους μηχανισμούς παραγωγής με μόνη λύση να καταφύγουν στην υπεξαίρεση και αντίστροφα όσο τείνουν προς την κλοπή άλλο τόσο θα οδηγούνται στο να έχουν μια μη κανονική ζωή και στο νομαδισμό, προκειμένου να αποφύγουν τις κυρώσεις. Το ίδιο ισχύει και στην εκνομία της υπεξαίρεσης. Καθηλώνοντας τον εργάτη στην ένδεια, τον προσδένουνε στους μηχανισμούς παραγωγής αλλά ταυτόχρονα του δίνουνε και τη δυνατότητα να προβεί στην υπεξαίρεση, προκειμένου να βγει από την οικονομική δυσχέρεια του χαμηλού μισθού.
Για τον αστισμό ο μεγάλος κίνδυνος από τον οποίο έπρεπε να προστατευτεί ήταν η στάση, ο ένοπλος αγώνας, οι εργάτες και οι αναρχικοί που κατέβαιναν τα πεζοδρόμια για να καταλάβουν ή να διαμαρτυρηθούν για την πολιτική εξουσία, σ’ αυτούς τους ανθρώπους που αρνούνταν να καθυποτάξουν τον εαυτό τους στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, η αστική τάξη έβλεπε την αιχμή της λαϊκής αντίστασης.[13]
Για να αποφευχθεί αυτή η λαϊκή εξέγερση, ο αστισμός χρησιμοποίησε πολύ περίτεχνα το ποινικό σύστημα, του οποίου ο ρόλος είναι να κάνει τον προλεταριοποιημένο λαό να βλέπει όλο τον μη προλεταριοποιημένο λαό ως περιθωριακό, ανήθικο, ως αποβράσματα, σαν όχλο και επικίνδυνο. Οι πληβείοι λοιπόν θα μπορούσαν να οριστούν ως αυτοί που αρνούνται να είναι εργάτες και κατέχουν σχεδόν το μονοπώλιο στη βία, ενώ οι προλετάριοι με την αυστηρή έννοια του όρου, τείνουν να είναι μη βίαιοι. Ή μήπως όμως αυτού του είδους ο διαχωρισμός βασίζεται καθαρά σε μια αστική κοσμοθεώρηση των πραγμάτων που κατατάσσει τους εργάτες στο οργανωμένο κρατικά κοινωνικό συνεχές και τους πληβείους ως ένα απείθαρχο κατάλειπο που μαστίζει αυτόν τον τόσο ειρηνικά δομημένο κόσμο του αστισμού; Θα έπρεπε να πούμε μάλλον, ότι ο αστισμός έχει καταφέρει να επιβάλλει αυτά τα σχήματα αντίληψης των πληβείων, στους ίδιους τους πληβείους, ως τρόπο σύλληψης της ίδιας τους της ταξικής θέσης, αφού ο ποινικός νόμος δεν δημιουργήθηκε ούτε από την αγροτιά, ούτε απ’ τους εργάτες, ούτε και απ’ τους πληβείους, αλλά είναι πέρα ως πέρα αστικός[14].
———————–
[1] M. Foucault, Επιτήρηση και Τιμωρία, εκδόσεις Πλέθρον (2011) σελ. 302
[2] Μ. Weber, Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, εκδόσεις Gutenberg (2006) σελ.156-157
[3] M. Foucault, Η ιστορία της τρέλας, εκδόσεις Ηριδανός (2004) σελ. 189
[4] Μ. Foucault, Η τιμωρητική κοινωνία, εκδόσεις Πλέθρον (2016) σελ. 102-103
[5] M. Foucault, Επιτήρηση και τιμωρία, εκδόσεις Πλέθρον (2011) σελ. 303
[6] G. Rousche, O. Kirchheimer, Punishment and social structures (1939)
[7] G. Rousche, O. Kirchheimer, Punishment and social structures (1939)
[8] Μ. Foucault, Η τιμωρητική κοινωνία, εκδόσεις Πλέθρον (2016) σελ.138
[9] Γ. Λάζος, Κριτική Εγκληματολογία, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη (2007) σελ.89
[10] M. Foucault, Η τιμωρητική κοινωνία, εκδόσεις Πλέθρον (2016) σελ.153
[11] Γ. Λάζος, Κριτική Εγκληματολογία, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη (2007) σελ.95
[12] Μ. Foucault Επιτήρηση και τιμωρία, εκδόσεις Πλέθρον (2011) σελ. 264
[13] M. Foucault, Για τη λαϊκή δικαιοσύνη, εκδόσεις Εξάρχεια (2011) σελ.33-35
[14] Στο ίδιο