Αναμιξοφιλία εναντίον αναμιξοφοβίας, ή η συμπεριφοριακή αντινομία της αστικής ζωής [1]
Ότι και αν συμβαίνει στην ιστορία των πόλεων, και όσο δραστικά και αν μεταμορφώνεται η χωρική δομή, η όψη και το ύφος τους με το πέρασμα των χρόνων και των αιώνων, ένα χαρακτηριστικό παραμένει σταθερό: οι πόλεις είναι χώροι όπου ξένοι μένουν και κινούνται σε στενή εγγύτητα μεταξύ τους. Καθώς είναι μόνιμο συστατικό της αστικής ζωής, η πανταχού παρουσία ξένων στο οπτικό και απτικό πεδίο προσθέτει και έναν βαθμό αδιάκοπης αβεβαιότητας σε όλες τις επιδιώξεις των κατοίκων των πόλεων· αυτή η παρουσία, που είναι αδύνατο να αποφευχθεί για περισσότερο από μια σύντομη στιγμή, είναι μια αθάνατη πηγή άγχους και της, συνήθως, αδρανούς επιθετικότητας που ενίοτε εκρήγνυται.
Ο αέναος, ακόμα κι όταν είναι υποσυνείδητος, φόβος του αγνώστου αναζητά απεγνωσμένα αξιόπιστες διεξόδους. Οι συσσωρευμένες αγωνίες τείνουν να ξεφορτώνονται εναντίον της επιλεγμένης κατηγορίας «ξένων» που χρησιμοποιείται για να ενσαρκώσει «την ίδια την παραξενιά». Με την εκδίωξή τους από τα σπίτια και τα μαγαζιά κάποιου, το τρομακτικό φάντασμα της αβεβαιότητας, για λίγο, εξορκίζεται. Το ομοίωμα του τρομερού τέρατος της ανασφάλειας καίγεται.
Τα συνοριακά φράγματα που επιμελώς ορθώνονται ενάντια στους «ψευδείς αιτούντες άσυλο» και στους οικονομικούς μετανάστες, ορθώνονται με την ελπίδα να ενισχύσουν μια ασταθή, ακανόνιστη και απρόβλεπτη ύπαρξη. Αλλά η ρευστή-νεωτερική ζωή είναι καταδικασμένη να παραμείνει ακανόνιστη και ιδιότροπη, και έτσι η ανακούφιση είναι σύντομη, και οι ελπίδες που συνδέονται με τα «σκληρά και αποφασιστικά μέτρα» τσακίζονται μόλις υψώνονται.
Ο ξένος είναι, εξορισμού, ένα υποκείμενο που υποκινείται από προθέσεις που μπορεί κανείς να μαντέψει, στην καλύτερη περίπτωση, αλλά που δε θα μάθει ποτέ με βεβαιότητα. Ο ξένος είναι η άγνωστη μεταβλητή σε όλες τις εξισώσεις που υπολογίζονται όταν λαμβάνονται αποφάσεις για το τί θα κάνει και πώς θα φερθεί κανείς· και άρα, ακόμα και όταν δεν φέρονται επιθετικά ή με έμπρακτη αγανάκτηση, η παρουσία ξένων εντός του πεδίου δράσης προκαλεί ανησυχία, καθώς καθιστά δύσκολη την πρόβλεψη των επιπτώσεων της δράσης και των πιθανοτήτων επιτυχίας ή αποτυχίας της. Το να μοιράζονται το χώρο με ξένους, το να ζουν σε ανεπιθύμητη αλλά ενοχλητική εγγύτητα με ξένους, είναι η κατάσταση από την οποία οι κάτοικοι της πόλης βρίσκουν δύσκολο, ίσως απίθανο, να αποδράσουν. Η εγγύτητα των ξένων είναι η μοίρα τους, και πρέπει να πειραματιστούν με αυτόν τον τρόπο ζωής (modus vivendi), να τον δοκιμάσουν και να τον ελέγξουν, και (αν όλα πάνε καλά) να τον βρούνε προκειμένου να κάνουν την συγκατοίκηση ευχάριστη και τη ζωή υποφερτή. Αυτή η ανάγκη είναι «δεδομένη», αδιαπραγμάτευτη· αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι κάτοικοι της πόλης ικανοποιούν αυτήν την ανάγκη είναι ζήτημα επιλογής. Και επιλογή γίνεται καθημερινά –είτε με πράξη είτε με παράληψη, εκ σχεδίου ή εξ ορισμού· με συνειδητή απόφαση ή απλώς ακολουθώντας, τυφλά και μηχανικά, τα συνήθη μοτίβα· με κοινή συζήτηση και διαβούλευση ή απλώς ακολουθώντας, ατομικά, τα αξιόπιστα, επειδή είναι τώρα της μόδας και δήθεν κατοχυρωμένα, μέσα.
Για το São Paulo, τη μεγαλύτερη, πολυπληθέστερη και πιο γρήγορα αναπτυσσόμενη Βραζιλιάνικη πόλη, η Teresa Caldeira [2] γράφει: «Το São Paulo είναι σήμερα μια πόλη τοίχων. Φυσικά εμπόδια έχουν κατασκευαστεί παντού –γύρω από σπίτια, πολυκατοικίες, πάρκα, πλατείες, κτίρια γραφείων και σχολεία… Μια νέα αισθητική ασφάλειας διαμορφώνει όλους τους τύπους κατασκευής και επιβάλει μια νέα λογική παρακολούθησης και απόστασης…» Όποιος/α μπορεί να ανταπεξέλθει οικονομικά, αγοράζει για τον εαυτό του/της κατοικία σε “condominium”, ένα ερημητήριο που φυσικά βρίσκεται εντός, αλλά κοινωνικά και πνευματικά εκτός, πόλης.
«Οι κλειστές κοινότητες πρέπει να είναι ξεχωριστοί κόσμοι. Οι διαφημίσεις τους προτείνουν έναν συνολικό «τρόπο ζωής» που θα αντιπροσώπευε μια εναλλακτική στην ποιότητα ζωής που προσφέρεται από την πόλη και τον επιδεινούμενο δημόσιο χώρο της». Ένα από τα πιο εξέχοντα χαρακτηριστικά του condominium είναι «η απομόνωση και η απόσταση από την πόλη… Απομόνωση σημαίνει διαχωρισμός από εκείνους που θεωρούνται κοινωνικά κατώτεροι» και, όπως επιμένουν οι παράγοντες ανάπτυξης και οι μεσίτες, «ο παράγοντας κλειδί για να διασφαλιστεί αυτό είναι η ασφάλεια. Αυτό σημαίνει φράχτες και τοίχοι που περικυκλώνουν τα condominium, φύλακες σε υπηρεσία 24 ώρες το εικοσιτετράωρο που ελέγχουν τις εισόδους, και ένα φάσμα εγκαταστάσεων και υπηρεσιών, για να κρατάνε τους άλλους έξω».
Όπως όλοι ξέρουμε, οι φράχτες δεν μπορούν παρά να έχουν δύο πλευρές… Οι φράχτες διαιρούν τον κατά τα άλλα ομοιόμορφο χώρο σε ένα «μέσα» και ένα «έξω», αλλά αυτό που είναι το «μέσα» για εκείνους που βρίσκονται από τη μία πλευρά του φράχτη είναι το «έξω» για εκείνους που βρίσκονται από την άλλη. Οι κάτοικοι των condominia φράσουν τους εαυτούς τους «έξω» από την αντιπαθητική, ταραχώδη και άγρια ζωή της πόλης και «μέσα» στην όαση ηρεμίας και ασφάλειας. Με τον ίδιο τρόπο, ωστόσο, φράσουν όλους τους άλλους έξω από τους αξιοπρεπείς και ασφαλείς τόπους των οποίων το επίπεδο είναι διατεθειμένοι και πρόθυμοι να συντηρήσουν, και τους αφήνουν στους ίδιους ακριβώς άθλιους και ρυπαρούς δρόμους τους οποίους προσπαθούν, χωρίς να λογαριάζουν το κόστος, να κλείσουν από έξω. Ο φράκτης διαχωρίζει το «εθελούσιο γκέτο» από τα πολλά επιβεβλημένα. Για τους εντός του εθελούσιου γκέτο, τα άλλα γκέτο είναι χώροι όπου «δεν μπαίνουμε». Για τους εντός των επιβεβλημένων, η περιοχή στην οποία είναι περιορισμένοι (με τον αποκλεισμό από άλλους χώρους) είναι ο χώρος από τον οποίο «δεν μπορούμε να βγούμε».
Στο São Paulo (με το Rio de Janeiro, το δεύτερο μεγαλύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της Βραζιλίας, να μη βρίσκεται πολύ πίσω) η τάση διαχωρισμού και αποκλεισμού φανερώνει το πιο κτηνώδες και αδίστακτο πρόσωπό της, αλλά ο αντίκτυπός της απαντάται, μολονότι με ηπιότερη μορφή, στις περισσότερες μητροπολιτικές πόλεις. Είναι παράδοξο ότι οι πόλεις που αρχικά κατασκευάστηκαν για να παρέχουν ασφάλεια για όλους τους κατοίκους τους, σχετίζονται σήμερα περισσότερο με τον κίνδυνο παρά με την ασφάλεια. Όπως το θέτει η Nan Elin [3], «ο παράγοντας του φόβου [στη δόμηση και αποδόμηση των πόλεων – Z.B.] έχει σαφέστατα αυξηθεί, όπως καταδεικνύεται από την αύξηση στις κλειδωμένες πόρτες αυτοκινήτων και σπιτιών και στα συστήματα ασφαλείας, από τη δημοτικότητα των «περιφραγμένων» και «ασφαλών» κοινοτήτων για όλες τις ηλικιακές και εισοδηματικές ομάδες, και από την αυξανόμενη παρακολούθηση των δημόσιων χώρων, για να μη γίνει αναφορά στις ατελείωτες αναφορές κινδύνου που εκπέμπονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης». Γνήσιες και υποτιθέμενες απειλές για το σώμα και την περιουσία του ατόμου μετατρέπονται γρήγορα σε κεντρικούς παράγοντες οποτεδήποτε εξετάζονται τα προσόντα και τα μειονεκτήματα ενός τόπου κατοικίας.
Έχουν επίσης τοποθετηθεί στην ανώτερη θέση στις μεσιτικές εμπορικές πολιτικές. Η αβεβαιότητα για το μέλλον, η ευπάθεια της κοινωνικής θέσης και η υπαρξιακή ανασφάλεια, πανταχού παρόντα συνοδευτικά της ζωής στον «ρευστό νεωτερικό» κόσμο, τα οποία πηγάζουν από μακρινούς τόπους και άρα παραμένουν υπεράνω του ατομικού ελέγχου, τείνουν να είναι εστιασμένες στους κοντινότερους στόχους και να διοχετεύονται στις ανησυχίες για την προσωπική ασφάλεια· αυτού του είδους οι ανησυχίες που συμπυκνώνονται στη συνέχεια σε ορμές διαχωρισμού/αποκλεισμού και που οδηγούν αμείλικτα σε πολέμους του αστικού χώρου.
Όπως μπορούμε να μάθουμε από την οξυδερκή μελέτη του νεαρού Αμερικανού κριτικού αρχιτεκτονικής/πολεοδομίας, Steven Flusty [4], η εξυπηρέτηση αυτού του πολέμου και, συγκεκριμένα, ο σχεδιασμός τρόπων άρνησης στους αντιπάλους -τωρινούς ή δυνητικούς- της πρόσβασης στον διεκδικούμενο χώρο και τρόπων διατήρησής τους σε ασφαλή απόσταση από αυτόν, αποτελούν τις πιο εμφανείς και γρήγορα επεκτεινόμενες ενασχολήσεις της αρχιτεκτονικής καινοτομίας και της αστικής ανάπτυξης στις αμερικανικές πόλεις. Οι καινοφανείς, πιο περήφανα διαφημισμένες, και ευρέως μιμούμενες κατασκευές είναι «απαγορευτικοί χώροι» – «σχεδιασμένοι για να παρεμποδίζουν, να απωθούν ή να φιλτράρουν τους εν δυνάμει χρήστες». Συγκεκριμένα, ο ρόλος των «απαγορευτικών χώρων» είναι να διαιρούν, να διαχωρίζουν και να αποκλείουν –όχι να χτίζουν γέφυρες, εύκολα περάσματα και τόπους συνάντησης, να διευκολύνουν την επικοινωνία και γενικά να συνδέουν τους κατοίκους της πόλης.
Οι αρχιτεκτονικές/πολεοδομικές εφευρέσεις που διακρίνονται, παρατίθενται και ονομάζονται από τον Flusty είναι τα τεχνολογικά εκσυγχρονισμένα αντίστοιχα των προ-νεωτερικών τάφρων, πυργίσκων και πολεμιστρών στα τείχη των πόλεων· μόνο που αντί να προστατεύουν την πόλη και όλους τους κατοίκους της από τον εξωτερικό εχθρό, κτίζονται για να διαχωρίσουν τους κατοίκους της πόλης και, εφόσον τους έχουν στιγματίσει ως αντιπάλους, να προστατέψουν τους μεν από τους δε. Μεταξύ των εφευρέσεων που ονομάζει ο Flusty, υπάρχει ο «ολισθηρός χώρος» –«χώρος που δεν μπορεί να προσεγγιστεί εξαιτίας στρεβλωμένων, επιμηκυμένων ή εκλιπόντων διόδων προσέγγισης»· ο «ακανθώδης χώρος» –«χώρος του οποίου δεν μπορεί να γίνει άνετη χρήση, καθώς προφυλάσσεται με τέτοιες λεπτομέρειες όπως ποτιστικά στον τοίχο που ενεργοποιούνται για να διώχνουν όσους ακουμπούν σ’ αυτόν ή κεκλιμένα πεζούλια που αποτρέπουν το κάθισμα»· και ο «νευρικός χώρος» –«χώρος του οποίου δεν μπορεί να γίνει χρήση χωρίς επιτήρηση λόγω του ενεργού ελέγχου με περιπολίες ή/και των απομακρυσμένων τεχνολογιών που τροφοδοτούν σταθμούς ασφαλείας».
Αυτοί και άλλου είδους «απαγορευτικοί χώροι» έχουν μόνο έναν σκοπό: να κόβουν εξωεδαφικούς θύλακες από τη συνεχή αστική επικράτεια –να ορθώνουν μικρά φρούρια μέσα στα οποία τα μέλη της υπερ-εδαφικής παγκόσμιας ελίτ μπορούν να περιποιούνται, να καλλιεργούν και να απολαμβάνουν τη σωματική τους ανεξαρτησία και την πνευματική τους απομόνωση από την τοπικότητα. Στο τοπίο της πόλης γίνονται ορόσημα της αποσύνθεσης της τοπικής κοινής ζωής.
Οι εξελίξεις που περιγράφονται από τον Steven Flusty είναι υψηλής τεχνολογίας εκδηλώσεις της πανταχού παρούσας αναμιξοφοβίας [5], μιας ευρέως διαδεδομένης αντίδρασης – που χαζεύει το μυαλό, παγώνει το αίμα και σπάει τα νεύρα– στην ποικιλία ανθρώπινων τύπων και τρόπων ζωής που συνυπάρχουν στους δρόμους των σύγχρονων πόλεων και στις πιο «κοινές» (διαβάζεται: απροστάτευτες με «απαγορευτικούς» χώρους) γειτονιές τους. Καθώς η πολυφωνία και η ποικιλότητα του αστικού περιβάλλοντος της εποχής της παγκοσμιοποίησης εδραιώνονται, που μάλλον θα γίνουν εντονότερες και όχι ηπιότερες με τον καιρό, οι εντάσεις που προκύπτουν από την ανεπανόρθωτη ανοικειότητα του σκηνικού μάλλον θα συνεχίσουν να ξυπνούν ορμές διαχωρισμού.
Το ξαλάφρωμα από τέτοιες ορμές μπορεί (προσωρινά, αλλά επανειλημμένα) να ανακουφίζει την εγειρόμενη ένταση. Οι διαφορές που δημιουργούν τη σύγχυση και την ανησυχία μπορεί να είναι επίμονες και ανίατες, αλλά ίσως το δηλητήριο να μπορεί να ζουληχτεί από το κεντρί με την εκχώρηση σε κάθε μορφή ζωής του δικού της ξεχωριστού, που να εμπερικλείει και να αποκλείει, ξεκάθαρα σημαδεμένου και καλά περιφρουρημένου φυσικού χώρου… Εξαιρούμενης αυτής της ακραίας λύσης, ίσως μπορεί κανείς τουλάχιστον να διαφυλάξει για τον εαυτό του, για τους δικούς του και για άλλους «σαν τον ίδιο», μια επικράτεια προστατευμένη από τον χαμό και την ακαταστασία που πλήττει ανεπανόρθωτα τις άλλες αστικές περιοχές.
Η «αναμιξοφοβία» φανερώνεται στο δρόμο προς νησιά της ομοιότητας και της πανομοιότητας μέσα από τη θάλασσα της ποικιλίας και της διαφορετικότητας.
Οι ρίζες της αναμιξοφοβίας είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, κοινότοπες –εύκολα εντοπίσιμες, εύκολα κατανοητές αλλά όχι απαραίτητα εύκολα συγχωρούμενες.
Όπως εισηγείται ο Richard Sennett [6] , «το αίσθημα του “εμείς”, το οποίο εκφράζει μια επιθυμία για ομοιότητα, είναι ένας τρόπος να αποφεύγουν οι άνθρωποι τη βαθύτερη εξέταση του άλλου».
Υπόσχεται, θα μπορούσαμε να πούμε, κάποια πνευματική παρηγοριά: την προοπτική της ευκολότερης συνύπαρξης μέσω της ακύρωσης των προσπαθειών για την κατανόηση, τη διαπραγμάτευση και τον συμβιβασμό που απαιτεί η συμβίωση με τη διαφορετικότητα. «Σύμφυτη με τη διαδικασία διαμόρφωσης μιας συνεκτικής εικόνας της κοινότητα είναι η επιθυμία αποφυγής της πραγματικής συμμετοχής. Η αίσθηση κοινών δεσμών χωρίς να υπάρχουν κοινές εμπειρίες προκύπτει εξ αρχής επειδή οι άνθρωποι φοβούνται τη συμμετοχή, φοβούνται τους κινδύνους και τις προκλήσεις που κρύβει, φοβούνται τον πόνο που προκαλεί». Ο δρόμος προς μια «κοινότητα ομοιότητας» είναι ένα σημάδι απόσυρσης, όχι μόνο από το άλλο που βρίσκεται έξω, αλλά και από τη δέσμευση με τη ζωντανή αλλά ταραχώδη, θελκτική αλλά άχαρη, διάδραση που υπάρχει μέσα. Η γοητεία της «κοινότητας ομοιότητας» είναι όμοια με αυτή που παρουσιάζει μια ασφάλεια ενάντια στα ρίσκα από τα οποία είναι γεμάτη η καθημερινή ζωή σε ένα πολύφωνο κόσμο. Δε μειώνει, πόσο μάλλον αποτρέπει τα ρίσκα. Όπως όλα τα καταπραϋντικά, απλώς υπόσχεται ένα καταφύγιο από τα πιο άμεσα και τρομακτικά αποτελέσματά τους.
Η επιλογή της απόδρασης που προκαλείται από την αναμιξοφοβία έχει μια ύπουλη και επιβλαβή συνέπεια από μόνη της: όσο πιο αυτοδιαιωνιζόμενη και αυτοενισχυόμενη είναι η στρατηγική, τόσο πιο αναποτελεσματική είναι. Ο Sennett εξηγεί γιατί συμβαίνει –πράγματι, έτσι πρέπει να είναι– αυτό [7]: «οι πόλεις στην Αμερική έχουν αναπτυχθεί με τέτοιο τρόπο κατά τις τελευταίες δεκαετίες ώστε οι εθνοτικές περιοχές να γίνουν σχετικά ομοιογενείς· φαίνεται πως δεν είναι ατύχημα ότι ο φόβος για τον απέξω έχει επίσης μεγαλώσει στο βαθμό που οι κοινότητες αυτές έχουν αποκοπεί».
Όσο περισσότερο μένουν οι άνθρωποι σε ένα ομοιογενές περιβάλλον –με τη συντροφιά άλλων «σαν κι αυτούς», με τους οποίους μπορούν να «κοινωνικοποιούνται» επιπόλαια και ξεκάθαρα, χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο της παρεξήγησης και χωρίς την ενοχλητική αναγκαιότητα να μεταφράζουν μεταξύ ξεχωριστών κόσμων νοημάτων–, τόσο πιθανότερο είναι να «ξεμάθουν» την τέχνη της διαπραγμάτευσης κοινών νοημάτων και έναν τρόπο συμβίωσης (modus co-vivendi).
Επειδή έχουν ξεχάσει τις δεξιότητες που απαιτούνται για τη συμβίωση με τη διαφορετικότητα ή έχουν αμελήσει να τις αποκτήσουν, δεν είναι να απορεί κανείς που τέτοιοι άνθρωποι βλέπουν την προοπτική του να αντιμετωπίσουν τους αγνώστους πρόσωπο με πρόσωπο, με εντεινόμενο τρόμο. Οι άγνωστοι τείνουν να παρουσιάζονται ακόμα πιο τρομακτικοί καθώς γίνονται πιο ξένοι, ανοικείοι και ακατανόητοι, και καθώς η αμοιβαία επικοινωνία, η οποία θα μπορούσε τελικά να αφομοιώσει τη «διαφορετικότητα» με τη ζωή και τον κόσμο του καθενός, εξασθενεί ή δεν ξεκινά καθόλου. Η επιθυμία για ένα ομοιογενές, εδαφικά απομονωμένο περιβάλλον μπορεί να πυροδοτείται από την αναμιξοφοβία, αλλά η εφαρμογή του εδαφικού διαχωρισμού είναι το σωσίβιο και ο τροφοδότης αυτής της αναμιξοφοβίας.
Αλλά η αναμιξοφοβία δεν είναι ο μόνος μαχόμενος στο αστικό πεδίο μάχης. Η ζωή στην πόλη είναι μια διαβόητα αμφίθυμη εμπειρία. Έλκει και απωθεί, αλλά για να γίνει ακόμα πιο σύνθετη η δοκιμασία του κατοίκου της πόλης, είναι οι ίδιες πτυχές της αστικής ζωής που, διακεκομμένα και ταυτόχρονα, έλκουν και απωθούν… Η αλλόκοτη ποικιλία του αστικού περιβάλλοντος είναι μια πηγή φόβου (ειδικά για τους ανθρώπους ανάμεσά μας που έχουν «χάσει τους γνώριμους τρόπους», έχοντας πέσει σε μια κατάσταση έντονης αβεβαιότητας εξαιτίας των αποσταθεροποιητικών διαδικασιών της παγκοσμιοποίησης). Η ίδια καλειδοσκοπική λάμψη του αστικού τοπίου, που ποτέ δε στερείται καινοτομίας και έκπληξης, έχει, ωστόσο, τη δική της γοητεία και σαγηνευτική δύναμη, στην οποία είναι δύσκολο να αντισταθεί κανείς.
Η αντιμετώπιση του αέναου και διαρκώς εκθαμβωτικού θεάματος της πόλης δε βιώνεται, επομένως, ξεκάθαρα ως πληγή ή κατάρα, ούτε και η προστασία από αυτή γίνεται αντιληπτή ως καθαρή ευλογία. Η πόλη προκαλεί ταυτόχρονα, τόσο την αναμιξοφιλία [8] όσο και την αναμιξοφοβία. Η αστική ζωή είναι μια εγγενώς και αδιόρθωτα αμφίθυμη υπόθεση. Όσο πιο μεγάλη και ετερογενής είναι μια πόλη, τόσο περισσότερα θέλγητρα μπορεί να υποστηρίξει και να προσφέρει. Η μαζική συμπύκνωση αγνώστων είναι, ταυτόχρονα, απωθητικός και ισχυρότατος μαγνήτης που διαρκώς έλκει νέες κουστωδίες ανδρών και γυναικών που έχουν κουραστεί από τη μονοτονία της αγροτικής ζωής ή της ζωής σε μικρές πόλεις, που έχουν βαρεθεί την επαναλαμβανόμενη ρουτίνα της, και έχουν απελπιστεί από την έλλειψη ευκαιριών. Η ποικιλία υπόσχεται ευκαιρίες, πολλές και διαφορετικές, που ταιριάζουν με όλες τις δεξιότητες και με κάθε γούστο –και έτσι, όσο μεγαλύτερη είναι η πόλη, τόσο πιθανότερο είναι να τραβήξει τον αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων που απορρίπτουν ή που τους αρνούνται διαμονή και ευκαιρίες σε μέρη που είναι μικρότερα και, επομένως, λιγότερο ανεκτικά προς την ιδιοσυγκρασία τους, καθώς και πιο περιορισμένα στις ευκαιρίες που προσφέρουν. Φαίνεται πως η αναμιξοφιλία, όπως ακριβώς και η αναμιξοφοβία, είναι μια αυτοπροωθούμενη, αυτοαναπαραγώμενη και αυτοαναζωογονούμενη τάση. Καμιά από τις δύο δεν είναι πιθανό να εξαντληθεί, ούτε και να χάσει από τη ζωντάνια της.
Η αναμιξοφοβία και η αναμιξοφιλία συνυπάρχουν σε κάθε πόλη, αλλά συνυπάρχουν επίσης και εντός του κάθε κατοίκου πόλης. Ομολογουμένως, αυτή είναι μια ανήσυχη συμβίωση, γεμάτη οργή, παρόλο που υποδηλώνει πολλά για τους ανθρώπους που δέχονται τη ρευστη-νεωτερική αμφιθυμία.
‘Εξω από τον φαύλο κύκλο;
Εφόσον είναι δεδομένο ότι οι άγνωστοι θα ζήσουν τις ζωές τους παρέα, όποιες και να είναι οι μελλοντικές ανατροπές και αλλαγές της αστικής ιστορίας, η τέχνη της ειρηνικής και χαρούμενης συμβίωσης με το διαφορετικό, και της ικανότητας να επωφελείται ανενόχλητα κανείς από την ποικιλία ερεθισμάτων και ευκαιριών που προσφέρει το ποικιλόχρωμο αστικό σκηνικό, αποκτούν ύψιστη σημασία ανάμεσα στις δεξιότητες που απαιτούνται για τη ζωή του κατοίκου μιας πόλης. Ακόμα και αν δεν προβλέπεται απόλυτη εξάλειψη της αναμιξοφοβίας, δεδομένης της αυξανόμενης ανθρώπινης κινητικότητας της ρευστής-νεωτερικής εποχής και της επιταχυνόμενης αλλαγής στους ρόλους, τα σενάρια και τα σκηνικά του αστικού τοπίου, ίσως κάτι να μπορεί να γίνει για να επηρεάσει τις αναλογίες με τις οποίες αναμιγνύονται η αναμιξοφιλία και η αναμιξοφοβία και, άρα, να μειώσει την μπερδεμένη, αγχωτική και οδυνηρή επίδραση της αναμιξοφοβίας.
Υπάρχουν πολλά που μπορούν να κάνουν οι αρχιτέκτονες και οι πολεοδόμοι προκειμένου να διευκολύνουν την ανάπτυξη της αναμιξοφιλίας και να περιορίσουν τις περιστάσεις που προκαλούν αναμιξοφοβικές αντιδράσεις στις προκλήσεις της αστικής ζωής. Και υπάρχουν πολλά που μπορούν να κάνουν, και που πράγματι κάνουν, για να διευκολύνουν τα αντίθετα αποτελέσματα. Όπως έχουμε ήδη δει, ο διαχωρισμός των οικιστικών περιοχών και των χώρων δημόσιας χρήσης, ο οποίος είναι εμπορικά ελκυστικός για τους εργολάβους ως μια γρήγορη λύση στις αγωνίες που προκαλούνται από την αναμιξοφοβία, είναι στην πραγματικότητα η κεντρική αιτία της αναμιξοφοβίας. Οι λύσεις δημιουργούν, τρόπος του λέγειν, τα προβλήματα που ισχυρίζονται ως επιλύουν: οι κατασκευαστές περιφραγμένων κοινοτήτων και επιτηρούμενων condominium, και οι αρχιτέκτονες «απαγορευτικών χώρων», δημιουργούν, αναπαράγουν και επιδεινώνουν την ανάγκη και τη ζήτηση που ισχυρίζονται πως ικανοποιούν.
Η αναμιξοφοβική παράνοια αυτοτροφοδοτείται και λειτουργεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αν ο διαχωρισμός προσφέρεται και εφαρμόζεται ως επαναστατική θεραπεία για τον κίνδυνο που εκπροσωπείται από τους ξένους, τότε η συμβίωση με αυτούς γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο δύσκολη.
Η ομογενοποίηση των χώρων κατοικίας και η μετέπειτα μείωση, μέχρι το ελάχιστο, κάθε εμπορίου και επικοινωνίας μεταξύ τους είναι η αλάνθαστη συνταγή για να διατηρείται η παρόρμηση για αποκλεισμό και διαχωρισμό ισχυρή και βαθιά. Ένα τέτοιο μέτρο μπορεί να βοηθά στη μείωση της οδύνης που υφίστανται οι άνθρωποι που πάσχουν από αναμιξοφοβία, αλλά η ίδια η θεραπεία είναι παθογόνα και κάνει την αρρώστια βαθύτερη, έτσι ώστε να απαιτούνται διαρκώς νέες και ισχυρότερες «δόσεις φαρμάκου για να διατηρείται ο πόνος σε ανεκτά χαμηλά επίπεδα».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Α’
Η κοινωνική ομοιογένεια του χώρου, που τονίζεται και ισχυροποιείται από τον χωρικό διαχωρισμό, μειώνει την ανοχή των κατοίκων του στη διαφορά και έτσι πολλαπλασιάζει τις περιστάσεις για αναμιξοφοβικές αντιδράσεις, κάνοντας την αστική ζωή να μοιάζει πιο «επιρρεπής στον κίνδυνο» και άρα πιο βασανιστική, αντί να της προσδίδει μεγαλύτερη αίσθηση ασφάλειας και άρα να την καθιστά πιο ήρεμη και απολαυστική.
Πιο ευνοϊκή για την οχύρωση και την καλλιέργεια αναμιξοφιλικών συναισθημάτων θα ήταν η αντίθετη αρχιτεκτονική και πολεοδομική στρατηγική: η διάδοση ανοικτών, δελεαστικών και φιλόξενων δημόσιων χώρων, τους οποίους όλες οι κατηγορίες κατοίκων θα έμπαιναν στον πειρασμό να επισκεφτούν τακτικά και να μοιραστούν εν γνώσει τους. Όπως επισήμανε ο Hans Gadamer στο διάσημο Tuth and Mehod του, η αμοιβαία κατανόηση γεννάται από την «σύντηξη των οριζόντων» -των γνωστικών οριζόντων, δηλαδή, των οριζόντων που σχεδιάζονται και επεκτείνονται κατά την συσσώρευση εμπειρίας στη ζωή.
Η «σύντηξη» που απαιτεί η αμοιβαία κατανόηση μπορεί να προκύψει μόνο από την αμοιβαία εμπειρία, και η κοινή εμπειρία είναι ασύλληπτη χωρίς κοινό χώρο. Λες και γίνεται με στόχο την τεράστια εμπειρική απόδειξη της υπόθεσης του Gadamer, έχει παρατηρηθεί ότι οι χώροι που έχουν κρατηθεί για τις προσωπικές συναντήσεις (ή και μόνο για την «παρέα», για την εστίαση στα ίδια εστιατόρια, για την κατανάλωση ποτών στα ίδια μπαρ) μεταξύ των επιχειρηματιών που ταξιδεύουν και άλλων μελών της αναφαινόμενης περιπλανώμενης ελίτ ή «παγκόσμιας κυρίαρχης τάξης» (όπως οι παγκόσμιες αλυσίδες υπερ-εθνικών ξενοδοχείων και συνεδριακών κέντρων) παίζουν κρίσιμο ρόλο στην ενοποίηση αυτής της ελίτ, παρά τις πολιτισμικές, γλωσσικές, θρησκευτικές, ιδεολογικές, ή οποιεσδήποτε άλλες διαφορές που ειδάλλως θα την κατακερμάτιζαν και θα απέτρεπαν την ανάπτυξη αισθημάτων του «ανήκειν». [9]
Πράγματι, η ανάπτυξη αμοιβαίας κατανόησης και της κοινής εμπειρίας, την οποία έχει ανάγκη αυτή η κατανόηση, είναι οι λόγοι που οι περιπλανώμενοι επιχειρηματίες ή ακαδημαϊκοί ταξιδεύουν και συνεχίζουν να επισκέπτονται ο ένας τον άλλο και να συναντιούνται στα συνέδρια. Αν η επικοινωνία μπορούσε να περιοριστεί στη μετάδοση πληροφορίας και δεν απαιτούταν καμία «σύντηξη οριζόντων», τότε, στη δική μας εποχή του παγκόσμιου ιστού και του διαδικτύου, η σωματική επαφή και η κοινός χώρος και η κοινή εμπειρία (ακόμα και αν είναι προσωρινά και διακοπτόμενα) θα είχαν καταστεί περιττά. Αλλά δεν έχει γίνει έτσι και τίποτα μέχρι στιγμής δεν υπονοεί ότι θα γίνει ποτέ.
Σε αυτό το σημείο μπορώ να το επαναλάβω: υπάρχουν πράγματα που μπορούν να κάνουν οι αρχιτέκτονες και οι πολεοδόμοι για να μετατοπίσουν την ισορροπία
μεταξύ αναμιξοφοβίας και αναμιξοφιλίας υπέρ της τελευταίας (όπως, από πράξη ή παράληψη, συνεισφέρουν στην αντίθετη ολίσθηση). Αλλά υπάρχουν όρια σε αυτά που μπορούν να επιτύχουν όσο δρουν μόνοι και επαναπαύονται αποκλειστικά στις επιπτώσεις των δικών τους πράξεων. Οι ρίζες της αναμιξοφοβίας, η αλλεργική,
εμπύρετη ευαισθησία στους ξένους και στο ξένο, ξεπερνά την αρχιτεκτονική ικανότητα ή την πολεοδομική επίλυση. Αυτές οι ρίζες βυθίζονται στην υπαρξιακή κατάσταση των σύγχρονων ανδρών και γυναικών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στον απορρυθμισμένο, εξατομικευμένο, ρευστό κόσμο της επιταχυνόμενης και διάχυτης αλλαγής –και η μορφή και η όψη των δρόμων της πόλης και οι χρήσεις του αστικού χώρου, όσο σημαντικές κι αν είναι για την ποιότητα της καθημερινής ζωής, είναι μόνο κάποιοι, και όχι απαραίτητα οι σημαντικότεροι, από τους πολλούς παράγοντες που συνεισφέρουν σε αυτή την αποσταθεροποιητική κατάσταση που γεννά αβεβαιότητα και αγωνία.
Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τα αναμιξοφοβικά αισθήματα δημιουργούνται και τροφοδοτούνται από η συντριπτική αίσθηση ανασφάλειας. Είναι οι ανασφαλείς άνδρες και γυναίκες, αβέβαιοι/ες για τη θέση τους στον κόσμο, για τις προοπτικές της ζωής τους και για τις επιπτώσεις των ίδιων των πράξεών τους, που είναι πιο ευάλωτοι/ες στον αναμιξοφοβικό πειρασμό και οι πιθανότεροι/ες να πέσουν στην παγίδα του. Η παγίδα συνίσταται στη διοχέτευση της αγωνίας από τις πραγματικές πηγές της σε στόχους που δεν σχετίζονται με αυτές. Έτσι, πολλοί άνθρωποι θυματοποιούνται (και μακροπρόθεσμα ενθαρρύνουν τη θυματοποίηση με τη σειρά τους), ενώ οι πηγές της οδύνης παραμένουν προστατευμένες από παρεμβολές, άθικτες και ανέπαφες.
Αυτό που ακολουθεί είναι ότι τα προβλήματα που βασανίζουν τις σύγχρονες πόλεις δεν μπορούν να λυθούν με την αναμόρφωση της ίδιας της πόλης –όσο ριζοσπαστική και να είναι αυτή η αναμόρφωση. Δεν υπάρχουν, επαναλαμβάνω και πάλι, τοπικές λύσεις σε παγκόσμια παραγόμενα προβλήματα. Το είδος «ασφάλειας» που προσφέρουν οι εργολάβοι είναι ανίκανο να ανακουφίσει, πόσο μάλλον να εξαλείψει, την υπαρξιακή ανασφάλεια που ανανεώνεται καθημερινά από τη ρευστότητα της αγοράς εργασίας, την εύθραυστη αξία που αποδίδεται στις επίκτητες, ή στις επιδιωκόμενες, δεξιότητες και ικανότητες, ή την αδυναμία και την υποτιθέμενη παροδικότητα των ανθρώπινων δεσμών και συνεργασιών.
Χωρίς αυτήν την αναμόρφωση, οι προσπάθειες που περιορίζονται εντός της πόλης και στοχεύουν στην υπέρβαση ή στην αποτοξίνωση των αναμιξοφοβικών πιέσεων δεν μπορούν παρά να παραμείνουν απλά καταπραϋντικά, πολύ συχνά απλά πλασίμπο.
Αυτό πρέπει να το θυμόμαστε –όχι προκειμένου να απαξιώνουμε ή να μειώνουμε τη διαφορά μεταξύ καλής και κακής αρχιτεκτονικής ή σωστού και λανθασμένου αστικού σχεδιασμού, που μπορούν να είναι πάρα πολύ σημαντικοί παράγοντες για την ποιότητα ζωής των κατοίκων μιας πόλης, αλλά για να θέσουμε το θέμα σε μία βάση που περιέχει όλους τους αποφασιστικούς παράγοντες για τη λήψη και τη διατήρηση μιας σωστής απόφασης.
Οι σύγχρονες πόλεις είναι χωματερές για τα δύσμορφα και τα παραμορφωμένα προϊόντα της ρευστής-νεωτερικής κοινωνίας (ενώ, σίγουρα, συνεισφέρουν και οι ίδιες στη συσσώρευση των απορριμμάτων). Δεν υπάρχουν λύσεις σε συστημικές αντιφάσεις και δυσλειτουργίες που να εστιάζουν, πόσο μάλλον να περιορίζονται, στις πόλεις, και, όσο τεράστια και αξιέπαινη και να είναι η φαντασία των αρχιτεκτόνων, των δημάρχων και των δημοτικών συμβούλων, δε θα βρεθούν. Τα προβλήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται όταν εμφανίζονται, και οι επεκτάσεις όπου εγκυμονούν τα προβλήματα που βασανίζουν το εσωτερικό των πόλεων αλλά έχουν γεννηθεί αλλού, είναι υπερβολικά τεράστιες για να αντιμετωπιστούν με τα εργαλεία που κατασκευάζονται με βάση το μέγεθος ακόμα και του μεγαλύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος.
Αυτές οι επεκτάσεις εκτείνονται ακόμα και πέρα από την εμβέλεια της ηγεμονικής δράσης του έθνους-κράτους, εκείνο το ευρύτατο σκηνικό για τη δημοκρατική διαδικασία που εφευρέθηκε και τοποθετήθηκε στους μοντέρνους καιρούς.
Αυτές οι επεκτάσεις είναι αυξανόμενα παγκόσμιες, και μέχρι στιγμής δεν έχουμε καν πλησιάσει στην ανακάλυψη, πόσο μάλλον στην εφαρμογή, των μέσων δημοκρατικού ελέγχου που να αναλογούν στο μέγεθος και την ισχύ των δυνάμεων προς έλεγχο.
Αυτό είναι, αναμφίβολα, ένα μακροπρόθεσμο έργο και ένα έργο που θα απαιτούσε περισσότερη, πολύ περισσότερη, σκέψη, δράση και αντοχή από οποιαδήποτε αναμόρφωση πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής αισθητικής. Αυτό δε σημαίνει, όμως, ότι οι προσπάθειες για μια τέτοια αναμόρφωση θα πρέπει να μείνουν σε εκκρεμότητα ώσπου να παλέψουμε με τις ρίζες του προβλήματος και να ελέγξουμε τις επικίνδυνα χαλαρές παγκοσμιοποιητικές τάσεις. Σε κάθε περίπτωση, ισχύει το αντίθετο. Η πόλη είναι η χωματερή για τις αγωνίες και τους φόβους που προκύπτουν από την παγκόσμια παραγόμενη αβεβαιότητα και ανασφάλεια, αλλά η πόλη είναι επίσης και ο χώρος που επιτρέπει τον πειραματισμό, τη δοκιμή και τελικά τη μάθηση και την υιοθέτηση των μέσων για τον κατευνασμό αυτής της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Β’
Μέσα στην πόλη οι ξένοι που στον παγκόσμιο χώρο αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο σαν εχθρικά κράτη, εχθρικοί πολιτισμοί ή στρατιωτικοί αντίπαλοι, συναντιούνται ως ατομικές οντότητες, παρακολουθούν ο ένας τον άλλο από κοντά, μιλάνε μεταξύ τους, μαθαίνουν ο ένας τους τρόπους του άλλου, διαπραγματεύονται τους κανόνες της ζωής από κοινού, συνεργάζονται και, κάποια στιγμή, συνηθίζουν ο ένας την παρουσία του άλλου και, σε όλο και αυξανόμενες περιστάσεις, απολαμβάνουν την παρέα. Μετά από αυτή την ομολογουμένως τοπική εκπαίδευση, οι ξένοι μπορεί να είναι λιγότερο τεταμένοι και φοβισμένοι όταν πρόκειται για τη διαχείριση παγκόσμιων υποθέσεων: οι ασύμβατοι πολιτισμοί μπορεί τελικά να μη φαίνονται τόσο ασύμβατοι, η αμοιβαία εχθρότητα όχι και τόσο ανίατη και το κροτάλισμα των ξιφών παύει να είναι ο μόνος τρόπος επίλυσης των αμοιβαίων συγκρούσεων. Η «σύντηξη των οριζόντων» του Gadamer είναι ένα πολύ πιο ρεαλιστικό έργο αν επιδιωχθεί (ακόμα και μέσα από απόπειρες και με ανάμικτη επιτυχία) στους δρόμους των πόλεων, παρά όταν αναζητάται μέσα από τη συσσώρευση όπλων αποτροπής και τιμωρίας με την ελπίδα να συνέλθουν έτσι οι «εχθροί» και να διατηρούνται υπό έλεγχο.
Η αντιμετώπιση της νέας παγκόσμιας κατάστασης, και ειδικά η επιτυχής αντιμετώπισή της, θα πάρει χρόνο –όπως συνέβαινε, συμβαίνει και θα συμβαίνει με όλες τις βαθιές μεταμορφώσεις της ανθρώπινης κατάστασης. Και όπως σε όλες τις περιπτώσεις τέτοιων μεταμορφώσεων, είναι αδύνατο κανείς (και καθόλου προτεινόμενο να δοκιμάσει) να προαποφασίσει την ιστορία και να προβλέψει, πόσο μάλλον να προσχεδιάσει, τη μορφή που αυτή θα πάρει, και τον διακανονισμό στον οποίο τελικά θα οδηγούσε. Αλλά μια τέτοια αντιμετώπιση θα πρέπει να λάβει χώρα. Μάλλον θα αποτελούσε βασική ανησυχία και θα γέμιζε το μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας του αιώνα που μόλις ξεκινά.
Το δράμα θα στηθεί και θα σχεδιαστεί και στους δύο χώρους –τόσο στην παγκόσμια, όσο και στην τοπική σκηνή. Οι επίλογοι των δύο θεατρικών παραγωγών είναι στενά αλληλοδιαπλεκόμενοι και εξαρτώνται άμεσα από το πόσο βαθιά αντιλαμβάνονται οι σεναριογράφοι και οι ηθοποιοί της κάθε παραγωγής εκείνο το σύνδεσμο και με πόση επιμονή συνεισφέρουν στην επιτυχία της άλλης παραγωγής.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
————
[1]. ΣτΜ. Μixophilia vs. mixophobia, or the attitudinal antinomy of city life στο πρωτότυπο.
[2] Caldeira, T. (1996) ‘Fortified Enclaves: The new Urban Segregation’, στο Public Culture, σ. 303-28.
[3] Elin, Ν. (1997) ‘Shelter from the Storm, or Form Follows Fear and Vice Versa’, στο Nan Elin (επιμ.) Architecture of Fear, Princeton Architectural Press, σ. 13, 26.
[4] Flusty, S. (1997) ‘Building Paranoia’, στο Architecture of Fear, σ. 48-52.
[5] ΣτΜ. Μixophobia στο πρωτότυπο
[6] Sennett, R. (1996) The Uses of Disorder: Personal Identity and City Life, Faber & Faber, σ. 39, 42.
[7] 35. ό.π., σ. 194.
[8] Στμ. Mixophilia στο πρωτότυπο
[9] Βλ. για παράδειγμα William B. Beyer, ‘Cyberspace or Human Space: Wither cities in the Age of Telecommunications?’ στο Cities in the Telecommunications Age, σ. 176-8.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.