Παναγιώτης Χαλκιάς
Αν κάποιος ήθελε να ανασύρει τη γενεαλογία του ψυχό-νομικού λόγου, σημείο αφετηρίας θα αποτελούσε η περίπτωση του Πιερ Ριβιέρ. Στα τέλη του 18ου αιώνα η Γαλλία και συγκεκριμένα η ύπαιθρος βρίσκεται σε καθεστώς βαριάς φορολογίας, από τους φεουδάρχες, την εκκλησία αλλά και το βασιλιά. Μετά τα γεγονότα του 1789, η φεουδαρχία αποδυναμώνεται, το καθεστώς των αγροτών μετατοπίζεται και μπορούν πλέον να συνάψουν συμβόλαια. Το 1835, στο ίδιο πολιτικό-κοινωνικό πλαίσιο, ο εικοσάχρονος αγρότης Πιερ Ριβιέρ διαπράττει τριπλό φόνο, δολοφονώντας την αδελφή του Βικτώρια, ετών 18, τον αδελφό του Ζυλ, ηλικίας 8 ετών και τη μητέρα του, η οποία ήταν έγκυος στον έκτο μήνα.
Η οικογένεια του Ριβιέρ βρίσκεται σε μια διπλή αντίφαση: από τη μια ο πατέρας του θέλει να εκμεταλλευτεί το νέο πολιτικό πλαίσιο και να καλλιεργήσει τη γη του, ενώ από την άλλη η μητέρα του είναι δύσπιστη προς τα συμβόλαια. Αφότου συνελήφθη ο Ριβιέρ, συντάσσει ένα υπόμνημα, όπου αναφέρει ενδελεχώς πολλά σημεία απ’ τη ζωή της οικογένειας του, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο είχε σχεδιάσει να την δολοφονήσει . Tο υπόμνημα που συντάσσει ο Ριβιέρ προκαλεί δέος στους δικαστές, αναρωτιούνται, πως κάποιος που είναι παράφρονας, μπορεί να επεξηγήσει γράφοντας 50 σελίδες φονικά που ο ίδιος διέπραξε;
Το ίδιο το γραπτό του Ριβιέρ θεωρείται ως μέρος της εγκληματικής ενέργειας του, αφού ο ίδιος πριν είχε ομολογήσει πως ήθελε να το γράψει πριν διαπράξει την τριπλή ανθρωποκτονία. Το υπόμνημα αποτελείται από δυο μέρη: στο πρώτο ο Ριβιέρ εξιστορεί τη ζωή της οικογενείας του, τα καθημερινά προβλήματα, τους συχνούς καυγάδες τους και στο δεύτερο γράφει για την ενός μήνα περιπλάνηση του, μετά τη διάπραξη του φόνου. Ο ίδιος συνδέει το φόνο του με ένδοξες δολοφονίες και αυτοθυσίες που εξιστορεί η Βίβλος. Ο φόνος του αποκτά δόξα στην νεοαστική τότε Γαλλία, γίνεται θρύλος (Foucault, 2002:270).
Στην εκδίκαση της υπόθεσης οι μάρτυρες και ο κόσμος που έχει συγκεντρωθεί στο δικαστήριο είναι μεταξύ τους αντιφατικοί. Το δικαστήριο της Καέν όμως φαίνεται ότι έχει πολιτικά κίνητρα, αφού την ίδια εποχή ψηφίστηκε νόμος, όπου οποιαδήποτε απόπειρα φόνου ενάντια στην οικογένεια, ισοδυναμεί με προσπάθεια φόνου του βασιλιά. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα θεωρούνταν ύβρις απέναντι στο βασιλιά η παραδοχή ελαφρυντικών από το δικαστήριο. Στις 12 Νοέμβρη 1835 ο Ριβιέρ βρίσκεται ένοχος από το δικαστήριο, ενώ στις 15 Φεβρουαρίου του 1836 θα γίνει μετατροπή της ποινής και θα του απονεμηθεί χάρη από το βασιλιά (Barrett-Kriegel, στο Foucault, 2002:295).
Το ενδιαφέρον της υπόθεσης βρίσκεται στην αντίφαση ανάμεσα στον δικαστικό και τον νεοσύστατο τότε ψυχιατρικό λόγο. Για τους γιατρούς, ο Ριβιέρ πάσχει από παραφροσύνη, είναι άρρωστος, ενώ για τους δικαστικούς το έγκλημα του οφείλεται στο ότι υπέκυψε στα πιο άγρια και ποταπά ανθρώπινα ένστικτα, αφού το ίδιο το υπόμνημα του φανερώνει ότι είναι σε θέση να σκεφτεί και ως εκ τούτου, έχει υψηλή νοημοσύνη. Οι δικαστικοί πρέπει επίσης να αποδείξουν όχι μόνο ότι ο Ριβιέρ δεν είναι τρελός, αλλά ότι δεν υπήρξε ποτέ τρελός. Όμως δυσκολεύονται να αποδείξουν το δεύτερο σκέλος, λόγω της αλλόκοτης συμπεριφοράς που είχε ο ίδιος από παιδί, μια αλλοκοτιά που θα χρησιμοποιήσουν οι γιατροί για να ενδυναμώσουν το δικό τους λόγο περί κληρονομικότητας και παραφροσύνης (Rio, στο Foucault, 2002:298).
Έτσι έχουμε από τη μια τους δικαστές, που τοποθετούν τον Ριβιέρ στο πεδίο του στυγερού και άγριου εγκληματία και από την άλλη τους γιατρούς, οι οποίοι τον θεωρούν ως τρελό, ως κάποιον που βρίσκεται σε παραλήρημα. Οι δικαστικοί κατασκευάζουν την προσωπογραφία του Ριβιέρ βασισμένοι στην κατασκευασμένη εικόνα τους περί εγκλημάτων και προσπαθούν να προβάλλουν αυτή την εικόνα στην περίπτωση του ίδιου, ενώ οι γιατροί κάνουν ένα πορτρέτο το οποίο ξεκινά από την παιδική ηλικία του Ριβιέρ, από τις παραξενιές του και προβάλλουν αυτή την παιδική ηλικία ώστε να δώσουν εξήγηση, ή καλύτερα, να καταφέρουν να χτίσουν μέσω του λόγου τους μια προσωπογραφία της παιδικής ηλικίας που θα ταιριάζει στις περιστάσεις του εγκλήματος. Οι γιατροί βλέπουν στο υπόμνημα σημεία εκδήλωσης της τρέλας, ενώ μέσα από μαρτυρικές καταθέσεις το πείσμα και η μοναχικότητα του Ριβιέρ παίρνονται ως κατεξοχήν συμπεριφορές που συνάδουν σε ψυχική διαταραχή (Fontana, στο Foucault:2002:345-346).
Οι δυο κυρίαρχοι λόγοι, ο δικαστικός και ο ιατρικός, προσπάθησαν να στήσουν ενός τύπου παγίδα στον Ριβιέρ βάζοντας τον να γράψει τις πράξεις του μέσω της κατάθεσης, όμως το ίδιο το υπόμνημα του Ριβιέρ, είναι μια παγίδα πάνω στην παγίδα, είναι κάτι που καμία απ΄τις δυο πλευρές δεν περίμενε, αφού μέσα σ’ αυτό δεν υπάρχουν μονομερείς απαντήσεις, αλλά συνεχείς συγκρούσεις, αντιφάσεις. Μη μπορώντας να συμπεριλάβουν το υπόμνημα στις εξηγήσεις τους, οι δυο λόγοι επιλέγουν στοιχεία από τη ζωή του Ριβιέρ που βρίσκουν βολικά και που ταιριάζουν στην εξήγηση που θέλουν να δώσουν. Οι παραξενιές στη συμπεριφορά του Ριβιέρ, είναι αυτό που θα επιτρέψει στο λόγο της ψυχιατρικής (και αργότερα της Εγκληματολογίας) να εισχωρήσει στη δικαστική διαδικασία, αυτές οι οριακές περιπτώσεις, οι περιπτώσεις στα σύνορα ηθικής και ποινικότητας.
—————-
Βιβλιογραφία
- Foucault M., Εγώ ο Πιερ Ριβιέρ που έσφαξα τη μητέρα μου, την αδερφή και τον αδερφό μου, μτφ. Γ. Οικονόμου, Κέδρος, Αθήνα, 2002
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.