Αναπλιώτης Νίκος
Εισαγωγή
Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο της να παρουσιάσει το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της έννοιας που διαπιστώνεται με την πάροδο του χρόνου στα κεντρικά γραπτά του Φρόυντ που εξετάζουν διεξοδικά το ζήτημα, θα ανιχνεύσουμε την οριστικά διαμορφωμένη θεωρία του. Ειδικότερα, η προσοχή μας συγκεντρώνεται στην πορεία του οιδιπόδειου και του συμπλέγματος ευνουχισμού για το αγόρι και το κορίτσι· τις διαφορές στην πορεία και την τελική δόμηση του ανθρώπινου ψυχισμού που συνεπάγεται η ανόμοια και ασύμμετρη πορεία του οιδιπόδειου και του συμπλέγματος του ευνουχισμού ανάλογα με το βιολογικό φύλο (sex), δηλαδή τις ανατομικές διαφορές, οι οποίες είναι καθοριστικής σημασίας για τον Φρόυντ. Θα παρακολουθήσουμε τις ψυχικές διεργασίες μέσω των οποίων, στο πλαίσιο της κοινωνικής διαμόρφωσης των ατόμων, κατά τον Φρόυντ, τελικά πραγματώνεται ο ανδρικός και γυναικείος ψυχισμός, η οιδιπόδεια πορεία προς τις δυο αυτές σεξουαλικές ταυτότητες.
Στο πρώτο μέρος της εργασίας παρουσιάζεται το περιεχόμενο της προ-οιδιπόδειας φάσης (η περίοδος στην ανάπτυξη της σεξουαλικότητας του παιδιού πρίν το οιδιπόδειο). Στο δεύτερο μέρος, εκτίθεται ο σχηματισμός του οιδιπόδειου συμπλέγματος, η πορεία του για το κάθε φύλο, η διάλυση του συμπλέγματος και ο ρόλος του συμπλέγματος ευνουχισμού. Στο τρίτο μέρος πραγματοποιείται σύντομη επιλεκτική επισκόπηση των σημαντικότερων, κατά τη γνώμη μας, σταθμών στη φεμινιστική κριτική της φροϋδικής ψυχανάλυσης και στο τελευταίο μέρος της εργασίας παρατίθενται τα συμπεράσματα της παρούσας διερεύνησης.
- Η προ-οιδιπόδεια φάση
Στην «Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση» ο Φρόυντ αναφέρει ότι το «πρώτο αντικείμενο της αγάπης» για το παιδί είναι η μητέρα, το οποίο «αποδεικνύεται σχεδόν ταυτόσημο με το πρώτο αντικείμενο της στοματικής ηδονικής ορμής, που είχε αποκτηθεί ανακλητικά», το στήθος της μητέρας (Φρόυντ, 1996: 316). Στο ίδιο κείμενο φαίνεται να αγνοεί την προηγηθείσα διαβεβαίωσή του ότι το παιδί, είτε αγόρι είτε κορίτσι, έχει ως πρώτο αντικείμενο αγάπης τη μητέρα, με αποτέλεσμα περιγράφοντας τη σχέση αγοριού-μητέρας να υποστηρίξει ότι «για το μικρό κορίτσι αυτή η σχέση είναι, εκτός από τις αναγκαίες αλλαγές, εντελώς όμοια» (ibid, 319). Παραβλέπεται εδώ η λογικά συνεπαγόμενη μεταστροφή του κοριτσιού από τη μητέρα στον πατέρα. Ο Φρόυντ σε αυτή τη φάση του έργου του αποφεύγει να διαυγάσει το σημείο της υποκατάστασης από το κορίτσι της μητέρας (ως πρώτο πόθο) με τον πατέρα (και εν συνεχεία τον πατέρα με έναν άνδρα). Συνακόλουθα, είναι αναντίστοιχη με τη μεταγενέστερη επεξεργασία του οιδιπόδειου, και η δήλωση που περιέχεται στην «Ερμηνεία των ονείρων»: «η πρώτη προτίμηση του κοριτσιού στρέφεται προς τον πατέρα, ο πρώτος παιδικός πόθος του αγοριού προς τη μητέρα» (Φρόυντ, 2013: 234).
Στην ασυνέπεια αυτή θα ανταποκριθεί σε τρία μεταγενέστερα κείμενά του: «33η Παράδοση – Η θηλυκότητα», «Η γυναικεία σεξουαλικότητα» και «Ψυχικές συνέπειες της ανατομικής διαφοράς των φύλων», κείμενα τα οποία εμφανίζουν πανομοιότυπο περιεχόμενο: «Είναι αλήθεια ότι έχουμε εγκαταλείψει εδώ και καιρό κάθε ελπίδα για απόλυτο παραλληλισμό της ανδρικής και της γυναικείας σεξουαλικής ανάπτυξης» (Φρόιντ, 2016: 10). Στα τρία αυτά μεταγενέστερα κείμενα ο Φρόυντ θα προσπαθήσει να απαντήσει στο ερώτημα: γιατί το κορίτσι να αλλάξει ερωτικό αντικείμενο, δηλαδή για ποιό λόγο και με ποιόν τρόπο θα αποκτήσει τη θηλυκότητα και θα γίνει ετεροφυλόφιλη; Στα κείμενα αυτά θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στον προοιδειπόδιο δεσμό της μητέρας με το κορίτσι.
Η σεξουαλική ζωή διέρχεται μια σειρά από στάδια. Το άτομο διαβαίνει μια σειρά από στάδια με στόχο την ικανοποίηση βιολογικών ορμών αλλά και της libido. Σε κάθε στάδιο το άτομο καταφέρνει να εξασφαλίσει μια επαρκή ικανοποίηση της σεξουαλικής ορμής. Τα στάδια της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του παιδιού, που μας ενδιαφέρουν, είναι τα εξής τρία: το στοματικό (1ο έτος), το πρωκτικό (2ο έως και 3ο έτος), το φαλλικό (3ο έως και 7ο έτος). Ιδιαίτερη σημασία για την περιγραφή της προ-οιδιπόδειας φάσης στη φροϋδική θεωρία έχει το στοματικό στάδιο (εκτός από το φαλλικό). Κατά το στοματικό στάδιο, κύρια πηγή ευχαρίστησης είναι ο θηλασμός. «Το πρώτο αντικείμενο της στοματικής συνιστώσας της σεξουαλικής ορμής είναι το στήθος της μητέρας που ικανοποιεί την ανάγκη του βρέφους για τροφή» (Φρόυντ, 1996: 315). Στη συνέχεια, ερωτικό αντικείμενο για το βρέφος γίνεται το σώμα της μητέρας. Η στοματική ορμή που ικανοποιείται κατά τη διάρκεια του θηλασμού καθίσταται αυτοτελής, αυτοερωτική. Το στήθος της μητέρας εγκαταλείπεται και «αντικαθίσταται με ένα μέρος του ίδιου του σώματος του βρέφους» (ibid). «Η παραπέρα ανάπτυξη έχει, για να το πούμε πολύ σύντομα δύο στόχους: πρώτον, να εγκαταλείψει τον αυτοερωτισμό του βρέφους, να ανταλλάξει πάλι το αντικείμενο, που είναι συστατικό του δικού του σώματος, με ένα ξένο αντικείμενο, και δεύτερον, να ενοποιήσει τα διάφορα αντικείμενα των μερικών ορμών, να τα αντικαταστήσει με ένα και μόνο αντικείμενο» (ibid). Το αντικείμενο αυτό είναι το σώμα της μητέρας. «Με αυτή την εκλογή της μητέρας ως αντικειμένου αγάπης συνδέονται όλα όσα υπάγονται στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα» (ibid, 216).
Ως εδώ περιγράφηκε το διάστημα μέχρι την εκλογή της μητέρας που ισχύει για το αγόρι και το κορίτσι. Είναι σαφές ότι το πρώτο ερωτικό αντικείμενο για το κορίτσι και για το αγόρι είναι αναγκαστικά το σώμα της μητέρας. Για το αγόρι η περιγραφή της προ-οιδιπόδειας φάσης τελειώνει εδώ. Όμως, «το κορίτσι αλλάζει στις διάφορες φάσεις ερωτογενή ζώνη, και αντικείμενο πράγμα που δεν συμβαίνει με το αγόρι» (Φρόυντ, 1977: 116). Για το κορίτσι είναι αναγκαίο να αλλάξει αντικείμενο επιθυμίας, δηλαδή να αλλάξει σεξουαλικό αντικείμενο, να περάσει από το δεσμό με τη μητέρα στο δεσμό με τον πατέρα. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Φρόυντ: «Δεν πρόκειται σε αυτή τη φάση για μια απλή αλλαγή του αντικειμένου. Η εγκατάλειψη της μητέρας επέρχεται εξαιτίας της εχθρότητας, ο δεσμός με αυτή καταλήγει σε μίσος» (ibid, 119). Αυτό θα συμβεί μέσα από τη φάση του προ-οιδιπόδειου δεσμού με τη μητέρα, ώσπου αυτός να διαλυθεί. «Η γυναίκα δεν επιτυγχάνει τη φυσιολογική οιδιπόδεια κατάσταση πριν ξεπεράσει μια προγενέστερη περίοδο που κυριαρχείται από το αρνητικό σύμπλεγμα» (Φρόιντ, 2016: 10). Η μακράς διαρκείας σχέση αυτή με τη μητέρα αναγνωρίζεται από τον Φρόυντ ως πλούσια περιεχομένου και συνεπειών για τη μεταγενέστερη σεξουαλική ανάπτυξη του κοριτσιού. Η προιδιπόδεια φάση για το κορίτσι είναι ανδρική- αργότερα γίνεται ειδικά γυναικεία- διότι ερωτικό αντικείμενο είναι η μητέρα (και το όργανο φύλου η κλειτορίδα, αντίστοιχο του ανδρικού φαλλού, ενώ αργότερα κατά την εφηβεία η κατευθυντήρια σεξουαλική περιοχή αλλάζει και μεταφέρεται στον κόλπο) (ibid, 16,18). «Στο τέλος της ανάπτυξης πρέπει ο άνδρας πατέρας να γίνει το καινούργιο αντικείμενο αγάπης, δηλαδή στην αλλαγή του φύλου της γυναίκας πρέπει να αντιστοιχεί αλλαγή στο φύλο του αντικειμένου» (ibid).
Οι λιμπιντικές σχέσεις του κοριτσιού με τη μητέρα του στη φάση του προ-οιδιπόδειου δεσμού «παίρνουν το χαρακτήρα της κάθε ξεχωριστής φάσης και εκφράζονται με στοματοερωτικές, σαδιστικές – πρωκτοερωτικές και φαλλικές επιθυμίες» (Φρόυντ, 1977: 118). Ο Φρόυντ αναφέρει την εκφρασμένη κατά την φαλλική φάση «επιθυμία του κοριτσιού να κάνει στη μητέρα ένα παιδί καθώς και η αντίστοιχή της, να της γεννήσει ένα παιδί. (…) Συναντάμε πάλι στην προοιδιπόδεια προϊστορία των κοριτσιών τη φαντασίωση της αποπλάνησης, αλλά εδώ αποπλανά κατά κανόνα η μητέρα. Εδώ όμως η φαντασίωση αγγίζει την πραγματικότητα, γιατί πράγματι η μητέρα ήταν αυτή που φροντίζοντας το βρέφος προκαλούσε ηδονικούς ερεθισμούς στα γεννητικά του όργανα ή ίσως και πρώτη αυτή να τα αφύπνισε» (ibid).
Η σχέση με τη μητέρα διαρρηγνύεται εξαιτίας του μίσους. Το κορίτσι τη μέμφεται για τη στέρηση του μητρικού στήθους, την έλλειψη γάλακτος, της πρώτης του τροφής. Με τη στέρηση αυτή «συσχετίζεται ίσως και ο φόβος από τη δηλητηρίαση. Δηλητήριο είναι η τροφή που αρρωσταίνει κάποιον. Το παιδί ανάγει προφανώς τις πρώτες του αρρώστιες σ’ αυτήν ακριβώς τη στέρηση» (ibid, 120). Επιπλέον, είναι αναπόφευκτο η έλλειψη τροφής να συνδυαστεί με τη γέννηση ενός ακόμα παιδιού. Το παιδί πιστεύει ότι στερείται το γάλα, αλλά και τις υπόλοιπες φροντίδες τις μητέρας, εξαιτίας του νεογέννητου στο οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής της, με αποτέλεσμα το παιδί να εμφανίζει μια έντονη τάση ζήλειας στραμμένη προς το νεογέννητο. Όλες αυτές οι στερήσεις θα ερμηνευτούν σίγουρα ως έλλειψη αγάπης. Μια ακόμα αφορμή για την αποστασιοποίηση και το μίσος προς τη μητέρα είναι η μη ικανοποίηση των σεξουαλικών επιθυμιών που συνδέονται με το εκάστοτε στάδιο (στοματικό, πρωκτικό, φαλλικό) που τυχαίνει να βρίσκεται το παιδί. «Η ισχυρότερη αποστέρηση συμβαίνει στη φαλλική φάση, όταν η μητέρα απαγορεύει στο παιδί – συχνά με σκληρές απειλές και φανερή αγανάκτηση – τις ηδονιστικές ενέργειες στα γεννητικά όργανα, που αυτή η ίδια το είχε παρακινήσει να τις κάνει» (ibid, 121). Τελικά ο Φρόυντ παρουσιάζει μερικές ακόμα αιτίες της ρήξης της σχέσης μητέρας-κοριτσιού. Αυτές είναι: «η φύση της παιδικής σεξουαλικότητας, της ακόρεστης απαίτησης γι’ αγάπη και του ανικανοποίητου των σεξουαλικών επιθυμιών (…), η πρώτη ερωτική σχέση του παιδιού [που] είναι καταδικασμένη να χαθεί ακριβώς επειδή είναι η πρώτη και επειδή αυτές οι πρώιμες τοποθετήσεις ψυχικής ενέργειας σε αντικείμενα είναι σε μεγάλο βαθμό αμφίρροπες», η αναπόδραστα παράλληλη ύπαρξη της ισχυρής αγάπης με μια ισχυρή επιθετική τάση και η ανάλογη αύξηση της αγάπης και της ευαισθησίας στις απογοητεύσεις (ibid, 121).
- O σχηματισμός του οιδιπόδειου συμπλέγματος, η πορεία του για το κάθε φύλο προς τη διάλυση του και ο ρόλος του συμπλέγματος ευνουχισμού
Τα προαναφερθέντα ισχύουν εν πολλοίς και για το αγόρι, όμως δεν οδηγούν σε απομάκρυνση και διάλυση της σχέσης του με τη μητέρα. Το καθοριστικό χαρακτηριστικό αναφέρεται στο σύμπλεγμα του ευνουχισμού και οφείλεται στην ανατομική διαφορά: «Η ανατομική διαφορά των φύλων αποτυπώνεται αναγκαστικά και σε ψυχικές καταστάσεις» (ibid, 122). Το σύμπλεγμα του ευνουχισμού δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο για το αγόρι και το κορίτσι. Το κορίτσι στρέφεται ενάντια στη μητέρα του την οποία θεωρεί υπεύθυνη για την έλλειψη τους πέους.
Η διαφορά ανάμεσα στο αγόρι και το κορίτσι εντοπίζεται από τον Φρόυντ στη διαφορετική τους σχέση με τον ευνουχισμό. Στο αγόρι εκδηλώνεται ως φόβος, ως πιθανή τιμωρία για την αιμομικτική του επιθυμία ενώ το κορίτσι αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ευνουχισμένο και οφείλει να αντιμετωπίσει τον ευνουχισμό. Έτσι, αναπτύσσει τον λεγόμενο φθόνο του πέους. Ο Φρόυντ περιγράφει γλαφυρά την παραπάνω διαφορά ως εξής: «Στο αγόρι το σύμπλεγμα ευνουχισμού δημιουργείται, αφού μάθει βλέποντας τα γυναικεία γεννητικά όργανα ότι αυτό το τόσο σημαντικό μέλος του σώματος δεν πρέπει να υπάρχει οπωσδήποτε στο σώμα. Θυμάται τότε τις απειλές που επέσυρε η απασχόλησή του με αυτό, αρχίζει να τις πιστεύει και καταλήγει στο φόβο του ευνουχισμού, που θα αποτελέσει και την ισχυρότερη κινητήρια δύναμη της μετέπειτα ζωής του. Αλλά και στο κορίτσι ο φόβος του ευνουχισμού ξεκινά από την ώρα που θα δει τα γεννητικά όργανα του άλλου φύλου. Καταλαβαίνει αμέσως τη διαφορά και τη σημασία της. Νιώθει ότι κάτι του λείπει και συχνά λέει ότι θέλει κι αυτό ‘να έχει κάτι τέτοιο’ και καταλήγει στο φθόνο του πέους, που αφήνει ανεξίτηλα ίχνη στην ανάπτυξη και στο χαρακτήρα του» (ibid, 122, 123). Κατά συνέπεια, ο Φρόυντ θα υποστηρίξει ότι η γυναίκα θα προσπαθήσει να μετουσιώσει εξιδανικευτικά τον φθόνο του πέους, ακολουθώντας μία επαγγελματική καριέρα και λειτουργώντας έτσι ανταγωνιστικά σαν άνδρας, ενώ ταυτόχρονα θεωρεί τον φθόνο του πέους κύρια αιτία προσφυγής της γυναίκας στην ψυχανάλυση.
Λόγω του φθόνου του πέους η φαλλική περίοδος της σεξουαλικότητας, η περίοδος της αρσενικής ικανοποίησης μέσω της διέγερσης της κλειτορίδας λαμβάνει τέλος. «Συγκρίνοντας τον εαυτό του με το τόσο καλύτερα προικισμένο αγόρι και με προσβλημένο εγωισμό, παραιτείται από την ικανοποίηση του αυνανισμού στην κλειτορίδα, απορρίπτει την αγάπη στη μητέρα και συχνά απωθεί ταυτόχρονα ένα μεγάλο μέρος των σεξουαλικών διαθέσεών του γενικά. (…) Η αγάπη που απευθυνόταν στη φαλλική μητέρα· από τη στιγμή που ανακαλύπτει ότι και η μητέρα είναι ευνουχισμένη, την εγκαταλείπει, έτσι ώστε να υπερισχύουν τα συσσωρευμένα κίνητρα της εχθρότητάς του» (ibid, 124). Το κορίτσι θα εκτοπίσει τη φαλλική δραστηριότητα και στο εξής θα χαρακτηρίζεται από την παθητικότητα.
Στο σημείο αυτό το κορίτσι στρέφεται προς τον πατέρα. Για τη στροφή αυτή ευθύνεται η επιθυμία για την κατοχή τους πέους. «Η γυναίκα αντικαθιστά το φθόνο του πέους με τον πόθο ν’ αποκτήσει ένα παιδί. Για την ικανοποίηση όμως της επιθυμίας της πρέπει, αναγκαστικά, να στραφεί σ’ ένα νέο ερωτικό αντικείμενο, τον πατέρα. Κι έτσι προετοιμάζεται για το μελλοντικό σεξουαλικό της ρόλο κι ο φθόνος/πόθος του πέους ικανοποιείται όταν αποχτήσει παιδί, κατά προτίμηση αρσενικό» (Κρανάκη, 2011: 59). Το πέος αντικαθίσταται και εξισώνεται με το παιδί. Τότε αρχίζει το Οιδιπόδειο για το κορίτσι, ο έρωτας για τον πατέρα.
Κατ’ ακολουθίαν, το κορίτσι ξεπέρασε τον προοιδιπόδειο δεσμό με τη μητέρα και επιθυμεί τον πατέρα, ενώ το αγόρι επιθυμεί τη μητέρα. Η διάλυση και η έξοδος από το οιδιπόδειο επέρχεται δια του συμπλέγματος του ευνουχισμού, η σχέση του οποίου με το πρώτο παρουσιάζει διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Από τη μια, στο αγόρι το σύμπλεγμα του ευνουχισμού εμφανίζεται ως φόβος του ευνουχισμού (ή απειλή της απώλειας του πέους) στο φαλλικό στάδιο. «Την επέμβαση των γονιών που προκαλεί η μόνιμη ενασχόληση με το όργανό του – ο αυνανισμός – την ερμηνεύει σαν απειλή ευνουχισμού (ibid, 54). Έτσι, υποχρεώνεται να εγκαταλείψει την επιθυμία του για τη μητέρα, και την τάση να παραμερίσει τον πατέρα, τον οποίο αναγνωρίζει ως ανταγωνιστή. Παραιτείται από τους οιδιπόδειους πόθους: την αιμομιξία και την πατροκτονία. To αγόρι θα εξελιχθεί φυσιολογικά με τη διάλυση του οιδιπόδειου ταυτιζόμενο με το ανδρικό πρότυπο. Ο πατέρας απαγορεύει την απόλαυση της μητέρας.
Η απαγόρευση αυτή σε συνδυασμό με το φόβο του ευνουχισμού θα προκαλέσει στο παιδί την απόρριψη της απόλαυσης. Έτσι, «η πατρική μορφή της απαγόρευσης εσωτερικεύεται, ενσωματώνεται και εντάσσεται στο ναρκισσικό εκείνο τμήμα του εαυτού μας που λέμε Υπερ-εγώ ή ιδανικό του Εγώ, δηλαδή ό,τι θα ευχόμαστε, ό,τι θα θέλαμε να γίνουμε» (ibid, 56). Αντιδρώντας στον φόβο αυτόν περνάει σε ένα στάδιο ταύτισης και έρωτα με τον πατέρα, κατά το οποίο εγκλιματίζεται και εξομοιώνεται σταδιακά με την αρρενωπότητα και κυρίως ενσωματώνει το πατρικό Υπερεγώ ως απειλή τιμωρίας της αιμομικτικής επιθυμίας προς την μητέρα. Παράλληλα συμβιβάζεται με τη μεταφορά της σεξουαλικής του επιθυμίας σε μία γυναίκα άλλη από τη μητέρα του. Από την άλλη και αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση του αγοριού, όπως προαναφέρθηκε παραπάνω, «το σύμπλεγμα του ευνουχισμού προετοιμάζει το οιδιπόδειο σύμπλεγμα αντί να το καταστρέψει· κάτω από την επιρροή του φθόνου του πέους το κορίτσι εγκαταλείπει τον δεσμό του με τη μητέρα και καταφεύγει στην κατάσταση του οιδιπόδειου συμπλέγματος» (ibid, 127). Συνεπώς το κορίτσι δεν ωθείται από το άγχος του ευνουχισμού καθώς γι’ αυτό αποτελεί ένα γεγονός πραγματικό και τετελεσμένο. Ενώ στο αγόρι το οιδιπόδειο «καταστρέφεται ριζικά και στη θέση του μπαίνει σαν κληρονόμος του αυστηρό Υπερεγώ» (ibid), στο κορίτσι το σύμπλεγμα του ευνουχισμού οδηγεί στο οιδιπόδειο, με αποτέλεσμα να μην λειτουργεί όπως στο αγόρι: ως αιτία καταστροφής του.
Όπως υποστηρίζει ο Φρόυντ στο τελευταίο κείμενό του πάνω στην γυναικεία σεξουαλικότητα: «Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι επομένως στη γυναίκα το τελικό αποτέλεσμα μιάς μακρύτερης ανάπτυξης, δεν καταστρέφεται υπό την επίδραση του ευνουχισμού, αλλά δημιουργείται με την επιρροή του, διαφεύγει στις ισχυρές εχθρικές επιρροές που ασκούν στον άνδρα μια καταστροφική δράση και μάλιστα αρκετά συχνά δεν υπερνικά η γυναίκα. Αυτός είναι ο λόγος που τα πολιτιστικά αποτελέσματα της αποσύνθεσης του είναι πιο λεπτά και μικρότερης εμβέλειας. Προφανώς, δεν λαθεύουμε όταν ισχυριζόμαστε ότι αυτή η διαφορά στο πλαίσιο της αμοιβαίας σχέσης του οιδιπόδειου συμπλέγματος και του συμπλέγματος ευνουχισμού αποτυπώνεται στο χαρακτήρα της γυναίκας ως κοινωνικό ον» (Φρόιντ, 2016: 24). Με λίγα λόγια, στο κορίτσι το οιδιπόδειο δεν έχει λόγο να εξαφανιστεί. Ο λόγος (φόβος του ευνουχισμού) εκλείπει καθώς ήταν αυτός που το οδήγησε στην οιδιπόδεια σχέση με τον πατέρα. Μελλοντικά έχει πιθανότητα να διαλυθεί μέσω αβέβαιων διεργασιών μετουσίωσης. Ακόμη και ο πόθος του πέους θα ικανοποιηθεί πολύ αργότερα στην αναπτυγμένη πια φυσιολογική γυναίκα όταν αποκτήσει ένα αρσενικό παιδί.
Αν το κορίτσι δεν ακολουθήσει τη φυσιολογική πορεία τότε δύο είναι οι πιθανές οδοί σεξουαλικής ωρίμανσης: Στην πρώτη περίπτωση θα εκφράσει την απέχθεια της και θα απορρίψει εντελώς τη φαλλική ικανοποίηση δια της κλειτοριδικής δραστηριότητας και ευρύτερα τη σεξουαλικότητα εξαιτίας του ναρκισσικού τραύματος που υπέστει στην αυτοσύγκριση της με το αγόρι. Στη δεύτερη περίπτωση θα οδηγηθεί στο σύμπλεγμα της αρρενωπότητας ή αρσενικό σύμπλεγμα με τη συνεπαγόμενη αποφυγή της παθητικότητας και άρνησης παραμερισμού της φαλλικής δραστηριότητας με τις οποία θα μετέβαινε ομαλά στη θηλυκότητα. Όμως ο Φρόυντ σπεύδει να επισημάνει: «Η αναλυτική πείρα μας μαθαίνει βέβαια ότι η γυναικεία ομοφυλοφιλία σπάνια ή ποτέ δεν συνεχίζει ευθύγραμμα την παιδική αρσενικότητα. Φαίνεται πως κι αυτά τα κορίτσια παίρνουν γιά ενα διάστημα τον πατέρα σαν αντικείμενο και περνούν σε μιά οιδιπόδεια κατάσταση. Στη συνέχεια όμως ωθούνται εξαιτίας αναπόφευκτων απογοητεύσεων από τον πατέρα στην επαναστροφή στο πρώιμο αρσενικό σύμπλεγμα. Δεν πρέπει να υπερτιμήσουμε τη βαρύτητα τέτοιων απογοητεύσεων· δεν τις αποφεύγουν ούτε τα κορίτσια που θα ακολουθήσουν φυσιολογικά την πορεία προς τη θηλυκότητα» (Φρόυντ, 1977: 128). Συνεπώς, στη δεύτερη μη φυσιολογική δυνατή έκβαση υπάρχει πιθανότητα στροφής προς την ομοφυλοφιλία, ενώ τις περισσότερες φορές η κατάληξή του θα είναι η φυσιολογική γυναικεία σεξουαλικότητα, ενώ η ομοφυλοφιλία δεν αποκλείεται ακόμα και για τα φυσιολογικά αναπτυγμένα θηλυκά.
Συνοψίζοντας, «οι τρείς κατευθύνσεις που ξεχωρίζουν η μια από την άλλη: α) η παύση κάθε σεξουαλικής ζωής, β) η υπερ-υπογράμμιση, με προκλητικό χαρακτήρα της αρρενοπώτητας, γ) η απαρχή της οριστικής θηλυκότητας» (ibid, 30). Ας επισημανθεί ότι από την πλευρά του άνδρα υπάρχει πιθανότητα, λόγω της επιρροής του συμπλέγματος του ευνουχισμού, απαξίωσης της ευνουχισμένης γυναίκας, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε «αναστολή της επιλογής αντικειμένου και, με την υποστήριξη οργανικών παραγόντων, μια αποκλειστική ομοφυλοφιλία» (ibid, 22).
- Σύντομη επισκόπηση της φεμινιστικής κριτικής στη φροϋδική ψυχανάλυση
Οι διατυπωθείσες κριτικές από το ρεύμα γνωστό ως «ψυχαναλυτικός φεμινισμός» δεν είναι επουδενί ανεστίαστες και καταφέρνουν να αναδείξουν προβληματικά σημεία στην ψυχαναλυτική θεωρία, τα οποία στηρίζονται στην προφανή τάση του Φρόυντ να προάγει την πατρική σχέση και την πρωτοκαθεδρία του αρσενικού στη δόμηση των σεξουαλικών ταυτοτήτων. Για τις ανάγκες της εργασίας θα αρκεστούμε στην επιγραμματική παράθεση των σημαντικότερων, κατά τη γνώμη μας, θεωρητικών προβληματισμών που διαμορφώθηκαν ήδη από τα πρώτα βήματα της ψυχανάλυσης (μια πλήρης, πόσο μάλλον εξαντλητική παρουσίαση είναι εκ των πραγμάτων ανέφικτη). Η επισκόπηση αυτή θα στηριχτεί κυρίως στο άρθρο «Psychoanalytic Feminism» της Emily Zakin από την Stanford Encyclopedia of Philosophy και το κείμενο της Αθηνάς Αθανασίου, «Φύλο, εξουσία, υποκειμενικότητα μετά το ‘δεύτερο κύμα’».
Ο προβληματισμός ξεκίνησε από τη Melanie Klein και τον κύκλο του ίδιου του Φρόυντ. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Karl Abraham, Ernest Jones, Helene Deutsch, και Karen Horney, που εξέφρασαν αμφιβολίες σχετικά με τη γυναικεία σεξουαλικότητα, το ρόλο του συμπλέγματος του ευνουχισμού και του φθόνου του πέους. Μάλιστα, η Melanie Klein, ο Ernest Jones και η Karen Horney αρνούνται την άποψη του Φρόυντ που θέλει το κορίτσι στο φαλλικό στάδιο να μην έχει επίγνωση της ύπαρξης του κόλπου. Σημαντική κριτικός της ψυχαναλυτικής θεωρίας υπήρξε και η Simone de Beauvoir, η οποία εστιάζει το ενδιαφέρον της στην άποψη του Φρόυντ ότι υπάρχει μόνο μια λίμπιντο που είναι αρσενική και όχι μια αυτοτελής θηλυκή· στην σημασία που ο ίδιος αποδίδει στον ανδρισμό· στην παραγνώριση, κατά τη γνώμη της, της κοινωνικής εκπήγασης της πατρικής-αρσενικής δύναμης, των προνομίων και της πρωτοκαθεδρίας της σε κάθε πτυχή του ανθρώπινου βίου· αγνοεί την ετερότητα της γυναίκας. Η Beauvoir θα υποστηρίξει ότι για το μόνο που οι γυναίκες φθονούν τους άνδρες είναι η προνομιακή τους θέση εντός της κοινωνίας (Zakin, 2011: 12).
Η Juliet Mitchell τη δεκαετία του 70’ επιχειρεί μια από τις πρώτες φεμινιστικές προσεγγίσεις στην ψυχανάλυση. Η κριτική της αργότερα θα χαρακτηριστεί ανεπαρκώς επιθετική απέναντι στην ψυχανάλυση. Στις γνωστότερες και σημαντικότερες σύγχρονες θεωρητικούς του ρεύματος του ψυχαναλυτικού φεμινισμού, που εκμεταλλεύτηκαν και επεξεργάστηκαν το έργο του Ζακ Λακάν στην προσπάθειά τους να ξεπεράσουν τα αδιέξοδα του Φρόυντ, συγκαταλέγονται η Nancy Chodorow, η Luce Irigaray, η Julia Kristeva και η Judith Butler. Σύμφωνα με την Α. Αθανασίου «οι φεμινίστριες θεώρησαν την οπτική του Φρόιντ για τη γυναικεία σεξουαλικότητα –οριζόμενη από το φθόνο του πέους και ως αναπόφευκτα παθητική- τόσο εσφαλμένη όσο και μισογυνιστική. Άσκησαν κριτική στη φαλλική πρωτοκαθεδρία που μαρτυρούσαν οι εξελικτικοί ισχυρισμοί περί σεξουαλικότητας και θηλυκότητας. Η θεμελίωση της φροϊδικής έννοιας της έμφυλης διαφοράς στην ορατότητα του σεξουαλικού οργάνου και ο ορισμός των γυναικών από το φθόνο του πέους προκάλεσαν έντονη κριτική από θεωρητικούς που εστίαζαν στον τρόπο με τον οποίο ο Φρόιντ αντιμετωπίζει το κλασικό ερώτημα ‘τί ειναι γυναίκα;’ (…) Η φεμινιστική κριτική που διαβάζει τον Φρόυντ ενάντια στον Φρόιντ αναζητά εναλλακτικούς ψυχικούς τρόπους εννόησης της γυναικείας επιθυμίας που δεν περνούν μέσα από το εμβληματικό μονοπώλιο της εξιδανικευμένης εικόνας του φαλλού. Ο φαλλός, ως έμβλημα επιθυμίας, εγγράφεται στη διπολική αντίθεση υποκείμενο – αντικείμενο, σύμφωνα με την οποία το πρώτο εξιδανικεύεται ενώ το δεύτερο απαξιώνεται» (ibid, 67).
Αυτό που βασικά αμφισβητείται είναι η πολιτισμική κανονικότητα του φύλου, η λεγόμενη φυσιολογική σεξουαλικότητα, η οποία αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τον Φρόυντ, και τα κοινωνικά προσδιορισμένα και ταξινομημένα σταθερά φύλα (οι «φυσιολογικοί» γυναίκα και άντρας) ως κανονιστικές επιτεύξεις στην πορεία ανάπτυξης της σεξουαλικής ταυτότητας του υποκειμένου. Στο πλαίσιο των παραπάνω επεξεργασιών εντάσσουμε και την εξής προσέγγιση-συμβολή του Κορνήλιου Καστοριάδη στο κέιμενό του «Η ψυχανάλυση: πρόταγμα και διαύγαση», την οποία κρίνουμε καίρια: «Αυτά που μπόρεσε να πεί ο Freud πάνω στη γυναίκα και τη γυναικεία φύση είναι απλώς αχαρακτήριστα· στην πραγματικότητα πρόκειται για τη μεταγραφή σε ‘θεωρητική’ γλώσσα των πιο στενόμυαλων και βλακωδών προλήψεων του τυπικού μαγαζάτορα της εποχής του, μεταγραφή που μένει εξ ολοκλήρου υποταγμένη στις θεσμισμένες κοινωνικές φαντασιακές σημασίες, δηλαδή, στην πατριαρχική ιδεολογία. Αυτό ζημίωσε σοβαρά το σύνολο του θεωρητικού του οικοδομήματος, αφού χρησιμοποίησε άκριτα μεταξύ άλλων και τις ιδέες ‘παθητικότητα’ και ‘ενεργητικότητα’. Και αυτό συνεχίζεται και σήμερα, με την ‘μαύρη ήπειρο’ και το ‘μυστήριο της γυναικείας απόλαυσης’. Δεν υπάρχει περισσότερο, ούτε και λιγότερο ‘μυστήριο’ της γυναικείας απόλαυσης από όσο ‘μυστήριο’ της ανδρικής απόλαυσης. Υπάρχει η σύγχυση ανάμεσα στην έκκριση λίγων σταγόνων σπέρματος και την απόλαυση· και ο ρόλος που παίζει η σύγχυση αυτή στη φαντασματική των δύο φύλων προκειμένου να στηρίξει την αυταπάτη ότι η ανδρική απόλαυση είναι υλικά διαπιστώσιμη άρα ηλίου φαεινότερη. Αυταπάτη που μεταφέρεται αυτούσια στην ιδέα ενός ‘μυστηρίου της γυναικείας απόλαυσης’» (Καστοριάδης, 1991: 145).
- Συμπέρασμα
Το σύμπλεγμα ευνουχισμού, στη συνάρθρωσή του με το οιδιπόδειο, είναι θεμελιώδες για την φροϋδική ψυχαναλυτική θεωρία. Το παιδί με την αμφισεξουαλική προδιάθεση υπό την επίρροή της ρυθμιστικής λειτουργίας του συμπλέγματος του ευνουχισμού θα διαμορφωθεί σε γυναίκα ή άνδρα βάση του βιολογικού του φύλου. Παρά τον ανατομικό ερμαφροδιτισμό στα πρώτα στάδια της ζωής του ανθρώπου, που υποστηρίζει ο Φρόυντ σε κάποια γραπτά του, η κατάληξη στη βιολογική μονοσεξουαλικότητα είναι εγγυημένη (εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις) και θα οδηγήσει σε μονοσεξουαλικό προσανατολισμό όσον αφορά την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη, αν φυσικά ακολουθηθεί η ομαλή και φυσιολογική οδός, από την οποία θα προκύψει και η θετική τελική ετεροφυλοφιλία.
Οι συνέπειες του συμπλέγματος του ευνουχισμού είναι διαφορετικές για το αγόρι και το κορίτσι, όμως η προτεραιότητα του πέους ισχύει και για τα δυο φύλα. Το κορίτσι εισέρχεται σε μια αρνητική φάση οιδιπόδειου πρωτού μπεί στη θετική. Ο φθόνος του πέους επιφέρει απάρνηση της κλειτοριδικής-φαλλικής δραστηριότητας, το αίσθημα υποτίμησης για τη μητέρα και το μίσος καθώς τη θεωρεί υπεύθυνη για τη στέρηση του πέους. Έτσι, είτε θα οδηγηθεί στην άρνηση είτε θα προσπαθήσει να αναπληρώσει (μάλλον μάταια) την έλλειψή του.
Το Υπερεγώ που δημιουργείται με το τέλος του οιδιπόδειου στο αγόρι που βρίσκεται αντιμέτωπο με τον φόβο του ευνουχισμού σταματά οριστικά την επιθυμία της μητέρας, η οποία δεν αρκεί να απωθηθεί. Το αγόρι φοβάται ως τιμωρία-συνέπεια από τον πατέρα για τις απαγορευμένες επιθυμίες τον ευνουχισμό. Ο Φρόυντ θα απαντήσει στις επικρίσεις, που του απευθύνθηκαν για το συμπέρασμά του ότι η γυναίκα έχει αδύναμο Υπερεγώ, σε σημείωση στο κείμενό του «Η γυναικεία σεξουαλικότητα»:
«Μπορούμε να προβλέψουμε ότι οι φεμινιστές μεταξύ των ανδρών αλλά και των γυναικών αναλυτών, δεν θα συμφωνήσουν με τα αναφερθέντα. Δύσκολα θα συγκρατηθούμε να αντιτείνουμε ότι τέτοιες θεωρίες προέρχονται από το ‘σύμπλεγμα αρρενωπότητας’ του ανδρός και πρέπει να χρησιμεύσουν στην προσφορά μιάς θεωρητικής δικαιολόγησης στην έμφυτη τάση του υποβιβασμού και της καταπίεσης της γυναίκας (Φρόιντ, 2016: 29).
Υπό το πρίσμα των διαπιστώσεων του Καστοριάδη και του ρεύματος του ψυχαναλυτικού φεμινισμού, ερμηνεύουμε την απάντησή του αυτή ως εξής: Η καταπίεση και ο υποβιβασμός της γυναίκας είναι δεδομένα και μη αναστρέψιμα γεγονότα ως έμφυτες τάσεις. Εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, η «φυσιολογική τάση» υποτίμησης της γυναίκας από τον άντρα πρέπει να προσφέρει μια θεωρητικοποίηση, επιστημονική-θετική επεξεργασία για τη «φυσιολογική τάση» υποτίμησης της γυναίκας απο τον άντρα. Εδω προτάσσεται η επίκληση της κανονιστικής έννοιας της φύσης σε μια απάντηση που θυμίζει το ύφος του Φρόυντ όταν στη διάλεξή του για τη θηλυκότητα αναφέρεται στην καθοριστική σημασία των γεννητικών κυττάρων διαβεβαιώνοντας ταυτόχρονα οτί αυτό που καθορίζει το φύλο «είναι άγνωστο σημείο που δεν μπορεί να συλλάβει η ανατομία» (ενώ φυσικά για τον ίδιο η ανάπτυξη του ίδιου αυτού στοιχείου εδράζεται στην ανατομία) (Φρόυντ, 1977: 112). Φρονώ, δηλαδή, ότι η ρυθμιστική λειτουργία του συμπλέγματος του ευνουχισμού στη δόμηση του ανθρώπινου ψυχισμού στηρίζεται στην βιολογική ταξινόμηση αρσενικό-θηλυκό και την επεκτείνει στην ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του υποκειμένου, εισάγοντας ταυτόχρονα σε αυτή κοινωνικές προλήψεις εις βάρος των γυναικών (λ.χ. αδύναμο Υπερεγώ).
Παρά τις συχνές προσπάθειες του Φρόυντ για τη λύση των αντιφάσεων και των προβληματικών σημείων του έργου του όσον αφορά τη γυναικεία σεξουαλικότητα, έμεινε αμετακίνητος στις βάσεις του θεωρητικού συστήματός του, αρκούμενος σε κάποιες επιδέξιες επεξεργασίες και διορθώσεις. Για το λόγο αυτό η φεμινιστική κριτική της ψυχανάλυσης είναι απολύτως θεμιτή.
Θα συμφωνήσουμε με τη διαπίστωση ότι «μέσα από τον ψυχαναλυτικό φεμινισμό αναδύονται εγχειρήματα διερεύνησης των δυνατοτήτων για μια άλλη ψυχανάλυση, μη-ομοφοβική και μη φαλλοκεντρική, που δεν θεμελιώνεται στο ταμπού της αιμομιξίας και άρα που δεν επιτάσσει ως αποκλειστική οδό επίλυσης την κουλτούρα της κανονιστικής ετεροφυλοφιλίας» (ibid, 67).
————————–
Βιβλιογραφία
Αθανασίου Α. (2006), Φύλο, εξουσία, υποκειμενικότητα μετα το ‘δεύτερο κύμα’ στο Φεμινιστική Θεωρία και πολιτισμική κριτική, Αθήνα, εκδ. Νήσος.
Καστοριάδης Κ. (1991), Η ψυχανάλυση: πρόταγμα και διαύγαση στο Τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου, Αθήνα, εκδ. Ύψιλον.
Κρανάκη Μ. (2011), Διαβάζοντας τον Φρόυντ – Δέκα μαθήματα για την ψυχανάλυση, Αθήνα, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε.
Φρόυντ Σ. (1996), Εισαγωγή στην ψυχανάλυση, Αθήνα, εκδ. Επίκουρος.
Φρόιντ Σ. (2016), Η γυναικεία σεξουαλικότητα, Αθήνα, εκδ. Principia.
Φρόυντ Σ. (2013), Η ερμηνεία των ονείρων, Αθήνα, εκδ. Επίκουρος.
Φρόυντ Σ. (1977), Νέα σειρά των παραδόσων για την εισαγωγή στην ψυχανάλυση, Αθήνα, εκδ. Επίκουρος.
Emily Zakin (2011), Psychoanalytic Feminism στην Stanford Encyclopedia of Philosophy, http://plato.stanford.edu/entries/feminism-psychoanalysis/#BeaCriPsy