του Γιάννη Βλασσόπουλου
Φοιτητής ΠΜΣ «Κοινωνική Πολιτική: Μέθοδοι και Εφαρμογές»
Πάντειο Πανεπιστήμιο
Λέξεις κλειδιά : εκπαίδευση, αγορά εργασίας, νέοι
***
Αν οι μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών επηρέασαν τη σταθερότητα γενικά των εργαζομένων στην αγορά εργασίας, οι επιπτώσεις τους ήταν πολύ πιο έντονες στην απασχόληση των νέων, των οποίων η θέση στην αγορά εργασίας έγινε πολύ ευάλωτη, η δε ένταξή τους σ’ αυτήν πολύ πιο δύσκολη και προβληματική. Η διαδικασία πλήρους ενσωμάτωσης των νέων στην κοινωνία των ενηλίκων δεν γίνεται πια αυτόματα ούτε είναι σαφώς οριοθετημένη, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αποτελεί το πέρασμα μικρής γέφυρας που συνδέει την εκπαίδευση με την αγορά εργασίας, αλλά φαίνεται να είναι μέρος ενός μακροχρόνιου ταξιδιού, που αρχίζει πολύ πριν φύγουν οι νέοι από το σχολείο και δεν τελειώνει οπωσδήποτε με την πρώτη είσοδό τους στην αγορά εργασίας.
Η μετάβαση στην αγορά εργασίας και η επαγγελματική σταδιοδρομία δεν εξαρτώνται μόνο από την παρεχόμενη εκπαίδευση, αλλά (κυρίως) από ένα σύνολο έξω-εκπαιδευτικών παραγόντων όπως η ύπαρξη κοινωνικού κεφαλαίου, οι ακαμψίες της αγοράς εργασίας, η ύπαρξη κατοχυρωμένων επαγγελματικών δικαιωµάτων, η άνιση κατανοµή οργανωτικών πόρων των διαφόρων επαγγελματικών οµάδων (Γεωργιάδου, 2014).
Το ζήτημα της σωστής εκπαίδευσης των νεοεισερχομένων στελεχών στην αγορά εργασίας και της επανεκπαίδευσης του υπάρχοντος προσωπικού απασχολεί την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς συνιστά παράγοντα επιτάχυνσης των ρυθμών ανάπτυξης αλλά και επίλυσης σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων, όπως η ανεργία και το ασφαλιστικό. Η Ευρώπη όντας αντιμέτωπη με σημαντικά προβλήματα, δημιουργούνται νέες τάσεις που προτάσσουν το κοινωνικό και διανοητικό κεφάλαιο το οποίο αναδεικνύεται σε πρωταρχική αξία οικονομικού περιεχομένου στην κοινωνία, ενώ ο ανταγωνισμός κορυφώνεται, καθώς ο βιομηχανικός και επιχειρηματικός κόσμος εντείνει τις προσπάθειες προσέλκυσης και διατήρησης ταλαντούχων ατόμων (Καραμεσίνη, 2008).
Ταυτόχρονα, αναδύεται ένα διεθνές πρίσμα αντιμετώπισης των γεγονότων, η τεχνολογία επισπεύδει τη ροή πληροφόρησης, ενώ καίρια ηθικά διλήμματα προκύπτουν μέσω των επιστημονικών ανακαλύψεων και της νέας κοινωνικής πραγματικότητας σε καθένα από τα κράτη – μέλη. «Στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρήσεις ζητούν ολοένα και περισσότερες δεξιότητες από τα στελέχη τους, γεγονός που επιδρά αμετάκλητα στο χαρακτήρα των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που κρίνονται απαραίτητα να εφαρμοσθούν ενδοεπιχειρησιακά, ενώ η διάδοση της νοοτροπίας της διά βίου μάθησης ανάγεται σε καταλυτικό συστατικό της Κοινωνίας της Πληροφορίας» (Λεμπέση, 2001).
Η συζήτηση για τη μετάβαση των νέων από το σχολείο στην εργασία έχει αφετηρία τη δεκαετία του 1970. Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε την εποχή αυτή είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας, η οποία διατηρείται έκτοτε σε υψηλά επίπεδα, και συνακόλουθα τη μείωση του ρυθμού αύξησης της απασχόλησης. Η κατάσταση αυτή έπληξε και πλήττει περισσότερο συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, όπως τις γυναίκες, τα κατώτερα στρώματα και την εργατική τάξη αλλά κυρίως τους νεοεισερχομένους στην αγορά εργασίας. Ωστόσο εκτός από την ανεργία οι νέοι άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι και με δομικές αλλαγές που έγιναν στο σύστημα απασχόλησης, όπως η επέκταση των διαφόρων μορφών “προσωρινής εργασίας” και η “μερική απασχόληση”, αλλαγές οι οποίες δεν εγγυώνται “ποιότητα” στην επαγγελματική τους ένταξη.
Οι δυσκολίες στην επαγγελματική ένταξη των νέων δεν περιορίζονται μόνο στην εύρεση εργασίας. Ο προβληματισμός για τη μετάβαση των νέων από το σχολείο στην εργασία εστιάστηκε αρχικά στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι οι οποίοι εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο, και στην αποτελεσματικότητα της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Σήμερα όμως αναγνωρίζεται ότι η μετάβαση ενέχει δυσκολίες και μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους για όλους τους νέους, τόσο για εκείνους οι οποίοι αναζητούν απασχόληση πριν ακόμη ή αμέσως μετά την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όσο και για εκείνους οι οποίοι πριν από την αναζήτηση εργασίας ακολουθούν τριτοβάθμιες σπουδές (Παρατηρητήριο Μετάβασης, 2008). Ο προβληματισμός αυτός σύντομα βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος διαφόρων εκπαιδευτικών φορέων αλλά και διεθνών οργανισμών που ασχολούνται με θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής.
Όπως προαναφέρθηκε η μετακίνηση των νέων από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας δεν γίνεται αυτόματα καθώς υπάρχει μια φάση μετάβασης. o όρος “μετάβαση”, ενώ παλαιότερα εξέφραζε τον παραδοσιακό δρόμο μετακίνησης από το σχολείο απευθείας στον κόσμο της εργασίας, σήμερα έχει διευρυνθεί και εκφράζει, γενικά, τους ποικίλους δρόμους που ακολουθούν οι νέοι μετακινούμενοι μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα, την κατάρτιση και την αγορά εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος “μετάβαση από την εκπαίδευση / αρχική κατάρτιση στην εργασία” αναφέρεται στη χρονική περίοδο κατά την οποία οι νέοι μετακινούνται από μια κατάσταση όπου κύρια δραστηριότητα είναι η σχολική φοίτηση (γενική ή επαγγελματική εκπαίδευση) σε μια κατάσταση όπου κυριαρχεί η εργασία. Η περίοδος μετάβασης αρχίζει, δηλαδή, από τα πρώτα ακόμη χρόνια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και εκτείνεται έως δύο-τρία χρόνια πριν από την ηλικία των 30. Κατά έναν άλλο ορισμό, η περίοδος μετάβασης αρχίζει το πρώτο ηλικιακό έτος που ποσοστό μικρότερο του 75% του πληθυσμού βρίσκεται στην εκπαίδευση και τελειώνει με το πρώτο ηλικιακό έτος που το 50% του πληθυσμού βρίσκεται στην εργασία και όχι στην εκπαίδευση (OECD, 1998).
Όλοι οι νέοι χρειάζεται να αποκτήσουν τα κατάλληλα εφόδια που θα τους οδηγήσουν άμεσα στην απασχόληση όσο πιο σύντομα γίνεται μετά την αποφοίτησή τους, αλλά και θα τους βοηθήσουν, ώστε να αποφύγουν την απουσία τους για μεγάλο χρονικό διάστημα από την αγορά εργασίας. Παράλληλα θα τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν τις απρόβλεπτες αλλαγές της. Αυτοί θεωρούνται και οι στόχοι της σχετικής με τη “μετάβαση” εκπαιδευτικής πολιτικής. Θέματα που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τη μετάβαση και αποτελούν τους άξονες των μεταρρυθμίσεων στα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης είναι :
- η χρονική διάρκεια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης
- η άρση των φραγμών για την είσοδο των νέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση
- η δομή και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης και ο εκσυγχρονισμός των αναλυτικών προγραμμάτων
- ο βαθμός απόκτησης εργασιακών προσόντων στη διάρκεια της εκπαίδευσης και αρχικής κατάρτισης
- η συμβατότητα των προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας
(Παρατηρητήριο Μετάβασης, 2008).
Η “μετάβαση” των νέων στην αγορά εργασίας , πέραν των εκπαιδευτικών φορέων, αφορά και άλλους θεσμούς οι οποίοι άμεσα ή έμμεσα χαράσσουν και ασκούν εκπαιδευτική ή/και εργασιακή πολιτική: Υπουργείο Εργασίας, Τοπική Αυτοδιοίκηση, διάφοροι Οργανισμοί, Ινστιτούτα, Ενώσεις Εργοδοτών και Εργαζομένων, κτλ.
Όλοι αυτοί οι φορείς, οι οποίοι αποτελούν συνιστώσες του “συστήματος μετάβασης” μιας χώρας, χρειάζονται έγκυρες και τεκμηριωμένες πληροφορίες, για να μπορέσουν να συμβάλουν ουσιαστικά με την πολιτική τους στη βελτίωση της μετάβασης (Smyth et al., 2001). Ως σύστημα μετάβασης ορίζεται το σύνολο των θεσμών, δομών και διευθετήσεων που συνδέονται με τη διαδικασία μετάβασης, όπως οι εκπαιδευτικοί θεσμοί, τα συστήματα εκπαιδευτικών και επαγγελματικών πληροφοριών, οι υπηρεσίες συμβουλευτικής, οι μηχανισμοί σύνδεσης εκπαίδευσης-αγοράς εργασίας κτλ. Επιπλέον, πληροφορίες για τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, τις ευκαιρίες κατάρτισης και απασχόλησης που προσφέρονται, τις συνέπειες που συνεπάγονται οι διάφορες εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές χρειάζονται και οι ίδιοι οι μαθητές, για να αποφασίσουν αυτόνομα, συνειδητά και ρεαλιστικά για το μέλλον τους. Ο ΟΟΣΑ, μάλιστα, προτείνει ως βασικά συστατικά στοιχεία ενός αποτελεσματικού “συστήματος μετάβασης” τα εξής:
- υγιή οικονομία
- σύνδεση αρχικής εκπαίδευσης και κατάρτισης με την αγορά εργασίας
- διευρυμένες δυνατότητες των εργαζομένων για εκπαίδευση και κατάρτιση
- δίκτυα ασφάλειας για τις ομάδες υψηλού κινδύνου (πχ. μαθητές που δεν ολοκληρώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση)
- ανεπτυγμένο δίκτυο υπηρεσιών συμβουλευτικής και επαγγελματικής πληροφόρησης
(OECD, 2000)
Σημαντικό ρόλο στην “μετάβαση” αυτή διαδραματίζουν διάφοροι μηχανισμοί συγκέντρωσης, επεξεργασίας και διάχυσης σχετικών με τη “μετάβαση” πληροφοριών οι οποίοι είναι συνήθως πρατήρια. Οι σχετικές με την εκπαίδευση/αρχική κατάρτιση και απασχόληση πληροφορίες συλλέγονται μέσα από “Έρευνες Αποφοίτων” που έχουν ως στόχο να παρακολουθούν την εκπαιδευτική και επαγγελματική διαδρομή των αποφοίτων των διαφόρων σχολικών τύπων και των διαφόρων επιπέδων εκπαίδευσης, τις μεταβολές στις απαιτήσεις των εργοδοτών, τη σχέση προσφοράς και ζήτησης στους διάφορους επαγγελματικούς τομείς και κλάδους καθώς και στα διάφορα επαγγέλματα, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Μερικές από τις έρευνες αυτές πραγματοποιούνται από τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες, στο πλαίσιο καταγραφής του συνολικού πληθυσμού, ή από τις στατιστικές υπηρεσίες των Υπουργείων Παιδείας και Εργασίας, στο πλαίσιο καταγραφής του μαθητικού και εργατικού δυναμικού (Βέλγιο, Δανία, Σκανδιναβικές χώρες, Γερμανία) και περιλαμβάνουν συνήθως γενικού ενδιαφέροντος στοιχεία για την εγκατάσταση των αποφοίτων του εκπαιδευτικού συστήματος στην αγορά εργασίας.
Πέραν των παραπάνω θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η αλλαγή των εργασιακών προτύπων. Ο σημερινός άνθρωπος καλείται, λοιπόν, επιτακτικά να καταστεί «ευέλικτος» στις «οικονομικές μεταρρυθμίσεις» αντιμετωπίζοντας διαρκώς την απειλή του «εξοστρακισμού» του στο επαγγελματικό και κοινωνικό περιθώριο, εφόσον δεν «προσαρμοστεί» με τις εκάστοτε εξελίξεις. Ο Beck (1992) σημειώνει πως κατά τη μεταπολεμική περίοδο και μέχρι τη δεκαετία του 1970, η «Δια Βίου πλήρους απασχόλησης εργασία» (lifelong full-time work) αποτελούσε την τυπική «οργανωτική τυποποίηση» για το σχεδιασμό και την εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού στα εργοστάσια –και όχι μόνο– συνιστώντας ένα σύστημα που κατά βάση επέτρεπε τον ξεκάθαρο διαχωρισμό ανάμεσα στην εργασία και τη «μη-εργασία» (μόνιμη ή παροδική) και αντίστοιχα μεταξύ εργαζομένων και μη-εργαζομένων. Στη σύγχρονη εποχή, αντίθετα, με την ολοένα αυξανόμενη επικράτηση του αυτοματισμού, το σύστημα της τυποποιημένης πλήρους απασχόλησης έχει αρχίσει να «χαλαρώνει» αισθητά και να περιθωριοποιείται χάρη στην «ευλυγισία» των τριών υποστηρικτικών του πυλώνων: του εργατικού νόμου, του εργασιακού χώρου και των εργατικών ωρών ρευστοποιώντας τα «όρια» μεταξύ εργασίας και μη-εργασίας. Ένα τέτοιο πλαίσιο επιβάλει, ο νεοεισερχόμενος στην αγορά εργασίας να διαθέτει ένα κράμα ευελιξίας, ,διάθεσης για εργασίας, πολλών τυπικών προσόντων και εργασιακής εμπειρίας. Η τελευταία ειδικά αποτελεί παράδοξο καθώς μιλάμε για νέους ανθρώπους που μόλις έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή τους.
Με βασικό επιχείρημα ότι για την καταπολέμηση της νεανικής ανεργίας, απαιτείται η διευκόλυνση της ένταξής τους στην αγορά εργασίας, πολλές χώρες – έχοντας υιοθετήσει τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση – έχουν θεσπίσει χαμηλότερους κατώτατους μισθούς για τους νέους, με αποτέλεσμα αυτή η κατηγορία των εργαζομένων να αποτελεί τον κύριο πυρήνα ενός συνεχώς αυξανόμενου εργατικού δυναμικού, το οποίο είναι εξαιρετικά ευέλικτο και χαμηλά αμειβόμενο. Εκτός από τη μισθολογική ευελιξία, η οποία μεταφράζεται σε χαμηλότερες αμοιβές, οι νέοι κατά κανόνα και προκειμένου να «ενταχθούν στην αγορά εργασίας» αναγκάζονται να εργάζονται σε σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με άλλες ηλικιακές κατηγορίες, με άτυπες, ευέλικτες και εξαιρετικά επισφαλείς μορφές εργασίας, με προσωρινή απασχόληση, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, με ωρομίσθια απασχόληση.
Μελέτες σε Ισπανία και Ελλάδα
Ο Σύνδεσμος Ισπανών Εργοδοτών και Βιομηχανιών με «λευκή βίβλο» που εξέδωσε για την εκπαίδευση καταγράφει την αγωνία του για την αδύναμη σύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας με την αγορά εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι η χαμηλή απασχολησιμότητα ειδικά των νέων αποφοίτων, που κρίνεται απαράδεκτο από κοινωνικής πλευράς και επιζήμιο για τους νέους που δεν μπορούν ξεκινήσουν τον επαγγελματικό τους βίο δυναμικά μετά την αποφοίτησή τους. Το αποτέλεσμα αυτό όμως είναι και επιβαρυντικό για τις επιχειρήσεις, που ανακαλύπτουν ότι στην αγορά εργασίας δεν υπάρχει η προσφορά των δεξιοτήτων που χρειάζονται ώστε να είναι ανταγωνιστικές και να έχουν την ικανότητα να προσφέρουν καλές και πολλές ευκαιρίες επαγγελματικής εξέλιξης στους νέους (ΣΕB, 2017).Έχει ενδιαφέρον ότι η δημοσίευση της Ισπανικής μελέτης συμπίπτει χρονικά με τη δημοσίευση μιας μελέτης από τους EY – ΟΠΑ – Endeavor και που καταγράφει συγκρίσιμα προβλήματα για την Ελλάδα.
Τα κοινά σημεία των δύο αυτών μελετών είναι:
- το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό το εκπαιδευτικό σύστημα και η αγορά εργασίας φαίνεται να λειτουργούν ως δυο παράλληλοι και ασύνδετοι κόσμοι,
- η αδυναμία των δυο χωρών να εξασφαλίσουν απασχόληση, ειδικά στους νέους με πανεπιστημιακή εκπαίδευση, είναι συμβατή με μια αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος να εξασφαλίσει την ταχεία απορρόφηση των αποφοίτων από την αγορά,
- η μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ των γνωστικών πεδίων που έχουν ως αντικείμενο σπουδών οι απόφοιτοι και τις δεξιότητες και γνώσεις που ζητάει η αγορά εργασίας,
- η έλλειψη συντονισμού της εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας που αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο από την ταυτόχρονη ύπαρξη ανέργων που έχουν υπερβάλλουσες δεξιότητες, παρόλο που σχετικά λίγοι εξ αυτών έχουν εναρμονισμένα προσόντα, και την αδυναμία των επιχειρήσεων να προσελκύσουν εργαζόμενους με τις απαραίτητες τεχνικές δεξιότητες,
- το χαμηλό επίπεδο δημόσιας δαπάνης για την εκπαίδευση και ταυτόχρονα ψηλό επίπεδο ιδιωτικής δαπάνης για την εκπαίδευση,
- οι χαμηλές επιδόσεις του εκπαιδευτικού συστήματος με δεδομένες τις δαπάνες, λόγω αναποτελεσματικής χρήσης των πόρων (μέτριες επιδόσεις PISA) και
- ταυτόχρονα η υπερβάλλουσα προσφορά αποφοίτων με γενικές γνώσεις και έλλειψη αποφοίτων με γνώσεις και δεξιότητες που χρειάζεται η αγορά.
(ΣΕB, 2017).
Με σκοπό να ξεπεραστούν τα προαναφερθέντα προβλήματα, προκρίνονται: α) η πρακτική άσκηση ώστε οι νέοι να αποκτήσουν εργασιακή εμπειρία, β) οι επιχορηγούμενες θέσεις στον δημόσιο τομέα (μέσω προγραμμάτων κοινωφελούς χαρακτήρα), γ) οι επιχορηγούμενες θέσεις στον ιδιωτικό τομέα (πρόγραμμα επιχορήγησης επιχειρήσεων για την πρόσληψη ανέργων), δ) τα προγράμματα Voucher, ε) προγράμματα νεανικής επιχειρηματικότητας, στ) μια σειρά δράσεων που θα έχει ως στόχο τη στενότερη συνεργασία των φορέων τεχνικής και ανώτερης εκπαίδευσης με τον κόσμο των επιχειρήσεων και ζ) η ριζική ανανέωση του περιεχομένου των σπουδών.
Συμπεράσματα
Η ενεργή εμπλοκή των επιχειρήσεων στο στρατηγικό σχεδιασμό σε επίπεδο τεχνικής εκπαίδευσης, μαζί με τη στενότερη συνεργασία με πανεπιστήμια για την ενθάρρυνση της απόκτησης εργασιακής εμπειρίας από φοιτητές, καθώς και τη διαμόρφωση ενός πλαισίου συνεργασίας επιχειρήσεων με ερευνητικά ιδρύματα πανεπιστημίων, μπορούν να οδηγήσουν σε μια ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση των σχέσεων της αγοράς με την εκπαίδευση. Μάλιστα, οι Ισπανοί καταγράφουν την ανάγκη η πολιτική στην εκπαίδευση να αντιδρά με ταχύτητα στις προκλήσεις που θέτει η σύγχρονη εποχή.
Παράλληλα, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις τόσο των Ισπανών όσο και των Ελλήνων εργοδοτών, η απόκτηση πρακτικής εμπειρίας στο περιβάλλον μιας επιχείρησης αναδεικνύεται ως κρίσιμος παράγοντας για την ενδυνάμωση των αποφοίτων με τις δεξιότητες που θα τους επιτρέψουν να πορευτούν με επιτυχία στην αγορά εργασίας. Κατά τα λεγόμενά τους, οι Έλληνες και οι Ισπανοί απόφοιτοι έχουν σήμερα σημαντικές αδυναμίες σε ό,τι αφορά την ικανότητά τους να λύνουν προβλήματα, τη δημιουργικότητα και την ικανότητα να εργαστούν ομαδικά. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο προτείνουν μια σειρά από πολιτικές για το εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτές οι πολιτικές για την εκπαίδευση περιλαμβάνουν:
- τη δημιουργία υποδομών τεχνικής εκπαίδευσης για όσους μένουν πίσω και επανα-ειδίκευσης εργαζομένων σε κλάδους υψηλής ανεργίας,
- τη διασύνδεση δικτύων τεχνικής εκπαίδευσης,
- την καθιέρωση εθνικού προγράμματος για πληροφόρηση και ενημέρωση – καθοδήγηση,
- έναν αυξημένο ρόλο των επιχειρήσεων στο σχεδιασμό των προγραμμάτων τεχνικής εκπαίδευσης και μαθητείας / πανεπιστημίων,
- έναν αυξημένο ρόλο των επιχειρήσεων στο σχεδιασμό των πιστοποιήσεων προσόντων,
- τη συμμετοχή του επιχειρηματικού κόσμου στους φορείς διοίκησης και εποπτείας πανεπιστημίων / διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής με στόχο την αγορά εργασίας,
- την ενθάρρυνση απόκτησης εργασιακής εμπειρίας σε επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια των σπουδών / υποχρεωτική πρακτική άσκηση και τέλος,
- την εδραίωση πλαισίου συνεργασίας επιχειρήσεων και ερευνητικών ιδρυμάτων.
(ΣΕB,2017).
Καταλήγοντας, είναι εμφανές πως, πέραν των όσων γνωρίζουμε για την οικονομική κρίση, ο νεοφιλελευθερισμός προωθεί ακόμη περισσότερο τον έλεγχο της δημόσιας πολιτικής για την εκπαίδευση μέσω της συμμετοχής των επιχειρήσεων στην διαμόρφωσή της. Έτσι κεντρικός άξονας δράσης και προσανατολισμού καθίσταται για άλλη μία φορά η ελεύθερη αγορά και τα πάντα σχεδιάζονται, υλοποιούνται και σχετίζονται με αυτή.
Βιβλιογραφία
- Γεωργιάδου Π., 2014, “Νέοι και Πολιτικές Απασχόλησης”, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Τεύχος 217, Ιούνιος 2014.
- Καραμεσίνη Μ., 2008, “Η απορρόφηση των πτυχιούχων πανεπιστημίου στην αγορά εργασίας”, Αθήνα: Διόνικος.
- Λεμπέση Μ., 2001, “Η σημασία της εκπαίδευσης στην αγορά εργασίας”, Η Καθημερινή, 11/11/2001.
- Παρατηρητήριο Μετάβασης, 2008, “Μετάβαση των νέων από την εκπαίδευση/αρχική κατάρτιση στην αγορά εργασίας”, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Αθήνα.
- ΣΕΒ, 2017, “Σύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας: το παράδειγμα της Ισπανίας στοίχημα και για την Ελλάδα”, Οικονομία και Επιχειρήσεις- Εβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική Οικονομία, Τεύχος 102, 29/6/2017.
- Beck U., 1992, “Risk Society: Towards a New Modernity”, University of Munich, Germany.
- OECD 1998, Thematic Review: The transition from initial education to working life, Interim comparative report, Paris.
- OECD, 2000, Thematic Review: From initial education to working life: making transitions work, OECD, Paris.
- Smyth E. et al., 2001, A Comparative Analysis of Transitions from Education to Work in Europe (CATEWE): Final Report, ESRI, Dublin.