Οι ψυχικές ασθένειες των φοιτητών στις βρετανικές πανεπιστημιουπόλεις βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, ενώ και σε ολόκληρο τον κόσμο οι νέοι αναφέρουν στους ψυχιάτρους πρωτοφανή επίπεδα κατάθλιψης, άγχους και αυτοκτονικές σκέψεις.
Μια πιθανή αιτία για αυτό είναι ότι στις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι σημερινοί νέοι είναι η πρώτη γενιά που μεγαλώνει σε μια κοινωνία όπου βασίζεται στις αρχές του νεοφιλελευθερισμού που υπερασπίστηκαν ηγέτες στο τέλος του 20ού αιώνα – ο Ronald Reagan, o Brian Mulroney και η Margaret Thatcher, αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών, το ενδιαφέρον για την κοινότητα και η πολιτική ευθύνη προοδευτικά διαβρώθηκαν και αντικαταστάθηκαν από την εστίαση στο ατομικό συμφέρον και τον ανταγωνισμό σε μια δήθεν ελεύθερη και ανοιχτή αγορά.
Σε αυτή τη νέα κοινωνία που βασίζεται στην αγορά, οι νέοι αξιολογούνται μέσω μίας πλειάδας νέων τρόπων. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι σχολικές και πανεπιστημιακές εξετάσεις και οι αξιολογήσεις των εργασιακών επιδόσεων υποδηλώνουν ότι οι νέοι μπορούν να “διαχωριστούν”, να καταταχθούν και να ταξινομηθούν από τους συνομηλίκους, τους εκπαιδευτικούς και τους εργοδότες. Εάν οι νέοι βρεθούν χαμηλά στην κατάταξη, η λογική της κοινωνίας της αγοράς υπαγορεύει ότι είναι λιγότερο αξιόλογοι – ότι η κατωτερότητα τους αντανακλά κάποια προσωπική αδυναμία ή ελάττωμα.
Υπάρχει λοιπόν μια τεράστια πίεση στους νέους να αποδείξουν την αξία τους και να ξεπεράσουν τους συνομήλικους τους. Και υπάρχουν αποδείξεις ότι δυσκολεύονται πραγματικά να ανταπεξέλθουν. Πιο συγκεκριμένα, οι αναδυόμενες επιδημίες σοβαρών ψυχικών ασθενειών αντανακλούν τις αρνητικές συνέπειες αυτής της κοινωνίας που βασίζεται στην αγορά και μια κουλτούρα η οποία αλλάζει θεμελιωδώς τον τρόπο σκέψης των νέων για τον εαυτό τους και τους άλλους.

Η άνοδος της τελειομανίας
Οι ψυχολόγοι, Paul Hewitt και Gordon Flett, ανέφεραν ότι ένας από τους τρόπους με τους οποίους οι νέοι ενεργούν διαφορετικά από τους μεγαλύτερους τους είναι η παρουσία μεγαλύτερης τάσης προς την τελειομανία.
Σε γενικές γραμμές, η τελειομανία είναι μια παράλογη επιθυμία για αψεγάδιαστο αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με σκληρή αυτοκριτική. Αλλά σε ένα βαθύτερο επίπεδο, αυτό που κάνει έναν τελειομανή να διαφοροποιείται από κάποιον που είναι απλά επιμελής ή εργάζεται σκληρά είναι η απλή σκέψη για την ανάγκη να διορθώσει τις ατέλειες του.
Οι τελειομανείς χρειάζεται να αντιλαμβάνονται πώς έχουν επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, είτε αυτό είναι μέσω βαθμολογιών και μετρήσεων είτε με την έγκριση των άλλων. Όταν η ανάγκη αυτή δεν ικανοποιείται, αντιμετωπίζουν ψυχολογική αναταραχή, διότι αυτό ισοδυναμεί με λάθη και αποτυχία, εσωτερική αδυναμία και αναξιότητα.
Πρόσφατα δημοσιεύθηκε μια μελέτη η οποία δείχνει ότι τα επίπεδα τελειομανίας έχουν αυξηθεί σημαντικά μεταξύ των νέων από το 1989. Θεωρείται πως αυτό μπορεί, τουλάχιστον εν μέρει, να αποτελεί σύμπτωμα του τρόπου με τον οποίο οι νέοι προσπαθούν να αισθάνονται ασφαλείς, να συνδεθούν με τους άλλους και να βρουν αυτοπεποίθηση μέσα στις νεοφιλελεύθερες κοινωνίες της αγοράς.
Τα παράλογα ιδανικά ενός τέλειου εαυτού έχουν γίνει επιθυμητά – ακόμη και απαραίτητα – σε έναν κόσμο όπου η απόδοση, η κατάσταση και η εικόνα καθορίζουν τη χρησιμότητα και την αξία ενός ατόμου. Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς μακριά για να βρει παραδείγματα. Οι εταιρείες και οι διαφημιστές τους προσφέρουν κάθε είδους καλλυντικές και υλικές λύσεις για τον “ελαττωματικό” καταναλωτή. Εν τω μεταξύ, το Facebook, το Instagram και το Snapchat παρέχουν πλατφόρμες για την ανταλλαγή των εκδοχών της τέλειας έκδοσης του εαυτού και του τρόπου ζωής.
Πρόκειται για μια κουλτούρα που βασίζεται στις ανασφάλειες και εντείνει την ατέλεια, ωθώντας τους νέους να επικεντρωθούν στις προσωπικές τους ελλείψεις. Ως αποτέλεσμα, ορισμένοι νέοι άνθρωποι υπεραναλύουν μονίμως το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται, πώς πρέπει να φαίνονται ή τι πρέπει να κατέχουν. Ουσιαστικά, βιώνουν δυσχέρειες στην προσπάθειά τους να τελειοποιήσουν τον εαυτό τους και τη ζωή τους.
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι η τελειομανία συνδέεται (μεταξύ άλλων) με την κατάθλιψη, την νευρική ανορεξία, τον αυτοκτονικό ιδεασμό και τον πρόωρο θάνατο.
Για πρώτη φορά στην ιστορία, οι νέοι αναμένεται να είναι ουσιαστικά λιγότερο ευτυχισμένοι στην ενηλικίωση όσον αφορά την υλική τους ευημερία από ότι οι γονείς τους. Και δεν διακυβεύεται μόνο η υλική τους ευημερία – απειλείται η ψυχική και σωματική τους ευημερία από αυτή την κρυφή επιδημία της τελειομανίας.
Thomas Curran, Assistant Professor, University of Bath
Andrew Hill, Associate Professor, York St John University
World Economic Forum in collaboration with The Conversation
Πηγή: weforum.org
Απόδοση/Επιμέλεια: Τομπέα Ελένη
socialpolicy.gr
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.
Τα τελευταία χρόνια υπήρξε έντονη συζήτηση, με πολύ θολό περιεχόμενο, για το σχολείο της Αριστείας. Απλοποιώντας τα πράγματα, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι σχολές σκέψης για την Παιδεία ξεκινούν από ένα βασικό ερώτημα: Ποιο είναι το κίνητρο που ωθεί προς την γνώση έναν νέο άνθρωπο;
1. Η βία. Βία (λεκτική μα και σωματική) μέσα στο σχολείο για την πλημμελή προετοιμασία, με αντίστοιχη βία και στην οικογένεια. Οι παλιότεροι από εμάς την θυμούνται πολύ καλά.
2. Η δίψα για κατανόηση των φυσικών, κοινωνικών ή ιστορικών νόμων και διαμεσολαβήσεων που περιγράφουν την Φύση και την Κοινωνική-Ιστορική εξέλιξη.
3. Η αριστεία. Να ξεπεράσω τον διπλανό μου, να γίνω ο καλύτερος στην τάξη, να τελειώσω το Πανεπιστήμιό μου με τον κορυφαίο βαθμό.
Αυτά τα τρία κίνητρα οδηγούν σε τρία διαφορετικά συστήματα Παιδείας. Στην Παιδεία της βίας, στην Αντιαυταρχική Παιδεία και στην Παιδεία της Αριστείας. Το άρθρο αυτό δικαιώνει μια ακραία άποψή μου, που λέει πως αν έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στην Παιδεία της βίας και αυτήν της Αριστείας, θα επέλεγα την πρώτη. Κι αυτό διότι η Παιδεία της βίας δημιουργεί το αίσθημα της αδικίας και της αντίδρασης, τα οποία είναι πολύ υγιέστερα. Απευθύνονται στον “εχθρό” εκπαιδευτικό, στον αυταρχικό γονέα που δεν κατανοεί τις ανάγκες ενός εφήβου, οδηγώντας σε αιτήματα για Δημοκρατικές διαδικασίες στο σχολείο και στην οικογένεια. Έτσι εμπεδώνεται μια ψυχολογία πολύ υγειέστερη από αυτήν της αυολύπησης, του έλλειψης του αυτοσεβασμού και της αίσθησης ανκανότητας που δημιουργεί σε πολλούς νέους η Παιδεία της Αριστείας.
Βέβαια, η Παιδεία της βίας έχει και πολλές άλλες παρενέργειες, μία από τις οποίες είναι η αντανακλαστική αντιπάθεια για την ίδια τη γνώση.
Αντίστοιχα, η Παιδεία της Αριστείας, εκτός του ότι εγκαινιάζει έναν σύγχρονο Καιάδα για νέους ανθρώπους, δημιουργεί μια μικρή μειοψηφία αρίστων, εγωιστών, επηρμένων και αντικοινωνικών ανθρώπων, ικανών να αναπαράγουν τα νεοφιλελεύθερα μοντέλα σε όλα τα επίπεδα.
Καταλήγουμε, λοιπόν, στην Αντιαυταρχική Παιδεία, της οποίας τα μειονεκτήματα είναι το υψηλό κόστος, η ανάγκη δημιουργίας μιας γενιάς εκπαιδευτικών με γνώση, πάθος και διαρκή αναζήτηση, καθώς και το ότι τα αποτελέσματά της δεν φαίνονται άμεσα. Όμως, όλα τα καλά στη ζωή κατακτιούνται με κόπο, έρευνα και αγάπη για τον Άνθρωπο.