Eric Marlier
Luxembourg Institute of Socio-Economic Research (LISER)
Μετάφραση / Απόδοση: Ντούνης Ανδρέας
- Εισήγηση στα πλαίσια του Σεμιναρίου για την Πολυδιάστατη Φτώχεια στην ΕΕ
O νέος δείκτης υλικής και κοινωνικής αποστέρησης αντικαθιστά τον τυπικό δείκτη υλικής αποστέρησης, τον οποίο υιοθέτησε η ΕΕ το 2009. Ο δείκτης του 2009 είχε οριστεί ως το ποσοστό των ανθρώπων που διαβιούσαν σε νοικοκυριά τα οποία αντιμετώπιζαν τουλάχιστον τρεις από τις εννιά αποστερήσεις. Αυτές οι αποστερήσεις αφορούν στη μη-ικανότητα ενός νοικοκυριού να ανταποκριθεί – για παράδειγμα – σε απροσδόκητα έξοδα – να έχει την οικονομική δυνατότητα για διακοπές διάρκειας μίας εβδομάδας ετησίως μακριά από την οικία του ή να αποφύγει τις καθυστερούμενες οφειλές (για στεγαστικά δάνεια, λογαριασμούς κοινής ωφέλειας και/ή δόσεις αγορών ή ενοικιάσεων).
Ο νέος δείκτης αποστέρησης βασίζεται σε 13 ερωτήματα η επιλογή των οποίων είναι το αποτέλεσμα συστηματικής ανάλυσης εγκυρότητας. Από το 2014, οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα συλλέγονται ετησίως για κάθε χώρα. Ο νέος δείκτης βασίζεται στο μη-σταθμισμένο σύνολο των 13 ερωτημάτων για κάθε άτομο. Η κλίμακα κυμαίνεται από 0 (μη-αποστέρηση) έως 13 (αναγκαστική έλλειψη όλων των ερωτημάτων). Η αξιοπιστία της κλίμακας είναι πολύ υψηλή τόσο σε επίπεδο Ε.Ε. όσο και σε κάθε κράτος μέλος: ο συντελεστής Cronbach alpha, ο οποίος μετρά την εσωτερική συνέπεια μίας κλίμακας, είναι 0,85 για τo ομαδοποιημένο σύνολο δεδομένων και κυμαίνεται από 0,76 στη Φινλανδία έως 0,89 στη Βουλγαρία (το σύνηθες κατώτατο όριο είναι 0,70).
Ο δείκτης alpha είναι (πολύ) υψηλότερος από τον τρέχον δείκτη σε όλες τις χώρες. Στη βάση της μέτρησης της κλίμακας αποστέρησης (που κυμαίνεται από 0 σε 13), ο δείκτης αποστέρησης ορίζεται ως η σταθμισμένη αναλογία των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν την έλλειψη σε τουλάχιστον πέντε ερωτήματα – στοιχεία σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Η στάθμιση που χρησιμοποιείται είναι ο συντελεστής προσωπικής στάθμισης RB050. Η επιλογή του ορίου καθοδηγείται από τα δεδομένα (data-driven). Σε επίπεδο Ε.Ε., το όριο αυτό συντελεί στην αναλογία ανθρώπων σε αποστέρηση που πλησιάζει τον δείκτη τυπικής υλικής αποστέρησης του 2009 (+3 αποστερήσεις από τις 9 της κλίμακας).
— Ερωτηθείς σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι ερευνητές μπορούν να λάβουν υπόψη τους τις προτιμήσεις προσαρμογής (adaptive preferences), ο κύριος Marlier υπέδειξε να ακολουθούνται τα άτομα σε panels μεγάλης διάρκειας (η έρευνα EU-SILC ακολουθεί τους ανθρώπους μόνο για τέσσερα έτη). Τo panel θα πρέπει να είναι αρκετά μεγάλο ώστε να αναγνωρίζει την είσοδο στην κατάσταση της φτώχειας και στην διαδικασία των προτιμήσεων προσαρμογής έπειτα από αρκετά έτη παραμονής στην κατάσταση αυτή.
Ένας συμμετέχων ρώτησε εάν η παιδική φτώχεια θα πρέπει να θεωρηθεί ως “αναγκαστική έλλειψη” ή “απλή έλλειψη”. Ο κύριος Marlier απάντησε πώς μόνο τα παιδιά που αντιμετωπίζουν την έλλειψη σε ένα ερώτημα-στοιχείο της κλίμακας για λόγους οικονομικής δυνατότητας (και όχι εξαιτίας επιλογής ή έτερων λόγων) θεωρείται πώς αντιμετωπίζουν αποστέρηση από το συγκεκριμένο στοιχείο. Όσα παιδιά αντιμετωπίζουν αποστέρηση “για άλλους λόγους” καταχωρούνται, μαζί με όσα παιδιά δεν αντιμετωπίζουν αποστέρηση, ως μη-αποστερημένα. Υπάρχουν, όμως, μία σειρά ερωτημάτων που εγείρονται για την έννοια της αναγκαστικής έλλειψης.
Η τροπικότητα των “άλλων λόγων” μπορεί να συμπεριλαμβάνει μία ευρεία κλίμακα πιθανών καταστάσεων: οι άνθρωποι μπορεί να μην επιθυμούν/ χρειάζονται ένα στοιχείο, ή μπορεί να έχουν αποτραπεί από το να διαθέτουν ένα αντικείμενο για πολλούς διαφορετικούς λόγους (π.χ. έλλειψη χρόνου των γονέων εξαιτίας υποχρεώσεων φροντίδας ή εξαιτίας επαγγελματικών υποχρεώσεων, μη διαθεσιμότητα οχήματος / δημόσιας μεταφοράς, αίσθημα μη-επιθυμίας, etc.).
Ορισμένοι από αυτούς τους “άλλους λόγους” μπορεί να συσχετίζονται με το βιοτικό τους επίπεδο, ή τις προτιμήσεις προσαρμογής, την ντροπή παραδοχής πώς τα παιδιά στερούνται το στοιχείο (Guio et al, 2012, p.34). Αυτός είναι ο λόγος που οι Guio κ.α. (2017) διερεύνησαν τα χαρακτηριστικά των παιδιών που ζούσαν σε νοικοκυριά που δεν διέθεταν το στοιχείο για “άλλους λόγους”. Δείχνουν πώς η χρήση της έννοιας της “αναγκαστικής έλλειψης” (enforced lack) καθιστά ικανό τον έλεγχο των ατομικών προτιμήσεων που οφείλονται σε διαφοροποιήσεις εξαιτίας πολιτισμού, ηλικίας των παιδιών ή γονεϊκές πρακτικές.
Σε απάντηση έπειτα από ερώτηση του κοινού, ο κύριος Marlier υπέδειξε πώς δεν ήταν δυνατή η διάκριση μεταξύ “επιθυμίας” και “ανάγκης” στα ερωτήματα της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης της Ε.Ε. Μόνο τρεις τροπικότητες απαντήσεων προτείνονται: Ναι, έχω / κάνω – Όχι, δεν έχω / δεν κάνω επειδή δεν έχω την οικονομική δυνατότητα – Όχι δεν έχω / δεν κάνω για άλλους λόγους. Η τροπικότητα των “άλλων λόγων” μπορεί να περικλείει μία ευρεία κλίμακα πιθανών καταστάσεων: οι άνθρωποι μπορεί να μην επιθυμούν/ χρειάζονται ένα αντικείμενο, ή μπορεί να έχουν αποτραπεί από το να διαθέτουν ένα αντικείμενο για πολλούς διαφορετικούς λόγους (π.χ, έλλειψη χρόνου των γονέων).
Ερωτηθείς για τον λόγο για τον οποίο οι σύνθετοι δείκτες δεν περιλήφθηκαν στο πορτφόλιο των κοινωνικών δεικτών της ΕΕ, ο κύριος Marlier απάντησε πώς ήταν μία συνειδητή επιλογή. Πράγματι, έχοντας ως στόχο την καθοδήγηση των πολιτικών δράσεων, ένας αντίστοιχος σύνθετος δείκτης (ο οποίος θα συνδύαζε σε ένα και μόνο αριθμό τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν μεταξύ διαστάσεων, όπως ο δείκτης HDI – Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης) θα ενέγειρε σοβαρά τεχνικά και πολιτικά ζητήματα. O κύριος Marlier ισχυρίστηκε πώς αυτά τα ζητήματα γίνονται ακόμη πιο σύνθετα αν αντίστοιχοι δείκτες χρησιμοποιηθούν για συγκρίσεις σε διεθνές επίπεδο όπως και για τη διαχρονική μέτρηση των αλλαγών.
Ένας συμμετέχων σημείωσε πώς τα tests που χρησιμοποιήθηκαν για την επιλογή των ερωτημάτων βασίστηκαν κυρίως στο εισόδημα και ρώτησε εάν η κοινωνική διάσταση του δείκτη θα μπορούσε πιθανώς να επηρεαστεί αρνητικά από αυτό το στοιχείο. Ο κύριος Marlier απάντησε πώς η λανθάνουσα μεταβλητή με την ονομασία “Υλική και Κοινωνική Αποστέρηση” (η οποία εντοπίζεται μέσα από τα 13 αντικείμενα), σχετιζόταν στενά με την έννοια της οικονομικής αδυναμίας. Ο δείκτης δεν μετρά την αποστέρηση εν γένει, συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης στοιχείων από επιλογή, αλλά εστιάζει σε καταστάσεις στις οποίες οι άνθρωποι θα ήθελαν να διαθέτουν τα στοιχεία αλλά δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα.
Έτσι, η έλλειψη ελεύθερου χρόνου / διασκέδασης, εξόδων με φίλους, διακοπές κ.ο.κ. θεωρούνται ως αποστερήσεις εάν προκύπτουν από την έλλειψη πόρων, και όχι αν είναι το αποτέλεσμα έλλειψης δημόσιων υπηρεσιών, έλλειψη υπηρεσιών παιδικής φροντίδας, έλλειψης χρόνου, έλλειψης κινητικότητας, έλλειψης δημόσιων μεταφορών κ.ο.κ. Υπό αυτή την έννοια, η κοινωνική διάσταση συλλαμβάνει μόνο μία υπο-ομάδα των κοινωνικών στοιχείων που αποστερούνται οι άνθρωποι. Αυτό οφείλεται στο συγκεκριμένο εννοιολογικό και αναλυτικό πλαίσιο που χρησιμοποιήθηκε, που εστιάζει στην έλλειψη αντικειμένων εξαιτίας της έλλειψης πόρων. Αυτή η εννοιολογική προσέγγιση που ακολουθείται εμπνεύστηκε από τις έρευνες για τη φτώχεια και την αποστέρηση από τον Peter Townsend κατά τη δεκαετία του 1960.