Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες δεν χρησιμοποιεί τον όρο ‘μετανάστης’ για να αναφερθεί σε ανθρώπους που αναγκάζονται να τραπούν σε φυγή.
Πρόσφυγας: Είναι το άτομο που εγκατέλειψε την πατρίδα του και χρήζει «διεθνούς προστασίας» επειδή διατρέχει κίνδυνο λόγω βίας ή δίωξης σε περίπτωση που επιστρέψει στην πατρίδα του. Ο όρος αναφέρεται και σε ανθρώπους που τρέπονται σε φυγή λόγω του πολέμου. Ο ορισμός του πρόσφυγα έχει τη ρίζα του σε διεθνή νομικά κείμενα, κυρίως στη Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και στο Πρωτόκολλο αυτής του 1967, καθώς και στη Σύμβαση του 1969 του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας. Μπορεί κάποιος να λάβει καθεστώς πρόσφυγα υποβάλλοντας ατομικά αίτημα ασύλου, ή σε περιπτώσεις μεγάλης ροής δίνεται “prima facie”. Οι πρόσφυγες δεν μπορούν να επιστραφούν στη χώρα καταγωγής τους παρά μόνο σε αυστηρά εθελοντική βάση.
Αιτών Άσυλο: Είναι το άτομο που έχει αιτηθεί σε ατομική βάση το προσφυγικό καθεστώς και αναμένει την απόφαση. Οι αιτούντες άσυλο τελούν υπό «διεθνή προστασία» κατά τη διάρκεια εξέτασης του αιτήματός τους, και, όπως και οι πρόσφυγες, δεν μπορούν να επιστραφούν στην πατρίδα τους παρά μόνο σε εθελοντική βάση.
Εσωτερικά εκτοπισμένο άτομο: Οι εσωτερικά εκτοπισμένοι, γνωστοί συνήθως με το αγγλικό ακρώνυμο IDPs, είναι όσοι έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και έχουν μετακινηθεί σε άλλες περιοχές της χώρας τους.
Ανιθαγενής: Είναι το άτομο που δεν έχει την υπηκοότητα καμίας χώρας, και συνεπώς δεν απολαμβάνει τα αντίστοιχα ανθρώπινα δικαιώματα ούτε έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες όπως αυτοί που έχουν υπηκοότητα. Είναι πιθανόν να είναι κάποιος ανιθαγενής και πρόσφυγας ταυτόχρονα.