της Κωνσταντίνας Κωνσταντίνου,
Κοινωνιολόγος – Εγκληματολόγος
Παντείου Πανεπιστημίου
Η έννοια του Δικαίου, γενικότερα, περιλαμβάνει το σύνολο υποχρεωτικών κανόνων, οι οποίοι διέπουν το βίο και τις σχέσεις των οργανωμένων σε κράτη κοινωνιών και των μελών τους. Διαιρείται στο Φυσικό και στο Θετικό Δίκαιο. Φυσικό Δίκαιο στον τομέα της Ηθικής καλείται το άθροισμα εκείνων των ηθικών κανόνων, οι οποίοι είναι έμφυτοι στην ανθρώπινη συνείδηση και έχουν αποκτήσει δύναμη επιβολής στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Το Φυσικό Δίκαιο προϋπήρχε από κάθε Δίκαιο και θεσπίσθηκε από το Θεό με τη δημιουργία του κόσμου, αποτελώντας συνεπώς το Θείο Δίκαιο. Θετικό Δίκαιο (γραπτό Δίκαιο) ονομάζεται το σύνολο των θεσπισθέντων νόμων από την Πολιτεία, μέσω των οποίων ρυθμίζονται οι σχέσεις μεταξύ των πολιτών – μελών της [1].
Συνεπώς, το Φυσικό Δίκαιο είναι υποχρεωτικό για τη συνείδηση ως πηγή κάθε καθήκοντος, ενώ, το ανθρώπινο Δίκαιο δεσμεύει τη συνείδηση μόνο εάν βρίσκεται σε συμφωνία με το Φυσικό Δίκαιο. Στην ιστορία της ανθρωπότητας, υπήρξε μία μακρά περίοδος, αυτή του Δυτικού Μεσαίωνα, που, αφ’ ενός προσπάθησε να συνδέσει το Φυσικό με το Ποινικό Δίκαιο επιβάλλοντας το πρώτο στο δεύτερο, αφ’ ετέρου μέσω της προσπάθειας της επιβολής, εν τέλει, πολλά θρησκευτικά στοιχεία εισήλθαν έμμεσα στον Ποινικό Κώδικα.
Αυτή η περίοδος ονομάστηκε καθεστώς «θεοκρατίας» με εκφραστή τον Θωμά Ακινάτη (1225 – 1274 μ.Χ, Σχολαστική Θεολογία), αντίληψη κατά την οποία η κοινωνία διαχωρίζεται από τα άτομα και στο μοναδικό σημείο που συναντώνται και η πορεία εφάπτεται είναι η έκφραση της υπέρτατης θεϊκής βούλησης. Ο λεγόμενος «Θωμισμός» ήταν ολόκληρο σύστημα, ρεύμα με κεντρικό άξονα διάδοσης αντιλήψεων στην εποχή, τη διδασκαλία του Θωμά Ακινάτη κυριαρχώντας στη σκέψη του 13ου αιώνα: η κυριότερη αντίληψη και αίτημα ήταν η ενσωμάτωση και η υποταγή της Επιστήμης στη Θεολογία. Σύμφωνα με τον Θωμισμό, τα πράγματα δεν είναι εκ των προτέρων αντικειμενικά και αληθινά. Αποκτούν οντολογική υπόσταση μόνο όταν ανταποκριθούν στην ιδέα του Θείου Λόγου[2].
Άλλωστε, την ύπαρξη του Φυσικού Δικαίου, παραδέχεται αλλά και διδάσκει σαφώς ο Απόστολος Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή, στην οποία ομιλεί περί Νόμου. Ο Λόγος αυτός δεν είναι προϊόν καμίας νομοθετικής δραστηριότητας, αλλά βρίσκεται στην καρδιά των ανθρώπων, ακόμα και εκείνων που δεν άκουσαν τη διδασκαλία του Ιησού[3].
Από τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, ο πρώτος ο Μ. Βασίλειος τόνισε την υπεροχή του Φυσικού Δικαίου έναντι του Θετικού Δικαίου. Η Ιερά Εξομολόγηση υπόκειται στους κανόνες του Φυσικού Δικαίου. Έτσι, όσον αφορά, το Εκκλησιαστικό Δίκαιο, το οποίο επηρεάστηκε από τους Ιερούς Κανόνες του Φυσικού Δικαίου (με την έννοια των εντολών του Ιησού – Παλαιά Διαθήκη), είναι το σύνολο των Νομικών Κανόνων, οι οποίοι ρυθμίζουν τον εκκλησιαστικό βίο, την ίδια την οργάνωση της Εκκλησίας και τη σχέση της με τα μέλη της, του ανθρώπους εκτός αυτής και τις άλλες θρησκευτικές ή κοσμικές κοινότητες[4].
Γενικά, το Ποινικό Δίκαιο και το Εκκλησιαστικό Δίκαιο ενώ παρουσιάζουν πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ τους (π.χ. τον κολασμό του δράστη), έχουν και διαφορές. Βασική διαφορά των δύο Δικαίων είναι ότι το Εκκλησιαστικό Δίκαιο είναι αυστηρότερο του Ποινικού Δικαίου. Το Εκκλησιαστικό Δίκαιο επιβάλλει αυστηρότερες κυρώσεις στους κληρικούς («επιτίμια»), οι οποίοι παραβαίνουν τους εκκλησιαστικούς νόμους [5].
Βασικότερη διαφορά μεταξύ του Εκκλησιαστικού Δικαίου και του Ποινικού Δικαίου, όμως, είναι ο τρόπος προσέγγισης της έννοιας του εγκλήματος καθ’ ότι από την πλευρά του πρώτου το «αδίκημα» χαρακτηρίζεται ως μία οντολογική έννοια λόγω ηθικών και δεοντολογικών επιταγών της εκκλησιαστικής ζωής, ενώ, από την πλευρά του δεύτερου το έγκλημα πλαισιώνεται και ερμηνεύεται ως μία οντική έννοια.
Ωστόσο, στις βαριές περιπτώσεις αδικημάτων που αφορούν το Εκκλησιαστικό Δίκαιο, καθώς και σε εκείνες τις περιπτώσεις που υπάρχουν νομοθετικές ελλείψεις στο ίδιο για περίπλοκες περιπτώσεις (όπως π.χ. δόλος, απόπειρα), ο νομοθέτης (το δικαιοδοτικό όργανο της Εκκλησίας) υιοθετεί και καλύπτει αυτά τα κενά μέσω των διατάξεων του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα προσαρμόζοντάς τα με το ανάλογο πνεύμα της Εκκλησίας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η τιμωρία των αδικημάτων στο πλαίσιο του Εκκλησιαστικού Δικαίου: τιμωρούνται μόνο εκείνα που διαπράττονται με δόλο, ενώ, για τα αδικήματα εξ αμελείας, πρώτη φορά έκανε λόγο ο Μ. Βασίλειος (8ος Κανόνας στα Βασιλικά), κατά τη Βυζαντινή περίοδο, όταν διαχώρισε στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας τον εκούσιο φόνο από τον ακούσιο φόνο[6].
Για το Ποινικό Δίκαιο, πηγή του οποίου είναι ο νόμος, καμία πράξη δε μπορεί να χαρακτηρισθεί ως έγκλημα, δηλαδή, ως αδίκημα το οποίο να συνεπάγεται ποινή άνευ Νόμου, που να ορίζει τους συστατικούς όρους και την ποινή που επιβάλλεται. Η αρχή της νομιμότητας, δηλαδή, που διέπει το Ποινικό Δίκαιο, τη βρίσκουμε στην Προς Ρωμαίους Επιστολή του Απόστολου Παύλου [5, 13], «άχρι γάρ νόμου αμαρτία ην εν κόσμω, αμαρτία δε ουκ ελλογείται μη όντος νόμου» και [4, 15] «ου δε ουκ έστιν νόμος ουδέ παράβασις»[7].
Οφείλεται να τονιστεί, ταυτόχρονα, πως «άλλο το πεδίο της υπερβατικής ηθικής της πίστης και άλλο της κοινωνικής ηθικής του νόμου»[8]. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Ι. Μανωλεδάκη, τα περί ηθικής προβλήματα υπό το πρίσμα του αναστοχασμού της πορείας της ζωής, «είναι οι οριακές υπαρξιακές καταστάσεις του ανθρώπου»[9].
————— —————
[1] Μαντζουνέας Ε. Κ., Εκκλησιαστικόν Ποινικόν Δίκαιον, Αθήνα, 1979, σελ. 17.
[2] Ακινάτης Θ., Περί του όντος και της ουσίας, Δωδώνη, Μτφρ.: Τζαβάρας Γ., Αθήνα – Ιωάννινα, 1998.
Βλ. Βασιλείου Θ. Α. & Σταματάκης Ν., Επίτομο εννοιολογικό λεξικό επιστημών του ανθρώπου: κοινωνιολογία, οικονομία, φιλοσοφία, Gutenberg, Αθήνα, 2000, σελ. 170, 171, 178.
[3] Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) – Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Ενότητα: Επιστολή Προς Ρωμαίους, Αθήνα, 1997, σελ. 6 – 8.
[4] Μαντζουνέας Ε. Κ., Εκκλησιαστικόν Ποινικόν Δίκαιον, Αθήνα, 1979, σελ. 17, 35.
[5] Παπαγεωργίου Κ. – Τρωιάνος Σ., Θρησκευτική Νομοθεσία, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2009, σελ. 1677 – 1727.
[6] Πουλής Γ. Α., Ο δόλος και η πλάνη για τον άδικο χαρακτήρα της πράξης στο Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1984, σελ. 50, 51, 58, 59.
Υποσημείωση: Σε άλλον Κανόνα του Μ. Βασιλείου (Κανόνας ΝΔ΄, Βασιλικά, σελ. 211), βρίσκουμε την ένταξη, κατά τα σύγχρονα δεδομένα, μείωσης της ποινής σχετικά με τους «ακούσιους φόνους» στο λεγόμενο «ιδίωμα της περιστάσεως»: διακρίνεται, με λίγα λόγια, η ύπαρξη και η ποιότητα της μετάνοιας του ανθρωποκτόνου.
[7] Υποσημείωση: «Κανείς λοιπόν άρχων, θεωρούμενος και αυτός ως μέλος της πολιτικής κοινωνίας, δεν δύναται δικαίως να κολάζει άλλο μέλος της πολιτικής κοινωνίας με ποινές, τις οποίες οι νόμοι δεν εδιόρισαν»,
Beccaria C., Περί αδικημάτων και ποινών, Εκ της Τυπογραφίας της Προόδου, Μτφρ.: Κοραής Α., Αθήνα, 1842, σελ. 10, 11.
Βλ. και http://www.ministryofjustice.gr/site/kodikes/%CE%95%CF%85%CF%81%CE%B5%CF%84%CE%AE%CF%81%CE%B9%CE%BF/%CE%A0%CE%9F%CE%99%CE%9D%CE%99%CE%9A%CE%9F%CE%A3%CE%9A%CE%A9%CE%94%CE%99%CE%9A%CE%91%CE%A3/tabid/432/language/el-GR/Default.aspx , Γενικό Μέρος Ποινικού Κώδικα, Πρώτο Κεφάλαιο: «Ο Ποινικός Νόμος», Άρθρο 1, Τίτλος Άρθρου: «Καμία ποινή χωρίς νόμο», τελευταία πρόσβαση: 2/05/2015.
Βλ. και Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) – Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Ενότητα: Επιστολή Προς Ρωμαίους, Αθήνα, 1997, σελ. 6 – 8.
[8] Πουλής Γ. Α., Ο δόλος και η πλάνη για τον άδικο χαρακτήρα της πράξης στο Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1984, σελ. 68.
[9] Μαγκάκης Γ. Α., Η σύγκρουση καθηκόντων ως οριακή κατάσταση του Ποινικού Δικαίου, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 1980, σελ. 67.