Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου
Κοινωνιολόγος – Εγκληματολόγος
Παντείου Πανεπιστημίου
Κατά τον E. Durkheim, η συμβολική λειτουργία της ποινής, εκτός από την κανονιστική, την τιμωρητική και την στιγματιστική λειτουργία που την χαρακτηρίζουν, «συνίσταται στη διατήρηση άθικτης της κοινωνικής συνοχής, με τη διατήρηση ολοζώντανης της συλλογικής συνείδησης»[1].
Για τον Γάλλο Κοινωνιολόγο, θεσμοί όπως το ποινικό σύστημα, η θρησκεία, το κράτος είναι δημιουργήματα «ατομικών συνειδήσεων» των ανθρώπων που ζουν στις κοινωνίες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται (συμβολικά: τα άτομα εκπροσωπούν τις κοινωνίες τους ιστορικά) λόγω του «καταμερισμού της εργασίας». Ο τελευταίος αποτέλεσε τομή για την ιστορική εξέλιξη των κοινωνιών και τον διαχωρισμό τους σε «μηχανικές κοινωνίες» και «οργανικές κοινωνίες»[2].
Ο Ε. Durkheim στο άρθρο του «Δύο νόμοι για την ποινική εξέλιξη» διατύπωσε δύο νόμους[3]:
- για τη διαχρονικότητα και τις διακυμάνσεις των ποινικών κυρώσεων κατά τη διάρκεια της εξέλιξης των κοινωνιών έχοντας ως δεδομένα, βέβαια, την κοινωνία της εποχής του και την εξέλιξη του κατασταλτικού ποινικού συστήματος, έτσι όπως αυτό κυριαρχούσε στη Γαλλία,
- για τη σύνδεση εγκληματικότητας («ανθρώπινης» και «θρησκευτικής» κατά τον Ε. Durkheim) και των αισθημάτων της συλλογικής συνείδησης των κοινωνιών που άφησαν το στίγμα τους μέσα στην ιστορία – διαφοροποίηση συλλογικών αισθημάτων ανάλογα με την προσπάθεια ανάπτυξης της κάθε κοινωνίας και των θεσμών της,
- για το ρόλο και τον χαρακτήρα της εξουσίας («διοικητική εξουσία») στην παραπάνω σχέση (ποινικού συστήματος και κοινωνίας).
- Ο νόμος των ποσοτικών μεταβολών:
«Η ένταση της ποινής είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο οι κοινωνίες ανήκουν σε ένα λιγότερο υψηλό τύπο – και στις οποίες η κεντρική εξουσία έχει ένα χαρακτήρα περισσότερο απόλυτο» |
Γενικότερα, σύμφωνα με τον πρώτο νόμο, η τιμωρία τείνει να είναι αυστηρότερη στις λιγότερο αναπτυγμένες κοινωνίες, στο βαθμό που η εξουσία είναι περισσότερο συγκεντρωτική και απολυταρχική. Εξετάζεται ο ρόλος και ο χαρακτήρας της εξουσίας σε σχέση με την εκάστοτε κοινωνία. Εκ πρώτης όψεως, για τον Γάλλο Κοινωνιολόγο, φαίνεται πως η εξουσία παίζει ανεξάρτητο ρόλο από την κοινωνία ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να ισχύει.
Αναλυτικότερα, όταν οι κοινωνικές λειτουργίες μιας διοικητικής εξουσίας είναι απούσες στην πράξη ή αδύναμες, δεν μπορούν να συγκρατήσουν ή να περιορίσουν τον απόλυτο χαρακτήρα της στην άσκηση της δύναμής της. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης είναι όταν όλες οι λειτουργίες της κοινωνίας κατευθύνονται σε ένα και μόνο πρόσωπο (απολυταρχία) επειδή δεν υπάρχουν, δεν έχουν αναπτυχθεί άλλες οργανωμένες λειτουργίες στην κοινωνία ώστε να λειτουργήσουν ως αντίβαρα.
Όπως σημειώνεται, «και αυτή η επικράτηση δεν ασκείται μόνο στην πράξη αλλά και στο δίκαιο, γιατί εκείνος που έχει το προνόμιο μιας παρόμοιας εξουσίας περιβάλλεται μ’ ένα τέτοιο κύρος, ώστε φαίνεται να έχει μια φύση υπεράνθρωπη»[4].
Κατά τον Ε. Durkheim, οι αναπτυγμένες κοινωνίες, οι «ανώτερες», χαρακτηρίζονται, μέχρι και τον 14ο αιώνα, δηλαδή, από την περίοδο της Αυτοκρατορίας έως την εμφάνιση του Μεσαίωνα και των χριστιανικών κοινωνιών:
- από το στοιχείο της πόλης,
- από τις ήπιες ποινές με την έννοια της μη εφαρμογής, πλέον, των ακρωτηριασμών σε αδικήματα που έπλητταν την ηθική υπόσταση της συλλογικής ζωής,
- «αν και τα μόνα πραγματικά ανεξιλέωτα γεγονότα ήσαν ο φόνος, η προδοσία, η ανθρωποκτονία και ο βιασμός»,
- από εξουσίες απόλυτες και τιμωρητικές.
Βέβαια, τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά ισχύουν και για τις χριστιανικές κοινωνίες με ιδιαίτερη εμπλοκή της Εκκλησίας σε ορισμένα αδικήματα (αίρεση, αθεΐα, ιεροσυλία, βλασφημία) που πίστευαν πως έθιγαν τις Θεϊκές εντολές και κλόνιζαν τη βάση της θρησκευτικής ζωής, την πίστη. Οι ποινές δεν προέβλεπαν ακρωτηριασμούς μεν, αλλά γδάρσιμο πάνω σε σιδερένια σχάρα και ρίξιμο στην πυρά.
Οι κυριότερες, όμως, ήταν, κατά προτίμηση, οι μετάνοιες και οι νηστείες για εξιλέωση από τις αμαρτίες. Η εμβέλεια του κύρους της Εκκλησίας και η εισβολή της στο νομικό – εκτελεστικό πεδίο των ποινών ήταν τόσο μεγάλη που έτεινε συνεχώς στο να αντικαθιστά τη δικαιοσύνη (Ιερά Εξέταση)[5].
Από τον 14ο αιώνα και μετά και μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, την τιμωρία των εγκλημάτων που είχε αναλάβει η Εκκλησία στο όνομα της πίστης, την ανέλαβε ο βασιλιάς στο όνομά του. Εμφανίζονται ξανά τα βασανιστήρια και οι ακρωτηριασμοί, με τον τροχό να επικρατεί ως κύριο τιμωρητικό μέσο των εγκλημάτων με ποινή θανάτου από τον βασιλιά.
Ειδικότερα, όμως, η εξήγηση αυτού του νόμου εστιάζεται στον τρόπο μεταβολής του ίδιου του κατασταλτικού – καταναγκαστικού δικαίου. Το βάρος πέφτει πλέον στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια (ανθρωπιστικά ιδεώδη) και αυτό είναι ακριβώς το στοιχείο που, συλλογικά, αναγκάζει τους ανθρώπους να τρέφουν κάποια συμπάθεια και μία αίσθηση ανθρωπιάς, όχι μόνο για τον παθόντα αλλά και για τον δράστη.
Το ενδιαφέρον για τον ίδιο τον δράστη αποτελεί, με λίγα λόγια, ένδειξη πολιτισμού και άρα, η μέριμνα αποκλειστικά και μόνο με την τιμωρία χαρακτηρίζει τις λιγότερο αναπτυγμένες κοινωνίες. Η οργή ενάντια στον δράστη δεν υπερβαίνει τη συμπάθεια προς τον παθόντα με την τελευταία να μπορεί να διαχυθεί και προς τους δύο.
Ο Ε. Durkheim μέσα από το νόμο αυτό, διακρίνει μεταξύ «ανθρώπινης εγκληματικότητας» και «θρησκευτικής εγκληματικότητας». Κατά την εξήγηση της δεύτερης τονίζεται ότι «οι προσβολές κατά της θρησκείας αποτελούν το πιο ουσιαστικό τμήμα της εγκληματικότητας» γιατί είναι τα εγκλήματα που στρέφονται κατά των ηθών ή των αρχηγών του κράτους. Η διαφορά τους έγκειται στην ένταση των συλλογικών αισθημάτων που προβάλλουν με αποτέλεσμα τη διαφορετική καταστολή τους ιστορικά[6].
2. Ο νόμος των ποιοτικών μεταβολών:
«Οι περιοριστικές της ελευθερίας, και μόνο της ελευθερίας, ποινές, για ποικίλες χρονικές περιόδους, ανάλογα με τη σοβαρότητα των εγκλημάτων, τείνουν ολοένα και περισσότερο να καταστούν ο φυσιολογικός τύπος της καταστολής» |
Ο Ε. Durkheim με αυτόν το νόμο επιθυμεί να αναδείξει, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των μεταβολών της ποινής. Συγκεκριμένα, μέσα από την ύπαρξη χώρων έκτισης της ποινής των σοβαρών εγκλημάτων. Η φυλάκιση ως έκτιση της ποινής του θανάτου, καταχρηστική χρήση της οποίας οδήγησε σε νέους τρόπους τιμωρητικότητας για την εποχή και για τις ανώτερες κοινωνίες.
Για όλες τις ανώτερες κοινωνίες, η επιβολή των βασανιστηρίων μαζί με τη φυλάκιση (προστιθέμενη) ήταν προληπτική και σε δημόσιους τόπους κράτησης. Η φυλακή ως χώρος και τόπος έκτισης της ποινής, με τον τρόπο που την εννοούμε σήμερα, ήταν δημιούργημα των χριστιανικών κοινωνιών[7]. Όπως υπογραμμίζεται, «η Εκκλησία απέκτησε πολύ νωρίς τη συνήθεια να συνιστά εναντίον ορισμένων εγκληματιών την πρόσκαιρη φυλάκιση ή την ισόβια μέσα σ’ ένα μοναστήρι»[8].
——————— ———————
[1] Durkheim E., De la division du travail social, Paris: Presses Universitaires de France, 1973, σελ. 76.
[2] Craib I., Κλασική Κοινωνική Θεωρία. Μία εισαγωγή στη σκέψη των Μαρξ, Βέμπερ, Ντυρκέμ και Ζίμμελ, Παπαζήση, Μετάφραση: Καρασαρίνης Μ. – Λέκκας Π., Αθήνα, 2012, σελ. 112 – 122.
Υποσημείωση: «Ατομική συνείδηση»: ο κάθε άνθρωπος μέσα στην κοινωνία όπου ζει, είναι, ουσιαστικά, η ύπαρξη της κοινωνίας του, ένα μικρό δείγμα εκπροσώπησης αυτής μέσα στην ιστορική εξέλιξή τους.
«Συλλογική συνείδηση»: οι ατομικές συνειδήσεις των ανθρώπων που αναπτύσσονται μέσα στις κοινωνίες που ζουν. Ουσιαστικά, η «συλλογική συνείδηση» είναι οι εκάστοτε πεποιθήσεις, αξίες, πρότυπα, ήθη και έθιμα που έχουν αφήσει το στίγμα τους μέσω των ανθρώπων που έζησαν σε διαφορετικές κοινωνίες ιστορικά.
«Μηχανικές κοινωνίες»: οι αναγκαστικοί δεσμοί των ατόμων μεταξύ τους αποσκοπούν στην πρακτική επιβίωση («μηχανική αλληλεγγύη» των πρωτόγωνων κοινωνιών) και σε αυτές τις κοινωνίες παρατηρείται ελάχιστος καταμερισμός της εργασίας, εξειδίκευση.
«Οργανικές κοινωνίες»: οι δεσμοί των ατόμων μεταξύ τους συνέχονται μέσα από τον ζωντανό «οργανισμό» της κοινωνίας («οργανική αλληλεγγύη» των σύγχρονων κοινωνιών) και σε αυτές τις κοινωνίες παρατηρείται αναπτυγμένος ο καταμερισμός της εργασίας.
[3] Durkheim E., Δύο Νόμοι για τη ποινική εξέλιξη, Νομική Βιβλιοθήκη, Μετάφραση: Σαγκουνίδου – Δασκαλάκη Η., Αθήνα, 2005.
Υποσημείωση: Άρθρο δημοσιευμένο στην Επιθεώρηση Annee Sociologique (τόμος Ι, στήλη «Memoires originaux»), εκδ. P.U.F., Παρίσι, 1899 – 1900, σελ. 65 – 95.
Επαναδημοσίευση άρθρου στην Επιθεώρηση Journal Sociologique, P.U.F., Παρίσι, 1969, σελ. 245 – 273.
[4] Durkheim E., Δύο Νόμοι για τη ποινική εξέλιξη, Νομική Βιβλιοθήκη, Μετάφραση: Σαγκουνίδου – Δασκαλάκη Η., Αθήνα, 2005, σελ. 6.
[5] Στο ίδιο, σελ. 15 – 19.
[6] Στο ίδιο, σελ. 31 – 42.
[7] Στο ίδιο.
[8] Τρωιάνου – Λουλά Α., Έγκλημα και Μεταφυσική, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2004, σελ. 74 – 90.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.