Της Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου
Κοινωνιολόγος – Εγκληματολόγος
Παντείου Πανεπιστημίου
Στο παρόν άρθρο θα εξεταστεί ο ρόλος των ερευνών θυματοποίησης σε συνάρτηση με τις ανάγκες του θύματος[1] εγκληματικής πράξης για παροχή υπηρεσιών από το σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Οι ανάγκες, με την ευρεία έννοια, του θύματος διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην καταγραφή αφ’ ενός των αναφορών των αδικημάτων, αφ’ ετέρου των αναγκών των θυμάτων ή αλλιώς της ικανοποίησής τους από τις παροχές ή μη υπηρεσιών από την πρώτη επαφή τους με το ποινικό σύστημα αρχικά, δηλαδή με την αστυνομία[2].
Σαφώς, οι απαντήσεις των θυμάτων διαφέρουν μεταξύ τους, καθώς το εκάστοτε θύμα διακατέχεται κι από διαφορετικές ανάγκες, και αυτός ο παράγοντας δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την εξαγωγή έγκυρων πορισμάτων για μία καλύτερη, ουσιαστική, αντιμετώπισή τους (μέσω της καταγραφής συγκεκριμένων υπηρεσιών που στηρίζονται στις ανάγκες τους) από το ποινικό σύστημα. Προς απόδειξη δυσχέρειας, σύμφωνα με τους Greenberg, Ruback & Westcott η διαδικασία λήψης της απόφασης αναφοράς περιστατικού από το θύμα περνά από έξι στάδια[3].
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας δυσκολίας σχετικά με την καταγραφή αναγκών ως προς την αντιμετώπισή τους από το σύστημα είναι «ο ιδιαίτερος γεωγραφικός χώρος στον οποίο εντάσσεται κάθε άτομο» με την έννοια του ότι στα αστικά κέντρα παρέχεται ένα μεγάλο σύνολο υπηρεσιών ενώ στα αγροτικά κέντρα οι υπηρεσίες που μπορεί να συστήσει ή να παρέχει η αστυνομία στο θύμα είναι περιορισμένες, ούτως ή άλλως. Αυτός ο παράγοντας μπορεί να σταθεί ως ένας παράγοντας διαφοροποίησης του ρόλου της αστυνομίας με τον βαθμό ικανοποίησης των θυμάτων από αυτή ανάλογα τον τόπο[4].
H χρησιμότητα των ερευνών θυματοποίησης είναι σχεδόν ανάλογη με τις απαντήσεις των θυμάτων και με αυτόν τον τρόπο, μεταξύ άλλων, διαμορφώνεται και η αντεγκληματική πολιτική ή τουλάχιστον, μέρος αυτής, καθώς, η τελευταία βασίζεται ιδιαίτερα στις επίσημες στατιστικές της αστυνομίας ως πρώτου φορέα επίσημου κοινωνικού ελέγχου, οι οποίες με τη σειρά τους και αλληλοσυμπληρωματικά για τη μείωση του σκοτεινού αριθμού της εγκληματικότητας, στρέφονται προς τις έρευνες της θυματοποίησης και της αυτό – ομολογούμενης ενοχής. Τα ποσοστά από τις έρευνες αξιολογούνται και κατευθύνουν τη πολιτική ατζέντα σε μία σειρά από θυματολογικές προτάσεις για τη βελτίωση της παροχής υπηρεσιών, στην προκείμενη περίπτωση, από την αστυνομία.
Όπως παρατηρείται, όμως, τα στοιχεία των τελευταίων τριών δεκαετιών (1970 – 2000) των διεθνών θυματολογικών ερευνών αποδεικνύουν την απόσταση μεταξύ των αναγκών των θυμάτων και της υποστήριξης που πραγματικά λαμβάνουν από την αστυνομία[5]. Και αυτό συμβαίνει επειδή, μεταξύ άλλων, τα τελευταία χρόνια (2000 – 2015) και ιδιαίτερα από την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, η αστυνομία έχει κατευθύνει τη δράση της προς ορισμένες πληθυσμιακές κοινωνικές ομάδες – ομάδες που χαρακτηρίζονται ως «ομάδες – στόχοι». Φυσικά, αυτό έχει ως συνέπεια την αύξηση της καταστολής και ταυτόχρονα, της θυματοποίησης των ομάδων, όχι μόνο μιας εγκληματικής πράξης αλλά πολλών εγκληματικών πράξεων.
Πιο συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα των θυματολογικών ερευνών και των επίσημων αστυνομικών στατιστικών, έχουν αναδείξει συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά «πολλαπλής θυματοποίησής» τους[6]. Κατά τον Sparks, «ο όρος «πολλαπλό θύμα» χρησιμοποιείται μερικές φορές με διαφορετικό τρόπο, για να ορίσει τα πρόσωπα που είναι θύματα σε παραπάνω από ένα έγκλημα, στη διάρκεια μιας και μοναδικής περίπτωσης, π.χ. γυναίκες που βιάζονται και ληστεύονται από έναν διαρρήκτη, ο οποίος αργότερα κλέβει και το αυτοκίνητό τους»[7].
Αυτά τα θύματα αποτελούν για τις έρευνες θυματοποίησης τη μεγαλύτερη δυσκολία όσον αφορά την ακριβή καταγραφή των διαδεχόμενων περιστατικών μιας περίπτωσης και κατ’ επέκταση αποτελούν ένα πρόβλημα ως προς τον προσδιορισμό των αναγκών τους για τις υπηρεσίες που επιθυμούν να τους παρέχονται ή πρέπει να τους παρέχονται από το κράτος κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας (εάν υπάρχει εν τέλει καταγγελία αυτών) και από διάφορες Μ.Κ.Ο που συστήνονται για την εξυπηρέτησή τους.
Ωστόσο, στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία αλλά και διεθνώς, ειδικά με την συνεχόμενη παρουσία της “ISIS”, η πολλαπλή θυματοποίηση ανθρώπων, ιδιαίτερα προσφύγων, μεταναστών, γυναικών και παιδιών, έχει θεαματικά αυξηθεί. Γι’ αυτόν το λόγο και για την ανταπόκριση στις ανάγκες αυτών των πληθυσμών, θα πρέπει η αντεγκληματική πολιτική του κάθε κράτους να δίνει περισσότερο βάση στα αποτελέσματα τέτοιου είδους ερευνών, έστω και με τα μεθοδολογικά μειονεκτήματα αυτών.
Εξάλλου, σύμφωνα με την National Academy, «δύο από τους σκοπούς της πραγματοποίησης των θυματολογικών ερευνών γενικά είναι η μέτρηση της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων της ποινικής δικαιοσύνης και η προσφορά στοιχείων για τον σχεδιασμό των προγραμμάτων αυτών»[8].
—————————– ———————-
[1] Υποσημείωση: Οι ανάγκες των θυμάτων ομαδοποιούνται σε δύο κατηγορίες και ονομαστικά είναι οι εξής: α) αυτές που απορρέουν από την πρωτογενή θυματοποίηση και β) εκείνες που απορρέουν από τη δευτερογενή θυματοποίηση. Εδώ μας ενδιαφέρουν οι πρώτες, οι οποίες «σχετίζονται με την παροχή ιατρικής βοήθειας, την ψυχολογική υποστήριξη από ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό, την παραπομπή σε αρμόδια Κοινωνική υπηρεσία» κ.ά.
Σπινέλλης Δ., «Προστασία του θύματος και ανθρώπινα δικαιώματα», στο έργο του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα δικαιώματα του Ανθρώπου, Υπεύθυνη έκδ. Α. Τσήτσουρα, Αντεγκληματική Πολιτική και Δικαιώματα του Ανθρώπου, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1997, σ. 173 – 194.
Βλ. Ζαραφωνίτου Χ., Εμπειρική Εγκληματολογία, Νομική Βιβλιοθήκη, 2η έκδοση, Αθήνα, 2004.
[2] Βλάχου Β., Η αντιμετώπιση της Σωματικής Βίας κατά των Γυναικών από το Σύστημα Απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης, Έλλην, Αθήνα, 2005, σ. 131.
[3] Greenberg M. S., Ruback R. B. & Westcott D. R., “Seeking help from the police: The victim’s perspective” στο Nadler A., Fisher J. D. & DePaulo B. (eds.), Applied perspectives on help – seeking and receiving, New York: Academic Press, 1983, σ. 71 – 103.
Υποσημείωση:
α) «τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την έννοια του εγκλήματος το θύμα,
β) τον αυτό – χαρακτηρισμό του ως θύμα,
γ) την επιλογή του τρόπου αντιμετώπισης της θυματοποίησης,
δ) τον προσωπικό συνυπολογισμό οφέλους και ζημίας,
ε) το βαθμό έντασης των συναισθημάτων που βιώνει το θύμα από τη θυματοποίησή του και
στ) τις ενδεχόμενες επιρροές που προσλαμβάνει το θύμα από το περιβάλλον του και τον τρόπο που τις αξιολογεί».
[4] Βλάχου B., Η αντιμετώπιση της Σωματικής Βίας κατά των Γυναικών από το Σύστημα Απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης, Έλλην, Αθήνα, 2005, σ. 132, υποσημείωση 363.
[5] Στο ίδιο.
[6] Υποσημείωση: Χαρακτηριστικά αναφέρεται, κυρίως, η θυματοποίηση των εξής ομάδων πληθυσμού:
- εγκλήματα κατά του προσώπου στην ομάδα νεαρών ατόμων κατά την εφηβεία (ηλικίας: 12 – 16)
- εγκλήματα κατά του προσώπου και ιδιοκτησίας στην ομάδα των ηλικιωμένων (ηλικίας: 65 και πάνω)
- εγκλήματα κατά του προσώπου στην ομάδα του μαύρου πληθυσμού (πρόσφυγες και παράτυποι αιτούντες άσυλο)
- εγκλήματα κατά του προσώπου στην ομάδα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό
- εγκλήματα κατά του προσώπου στις γυναίκες και στα παιδιά (ηλικίας: 6 – 12).
Βλ. Sparks R., Έρευνες σε θύματα εγκλημάτων. Επιτεύγματα και προοπτικές, Μτφ. Χρήστος Τσουραμάνης, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1985, σ. 239, 240.
[7] Στο ίδιο, σ. 323, σχόλιο 1.
[8] Maurice E. B., Bettye K. E., Penick & Owens, Final Report of the Panel for the Evaluation of Crime Surveys στο Surveying Crime, ΙΙΙ, Committee on National Statistics, National Research Council, Washington, D.C.: National Academy of Sciences, 1976, σ. 48 – 146.