Της Κωνσταντίνας Κωνσταντίνου,
Κοινωνιολόγος – Εγκληματολόγος Παντείου Πανεπιστημίου
Το 2009 γράφτηκε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο από τον Shadd Maruna και την Anna King με θέμα την ανεπίσημη κοινωνική αντίδραση προς τον εγκληματία[1] και μάλιστα διαμέσου μιας έρευνας που πραγματοποιήθηκε το 2001 σε πόλεις της Μ. Βρετανίας[2] με σκοπό την ανάδειξη μιας νέας διάστασης η οποία σε όρους Κοινωνικής Ψυχολογίας υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η κοινή γνώμη μπορεί να κρατήσει ή όχι μία συγκεκριμένη στάση και μέσω αυτής ο εγκληματίας να «εξαργυρώσει», «ξεπληρώσει» και να «λυτρωθεί» για το κακό που διέπραξε στην κοινωνία.
Το άρθρο τους για το European Journal on Criminal Policy and Research, «Μία φορά εγκληματίας, πάντα εγκληματίας; : η “εξαργύρωση – λύτρωση” και η Ψυχολογία των τιμωρητικών στάσεων του κοινού» (“Once a Criminal, Always a Criminal?: “Redeemability” and the Psychology of Punitive Public Attitude”), αναλύει σε όρους Κοινωνικής Ψυχολογίας τους λόγους για τους οποίους η κοινή γνώμη γίνεται τιμωρητική απέναντι στον εγκληματία στη βάση της θεωρίας της απόδοσης, η οποία περιλαμβάνει δύο διαστάσεις ανάλυσης: τον «τόπο του ελέγχου» (εσωτερικός ή εξωτερικός, “locus of control”) και τη «σταθερότητα / αστάθεια» (“stability / instability”)[3].
Η εισαγωγή της δεύτερης διάστασης πραγματώθηκε από τους συγγραφείς με σκοπό την καλύτερη μέτρηση των στάσεων του κοινού, όπως, επίσης, εισήγαγαν και μια τελευταία διάσταση – καθοριστική μεταβλητή: την ύπαρξη ή όχι της «πεποίθησης στην εξαργύρωση / λύτρωση» (“belief in redeemability”) του κοινού σχετικά με την ικανότητα αυτών που παραβατούν, παρεκκλίνουν να αλλάξουν τους τρόπους συμπεριφοράς τους.
Η ερευνητική υπόθεση των συγγραφέων ήταν το εάν η διάσταση της σταθερότητας / αστάθειας, διάσταση που αναφέρεται στις «προσωπικές» αποδόσεις της κοινής γνώμης για τον εγκληματία, μπορεί να σταθεί και να χρησιμοποιηθεί ως κριτική προκειμένου να επεξηγήσει τη βάση των υψηλότερων τιμωρητικών πολιτικών της ποινικής δικαιοσύνης ως πεποιθήσεις σχετικά με την υπευθυνότητα ή την ανευθυνότητα των εγκληματιών.
Δηλαδή, όπως αναφέρεται, «όταν βλέπουμε άλλους να συμπεριφέρονται με αρνητικούς τρόπους, τείνουμε στη συστηματική υποτίμηση της επιρροής του περιβάλλοντος και υποθέτουμε ή υποκρινόμαστε πως αυτός είναι ο «μέσος τύπος» των ανθρώπων καθολικά», με λίγα λόγια, ότι με αρνητικό τρόπο οδηγούμαστε σε πράξεις στην καθημερινή ζωή, γεγονός που οφείλεται στην αρνητική επίδραση του περιβάλλοντός μας με αποτέλεσμα να διαιωνίζουμε τον αρνητικό τρόπο λειτουργίας (προκατάληψη κοινής γνώμης), ακόμα κι αν αυτός εμπλέκεται στους επίσημους θεσμούς. Η αφορμή αυτής της ερευνητικής υπόθεσης προέκυψε από μία ανάλυση δεδομένων ταχυδρομικής έρευνας μονίμων κατοίκων που είχε πραγματοποιηθεί σε έξι περιοχές της Αγγλίας.
Σημαντική τομή για τη θεωρητική ξεδίπλωση του άρθρου και του θέματός του υπήρξε η αρχική διχοτόμηση του θεμελιωτή της Κοινωνικής Ψυχολογίας, Heider το 1958, η οποία χαρακτήρισε τη θεωρία της απόδοσης : από τη μία πλευρά υπάρχει η «προδιάθεση» – εσωτερική διάσταση (προερχόμενη από και μαζί με τον ανθρώπινο χαρακτήρα) και από την άλλη πλευρά οι αποδόσεις «καταστάσεων» – εξωτερική διάσταση (προερχόμενες από το σύνολο των περιστάσεων που περικλείουν τα ανθρώπινα γεγονότα).
Αυτή η διχοτόμηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς στάθηκε ως θεωρητική βάση για μεταγενέστερες θεωρητικές προσθήκες και αφαιρέσεις στη θεωρία της απόδοσης (καινούργιες διαστάσεις, δηλαδή, που έδιναν καλύτερα αποτελέσματα στην ερμηνεία της και προσέδιδαν με καλύτερο τρόπο την ταυτότητά της ως θεωρία): σταδιακά εισήχθη η διάσταση της σταθερότητας / αστάθειας με παράδειγμα εφαρμογής της στη σύγχρονη πραγματικότητα με τις εφήμερες στάσεις του κοινού για τις συνεχόμενες αλλαγές της εγκληματικότητας, δηλαδή, κατά περιόδους και αναλόγως με το είδος των εγκλημάτων που κυριαρχούσαν έντονα στην κοινωνία και προκαλούσαν ανασφάλεια, αυτά τα ίδια είχαν αντίκτυπο στην κοινή γνώμη ως «επικίνδυνα».
Αυτό, βέβαια, ίσχυε και για τις περιόδους που το έγκλημα στην κοινωνία δεν ήταν το πρώτο κοινωνικό πρόβλημα που απασχολούσε: εκεί οι στάσεις του κοινού, θα λέγαμε, πως κυμαίνονταν γύρω από μία αστάθεια. Στην ουσία, εκείνο που καθόριζε τις εφήμερες ή όχι στάσεις του κοινού, εκείνο που έκρινε τις απόψεις τους γύρω από την εγκληματικότητα, ήταν «αδιαφορώντας για την προέλευση της εγκληματικής συμπεριφοράς (καταστασιακή ή με προδιάθεση), το εάν πιστεύουν ότι «μία φορά εγκληματίας, πάντα εγκληματίας» ή το εάν πιστεύουν πως ακόμα κι οι πιο επίμονοι εγκληματίες μπορούν να λυτρωθούν «εξοφλώντας» με καλές πράξεις στην κοινωνία το κακό που διέπραξαν και να γυρίσουν σελίδα στη ζωή τους».
Αυτή, ακριβώς, την ουσία και διάσταση, ο Maruna και η King, ονόμασαν «πεποίθηση στην εξαργύρωση / λύτρωση» : μπορούν οι άνθρωποι και μάλιστα εκείνοι που εγκληματούν να αλλάξουν τον αρνητικό τρόπο συμπεριφοράς τους ή η εγκληματική συμπεριφορά τους είναι για εκείνους καθοριστική για τη ζωή τους μετά από κάποια συγκεκριμένη ηλικία ή μετά από έναν συγκεκριμένο βαθμό εμπειριών (θέμα υποτροπής); Οι συγγραφείς υποστηρίζουν πως η σχέση αυτής της νέας μεταβλητής – διάστασης με τη διάσταση της σταθερότητας / αστάθειας απόψεων και στάσεων γύρω από το εγκληματικό φαινόμενο, είναι καθοριστική, καθώς, η πρώτη ελέγχει τις αποδόσεις (σταθερές ή όχι) της δεύτερης, το εάν είναι τιμωρητικές ή κλίνουν προς τη διάθεση, από μέρους του κοινού, επανένταξης του εγκληματία στην κοινωνία.
Για τη στήριξη των παραπάνω θέσεων των συγγραφέων, αναφέρθηκαν από τους τελευταίους τα ουσιώδη της έρευνας του Dweck και των φοιτητών του, το 1995, με κεντρικό κορμό την αναφορά των θεωριών της «νοημοσύνης» (“intelligence”) : «οντολογικές θεωρίες» (“entity theories”) και «στοιχειώδεις θεωρίες» (“incremental theories”). Κατά τις πρώτες, η νοημοσύνη κληρονομείται γενετικά, ενώ, κατά τις άλλες, η νοημοσύνη επιδέχεται τροποποιήσεις με την έννοια της θέλησης για μελέτη και εξάσκησης του εγκεφάλου. Επιπλέον, ακόμη μία διχοτόμηση, αναφέρθηκε γύρω από το θέμα των ηθικών χαρακτηριστικών όπως π.χ. της ειλικρίνειας : η οπτική εκείνων που θέλουν την ειλικρίνεια ή γενικότερα την ηθική ως μία εύπλαστη κατάσταση και η οπτική εκείνων που θέλουν την ηθική να είναι μία προσαρμόσιμη και αλληλοεξαρτώμενη κατάσταση με άλλα στοιχεία και περιστάσεις ζωής.
Με βάση αυτές τις διχοτομήσεις διατυπώθηκε εκτενέστερα από τους συγγραφείς σε προηγούμενη μελέτη τους, το 2004, η διάσταση της «πεποίθησης στην εξαργύρωση / λύτρωση» : «όπως μαζί με τη νοημοσύνη ή την ηθική, υποστηρίξαμε ότι μερικά άτομα νιώθουν ότι η εγκληματικότητα (ή αλλιώς η προέλευση των εγκληματικών συμπεριφορών) είναι σε μεγάλο βαθμό «σταθερή», δοθέντος ότι άλλα άτομα έχουν μία περισσότερο εύπλαστη αίσθηση της εγκληματικότητας και νιώθουν ότι «ακόμα και ο χειρότερος» παραβάτης μπορεί να αλλάξει τους τρόπους του / της».
————— ————————–
[1] Maruna S. & King A., “Once a Criminal, Always a Criminal?: “Redeemability” and the Psychology of Punitive Public Attitude”, European Journal on Criminal Policyand Research, Volume: 15, Issue: 1 – 2, Dated: June 2009.
[2] Υποσημείωση: Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Cambridge και ήταν μέρος μιας συνολικής έρευνας για την κοινή γνώμη (Public Opinion Project – CUPOP). Αποτελούνταν από τρεις φάσεις, ενώ, στο συγκεκριμένο άρθρο αναλύεται συνοπτικά η πρώτη φάση της έρευνας. Το αντικείμενό της ήταν οι αιτίες και οι δυναμικές που αναπτύσσονται κατά τη διαμόρφωση των κοινών στάσεων προς τα ζητήματα της δικαιοσύνης. Η μέθοδος της έρευνας που χρησιμοποιήθηκε ήταν ερωτηματολόγια τα οποία αποστέλλονταν στις κατοικίες – νοικοκυριά της Μ. Βρετανίας. Το μη τυχαίο δείγμα αυτής της πρώτης φάσης ήταν 941 μόνιμες κατοικίες της Αγγλίας, γεωγραφικό πεδίο των οποίων ήταν η Ανατολική περιοχή αυτής, από το πιο νότιο τμήμα της έως και το υψηλότερο.
[3] Υποσημείωση: Κατά τους βασικούς εκπροσώπους της Κοινωνικής Ψυχολογίας (Fritz Heider, Edward Jones, Harold Kelley και Weiner), η θεωρία της απόδοσης ουσιαστικά είναι μία αντιληπτική προσέγγιση της διαμόρφωσης των στάσεων των ανθρώπων και θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τον κοινωνικό κουστρουκτιβισμό, ο οποίος αναπτύχθηκε προηγουμένως, καθώς, οι στάσεις εν τέλει του κοινού διαμορφώνονται μέσω των νοημάτων που αποδίδουν στα γεγονότα είτε της ζωής τους (εσωτερική διάσταση) είτε έξω από τη ζωή τους (εξωτερική διάσταση) και ανάλογα με τη σταθερότητα των νοημάτων που αποδίδουν ή την αστάθεια σε κάποια επαναλαμβανόμενα γεγονότα, διαφαίνεται και κάποια συγκεκριμένη στάση που υιοθετούν κι ακολουθούν.