του Σίμου Ανδρονίδη
Το θεωρητικό και πολιτικό δοκίμιο του Ξενοφώντα Κοντιάδη με τίτλο ‘Η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα’ αποτελεί την, κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο, ‘βίβλο’ της σύγχρονης ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, λειτουργώντας παράλληλα με τους όρους μίας προσίδιας διττότητας: αφενός μεν συνιστά μία υπενθύμιση του ιστορικού ‘βάρους’ και της πολιτικής και ιδεολογικής ευρύτητας της Σοσιαλδημοκρατίας, των επιτευγμάτων της που συμπυκνώθηκαν στη μεταπολεμική συγκρότηση διευρυμένων κρατών πρόνοιας[1] υπό το πρίσμα λειτουργίας ενός ‘εθνικού κεϊνσιανισμού’, αφετέρου δε προσδιορίζει διαρκώς τους όρους ανασύνθεσης της σημερινής ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας σε ευρύτερα κοινωνιο-ιστορικά περιβάλλοντα που εγγράφουν τα χαρακτηριστικά της μεταβλητότητας και της συνθετότητας.
Με έναν πολιτικό λόγο δόκιμο που δεν ‘θεωρητικοποιεί’ αλλά αναδεικνύει τις επιμέρους εκφάνσεις του όλου πολιτικού Σοσιαλδημοκρατικού προτάγματος[2], ο Ξενοφών Κοντιάδης εστιάζει στα χαρακτηριστικά εκείνα που προσδιορίζουν την Σοσιαλδημοκρατική[3] δράση, προβαίνει σε μία ιστορική περιοδολόγηση με δεσπόζον σημείο αναφορά την πολιτική-εννοιολογική της ‘σύλληψη’ και την αντίθεση της με τα κομμουνιστικά κόμματα, αντίθεση που θεμελιώνεται και στη σαφή επιλογή ενώπιον του διλημματικού ‘Επανάσταση ή Μεταρρύθμιση’, νοηματοδοτώντας παράλληλα τις κυβερνητικές, πολιτικές και ιδεολογικές της μεταβολές την περίοδο μετά την οικονομική κρίση του 1970.
Η ανάλυση του αναδεικνύει τα διακυβεύματα, την αντίθεση και την ή τις θεμελιώδεις Σοσιαλδημοκρατικές διαφορές με την φιλελεύθερη-νεοφιλελεύθερη Δεξιά και με την Ριζοσπαστική ή Μαρξιστική Αριστερά, την εδραίωση ‘εναντίον’ σημαίνοντας τις σημερινές μείζονες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Σοσιαλδημοκρατία[4], δρώντας σε περιόδους λαϊκισμού[5] και μετα-δημοκρατίας, σε περιόδους ‘αποφόρτισης’ των δημοκρατικών θεσμών, διεύρυνσης των κοινωνικών-ταξικών ανισοτήτων, κρίσης και ανάδειξης των δομικών ατελειών και δυσλειτουργιών που χαρακτηρίζουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Στο μεταίχμιο μεταξύ δύο εποχών, στις πλαισιώσεις διαχείρισης των ‘ροών’ της οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης, ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, αναδεικνύει τους ελλειμματικούς όρους λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Οικονομική και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), προσδιορίζοντας παράλληλα τις εκφάνσεις και το περιεχόμενο ενός ‘δημοκρατικού ελλείμματος’[6] το οποίο δύναται να συν-διαλλαγεί με την ανάδυση του ‘κοινωνικού ελλείμματος’.
Την εποχή της βαθιάς οικονομικής κρίσης, στο εσωτερικό λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Οικονομικής της ζώνης κρατών και κεφαλαιοκρατικών οικονομιών, εγγράφονται οι όψεις της οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής ανισομετρίας μεταξύ κρατών-μελών, η αναπαραγωγή ταξικών χασμάτων, η συγκρότηση μηχανισμών που προσιδιάζουν σε μορφές λεπτομερούς επιτήρησης με όριο την εγγεγραμμένη λιτότητα. Η ίδια η ΕΕ, όπως επισημαίνει ο Wolfgang Streeck «μετατράπηκε σε κινητήρια δύναμη για τη φιλελευθεροποίηση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, δίνοντας τη δυνατότητα και σε κάποιες περιπτώσεις αναγκάζοντας κυβερνήσεις να επιβάλλουν κάθε είδους μεταρρυθμίσεις υπέρ των αγορών[7], κόντρα στην αντίσταση των πολιτών τους».[8]
Ισορροπώντας μεταξύ πολιτικής γραφής και ενός ‘λελογισμένου’ συναισθηματισμού ή στράτευσης, ο συγγραφέας του δοκιμίου αξιώνει ανα-καλώντας το ποιον τύπο κοινωνικής οργάνωσης και ποιο και ποια κοινωνικά υποκείμενα επιθυμεί η Σοσιαλδημοκρατία ως τροπικότητα οργάνωσης του κοινωνικού γίγνεσθαι, προτάσσοντας αυτό που ο ίδιος[9] αποκαλεί ως ‘πρωτείο της πολιτικής’ παραπέμποντας στο βιβλίο και στην ανάλυση της Σέρι Μπέρμαν.
Ένα ‘πρωτείο’ το οποίο συνυφαίνεται με όρους κοινωνικής και πολιτικής ρύθμισης, που φέρνει την Σοσιαλδημοκρατία απέναντι από την περιώνυμη ‘πρωτοκαθεδρία’ και ‘χιλιαστική’ αυτο-ρύθμιση των αγορών[10].. Στο δοκίμιο καθίσταται ευανάγνωστη η Σοσιαλδημοκρατική θεώρηση του συγγραφέα, η γραφή του οποίου ενέχει το ίδιο επίδικο πολιτικής-ιδεολογικής Σοσιαλδημοκρατικής δράσης. Το δοκίμιο ομνύει στην θεώρηση της ίδιας Σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής σημαντικότητας, στο παρελθόν, στο παρόν[11] και στο μέλλον, διαπνεόμενο από τάσεις ενός συμβολικού και μη ‘οπτιμισμού’.
Όπως το θέτει ο Ξενοφών Κοντιάδης: «Η δύναμη και η ανθεκτικότητα των ιδεών της σοσιαλδημοκρατίας που, έστω και ψευδεπίγραφα, υιοθετήθηκαν σταδιακά από πολλούς αντιπάλους της, επιτρέπει την αισιόδοξη πρόβλεψη ότι και ο 21ος αιώνας θα είναι σοσιαλδημοκρατικός».[12]
————— ——————— —————–
[1] Θεωρώντας ότι καθίσταται δύσκολη έως αδύνατη η σημερινή επιστροφή στις εποχές των διευρυμένων μεταπολεμικών κρατών πρόνοιας, Σοσιαλδημοκρατικής κοινωνικής-ταξικής υφής, ο Ξενοφών Κοντιάδης προτείνει μία πολιτική-ιδεολογική όσο και προγραμματική επανεπινόηση του κράτους πρόνοιας προς την κατεύθυνση της κατεύθυνσης και της στροφής του προς περισσότερο ενεργητικές πολιτικές κοινωνικής και εξατομικευμένης κάλυψης, εκεί όπου η κοινωνική καθολικότητα τείνει προς τον μετασχηματισμό της σε κάθε ξεχωριστή προσέγγιση του κινδύνου ή της ατομικής-συλλογικής ‘διακινδύνευσης’. Το παραδοσιακό Σοσιαλδημοκρατικό κοινωνικό υπόδειγμα, οι προβλέψεις του κράτους πρόνοιας, ‘εδαφοποιούνται’ πάνω στα πεδία των κοινωνικών-ταξικών αναφορών και εντάσεων, στην ίδια την εσώτερη λειτουργία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, επενεργώντας στους ταξικούς συσχετισμούς δύναμης.
[2] Στην εμβριθή μελέτη του για τον μεταπολεμικό ευρωπαϊκό προνοιακό καπιταλισμό και τις τυπολογίες του με τίτλο ‘Οι τρεις κόσμοι του καπιταλισμού της ευημερίας’, ο Gosta Esping-Andersen, αναφέρει πως «η σοσιαλδημοκρατία ενστερνίστηκε τον κοινοβουλευτικό ρεφορμισμό ως την κυρίαρχη στρατηγική της για την ισότητα και τον σοσιαλισμό, προτάσσοντας δύο επιχειρήματα. Το πρώτο είναι ότι οι εργαζόμενοι χρειάζονται κοινωνικούς πόρους, υγεία και παιδεία προκειμένου να συμμετέχουν αποτελεσματικά ως σοσιαλιστές πολίτες. Το δεύτερο επιχείρημα αναφέρει ότι η κοινωνική πολιτική δεν είναι μόνο χειραφετητική, αλλά αποτελεί και προϋπόθεση για την οικονομική αποδοτικότητα». Βλέπε σχετικά, Andersen-Esping Gosta, ‘Οι τρεις κόσμοι του καπιταλισμού της ευημερίας’, Μετάφραση: Γολέμη Άσπα, Επιστημονική Επιμέλεια-Πρόλογος: Πετμετζίδου Μαρία, ‘Από τη «χρυσή εποχή» στην εποχή της κρίσης’, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2014, σελ. 92.
[3] Με ιδιαίτερη ενάργεια ο συγγραφέας αναδεικνύει και τις αντιφάσεις, τις αντινομίες μεταξύ Σοσιαλδημοκρατικού πολιτικού λόγου και Σοσιαλδημοκρατικών κυβερνητικών πρακτικών, εμβαθύνοντας στο υπόδειγμα του ιστορικού μετασχηματισμού Σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών κομμάτων σε αυτό που στην πολιτική επιστήμη αποκαλείται ‘catch-all party’, ήτοι σε πολυσυλλεκτικά κόμματα που ενσωματώνουν, στον ‘τόπο’ του κυβερνητικά πρακτικού, διάστικτες κοινωνικές δυναμικές, εκεί όπου όμως το εργατικό ‘φορτίο’ τείνει στην ‘αποφόρτιση’ του. Δεν επρόκειτο για μία εξωτερική και τυπική διαδικασία αναγωγιστικού τύπου και κατεύθυνσης αλλά για βαθιά πολιτική-ιδεολογική διαδικασία που σχετίζεται με τις όψεις της συγκλίνουσας δυναμικής του όλου ιστορικού & κοινωνικού μετασχηματισμού, του ‘κυβερνητισμού’ και της ‘καρτελοποίησης’. Η ανάλυση του Ξενοφώντα Κοντιάδη δεν απόσχει των μείζονων ζητημάτων της συνάρθρωσης κοινωνικών συμφερόντων και της κοινωνικής-πολιτικής αντιπροσώπευσης.
[4] Μία, με κριτικούς όρους, ανάλυση της σύγχρονης Σοσιαλδημοκρατίας και των πολιτικών-ιδεολογικών μετασχηματισμών της, υπό το πρίσμα της ανάδυσης της πολιτικής ‘θεωρίας’ περί «Τρίτου Δρόμου» (Άντονι Γκίντενς), της σύγκλισης με την κεντροδεξιά στο μείζον ‘κέντρο’ το οποίο αποτελεί πλαίσιο άρθρωσης διαχειριστικών πολιτικών και ‘ικανοτήτων’ εν σχέσει με τις ανα-κατασκευασμένες κοινωνικές Σοσιαλδημοκρατικές κοινωνικές απευθύνσεις, προσφέρει ο Απόστολος Γέροντας, στο δοκίμιο του με τίτλο ‘Η κρίση στρατηγικής των Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων’, επιμένοντας στους συγχρονικούς όρους της κομματικής-πολιτικής σύγκλισης, στους γνωσιο-πολιτικούς όρους της συρρίκνωσης του παραδοσιακού κράτους πρόνοιας υπέρ της ‘αγοραίας’ ανταγωνιστικότητας της εθνικής-κεφαλαιοκρατικής οικονομίας και της στενής αντίληψης ενός οικονομίστικου ‘τεχνοκρατισμού’, καθώς και στις εκφάνσεις των Ευρωπαϊκών πολιτικών και των κινδύνων που επι-φέρουν. Απέχοντας από το να θεωρηθεί ‘προφητικό’ το κείμενο του, ο Απόστολος Γέροντας δια-κράτησε, στο χώρο του κειμένου, την συνάρθρωση Ευρωπαϊκότητας και εκ των έσω υπονόμευσης του περίφημου ευρωπαϊκού οράματος την ιστορική περίοδο της οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης, προσδιορίζοντας πολιτικά και εννοιολογικά τις και ‘από τα μέσα’ (ως αποτέλεσμα μίας διαδικασίας πολιτικής άρσης) προϋποθέσεις ανασυγκρότησης και ανάπτυξης του φασιστικού φαινομένου. Βλέπε σχετικά, Γέροντας Απόστολος, ‘Η Κρίση Στρατηγικής των Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων’, στο: Τσάτσος Δημήτρης & Κοντιάδης Ξενοφών, (επιμ.), ‘Το μέλλον των Πολιτικών κομμάτων’, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου/ Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2003, σελ. 237-253. Η ανάλυση του Απόστολου Γέροντα δεν εκ-φεύγει του ζητήματος της ανα-δόμησης της δημόσιας σφαίρας και της επικράτησης μίας προσίδια τελετουργικής τηλεοπτικής (η περιώνυμη «τηλεκρατορία»), ‘φαντασμαγορίας’ (μίας ‘φαντασμαγορίας του θεάματος’) η οποία δύναται να επανεγγράψει την πολιτική συσσωμάτωση με τα χαρακτηριστικά μίας εκ νέου, συνοπτικής όσο και βιωματικής νομιμοποίησης και ‘κανονικοποιημένης’ έλξης: ο πολιτικός οφείλει να σταθεί πλέον ενώπιον της εικόνας. Η τηλεοπτικά επιγενόμενη ‘κομματικότητα’ (κομματικό φαινόμενο/σφαίρα) επαναπροσδιορίζεται υπό το πλαίσιο της πλέριας συσχέτισης: ο πολιτικός δεν αποτελεί μόνο την εικόνα, αλλά το υποκείμενο στο οποίο θέλει να ομοιάσει ο ‘άλλος’, ο σφαιρικός και πανταχού,(ωσάν διαρκώς επικαιροποιημένος εκφραστής), παρών, τηλεθεατής..
[5] Ο συγγραφέας σε μία ιδιαίτερα επίκαιρη υπο-ενότητα, αναλύει τους όρους ανάδυσης και αποκρυστάλλωσης ενός λαϊκισμού πολιτικού τύπου, αντι-συστημικής κατεύθυνσης και συναισθηματικής εκφοράς, αναφέροντας μία λαϊκίστικη τροπικότητα που, με βάση την ανάλυση των πολιτικών επιστημόνων Mudde & Kaltwasser «δημιουργεί ένα είδος νοητικού χάρτη διαμέσου του οποίου τα άτομα αναλύουν και κατανοούν την πολιτική πραγματικότητα». Βλέπε σχετικά, Κοντιάδης Ξενοφών, ‘Η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα’, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2017, σελ. 100.
[6] «Η απουσία «ευρωπαϊκού δήμου», πολιτικών κομμάτων οργανωμένων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ενός Κοινοβουλίου με ισχυρές νομοθετικές και ελεγκτικές αρμοδιότητες, συνιστά τον πυρήνα του αποκαλούμενου «δημοκρατικού ελλείμματος» της ενωμένης Ευρώπης». Βλέπε σχετικά, Κοντιάδης Ξενοφών, ‘Η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα’, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2017, σελ. 186.
[7] Επικοινωνώντας με την αντίστοιχη θέση του Wolfgang Streeck, ο Ξενοφών Κοντιάδης, θέτει το κρίσιμο και συνάμα κρισιακό διακύβευμα της ύπαρξης, λειτουργίας και αναπαραγωγής των περιώνυμων ‘αγορών’ που δεν συνιστούν παρά ίδια ‘ροή’ και στοιχείο του ευρύτερου κεφαλαιακού προτσές λειτουργίας, εκεί όπου το ‘απρόσωπο’ ωσάν ‘αόρατο’ στοιχείο των ‘αγορών’ προσλαμβάνει χαρακτηριστικά συμπύκνωσης της λειτουργίας και των αντιφάσεων του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής σε υπερ-εθνικό επίπεδο, στον ‘πυρήνα’ ενός γίγνεσθαι του οποίου η εμμένεια αναγνωρίζεται και στη συγκρότηση ‘κρατών χρέους’. «Οι διευρυνόμενες ανισότητες, τόσο μεταξύ των κρατών-μελών όσο και στο εσωτερικό των κοινωνιών τους, υπονομεύουν το δημοκρατικό πρόταγμα και καθιστούν πανίσχυρες τις αγορές. Κυρίαρχα δεν είναι πλέον τα Κοινοβούλια και οι εθνικές κυβερνήσεις, αλλά οι αγορές, που υπαγορεύουν τη βούληση τους στις πολιτικές ηγεσίες. Η θέση της σοσιαλδημοκρατίας είναι ότι μια προϊούσα αποσύνθεση του εγχειρήματος για διεύρυνση της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα σήμαινε, τελικά, την περιθωριοποίηση της». Βλέπε σχετικά, Κοντιάδης Ξενοφών, ‘Η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα’, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2017, σελ. 185-186.
[8] Βλέπε σχετικά, Στρεκ Βόλφγκανγκ, ‘Κερδίζοντας χρόνο. Η καθυστερημένη κρίση του δημοκρατικού καπιταλισμού’, Μετάφραση: Τουλγαρίδου Μαρίνα, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2016, σελ. 133.
[9] O συγγραφέας επισημαίνει τους όρους της κεφαλαιακής εμμένειας και τους πολιτικούς κινδύνους που ανακύπτουν από στρατηγικές μεγιστοποίησης του κεφαλαιοκρατικού κέρδους σήμερα.
[10] Μία ‘διεισδυτική’ ανάλυση του τρόπου λειτουργίας των ‘αγορών’, των όρων συγκρότησης και κίνησης του χρηματιστικού κεφαλαίου και των στρατηγικών επάλληλης και εμπρόθετης απόδοσης, των όρων της προσίδιας αντανάκλασης ενός κέρδους πέραν του κέρδους που εγγράφει όψεις μίας ‘άλλης’ ‘Πολιτειότητας’, προσφέρει ο Μάριος Εμμανουηλίδης στο δοκίμιο του με τίτλο ‘Οικονομία και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής. Η στρατηγική λειτουργία του ρατσιστικού Συστήματος’, στο: Εμμανουηλίδης Μάριος & Κουκουτσάκη Αφροδίτη, (επιμ.), ‘Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης’, Πρόλογος: Ψαρράς Δημήτρης, Εκδόσεις Futura, Αθήνα, 2013, ιδίως σελ. 30-51.
[11] Με όρους συγχρονικής επικαιρότητας εν καιρώ ενός εμπρόθετου λαϊκισμού της εναντίωσης στις ‘αδηφάγες’ ελίτ και της ανακατασκευής της έννοιας του ‘ανόθευτου’ και ‘θυματοποιημένου’ λαού, καθώς και εν καιρώ βαθιών κοινωνικών-πολιτικών μετατοπίσεων που μεταβάλλουν την αρχιτεκτονική ευρωπαϊκών κομματικών και πολιτικών συστημάτων.
[12] Βλέπε σχετικά, Κοντιάδης Ξενοφών, ‘Η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα…ό.π., σελ. 217.