Της Ελισσάβετ Σπυρίδου*, ψυχολόγος
Η «επανάκαμψη» των «κοινών», η δυναμική τους παρουσία, είτε χάρη και γύρω από τις δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας (ψηφιακά κοινά, κοινά γνώσης), είτε μέσα από αγώνες για την υπεράσπιση των «κοινών αγαθών» (γη, ενέργεια, νερό, κλπ.), είτε, τέλος, ως νέο επιστημονικό πεδίο (E. Ostrom), αποκαλύπτει πως τα «κοινά» ήταν πάντα εδώ και αναδεικνύει την σχέση εξάρτησης του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος από το «κοινό». Τις τελευταίες δεκαετίες, «χρήσιμες» στρεβλώσεις περί αυτοκαταστροφικής τραγωδίας των κοινών (G. Hardin) αμφισβητήθηκαν αποτελεσματικά (E. Ostrom), ενώ φωτίστηκε το πώς οι έρευνες που εδραίωσαν αυτήν την αμφισβήτηση, προσέφεραν σε διεθνείς οργανισμούς (ΟΗΕ, Παγκόσμια Τράπεζα) την απαραίτητη ειδική γνώση για ακόμα καλύτερη εξυπηρέτηση της καπιταλιστικής λογικής (G. Caffentzis). Η δύναμη της αφομοίωσης από ένα κυρίαρχο παράδειγμα είναι πάντα εντυπωσιακή συγχρόνως βρισκόμαστε σήμερα στο σημείο μιας αυξανόμενης συνειδητότητας, αφενός της διαχρονικής παρουσίας του «κοινού», αφετέρου της δύναμής του, όχι ως αφηρημένης έννοιας με θετικό πρόσημο, αλλά ως απτής, υλικής πραγματικότητας, συνεργασίας και συνύπαρξης. Ας τα δούμε πιο αναλυτικά :
1.«Η τραγωδία των Κοινών» του G. Hardin ή «το ξέφραγο αμπέλι»
Ο Garrett Hardin (αμερικανός καθηγητής ανθρώπινης οικολογίας, 1915-2003) αναπτύσσει στο περίφημο άρθρο του «The tragedy of the commons» [1], που δημοσιεύτηκε το 1968 στο περιοδικό Science, το επιχείρημα της “τραγωδίας των κοινών”. Βασικό πρόβλημα για τον Hardin ήταν η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού σε σχέση με τους πόρους της γης που είναι περιορισμένοι.
Ας σταθούμε λίγο στο άρθρο του Hardin καθώς έχει αποτελέσει κεντρικό σημείο αναφοράς για τις πολιτικές ιδιωτικοποίησης. Σήμερα μια απλή αναζήτηση στο academia.edu μας δείχνει πως πάνω από 6 εκατομμύρια επιστημονικά άρθρα χρησιμοποιούν τον όρο, ενώ αποτελεί τον τίτλο σε περισσότερα από 3 εκατομμύρια άρθρα.
Ο Hardin μας προσκαλεί να φανταστούμε ένα βοσκοτόπι το οποίο είναι κοινό, είναι δηλαδή προσβάσιμο σε όλους, και στο οποίο διάφοροι βοσκοί οδηγούν τα πρόβατά τους. Λόγω της φυσικής τους ροπής προς την αύξηση της ατομικής τους ωφέλειας, ο Hardin θεωρεί ότι κάθε βοσκός θα επιλέξει να αυξήσει το κοπάδι του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το ορθολογικά, σε οικονομικό επίπεδο, σκεπτόμενο άτομο (δηλαδή ιδιοτελώς σκεπτόμενο) να επιλέγει την εντατική χρήση και υπερεκμετάλλευση του (πεπερασμένου) πόρου καταναλώνοντας όση ποσότητα επιθυμεί (συνήθως ολοένα και μεγαλύτερη), απολαμβάνοντας όλο το όφελος από τη χρήση, ενώ επωμίζεται μόνο ένα μέρος από το συνολικό κόστος της. Αυτό οδηγεί στην σταδιακή υποβάθμιση του πόρου και εν τέλει στην καταστροφή, δηλαδή στην «τραγωδία των κοινών».
Η «τραγωδία» είναι λοιπόν αποτέλεσμα αφενός της ιδιοτελούς συμπεριφοράς, αφετέρου της απουσίας κατάλληλου θεσμικού πλαισίου για τη βιώσιμη διαχείριση του πόρου. Η μοναδική λύση, υποστηρίζει ο Hardin (1968), είναι η διαμόρφωση και απόδοση των περιουσιακών δικαιωμάτων είτε σε ιδιώτη (ιδιωτικοποίηση) είτε σε δημόσιους φορείς (κρατικοποίηση), δίνοντας έτσι στον ιδιοκτήτη τα κίνητρα και την εξουσία να επιβάλει την αποτελεσματική διατήρηση του πόρου.
Το σκεπτικό του Hardin παραπέμπει στον Thomas Hobbes (1588-1679), από τους πρώτους διανοητές-θεμελιωτές του σύγχρονου κράτους). Ο Άγγλος φιλόσοφος και συγγραφέας του «Λεβιάθαν», υπέθεσε ότι η φυσική κατάσταση και ροπή του ανθρώπου είναι ο εγωισμός που μοιραία τον οδηγεί στην καταστροφή. Μόνον ένας πανίσχυρος κρατικός μηχανισμός μπορεί να χαλιναγωγήσει τον εγωκεντρισμό και να εξασφαλίσει κοινωνική ειρήνη.
Ας διαβάσουμε τον σχολιασμό του David Harvey σχετικά με το επίμαχο άρθρο :
«Έχω χάσει τον λογαριασμό του πόσες φορές έχω συναντήσει το κλασικό άρθρο του Garrett Hardin για την «Τραγωδία των κοινών» να αναφέρεται ως το αδιάψευστο επιχείρημα για την ανώτερη απόδοση των ιδιωτικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας σε σχέση με τη χρήση της γης και των πόρων, και αυτό να αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη δικαιολογία για ιδιωτικοποιήσεις. Αυτή η λανθασμένη ανάγνωση …. Εάν τα ζώα κρατούνταν από κοινού, φυσικά, η μεταφορά δεν θα μπορούσε να ισχύει. Αυτό δείχνει ότι είναι η ιδιωτική ιδιοκτησία στα ζώα και η ατομική χρήση που μεγιστοποιεί την συμπεριφορά που βρίσκεται στην καρδιά του προβλήματος, παρά ο χαρακτήρας της κοινής ιδιοκτησίας των πόρων. Αλλά τίποτα από αυτά δεν ήταν το πρωταρχικό μέλημα του Hardin. Το ζήτημα που τον απασχολούσε ήταν η αύξηση του πληθυσμού. Η προσωπική απόφαση του να κάνεις παιδιά, φοβόταν ότι θα οδηγήσει τελικά στην καταστροφή των παγκόσμιων κοινών και στην εξάντληση όλων των πόρων (όπως έχει εξίσου υποστηρίξει και ο Malthus [Άγγλος κληρικός, διανοητής με επιρροή στην πολιτική φιλοσοφία και δημογραφία, 1766 – 1834]. Η μόνη λύση, σύμφωνα με την οπτική του, είναι ο αυταρχικός ρυθμιστικός έλεγχος του πληθυσμού.»[2]
- Παράδειγμα «τραγωδίας» : κρατική διαχείριση υπόγειων υδάτων στην ανατολική Θεσσαλία
Ας εξετάσουμε ένα παράδειγμα «τραγωδίας» που είναι αποτέλεσμα κρατικής διαχείρισης ενός πόρου.
Τα υπόγεια ύδατα αποτελούν τυπική περίπτωση κοινού πόρου που αφενός είναι ανταγωνιστικός στην κατανάλωση – η χρήση από κάποιον μειώνει τη διαθέσιμη ποσότητα για τους υπόλοιπους, αφετέρου χαρακτηρίζεται από αδυναμία αποκλεισμού – είναι ιδιαίτερα δύσκολο (δαπανηρό) να αποκλειστεί κάποιος από τη χρήση του.
Υπάρχει ένας συγκεκριμένος υδάτινος όγκος διαθέσιμος (πεπερασμένος στην περίπτωση των μη-ανανεώσιμων υπόγειων υδάτων) που αντλείται από έναν αριθμό χρηστών σε διαφορετικές γεωγραφικές θέσεις. Η πρόσβαση είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ελεγχθεί ώστε να αποτραπεί η αλόγιστη και υπέρμετρη χρήση, θέτοντας σε κίνδυνο τη συνολική γεωργική παραγωγή, τα αγροτικά εισοδήματα, και την οικονομία των περιοχών. Επιπρόσθετα, η κλιματική αλλαγή, με την άνοδο των θερμοκρασιών και τη μείωση των ετήσιων βροχοπτώσεων, εντείνουν τη ζήτηση για νερό (για γεωργική, βιομηχανική και οικιακή χρήση), καθιστώντας τα υπόγεια ύδατα ένα πολύτιμο πόρο σε συνθήκες έλλειψης (Mariolakos, 2007).
Όσον αφορά στην Ελλάδα, οι Νόμοι 1650/1986 περί ‘προστασίας του περιβάλλοντος’ και 1739/1987 περί ‘διαχείρισης των υδατικών πόρων’ αποτελούν την πρώτη σοβαρή προσπάθεια συγκρότησης ενός ολοκληρωμένου θεσμικού πλαισίου για τη βιώσιμη διαχείριση των υδάτων στη χώρα. Ωστόσο οι Νόμοι αυτοί εφαρμόστηκαν αποσπασματικά, κυρίως λόγω της αδυναμίας του κρατικού μηχανισμού να θέσει σε εφαρμογή ορισμένες από τις διατάξεις τους.
Η Κοινοτική Οδηγία Πλαίσιο για τα Ύδατα (WFD 2000/60/EΚ) διαμορφώνει το πλαίσιο δράσης των κρατών μελών της Ε.Ε. για την προστασία και τη διαχείριση του υδάτινων πόρων τους. Η μερική αυτή ενσωμάτωση οδήγησε την Ελλάδα τρεις φορές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ώσπου τελικά να εκδοθεί το Προεδρικό Διάταγμα 51/2007 το οποίο ολοκλήρωσε τις διαδικασίες εναρμόνισης της χώρας με την κοινοτική οδηγία. Ωστόσο, η καθυστέρηση αυτή δημιούργησε περαιτέρω καθυστερήσεις στην εφαρμογή των διατάξεων και στη ανάληψη των απαιτούμενων δράσεων (Sofios κ.ά., 2008), θέτοντας σε σοβαρό κίνδυνο την υλοποίηση του προγράμματος. Επιπλέον, η πρόσφατη οικονομική κρίση της χώρας με τα σκληρά μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν έθεσε υπό αμφισβήτηση την αναγκαιότητα του προγράμματος και ανέδειξε την αδυναμία των κρατικών φορέων (και της τοπικής αυτοδιοίκησης) να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του.
Επιτόπια έρευνα του Παν/μιου Θεσσαλίας εξετάζει, μεταξύ άλλων, τις αρδευτικές συνήθειες των αγροτών και διαπιστώνει πως μόνο 0,8% δρα με βάση καθαρά αλτρουιστικά κίνητρα (δηλαδή, συμπεριφέρεται έτσι ώστε να υπάρχει νερό διαθέσιμο στους υπόλοιπους). Η μελέτη αναφέρει πως ενώ οι χρήστες έχουν πλήρη επίγνωση της σοβαρότητας της κατάστασης, η έλλειψη μηχανισμών ελέγχου και επιβολής κυρώσεων από τη μια και η οπορτουνιστική/ορθολογική συμπεριφορά (ιδιοτελής) από την άλλη, εντείνουν το πρόβλημα και εμποδίζουν την ανάδειξη και εφαρμογή πιο καινοτόμων λύσεων (όπως αυτή της κοινοτικοποίησης). Σημαντικό παράγοντα αποτελεί επίσης η χαμηλή εξάρτηση μακροπρόθεσμα από τον πόρο. Πολλοί νέοι σκέφτονται να εγκαταλείψουν το επάγγελμα του αγρότη και να αποχωρήσουν από την περιοχή διαμορφώνοντας συνεπώς βραχυπρόθεσμο ορίζοντα σχέσεων με τους άλλους αγρότες και με τον πόρο.
H έρευνα αναδεικνύει ένα σημαντικό έλλειμμα εμπιστοσύνης, τόσο μεταξύ των γεωργών όσο και προς την πολιτεία, την απροθυμία των γεωργών να δεσμευτούν και να επενδύσουν σε μακροχρόνιες σχέσεις όσον αφορά στην αυτοδιαχείριση και προστασία του πόρου δημιουργώντας αμφιβολίες για το αν βιώσιμες δομές διακυβέρνησης μπορούν να στηριχθούν εξ ολοκλήρου (τουλάχιστον στην παρούσα φάση) στη συνεργασία και τη συμμετοχικότητα των χρηστών.[3]
- Παράδειγμα επιτυχούς κοινοτικής διαχείρισης ΠΚΔ (Πόροι Κοινής Δεξαμενής – common pool resources): Ιαπωνία (E. Ostrom)
Το 1990 εκδίδεται το βιβλίο της αμερικανίδας Elinor Ostrom «Governing the Commons : the evolution of institutions for collective action»[4] που εδραιώνει επιστημονικά το πεδίο των κοινών. Στην Ostrom απονέμεται το 2009 το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας για το συνολικό της έργο πάνω στα κοινά (ο θεσμός των Νόμπελ οικονομίας ξεκίνησε το 1968 και τα βραβεία δίνονται από σουηδική τράπεζα). Η έρευνά της αναδεικνύει την αποτελεσματικότητα των κοινών ως θεσμών διαχείρισης πόρων κοινής δεξαμενής.
Το νεότερο σύνολο θεσμών που αναλύει η Ostrom στο βιβλίο της «Η διαχείριση των κοινών» έχει ηλικία μεγαλύτερη των 100 χρόνων, ενώ η ιστορία του αρχαιότερου υπερβαίνει τα 1000 χρόνια. Οι θεσμοί αυτοί έχουν αντέξει ξηρασίες, πολέμους, λοιμούς και μεγάλες οικονομικές και πολιτικές αλλαγές. Η Ostrom μελετά πόρους ΠΚΔ (Πόροι Κοινής Δεξαμενής) που χαρακτηρίζονται, όπως και τα υπόγεια ύδατα του Θεσσαλικού κάμπου που συζητήσαμε παραπάνω, από ανταγωνισμό στη χρήση και αδυναμία αποκλεισμού.
Ένα από τα παραδείγματα που παρουσιάζει η Ostrom αφορά τη μακραίωνη διαχείριση κοινοτικών γαιών στα χωριά Χιράνο, Ναγκάικε και Γιαμανόκα στην Ιαπωνία. Οι κοινές αυτές γαίες (τρία εκατομμύρια εκτάρια) ρυθμίζονται από τοπικούς θεσμούς των χωριών εδώ και αιώνες. Η μελέτη του Ιαπωνικού παραδείγματος έχει γίνει από την Margaret McKean, η οποία αναφέρει πως δεν έχει «ακόμη ανακαλύψει ένα παράδειγμα κοινής γης που να υπέστη καταστροφή όσο ακόμα ήταν κοινή».
Πρόκειται για χωριά χτισμένα σε απόκρημνα βουνά με πολλά μικροκλίματα. Οι χωρικοί καλλιεργούν σε ιδιόκτητα χωράφια ρύζι, λαχανικά και εκτρέφουν άλογα. Οι κοινές γαίες παράγουν μεγάλη ποικιλία δασικών προϊόντων, ξυλεία, καλάμια για σκεπές και ύφανση, ζωοτροφές, λίπασμα από σάπια φυτά, καυσόξυλα, κάρβουνο. Το νοικοκυριό είναι η μικρότερη μονάδα αναφοράς. Το kumi που συγκροτείται από διάφορα νοικοκυριά αποτελεί μονάδα υπολογισμού και κατανομής της κοινής γης. Κάθε χωριό διαθέτει προσεκτικά καταγεγραμμένο και καθορισμένο αριθμό νοικοκυριών. Δικαιώματα πρόσβασης στα κοινά κτήματα αναγνωρίζονται μόνο στις μονάδες του νοικοκυριού, όχι στα άτομα. Νοικοκυριά με πολλά μέλη δεν διαθέτουν κάποιο πλεονέκτημα. Η αύξηση πληθυσμού είναι εξαιρετικά μικρή και τα μοτίβα ιδιοκτησίας σταθερά. Μπορούμε να υποθέσουμε εδώ την πιθανή σύνδεση ελέγχου του πληθυσμού από τη σχέση που διαμορφώνει η κοινότητα με τον πόρο.
Στις συνελεύσεις του χωριού διαμορφώνονται λεπτομερείς κανόνες δικαιοδοσίας : τρόποι και ποσότητα που μπορεί να αντλήσει κάθε νοικοκυριό από τη κοινή γη και κάτω από ποιες συνθήκες. Οι κανόνες είναι προσαρμοσμένοι στις ανάγκες του συγκεκριμένου περιβάλλοντος, στους συγκεκριμένους οικονομικούς ρόλους που τα διάφορα δασικά προϊόντα παίζουν στην τοπική οικονομία και στην ανάγκη να ελαχιστοποιηθούν τα κόστη επιτήρησης της εργασίας, της άντλησης μονάδων πόρων και της συμμόρφωσης με τους κανόνες.
Αξίζει να παραθέσουμε την καταγραφή της McKean σχετικά με τους κανόνες συγκομιδής για την κατανομή της χειμερινής ζωοτροφής ενός χωριού από περιορισμένο απόθεμα :
«…σε κάθε kumi αποδίδεται μια ζώνη ανάλογα με ένα ετήσιο περιστροφικό σχέδιο και κάθε νοικοκυριό πρέπει να στείλει έναν, μόνον έναν, ενήλικα. Την καθορισμένη ημέρα κάθε αντιπρόσωπος παρουσιάζεται στη ζώνη που αναλογεί στο kumi του, στο κοινό κτήμα χειμερινής ζωοτροφής, και περιμένει το σήμα της καμπάνας του ναού να ξεκινήσει να κόβει χορτάρι…Το χορτάρι αφηνόταν να στεγνώσει…και έπειτα δύο αντιπρόσωποι από κάθε νοικοκυριό έμπαιναν στο κοινό κτήμα ζωοτροφής για να δέσουν το χορτάρι σε ίσα δεμάτια. Το μερίδιο κάθε kumi συγκεντρωνόταν και μετά μοιραζόταν σε σωρούς ανά νοικοκυριό. Κάθε νοικοκυριό στη συνέχεια έπαιρνε το σωρό του με κλήρωση.»[5]
- Αρχές Σχεδιασμού ανθεκτικών στον χρόνο ΠΚΔ (E. Ostrom)
Ο Γ. Λιερός στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του «Κοινά, Κοινότητες, Κοινοκτημοσύνη, Κομμουνισμός» συμπυκνώνει κάποια από τα συμπεράσματα της Ostrom και μας προετοιμάζει για την καλύτερη κατανόηση των αρχών που καταγράφει το έργο της στα παραδείγματα επιτυχημένων κοινών :
«Η Ostrom γνωρίζει καλά ότι «η μέτρηση των οφελών και των κοστών δεν είναι εύκολη». Πολλά από αυτά, στα πραγματικά περιβάλλοντα, δεν υπολογίζονται σε χρήμα. Mόνο οι παραγωγοί και οι χρήστες των κοινών, και όχι άτομα που βρίσκονται σε ένα διοικητικό κέντρο, μπορούν να υπολογίσουν όλη τη γκάμα από οφέλη και κόστη σε χρήμα ή όχι. Σε όσους είναι εξωτερικοί προς την κατάσταση δεν είναι διαθέσιμη η πληροφόρηση για τα οφέλη και το κόστος που δεν μπορούν να καταγραφούν ή να συνοψιστούν. Συνήθως υπολογίζεται μόνο το κόστος παραγωγής για τα άτομα ή τις εταιρείες, ενώ αγνοείται το κόστος συγκρότησης και λειτουργίας του αναγκαίου θεσμικού πλαισίου εντός του οποίου γίνεται η παραγωγή.
Η σχέση κόστους-οφέλους, σύμφωνα με την Όστρομ, επηρεάζεται αποφασιστικά από τα πρότυπα συμπεριφοράς και τα γενικότερα χαρακτηριστικά των παραγωγών και χρηστών των κοινών. Οι θεσμοί ΠΚΔ μπορούν να είναι επιτυχημένοι και να μακροημερεύσουν, όταν οι άνθρωποι που τους απαρτίζουν αλληλεπιδρούν και σε άλλες καταστάσεις, πέρα από τη νομή του ΠΚΔ, δεν διαφέρουν σημαντικά ως προς την ιδιοκτησία, τις ικανότητες και τις γνώσεις, έχουν μοιραστεί ένα παρελθόν και αναμένεται να μοιραστούν ένα μέλλον, όταν εμπλέκονται σε δίκτυα σχέσεων που εξαρτώνται από τη δημιουργία και τη συντήρηση της καλής φήμης, όσον αφορά την τήρηση υποσχέσεων και αποδοκιμάζουν την αδιαφορία για το μέλλον και την επιδίωξη βραχυπρόθεσμου κέρδους έναντι του μακροπρόθεσμου οφέλους. Στο όριό της, η κατάσταση θα επαληθεύει με τραγικό τρόπο τα μοντέλα του διλήμματος του φυλακισμένου ή της τραγωδίας των κοινών, τα οποία δυστυχώς είναι έγκυρα σε εμπειρικές καταστάσεις που προσεγγίζουν τις θεωρητικές τους συνθήκες : μικρή αμοιβαία εμπιστοσύνη, αδυναμία επικοινωνίας ή σύναψης δεσμευτικών συμφωνιών.[6]
Η Ostrom μελετώντας ένα μεγάλο αριθμό διεπιστημονικών ερευνών – της δικής της ομάδας αλλά και πληθώρας άλλων ερευνητών – διαπιστώνει κάποιες ομοιότητες ανάμεσα σε αυτοοργανωμένους θεσμούς Πόρων Κοινής Διαχείρισης (ΠΚΔ) που αντέχουν στο χρόνο και οδηγείται στη διατύπωση οκτώ αρχών σχεδιασμού που χαρακτηρίζουν αυτούς τους θεσμούς :
- Ξεκάθαρα καθορισμένα όρια: Τα σύνορα της κοινότητας και τα όρια του ΠΚΔ είναι προσδιορισμένα με ακρίβεια, καθώς και το ποιοι έχουν το δικαίωμα να τον χρησιμοποιούν. Τα χαρακτηριστικά του ίδιου του πόρου είναι σημαντικά : πόροι με σαφή όρια και μικρό μέγεθος είναι πολύ πιο εύκολα διαχειρίσιμοι.
- Αρμονία κανόνων οικειοποίησης και παροχής με τις τοπικές συνθήκες: Οι κανόνες της συλλογικής διαχείρισης χρειάζεται να συμφωνούν με τις τοπικές ανάγκες και συνθήκες. Οι κανόνες οικειοποίησης και παροχής των μονάδων πόρου έχουν προσαρμοστεί στις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε περιβάλλοντος.
- Διακανονισμοί συλλογικής επιλογής: Τα άτομα που επηρεάζονται από τους κανονισμούς διαχείρισης των πόρων μπορούν να συμμετέχουν στην διαμόρφωση και τροποποίησή τους.
- Επιτήρηση: Ο κοινωνικός έλεγχος πραγματοποιείται μέσα στα σύνορα της κοινότητας. Τα μέλη της είναι υπεύθυνα για την εφαρμογή του. Οι επιτηρητές, οι οποίοι ελέγχουν την κατάσταση του ΠΚΔ και τη συμπεριφορά των οικειοποιητών, είναι υπόλογοι στους οικειοποιητές ή είναι οι ίδιοι οι οικειοποιητές.
- Κλιμακούμενες κυρώσεις: Χρήση διαβαθμισμένων ποινών για όσους καταπατούν τους κανόνες. Στους οικειοποιητές που παραβαίνουν τους κανόνες επιβάλλονται συνήθως κλιμακούμενες κυρώσεις, ανάλογες με τη σοβαρότητα της παράβασης, είτε από τους άλλους οικειοποιητές, είτε από επιτηρητές είτε και από τους δύο.
- Μηχανισμοί επίλυσης των διαμαχών: Θεσμούς εύκολα προσβάσιμους και χαμηλού κόστους για την επίλυση διχογνωμιών – συγκρούσεων – προβλημάτων.
- Ελάχιστη αναγνώριση του δικαιώματος οργάνωσης: Το δικαίωμα της αυτοθέσμισης των μελών της κοινότητας, να επινοούν δηλαδή τους δικούς τους θεσμούς πρέπει να γίνεται σεβαστό από εξωτερικές δομές εξουσίας (διοικητικές αρχές).
Για τους ΠΚΔ που είναι τμήματα μεγαλύτερων συστημάτων :
- Ενσωματωμένες επιχειρήσεις: Η οικειοποίηση, η παροχή, η επιτήρηση, η εφαρμογή, η επίλυση διαμαχών και οι δραστηριότητες διοίκησης είναι οργανωμένες σε πολλαπλά επίπεδα. Ένα μεγάλο αυτοδιαχειζόμενο οικοδόμημα έχει πολλαπλά επίπεδα, με μικρές εμφωλευμένες αυτοδιαχειριζόμενες μονάδες στη βάση του, και κλιμακωτά δημιουργείται το αλληλοσυνδεόμενο σύστημα. (πολυκεντρκή οργάνωση)[7]
Ανακεφαλαιώνοντας μπορούμε να πούμε πως ως προς τα χαρακτηριστικά των χρηστών φαίνεται να έχουν καλύτερα αποτελέσματα ομοιογενείς, μικρές κοινότητες χρηστών με εμπειρία αυτο-οργάνωσης, με ισχυρές κοινωνικές σχέσεις που βασίζονται στην εμπιστοσύνη, και κοινωνικά πρότυπα/ήθη που προάγουν τη συλλογική δράση και την αειφορία. Ως προς τη δομή διακυβέρνησης (δηλαδή τις θεσμικές ρυθμίσεις για τη διαχείριση του κοινού) λειτουργούν καλύτερα απλοί και κατανοητοί κανόνες, οι οποίοι διαμορφώνονται τοπικά από τους ίδιους τους χρήστες, με εσωτερικές και χαμηλού κόστους διαδικασίες ελέγχου και επιβολής. Όσον αφορά στο εξωτερικό περιβάλλον, απαιτείται ένα ξεκάθαρο, απλό και υποστηρικτικό θεσμικό-νομικό πλαίσιο (με θεσμοθετημένες κυρώσεις) και στήριξη του εγχειρήματος από τις τοπικές αρχές. Τέλος, συντελούν στην ορθή διαχείριση του πόρου ο μεγάλος βαθμός εξάρτησης των χρηστών από αυτόν (τόσο η παρούσα όσο και οι μελλοντικές γενιές) και η άμεση απειλή εξάντλησής του.
- Κοινές γαίες (common lands) στην Αγγλία πριν από τους Νόμους Περίφραξης (enclosure acts)
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διαβάσουμε τη σημείωση της Ostrom προς το τέλος του βιβλίου της σχετικά με τις ομοιότητες που διαπιστώνει ανάμεσα στις προαναφερθείσες αρχές λειτουργίας των ΠΚΔ που αποτέλεσαν το αντικείμενο μελέτης της και τη λειτουργία των κοινών γαιών κατά τον βρετανικό φεουδαρχικό μεσαίωνα :
«Ήλπιζα να συμπεριλάβω μια ανάλυση της μακροβιότητας των «κοινών γαιών» (common lands) στη φεουδαρχική και μεσαιωνική Αγγλία. Οι περίφημοι «νόμοι περίφραξης» (enclosure acts) της βρετανικής ιστορίας έχουν παρουσιαστεί σε πολλά ιστορικά βιβλία ως η λογική εξάλειψη ενός φανερά ανεπαρκούς θεσμού, που είχε διατηρηθεί εξαιτίας μιας απαράδεκτης προσκόλλησης στο παρελθόν για μια εξαιρετικά μεγάλη χρονική περίοδο. Οι νεότεροι όμως ιστορικοί της οικονομίας έχουν παρουσιάσει μια εντελώς διαφορετική εικόνα για τα αγγλικά συστήματα μίσθωσης της γης πριν τους νόμους περίφραξης, καθώς και για τη διαδικασία επιβολής των περιφράξεων. Πολλοί από τους θεσμούς για τα τιμάρια έχουν μεγάλες ομοιότητες με τους θεσμούς που αντέχουν στο χρόνο οι οποίοι περιγράφονται σε αυτό το κεφάλαιο : ένας σαφής καθορισμός του ποιος έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τους κοινούς πόρους, καθορισμένα όρια (περιορισμοί) στις χρήσεις που επιτρέπεται να γίνουν, χαμηλού κόστους μηχανισμοί επιβολής, τοπικοί στίβοι κατασκευής κανόνων για την αλλαγή των θεσμών στο χρόνο, ώστε να ανταποκρίνονται στις περιβαλλοντικές και οικονομικές αλλαγές. Οι θεσμοί ιδιοκτησίας των κοινών εδαφών μεταφέρθηκαν στη Νέα Αγγλία όπου άνθησαν για περίπου εκατό χρόνια.»[8]
- Κοινωνιοβιολογία & η διεύρυνση των αρχών της Ostrom
Στο άρθρο «Γενικεύοντας τις κεντρικές αρχές σχεδιασμού για την αποτελεσματικότητα των ομάδων»[9], οι David Sloan Wilson (Παν/μιο Bingham, Ν.Υ., ΗΠΑ), E.Ostrom, M.Cox, δείχνουν πως οι αρχές της Ostrom μπορούν να γενικευτούν υπό δύο έννοιες : Πρώτον, αποτελούν απόρροια της εξελικτικής δυναμικής της συνεργασίας σε όλα τα είδη και την εξελικτική ιστορία του είδους μας. Δεύτερον, λόγω του γενικού θεωρητικού τους χαρακτήρα (generality), μπορεί να υποστηριχθεί πως οι αρχές αυτές έχουν μεγαλύτερο εύρος εφαρμογής από εκείνο των ομάδων ΠΚΔ και αφορούν σχεδόν κάθε περίσταση όπου οι άνθρωποι πρέπει να συνεργαστούν και να συντονιστούν για να επιτύχουν κοινούς σκοπούς. Για τους δύο αυτούς λόγους, οι αρχές μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρακτικός οδηγός για την αύξηση της αποτελεσματικότητας των ομάδων, παρόλο που συνήθως για την εφαρμογή τους απαιτείται προσαρμογή στα εκάστοτε συγκεκριμένα δεδομένα.
Όταν μια ομάδα απαντά στις βασικές αρχές σχεδιασμού, οι ευκαιρίες για κάποια μέλη να κερδίσουν εις βάρος των άλλων περιορίζονται δραματικά. Αν κάποιος καταφέρει κάτι, θα το καταφέρει ως ομάδα όχι ως άτομο και αυτό αποτελεί την μοναδική επιλογή. Αυτή είναι η βασική προϋπόθεση για μια μείζονα εξελικτική μετάβαση σε κάθε είδος. Υπάρχει μια εντυπωσιακή αντιστοιχία ανάμεσα στις αρχές που εξήγαγε η Ostrom από τις ομάδες ΠΚΔ και τις συνθήκες που ευθύνονται για την εξέλιξή μας ως συνεργατικό είδος εξ’ αρχής.
Στο άρθρο παρουσιάζονται διάφορες περιπτώσεις μελέτης, όπως σχολεία, φυλακές, αναγέννηση μιας υποβαθμισμένης πόλης, κλπ που ανταποκρίνονται στις αρχές αυτές.
*Η Ελισσάβετ Σπυρίδου έχει σπουδάσει ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, με μεταπτυχιακό στην ψυχοπαθολογία. Εργάζεται ως ψυχοθεραπεύτρια ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης. Δραστηριοποιείται σε πρωτοβουλίες πολιτών και διερευνά ζητήματα που αφορούν στη συμμετοχική δημοκρατία, τα κοινά και το δίκαιο. Διατηρεί blog στο σύνδεσμο : meta-post.com
Ευχαριστίες :
Η συγγραφή του κειμένου έγινε στο πλαίσιο της «ομάδας αυτομόρφωσης για το Κεφάλαιο του Μαρξ» την οποία ευχαριστώ για τη συμβολή της. https://daskapital.espivblogs.net/
[1]G. Hardin, The tragedy of the Commons, Science 13 Dec 1968 : Vol. 162, Issue 3859, σελ. 1243-1248,http://science.sciencemag.org/content/162/3859/1243
[2] D. Harvey, Η δημιουργία των Αστικών Κοινών, από το βιβλίο Harvey, D., 2012. Rebel cities: from the right to the city to the urban revolution, Verso: London-NY, http://www.rebelnet.gr/articles/view/the-creation-of-the-urban-commons
[3] Π. Αρβανιτίδης, Φ. Νασιώκα, Σοφία Δημογιάννη, Από την κρίση στα κοινά: Zητήματα αυτοδιαχείρισης στον αγροτικό τομέα, Περιοδικό Αειχώρος, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2018 http://www.aeihoros.gr/article/el/apo-tin-krisi-sta-koina-zitimata-autodiaxeirisis-ston-agrotiko-tomea
[4] E. Ostrom, Η διαχείριση των κοινών πόρων, εκδ. Καστανιώτη, 2002, (τίτλος πρωτότυπου : E. Ostrom, Governing the Commons, Cambridge University Press, 1990)
[5] E. Ostrom, ό.π. σελ.112
[6] Γ.Λιερός, Κοινά, Κοινότητες, Κοινοκτημοσύνη, Κομμουνισμός, εκδ. Καστανιώτη, 2016, σελ. 44-45
[7] Μπορεί κανείς να διαβάσει τις “αρχές σχεδιασμού που χαρακτηρίζουν τους θεσμούς ΠΚΔ που αντέχουν στον χρόνο” όπως τις διατυπώνει η ίδια η Ostrom στη σελίδα 142 του βιβλίου της “Η διαχείριση των Κοινών”, ό.π.
[8] E.Ostrom, ό.π., σημείωση 3, σελ. 327-328
[9] David Sloan Wilson, Elinor Ostrom, Michael E. Cox, Generalizing the core design principles for the efficacy of groups, Journal of Economic Behavior & Organization, 30 November 2012 https://www.martinwilks.com/wp-content/uploads/2015/11/Generalizing-the-Core.pdf
Πηγή: meta-post.com
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.