Ράνια Ζαχαριάδου,
Απόφοιτος Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής,
Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Κάτοχος Μεταπτυχιακού διπλώματος «Κοινωνιολογία της Παιδικής Ηλικίας και Δικαιώματα του Παιδιού»
Μια νέα κοπέλα του «δυτικού πολιτισμού» δηλώνει δημόσια πως κάθε γυναίκα έχει δεχθεί «ένα χαστούκι, πάνω σε καβγά». Λίγες μέρες πριν, μια άλλη γυναίκα βρίσκεται νεκρή και πιθανόν κακοποιημένη. Άντρας της τοπικής πολιτικής σκηνής δηλώνει πως το θύμα «δεν ήταν αυτό που λέγεται», είχε ερωτικές επαφές με μετανάστες, έκανε «κακές παρέες» και, στην τελική, γιατί μπήκε σε ένα βαν με δύο άντρες; Δεν είναι η πρώτη φορά.
Τη μία ακούμε “ήταν ιερόδουλη”. Την άλλη: “είδες πως ήταν ντυμένη;! Τα ήθελε!”. Αν δε ο δράστης είναι Πακιστανός ή άλλης εθνικότητος, έχουμε έτοιμη ακόμη μια «καραμέλα»: «Είδες;! Αυτοί οι βρομιάρηδες δε σέβονται τις γυναίκες! Όλοι αυτοί οι ξένοι φταίνε!»
Και τώρα; Τώρα που οι φερόμενοι ως δράστες της δολοφονίας είναι δυο νεαρά άτομα 19 και 21 ετών; Τώρα που ο ένας εκ των δύο είναι Έλληνας; Τι θα πούμε τώρα;
Μήπως ήρθε η ώρα να κουράσουμε τη σκέψη μας λίγο παραπάνω;
Λέξεις όπως πατριαρχία και σεξισμός έρχονται ως πρώτες σκέψεις στο μυαλό, χωρίς όμως να επαρκούν για μια βαθύτερη ανάλυση τέτοιων συμπεριφορών. Πως φτάνεις να πιστεύεις ότι δικαιούσαι να παίρνεις πάντα αυτό που θέλεις χωρίς να σέβεσαι τα θέλω των άλλων; Τι σε κάνει να νομίζεις πως μπορείς να χρησιμοποιείς τη δύναμή σου ως μέσω επιβολής; Πως το νήπιο που χαϊδεύει ένα άλλο νήπιο που κλαίει, καταλήγει θύτης που δε συγκινείται από τον πόνο του θύματός του; Πότε και πως αρχίζουμε να κανονικοποιούμε την κάθε μορφή βίας; Η τελευταία αυτή ερώτηση μπορεί, ίσως, να αποτελέσει την αρχή του σύνθετου αυτού κουβαριού και τη βαθύτερη ουσία του. Πότε, λοιπόν, «γνωρίζεται» κάποιος με τη βία και τι επιδράσεις μπορεί να έχει αυτή η «γνωριμία»;
Μιλώντας για την πρώτη επαφή με τη βία, συχνά η κουβέντα κινείται γύρω από την παιδική κακοποίηση και τον ορισμό της, ο οποίος ποικίλει από κοινωνία σε κοινωνία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ θα μπορούσε να αποτελεί το χαστούκι που αρκετά παιδιά έχουν δεχθεί μέσα στην οικογένειά τους. Σε κοινωνίες όπως η Ελληνική το χαστούκι ή κάποιο αντίστοιχο χτύπημα/μάλωμα δε θεωρείται κακοποίηση και δεν επιφέρει νομικές συνέπειες, αντίθετα με σκανδιναβικές και άλλες χώρες. Αντίστοιχα, σε ορισμένες κοινωνίες το ένα χαστούκι ακολουθείται όχι μόνο από ένα δεύτερο ή και τρίτο, αλλά και από χτυπήματα διαφορετικού τύπου (π.χ. κλωτσιά, χρήση ζώνης κλπ), που όμως για τις εν λόγω κοινωνίες δεν θεωρούνται κακοποίηση, αλλά τρόπος σωφρονισμού και διαπαιδαγώγησης χωρίς νομικές επιπτώσεις. Πέρα, όμως, από τις νομικές πτυχές του θέματος, ενδιαφέρον έχουν και τα κοινωνικά κατάλοιπα τέτοιων πρακτικών.
Η οικογένεια είναι ο πρώτος σταθμός στη ζωή των περισσότερων παιδιών, το μέρος όπου θεωρητικά νιώθουν ασφάλεια και περιβάλλονται από άτομα που τα αγαπούν, τα προστατεύουν και νοιάζονται για το καλό τους. Επομένως, η όποια σωματική τιμωρία θεωρείται πως έχει ως στόχο το καλό του δέκτη (του ανήλικου δηλαδή), αφού προκύπτει εξαιτίας μια δικής του λάθος συμπεριφοράς και επιβάλλεται από τον πιο δυνατό/ισχυρό που το αγαπά και ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το καλό του. Παράλληλα, η βία αυτή θεωρείται αυτόματα αποδεκτή, καθώς συμβαίνει στο πλαίσιο της κανονικότητας και της καθημερινότητας, και γίνεται εμφανές πως ο πιο δυνατός επιτρέπεται να χρησιμοποιεί τέτοια μέσα προκειμένου να επιβάλει αυτό που θέλει (π.χ. την ησυχία στο σπίτι κ.α.) ή και ως μια κακή στιγμή όπου ο δυνατότερος, με κάποια αφορμή πάντα, δικαιούται να χάσει τον έλεγχο και την υπομονή του. Φυσικά, υπάρχουν πολλές ακόμα επιπτώσεις που μπορούν να προκύψουν με τη χρήση της σωματικής τιμωρίας κατά την παιδική ηλικία (0 – 18 ετών). Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, έχουν γραφτεί πολλά αναφορικά με το ζήτημα αυτό από διαφορετικές επιστήμες, όπως η παιδαγωγική, η ψυχολογία και η κοινωνιολογία. Όλα αυτά έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αξίζουν την προσοχή μας, ωστόσο από μόνα τους δε φαίνεται να επαρκούν για να λύσουν όλες τις προαναφερθείσες απορίες και να εξηγήσουν ολοκληρωτικά το φαινόμενο της κανονικοποίησης της βίας.
[irp]
Σκεπτόμενοι την παιδική ηλικία εύκολα σκέφτεται κανείς τις επιδράσεις που έχουν τα παιδιά από το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μεγαλώνουν και διαμορφώνονται. Οι διάφορες κοινωνικές κατασκευές, τα έμφυλα στερεότυπα και τα πολιτιστικά χαρακτηρίστηκα του εκάστοτε λαού επιδρούν από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ζωής ενός ανθρώπου και τον ακολουθούν ως ότου – και εάν- ο ίδιος κάποια στιγμή καταφέρει να απαλλαγεί από αυτά. Από το γαλάζιο φορμάκι, έως και τους ρόλους καρικατούρα μέσα από τις τηλεοπτικές σειρές για κάθε τι διαφορετικό (ομοφυλόφιλα άτομα, μετανάστες κ.α.), η καθημερινότητά των πολιτών κάθε ηλικίας βομβαρδίζεται από στερεότυπα, που σταδιακά και σταθερά τους αποδίδονται βιολογικά και φυσικά χαρακτηρίστηκα, συμβάλλοντας στην κανονικοποίηση και την άκριτη αποδοχή τους ως κάτι φυσικό, κάτι de facto. Πόσες φορές έχουμε επιβραβεύσει ένα αγοράκι για τη δύναμή του και ένα κοριτσάκι για το ντύσιμό του; Πόσες φορές έχουμε ακούσει, είτε μέσα σε παρέες, είτε και από τηλεοπτικές εκπομπές, αντιλήψεις όπως «οι γυναίκες όταν λένε όχι, εννοούν ναι»; Σε πόσα βιβλία-νουβέλες ο βιαστής μένει ατιμώρητος και μάλιστα συγχωρείται από το θύμα του; Πόσες δυνατές ερωτικές σκηνές της ελληνικής τηλεόρασης έχουν ξεκινήσει με ένα χαστούκι του πρωταγωνιστή προς την πρωταγωνίστρια; Πόσες φορές έχουν ειπωθεί φράσεις όπως «ε, άντρας είναι και αυτός, τι να κάνει;», «μα με τέτοιο ντύσιμο τι περίμενε;», «τι δουλειά είχε να μιλάει και να πίνει με αγνώστους;» και πολλά παρόμοια μέσω των οποίων επιρρίπτουμε ευθύνες για κάθε ερωτική επαφή στη γυναίκα που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την προκάλεσε και άρα ευθύνεται για αυτήν. Έτσι, υλοποιείται μια προσπάθεια να δικαιολογήσουμε συμπεριφορές μέσω της βιολογίας, ενώ ταυτόχρονα μεταφέρουμε την ευθύνη από το θύτη στο θύμα. Και αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά παραδείγματα που απαντώνται στην ελληνική –και όχι μόνο- καθημερινότητα.
Ένα κορίτσι μεγαλώνει ακούγοντας πόσο όμορφη είναι, παρακολουθώντας διαφημίσεις με γυναίκες να καθαρίζουν και να μαγειρεύουν, δεχόμενη σχόλια για το θηλυκό της ντύσιμο και μαθαίνοντας τόσο από την οικογένεια, όσο και από το σύνολο της κοινωνίας πως εκείνη είναι πιο συναισθηματική, λιγότερο καλή στις θετικές επιστήμες και πιο αδύναμη από τους άρρενες φίλους, συμμαθητές και συμπολίτες της. Ταυτόχρονα, ένα αγόρι μεγαλώνει ακούγοντας πως είναι δυνατός και πως δεν πρέπει να κλαίει, ενώ παροτρύνεται να συνάψει ερωτικές σχέσεις από νεαρή ηλικία ως επικύρωση του αντρισμού του. Παράλληλα – όπως ήδη αναλύθηκε – και τα δύο αυτά παιδιά διαμορφώνονται μέσα σε ένα οικογενειακό και κοινωνικό πλαίσιο όπου η βία είναι αποδεκτή ως μέσω επιβολής και πειθαρχίας και ο άντρας είναι η «κεφαλή» της οικογένειας που δικαιούται να έχει πάντα τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Όλα όσα προαναφέρθηκαν ήταν και παραμένουν αναπόσπαστα στοιχεία της κοινωνίας μας που συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση κοινωνικών κατασκευών, όπως το κοινωνικό φύλο, και διαμορφώνουν τις πεποιθήσεις μας για τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας.
Σαφώς, τίποτα από όσα διατυπώθηκαν εδώ δε μπορεί να θεωρηθεί πως θέτει το άτομο σε ένα μονόδρομο προς την αποδοχή της βίας. Σίγουρα, υπάρχουν πολλές ακόμα οπτικές γωνίες του θέματος, που μπορούν να προσθέσουν το δικό τους λιθαράκι σε αυτήν τη συζήτηση, και πολλές ιδέες για το σχεδιασμό και την εφαρμογή πολιτικών καταπολέμησης τέτοιων φαινομένων και αποδόμησης των αντίστοιχων στερεοτύπων. Καθώς, όμως, το ζήτημα αυτό αποτελεί ένα μείζον κοινωνικό πρόβλημα, πιστεύω ακράδαντα πως αξίζει να ανοίξει ένας εποικοδομητικός διάλογος για τις αιτίες και τους πιθανούς τρόπους αντιμετώπισής του.
[irp]