Ιωάννα Λάνου Καράπα
Κοινωνιολόγος
Η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου το οποίο οδήγησε στην οικονομική κρίση του 2008, η παρέμβαση των υπερεθνικών οργανισμών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην εθνική κυριαρχία των κρατών μέσω της επιβολής προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, η άνοδος ακροδεξιών κομμάτων και η έξαρση φαινομένων βίας που αυτή συνοδεύει, συνθέτουν ένα ντόμινο συλλογισμών που τελικά καταλήγει στο εξής ερώτημα: Είναι εφικτή η δημοκρατία σήμερα και αν ναι, τι μορφή μπορεί να έχει;
Η αμφισβήτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας ξεκινά να εντείνεται στα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Η δημοκρατική θεωρία, μέσα στο νεοφιλελεύθερο οικονομικό πλαίσιο, ταυτίζει τον καταναλωτή με τον ψηφοφόρο, ο οποίος επιλέγει ορθολογικά και συμφεροντολογικά τον πολιτικό του αντιπρόσωπο. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει καταντήσει α) μια ψηφοκεντρική δημοκρατία, όπου ο ρόλος του πολίτη είναι αποδυναμωμένος και περιορίζεται στην άσκηση του εκλογικού του καθήκοντος β) μια δημοκρατία που στοχεύει στην ανάδειξη ηγετών και εν τελεί σε μια τυπική νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος.
Η επαγγελματικοποίηση της πολιτικής, η διάβρωση του δημοσίου χαρακτήρα της πολιτικής επιχειρηματολογίας η οποία εξαντλείται στις άνευ ιδεολογικού και ουσιαστικού περιεχομένου ατάκες των πολιτικών στα τηλεοπτικά κανάλια και η παραπληροφόρηση από τα ΜΜΕ που δρουν ως εκπρόσωποι ιδιωτικών συμφερόντων έχουν συμβάλλει στην περαιτέρω περιθωριοποίηση του πολίτη, ο οποίος απογοητευμένος από τους δημοκρατικούς θεσμούς στην καλύτερη περίπτωση στρέφεται προς μια σφαίρα ιδιωτείας και στη χειρότερη σε ακραίες δυνάμεις, συνήθως εχθρικές προς την δημοκρατία.
Στον αντίποδα αυτής της μορφής δημοκρατίας βρίσκεται η διαβουλευτική δημοκρατία. Το μοντέλο της διαβουλευτικής δημοκρατίας στοχεύει στον ποιοτικό μετασχηματισμό της ψηφοκεντρικής δημοκρατίας, γειτνιάζει στη φιλοσοφία της δημόσιας διαβούλευσης και αποτελεί μια μαξιμαλιστική αντίληψη η οποία αντιλαμβάνεται τη σύγχρονη παθητική αντιπροσωπευτική φιλελεύθερη δημοκρατία στα πλαίσια ενός ριζοσπαστικού και ενίοτε επαναστατικού μετασχηματισμού όχι μόνο του θεσμικού κράτους αλλά κυρίως και πρωτίστως της κοινωνίας των πολιτών. Είναι ένα ισχυρό αίτημα για αμεσότερη δημοκρατία, το οποίο δεν καταλύει την εκλογική της υπόσταση, αντίθετα την εμπλουτίζει και ενδυναμώνει την ποιότητα της. Ο στόχος της διαβουλευτικής δημοκρατίας μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: H μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή, του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού πολιτών, στο μεγαλύτερο δυνατό αριθμό υποθέσεων ώστε να μεταβούμε από τον πολίτη της εκλογικής στιγμής στον πολίτη της κάθε στιγμής.
Η ευρέως διαδεδομένη διαπαιδαγώγηση των πολιτών στις βασικές πλευρές της συνταγματικής δημοκρατικής διακυβέρνησης, η πλήρης ενημέρωσή τους για τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που καλούνται να λάβουν αποφάσεις, η ανοιχτή, επαρκής και αμερόληπτη πληροφόρηση, το δημόσιο συμφέρον και η δίκαιη διαδικασία (όλοι οι πολίτες συμμετέχουν ελεύθερα και ισότιμα) συνθέτουν ένα ασφαλές κανονιστικό πλαίσιο για τη διεκπεραίωση της διαβουλευτικής διαδικασίας.
Η θεσμοποίηση του διαβουλευτικού στοιχείου στις σύγχρονες μαζικές δημοκρατίες υλοποιείται μέσω μιας σειράς διαβουλευτικών θεσμών: συνελεύσεις γειτονιάς και πρωτοβουλίες κατοίκων, τηλεοπτικές συνελεύσεις πόλεων, ημέρες διαβούλευσης, επιτροπές πολιτών με διαρκή συμμετοχή σε κοινοβουλευτικές διαδικασίες για ζητήματα εθνικού χαρακτήρα καθώς και επιτροπές συμμετοχής στη λήψη δικαστικών αποφάσεων και στην αξιολόγηση του δικαστικού σώματος, αξιοποίηση των ήδη υπαρχόντων θεσμών όπως το δικαίωμα της απεργίας, η διενέργεια δημοψηφισμάτων, οι διαδηλώσεις, η υποβολή αναφορών σύμφωνα με το άρθρο 69 του συντάγματος, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση και η διαφάνεια, η πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα, η αξιοποίηση της τεχνολογίας για το συντονισμό και τη διάδοση συλλογικών δράσεων, ο συνδικαλισμός μέσω των εργασιακών συνδικάτων και των σωματείων στους χώρους εργασίας. Η θεωρία της διαβουλευτικής δημοκρατίας αναγνωρίζει τα τεχνικά προβλήματα της εφαρμογής της σε μεγάλης κλίμακας κοινωνίες και ως εκ τούτου προτείνεται η υλοποίησή της αρχικά σε τοπικό πειραματικό επίπεδο και στη συνέχεια σε εθνικό και σε ένα ώριμο στάδιο γιατί όχι και διεθνές. Θα πρέπει εδώ να αναφερθεί πως η Ευρωπαϊκή Ένωση από τις ιδρυτικές της συνθήκες αλλά κυρίως τη δεκαετία του ‘90 ασχολήθηκε με το ζήτημα του δημοκρατικού ελλείμματος και έδωσε έμφαση στην αρχή της συμμετοχικής δημοκρατίας και της δημόσιας διαβούλευσης θεωρητικά, πρακτικά δεν ακολουθήθηκαν αυτές οι αρχές. Πάντως ένα υπερεθνικό διαβουλευτικό μέτρο που ισχύει σήμερα είναι η συγκέντρωση 1 εκατομμυρίου υπογραφών Ευρωπαίων πολιτών από 7 κράτη μέλη , ενέργεια που ωθεί την Ευρωπαϊκή επιτροπή να αναλάβει νομοθετική δράση.
Το δημοκρατικό έλλειμμα που μεταφράζεται σε κρίση των δημοκρατικών θεσμών, ιδιωτικοποίηση και επαγγελματικοποίηση της πολιτικής, έλλειψη δημοσίου διαλόγου, εκφυλισμό της ιδιότητας του ενεργού πολίτη και μετατροπής του σε ένα αδιάφορο, άβουλο ον το οποίο επιτρέπει σε πολιτικές και οικονομικές ελίτ να προωθούν την ατζέντα τους εις βάρος του, κάνει το διαβουλευτικό αίτημα πιο επιτακτικό και αναγκαίο από ποτέ. Ένα αίτημα ριζικού μετασχηματισμού του «συμφεροντολόγου» εκλογέα σε έναν ακτιβιστή πολίτη, ο οποίος θα έχει την ικανότητα να επιλύει τα μείζονα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα συλλογικά και χωρίς τη διαμεσολάβηση των επαγγελματιών της πολιτικής. Μέσα σε ένα οικονομικοπολιτικό πλαίσιο που απειλεί φανερά και επικίνδυνα τη δημοκρατία σήμερα, η οχύρωση της, μέσω της συμμετοχής και της διαβούλευσης, είναι ευθύνη και καθήκον όλων μας.
Πηγές:
- Μοντέλα δημοκρατίας, David Held
- διαβούλευση ως φιλοσοφική θεωρία της δημοκρατίας, Σπύρος Μακρής
- Strong Democracy, Benjamin Barber
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.