Depression: A Public Feeling
Book | Ann Cvetkovich, Depression: a Public Feeling (Duke University Press, Durham & London, 2012).
Βιβλιοπαρουσίαση από την Sarah Crook
Μετάφραση / Απόδοση: Ντούνης Ανδρέας
Το βιβλίο της Ann Cvetkovich Depression: a Public Feeling | Κατάθλιψη: Ένα Δημόσιο Συναίσθημα αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου project που υλοποιείται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής υπό την κατηγοριοποίηση των (Δημόσιων Συναισθημάτων) “Public Feelings”. To project Public Feelings, το οποίο διαμορφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, επιδίωξε να κατανοήσει τις συναισθηματικές δυναμικές της σύγχρονης ζωής εντός των δομών πολιτικής και εξουσίας από τις οποίες αναδύονται. To Public Feelings εκλαμβάνει τα συναισθήματα τόσο ως υποκείμενο ανάλυσης όσο και ως μεθοδολογικό εργαλείο. Εντός αυτού του διανοητικού πλαισίου, η Cvetkovich επιδιώκει να αναζητήσει τρόπους συγγραφής σχετικά με την κατάθλιψη που να απομακρύνονται από τις ιατρικές εννοιολογήσεις και να κατευθύνονται προς ένα μοντέλο κατάθλιψης ως ένα πολιτισμικό και πολιτικό φαινόμενο – μία μορφή απογοήτευσης και δυσαρέσκειας που αντανακλά, και παράγεται από τους σχηματισμούς και τις υφές της σύγχρονης κοινωνίας και του ύστερου καπιταλισμού. Αντί να θεωρείται μία πάθηση που πλήττει το άτομο, η θέση αυτή τοποθετεί την κατάθλιψη ως ένα πολιτικό και κοινωνικό συναίσθημα.
To βιβλίο Depression: a Public Feeling συνδυάζει την αυτοβιογραφική μορφή με το κριτικό δοκίμιο. Η Cvetkovich διακρίνει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τον συνδυασμό αυτών των δύο ειδών συγγραφής, και πιο συγκεκριμένα με την μεταστροφή που απαιτείται από μία ακαδημαϊκό για να συνεισφέρει στο είδος της αυτοβιογραφίας (η Cvetkovich είναι ακαδημαϊκός Ellen C. Garwood Centennial Professor of English and Professor of Women’s and Gender Studies στο Πανεπιστήμιο του Texas, στο Austin.)
Συλλογίζεται πώς αφιερώθηκε στην αυτοβιογραφία ως ένα μέσο για να “ανακαλύψει τι μπορεί να συνεισφέρει μία αυτοβιογραφία στον δημόσιο λόγο“, παρά στην συμμετοχή της στην αποδόμηση και κριτική του. Η απόφαση της ήταν “σοφή”: το αυτοβιογραφικό τμήμα του κειμένου είναι πλούσιο με όλες τις ευαισθησίες του, και τελικώς δημιουργεί θετικά συναισθήματα δίχως να είναι κοινότυπο. Συγκεκριμένα, η αναφορά της για την κατάθλιψη που βίωσε παρέχει ένα ξεκάθαρο παράδειγμα των τρόπων με τους οποίους μικρές πράξεις προσωπικής φροντίδας, όπως η επίσκεψη στον οδοντίατρο, μπορεί να είναι αντιδραστικές έναντι των παραλυτικών συμπτωμάτων της πάθησης.
Τέτοιες πράξεις προσωπικής συντήρησης επέτρεψαν στην Cvetkovich να λάβει τον έλεγχο σε κάποιο βαθμό – ακόμη και αν σε περιπτώσεις τον παρέδιδε – της ζωής και της ευεξίας της. Αντίθετα με άλλες συνεισφορές στο πεδίο, η αυτοβιογραφία της δεν αποτελεί (πρωταρχικά) μία αναφορά στις επιδράσεις της φαρμακευτικής αγωγής. Παρότι η Cvetkovich όντως γράφει σχετικά με τις εμπειρίες της από τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής (και από την προσπάθεια “εισόδου” σε θεραπεία, παρότι συμπεραίνει πώς “πώς ο/η οδοντίατρος ήταν τελικώς πιο χρήσιμος/χρήσιμη για εμένα από τους θεραπευτές“), ενδιαφέρεται περισσότερο για τους τρόπους με τους οποίους οι δυνάμεις εκτός του πολιτισμικού και ιατρικού mainstream μπορούν να αποσταθεροποιήσουν την κατανόησή μας σχετικά με την πάθηση.
Οι τρόποι με τους οποίους η κατάθλιψη ως δημόσιο συναίσθημα μπορεί να μορφοποιηθεί και να αμφισβητηθεί από πολιτισμικές δυνάμεις είναι η θεματική του δεύτερου τμήματος του κειμένου. Εδώ, η Cvetkovich αντλεί στοιχεία από την θεωρία queer, και διερευνά τρόπους με τους οποίους οι ιστορίες της καταπίεσης έχουν μορφοποιήσει την εμπειρία της συναισθηματικής δυσχέρειας. Εμφανίζεται, ίσως, εδώ μία χαμένη ευκαιρία να συζητηθούν οι τρόποι με τους οποίους η πρόσφατη οικονομική ύφεση έχει επιδράσει στην άρθρωση της συναισθηματικής ύφεσης, και πώς οι οικονομικές δομές επιδεινώνουν τις συναισθηματικές εμπειρίες. Πάντως, η ενότητα με αναφορές στην ιστορία της αποικιοκρατίας, γενοκτονίας και καταπίεσης είναι γόνιμη. H Cvetkovich ισχυρίζεται στην εισαγωγή της πώς η ‘Κατάθλιψη, ή εναλλακτικές αναφορές αυτού που ονομάζεται κατάθλιψη, αποτελεί έτσι ένας τρόπος να περιγραφεί ο νεοφιλελευθερισμός ή η παγκοσμιοποίηση, ή η υφιστάμενη κατάσταση της πολιτικής οικονομίας σε όρους συναισθημάτων’, και το κεφάλαιο περί ρατσισμού είναι αρκετά αναλυτικό στο να προτείνει ένα όραμα σχετικά με τους τρόπους που θα μπορούσε αυτό να υλοποιηθεί. Στο κεφάλαιο αυτό η Cvetkovich αντλεί από την κριτική επισκόπηση και επανανοηματοδότηση ενός αριθμού βιβλίων που διερευνούν την ιστορική πορεία των φυλετικών διακρίσεων. Πάντως, μία πληρέστερη ανάλυση των τρόπων με τους οποίους οι φυλετικές και δομικές ανισότητες επιδρούν στις συναισθηματικές ζωές του λευκού πληθυσμού θα ήταν ευπρόσδεκτη σε αυτό το σημείο, δοθέντος του φυλετικού και κοινωνικοοικονομικού προφίλ της ίδιας της Cvetkovich και των προνομίων που γίνονται εμφανή στο αυτοβιογραφικό τμήμα του βιβλίου.
Στο τελευταίο τμήμα αυτού του βιβλίου αυτό το ζήτημα περί προνομίου γίνεται ξεκάθαρο. Η Cvetkovich βρίσκει προσωρινή ανακούφιση από την πάθηση της μέσω πνευματικών πρακτικών, “μία εκδοχή της ουτοπίας των τακτικών συνηθειών‘, που μετασχηματίζουν τις τελετουργίες σε μορφές ενσωμάτωσης ή μέσω δημιουργικών δραστηριοτήτων. Αυτό το στοιχείο, όπως και η ίδια αναγνωρίζει, μπορεί να είναι προβληματικό για όσους αμφισβητούν την πνευματική ή ημι-θρησκευτική γλώσσα, και πράγματι η συγγραφέας δεν είναι πειστική. Η λεπτομερής αναφορά της στις συναισθηματικές και πολιτισμικές δυνατότητες της χειροτεχνίας, ενώ επιτρέπει στο ίδιο το κείμενο να εμπλουτιστεί με μερικές συναρπαστικές και αξιαγάπητες εικόνες τέχνης, παράλληλα υπολείπεται στην πρόταση ενός ριζοσπαστικού εναλλακτικού μοντέλου πολιτισμικής “συμπλοκής” με την κατάθλιψη – ένα στοιχείο που το βιβλίο φαίνεται πώς χρειαζόταν. Παρά ταύτα, πάντως, το κείμενο διατυπώνει με επιτυχία έναν νέο τρόπο γραφής σχετικά με την κατάθλιψη και θα μπορούσε να υποδείξει μία ενδοσκόπηση στα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας σχετικά με την αξία του συγκερασμού της κριτικής λογοτεχνίας με προσωπικές αναφορές περί συναισθηματικών εμπειριών.
Σίγουρα θα πρέπει να υπάρξουν εναλλακτικές στο ιατρικό μοντέλο της κατάθλιψης: η συνεισφορά της Cvetkovich θα λάβει θερμή υποδοχή και θα συζητηθεί εκτενώς.
Η Sarah Crook είναι υποψήφια διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου στο Κέντρο για την Ιστορία των Συναισθημάτων | Centre for the History of the Emotions.
Πηγή: the history of emotions blog
socialpolicy.gr
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.