Της Σαμοθράκη Βικτωρίας*
Τα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-Χο είναι μία ταινία που πρέπει να δείτε οπωσδήποτε. Όταν τη δείτε – σε περίπτωση που δεν τη έχετε ήδη δει -νομίζω και σεις θα συμφωνήσετε ότι δικαίως έλαβε τον πολυπόθητο Χρυσό Φοίνικα. Τι να πρωτοπεί κανείς γι αυτή την ταινία και τι να πρωτογράψει…. Δε θα αναφερθώ σχεδόν καθόλου στην πλοκή καθότι αυτό υπήρξε επιθυμία και του ίδιου του σκηνοθέτη: «Όταν γράψετε την κριτική για την ταινία, προσπαθήστε να αποκαλύψετε όσο το δυνατό λιγότερα για την ιστορία .(…) Η διακριτικότητα σας θα είναι ένα εξαιρετικό δώρο στο κοινό και στην ομάδα που έκανε αυτή την ταινία. Υποκλίνομαι και σας εκλιπαρώ – όχι spoiler. Σας ευχαριστώ.» Συνεπώς, σεβόμενη την επιθυμία του σκηνοθέτη, θα επιδιώξω να μη κάνω spoiler προτείνοντας επιπροσθέτως ακόμα και την εν λόγω κριτική ανάλυση να τη διαβάσετε αφού δείτε την ταινία ώστε να έχετε πρωτίστως μία δική σας προσωπική αίσθηση.
Καταρχάς το σενάριο της ταινίας είναι πρωτότυπο, ευφάνταστο και ευφυές. Οι ηθοποιοί δε που το ενσαρκώνουν με την υποκριτική τους, είναι επίσης εξαίρετοι. Προσωπικά είχα την αίσθηση ότι στην ταινία δεν υπάρχει κενός χρόνος αλλά κάθε πλάνο και κάθε ατάκα έχει απόλυτο λόγο ύπαρξης. Πίσω από τους καλοφτιαγμένους διαλόγους σταδιακά ξεδιπλώνεται ένα εξαιρετικό κοινωνικό ψυχογράφημα. Είναι μία ταινία που καταφέρνει διατηρώντας το σασπένς να σε κάνει να γελάσεις- έστω και με πικρό χιούμορ- ,να τρομάξεις, να συγκινηθείς και κυρίως να προβληματιστείς με το αδιέξοδο που οδηγούν οι μεγάλες κοινωνικές ανισότητες ως αποκύημα του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο ευρηματικός σκηνοθέτης καταφέρνει να ενσωματώσει στην ταινία του πολλά κινηματογραφικά είδη, από τη μαύρη κωμωδία έως το σπλάτερ, σφιχτοδεμένα όμως σε ένα ενιαίο σύνολο που ρέει αβίαστα περνώντας τον θεατή ανεπαίσθητα από πολλές κινηματογραφικές εναλλαγές, ανατροπές και μεταπτώσεις .
Στα «Παράσιτα» δεν υπάρχουν “καλοί” και “κακοί”, υπάρχουν μόνο άνθρωποι. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι έννοιες της ηθικής καθορίζονται, κατά πολύ, από την ταξική προέλευση των ηρώων. Ο χαρακτήρας και οι πράξεις των υποκειμένων παρουσιάζεται σαν ένα μοιραίο αναπόφευκτο κατασκεύασμα μίας άκρως καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι πρωταγωνιστές είναι παράγωγα της σύγχρονης εποχής, ζούνε και δρουν μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο και η στάση ζωής που υιοθετούν μοιάζει σαν φυσική απόρροια μίας άνισης κατανομής πλούτου και αγαθών. Ακόμα και οι πιο ακραίες ή παράλογες πράξεις των χαρακτήρων φαίνονται, εν τέλει, απολύτως «φυσιολογικές» και αιτιολογημένες. Η ταινία πάντως δεν στοχεύει στις εύκολες ηθικές κρίσεις. Επιδιώκει περισσότερο να προβληματίσει παρά να δώσει «αναίμακτες» απαντήσεις.
O σκηνοθέτης, με κύριο όχημα τη φαντασία, καταφέρνει να αναπαραστήσει την κοινωνική ανισότητα του 21ου αιώνα με μία ματιά τόσο διεισδυτική και πανανθρώπινη που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από αυτήν του κοινωνικού επιστήμονα. Όταν παρακολούθησα την ταινία, πέρα από την όποια συγκινησιακή φόρτιση που μου προκάλεσε, ανέσυρε από τη μνήμη μου πολλές «κοινωνικές διαπιστώσεις» που προέκυψαν απ’ τις σπουδές μου στο χώρο των κοινωνικών επιστημών. Έτσι αποφάσισα να γράψω μία κριτική ανάλυση που να εστιάζει κυρίως στις χωροταξικές και οσφρητικές διαστάσεις της κοινωνικής ανισότητας μέσα από μία σύντομη ανασκόπηση στα πεδία κυρίως της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και της Κοινωνιολογίας. Ξεσκονίζοντας παλιές εργασίες μου, βρήκα πλούσιο υλικό που τεκμηριώνει ότι ο τρόπος που αναδεικνύει την ταξική διαφοροποίηση ο Μπονγκ Τζουν-Χο συνάδει απολύτως και με τα συμπεράσματα των κοινωνικών επιστημών.
Η κοινωνική ανισότητα έχει πολλές όψεις, κρυφές και φανερές, συνειδητές και ασυνείδητες. Στη συγκεκριμένη ταινία δύο ευδιάκριτες διαστάσεις που αναδεικνύει ο σκηνοθέτης είναι σαφώς η γεωγραφική και οσφρητική χροιά της φτώχειας και του πλούτου. Ως προς τη χωροταξική διάσταση ο σκηνοθέτης αναδεικνύει τρία –τουλάχιστον –γεωγραφικά επίπεδα μέσα από τα οποία διαφαίνεται ότι ο πιο ευνοημένος και ο πιο εύπορος άνθρωπος είναι αυτός που τελικά μπορεί να δει καλύτερα τον ήλιο. Ο «ζωοδότης ήλιος», ένα αγαθό που προσφέρεται στους ανθρώπους δωρεάν από γενέσεως της ανθρώπινης ύπαρξης, καταλήγει να γίνεται ένα ακόμη προϊόν που ο καπιταλισμός μπορεί να εμπορευματοποιήσει, ειδικότερα στα αστικά τοπία που έχουν μετατραπεί σε πόλεις-κολαστήρια πάμπoλων στιβαγμένων ψυχών. Η φτώχεια, επίσης, πέρα από τη χωροταξική της διάσταση, «βρωμάει» διατείνεται σαφέστατα ο Μπονγκ Τζουν-Χο. Η δυσωδία αυτή είναι ικανή να δημιουργήσει μία απέχθεια που είναι βαθιά εδραιωμένη στις συνειδήσεις μας και είναι ικανή να εγείρει ακόμα και τις πιο μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις. Ας αφήσουμε όμως τις κοινωνικές επιστήμες να παρουσιάσουν τα δικά τους πορίσματα που δε φαίνονται να είναι διόλου μακριά από τη μυθοπλασία της ταινίας.
Α) Η ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ
Γκέτο, camp, safe zone, εργατικές κατοικίες ,εμπορικό κέντρο, βιομηχανική ζώνη, προάστια, φαβέλα, παραγκούπολη, urban area, απαρτχάιντ. Οι εικόνες που φέρνουμε στο μυαλό μας προφέροντας αυτές τις λέξεις, νομίζω πως οδηγούν ενστικτωδώς στο συμπέρασμα ότι η χωροταξία ειδικά στο αστικό τοπίο είναι σαφώς επιφορτισμένη με ταξικές σημάνσεις. Στα σύγχρονα αστικά περιβάλλοντα με μία χονδροειδή ανάλυση θα λέγαμε ότι έχουμε από την μία πλευρά τις «αναβαθμισμένες» περιοχές τις οποίες καταλαμβάνουν οι ανώτερες τάξεις (gentrification) και από την άλλη περίκλειστες κοινότητες (gated communities), δηλαδή περι-αστικούς χώρους διαχωρισμού των ανώτερων και μεσαίων τάξεων από τις χαμηλότερες κάστες. Συχνά στις δημόσιες πολιτικές συναντάμε και το χαρακτηρισμό «χώροι-προβλημάτων», εννοώντας φτωχές περιοχές οι οποίες αποτελούν κίνδυνο για την τάξη της πόλης, είτε με όρους βίας είτε με όρους ανασφάλειας, λόγω των έντονων κοινωνικών ανισοτήτων που εσωκλείουν. Σκεπτόμενοι γενικότερα τη γεωγραφική ταξινόμηση σε παγκόσμιο επίπεδο, ας αναλογιστούμε επίσης ότι με την «προσφυγική κρίση» δημιουργήθηκαν ορδές μετακινούμενων πληθυσμών που παντού τελικά «περισσεύουν» ως οι επονομαζόμενοι no land’s people, δηλαδή άνθρωποι άνευ γης και τόπου και κατ’ επέκταση «ψυχές και σώματα» εκτός χωροταξικού σχεδίου.
Ο Ντέιβιντ Χάρβεϋ, διακεκριμένος καθηγητής της Ανθρωπολογίας και της Γεωγραφίας, είναι ένας μελετητής που με τα συγγράμματά του ανέδειξε την κοινωνιολογική όψη της αστικής γεωγραφίας μέσα από μία μαρξιστική προσέγγιση. Ο Χάρβεϋ διερευνά το κατά πόσο συσχετίζεται ο φυσικός σχεδιασμός του δημόσιου χώρου με τη συμμετοχή των ατόμων στα κοινά, την πολιτική κινητοποίηση ακόμα και τη δυνατότητα εξέγερσης. «Υπάρχουν άραγε μορφές δημόσιου χώρου που οι ιδιότητές τους αντιστοιχούν σε πιο δημοκρατικές ή πιο αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης αντίστοιχα;». Στο έργο του αντιλαμβάνεται την παγκόσμια πολιτική οικονομία ως ένα σύστημα που εν τέλει ωφελεί τους λίγους σε βάρος των πολλών, και το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την (ανα)δημιουργία της ταξικής διάκρισης. Με λίγα λόγια για τον Χάρβευ ο καπιταλισμός εξαθλιώνει το χώρο για να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή του.
Στο «Κοινωνική Δικαιοσύνη και Πόλη» (1973) ο Χάρβεϊ εξέφρασε τη θέση ότι η γεωγραφία δεν θα μπορούσε να παραμείνει αντικειμενική εν όψει της αστικής φτώχειας και των συναφών παθογενειών. Σε μία άλλη μελέτη του επίσης περιγράφει τη διαδικασία του «εξευγενισμού», κατά την οποία γραφικές γειτονιές της πόλης, με ιδιαίτερο χαρακτήρα, ξαφνικά αποκτούν αξία, με αποτέλεσμα να ανεβαίνουν τα ενοίκια και οι ίδιοι οι φτωχοί κάτοικοι και δημιουργοί αυτού του τοπίου αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις περιοχές τους, οι οποίες στη συνέχεια διαμορφώνονται με την αισθητική “πατρόν” των ακριβών και “ασφαλών” προαστίων.
Το πιο φοβερό ωστόσο είναι ότι η ταξική διαφοροποίηση, σύμφωνα με το Χάρβεϊ, δεν αφορά μόνο τη φυσική γεωγραφία αλλά μπορεί να συμβαίνει και σε εικονικό χωρικό επίπεδο, δηλαδή στην διαδικτυακή γεωγραφία όπως παράγεται μέσα από τον κόσμο των υπολογιστών, του Ίντερνετ και της εικονικής πραγματικότητας. Πολλοί σύγχρονοι μελετητές παρατηρούν ότι η εξάπλωση των νέων τεχνολογιών εγκυµονεί τον κίνδυνο δηµιουργίας διαφόρων διακρίσεων ανάµεσα στους έχοντες και στους µη έχοντες πρόσβαση στις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών και ακολούθως της περιθωριοποίησης ορισµένων κοινωνικών οµάδων. Με άλλα λόγια δημιουργείται ο κίνδυνο εµφάνισης ενός νέου, ψηφιακού αναλφαβητισµού, φαινόμενο που έχει καταγραφεί ως «ψηφιακό χάσµα». Το ψηφιακό χάσμα ή αλλιώς ο «ψηφιακός αποκλεισµός», είναι ένας όρος που έχει την αφετηρία του στη δεκαετία του 1970 τότε που ξεκίνησαν οι έρευνες σχετικά µε την άνιση κατανοµή της πληροφορίας. Είναι γεγονός ότι διαφορετικές οµάδες ανθρώπων δεν επωφελούνται στον ίδιο βαθµό από την πρόσβαση και τη χρήση της τεχνολογίας. Ως ψηφιακό χάσµα στις κοινωνικές επιστήμες πλέον νοείται «το χάσµα µεταξύ των ατόµων, των οικογενειών, των επιχειρήσεων και των γεωγραφικών περιοχών, σε διαφορετικά κοινωνικο-οικονοµικά επίπεδα, όσον αφορά τις ίσες διαδικτυακές ευκαιρίες για ένα ευρύ φάσµα δραστηριοτήτων».
Κάνοντας σε αυτό το σημείο μία σύνδεση με την ταινία θα λέγαμε ότι αυτή η διάσταση δίνεται ξεκάθαρα και από το σκηνοθέτη. Ένα από τα προβλήματα της φτωχής οικογένειας που μας συστήνει ο Μπονγκ Τζουν-Χο είναι το «κακό σήμα» του ίντερνετ ,δηλαδή η δυσκολία της πρόσβαση τους στην πληροφορία και την επικοινωνία και ο φόβος του αποκλεισμού τους από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Πέρα από τις οικονομικές δυσχέρειες και την ανεργία που βιώνει η συγκεκριμένη οικογένεια, βρίσκεται ταυτόχρονα αντιμέτωπη και μία «διαδικτυακής φύσεως πείνα» η οποία όπως παρουσιάζεται φαίνεται να είναι για τους ήρωες εξ ίσου σημαντική με τη σωματική πείνα. Κοινώς ο Χάρβεϊ δε φαίνεται να έχει άδικο μιλώντας για ταξικές ανισότητες και στη γεωγραφία της εικονικής πραγματικότητας.
Β) Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΜΕ ΟΣΦΡΗΤΙΚΟΥΣ ΟΡΟΥΣ
Αυτή η χωροταξική ανισότητα φαίνεται παράλληλα να συμπλέει και με μία οσφρητική κατηγοριοποίηση. Ήδη από τον 20ο αιώνα στις δυτικές κοινωνίες υπάρχει μια έντονη τάση οσφρητικής ταξινόμησης του περιβάλλοντος σε συμβολικό και κυριολεκτικό επίπεδο. Οι διαφορετικοί οσφρητικοί χώροι της σύγχρονης πόλης έχουν πλέον καθιερωθεί και σε νομικό επίπεδο επιβάλλοντας το διαχωρισμό των πόλεων σε οσφρητικές ζώνες. Οι βιομηχανικές ζώνες βρίσκονται συνήθως σε απομακρυσμένες περιοχές στις οποίες το κοινό δεν έχει πρόσβαση λόγω των άσχημων οσμών που αποπνέουν ως υποπροϊόν της βιομηχανικής επεξεργασίας. Οι δημόσιοι χώροι που περιλαμβάνουν κατοικημένες, εμπορικές περιοχές και χώρους αναψυχής χαρακτηρίζονται κυρίως για οσφρητική ουδετερότητα. Στον ιδιωτικό χώρο από την άλλη επιτρέπονται οι οσμές όλων των ειδών ενώ οι ενοχλητικές οσμές που διαφεύγουν από τα όρια του σπιτιού μπορούν να προκαλέσουν μία «κοινωνική δυσανασχέτηση». Τις τελευταίες δεκαετίες έχει στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία για τη συγκάλυψη των δυσάρεστων οσμών με ευχάριστες μυρωδιές η οποία ξεκινάει από τις τσιχλόφουσκες και φτάνει ως τα αρωματικά σπρέι των χώρων. Ορισμένοι μελετητές πιστεύουν ότι σήμερα βαδίζουμε ολοταχώς σε μια εποχή οσφρητικής απονέκρωσης και ο φόβος για την απώλεια της οσφρητικής μας ελευθερίας έρχεται στο προσκήνιο. Κάποιοι επιθυμούν να επιβάλλουν μια άοσμη κοινωνία, η οποία μάλλον συμβαδίζει και με τα συμφέροντά τους.
Γενικότερα, η όσφρηση αποτελεί μία αίσθηση που έχει ισχυρές ταξικές σημάνσεις και νοηματοδοτήσεις. Κάνοντας μία αναδρομή στην ιστορική και πολιτισμική κατασκευή της οσμής, θα διαπιστώσουμε πως έχει απόλυτο δίκιο ο σκηνοθέτης που προβάλλει μέσα από την ταινία του ότι η φτώχεια έχει τη δική της μυρωδιά -ή μάλλον πιο σωστά αναδίδει τη δική της «μπόχα». Η φτώχεια «ζέχνει», με ότι αυτό συμβολικά μπορεί να συνεπάγεται. Αν παρακολουθήσουμε την αίσθηση της οσμής μέσα σε διαφορετικά ιστορικά πλαίσια μπορεί να εκμαιεύσουμε πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με την ισχυρή ταξική της διάσταση. Η όσφρηση φαίνεται να αποτελεί την αίσθηση που έχει υποτιμήσει περισσότερο ο σημερινός δυτικός κόσμος, παρόλο που έχει μεγάλη σπουδαιότητα στη ζωή μας καθώς οι οσμές μας επηρεάζουν σε σωματικό, ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο. «Καμιά αίσθηση δεν έχει υπομείνει τόσο ανάστροφη τύχη όσο η οσμή» παρατηρεί η Classen εννοώντας ότι στην προ-μοντέρνα Δύση ήταν μια αίσθηση που της είχε αποδοθεί μεγάλη αξία. Αυτή η πολιτισμική καταστολή της όσφρησης έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τους ανθρωπολόγους. Μία απάντηση που έχει δοθεί σε αυτό το ερώτημα είναι ότι οι πολιτισμοί έχουν την τάση να καταστέλλουν συστηματικά κάποια στοιχεία που θεωρούν ότι απειλούν την κοινωνική τάξη.
Η όσφρηση στη σύγχρονη Δύση είναι τόσο υποανάπτυκτη που είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τη σημασία που είχε η οσμή στην αρχαίο κόσμο. Στην αρχαία Ελλάδα τα αρώματα δεν ήταν μόνο αντικείμενα προσωπικής χρήσης. Η παρουσία τους ήταν έντονη στο δημόσιο βίο καθώς αποτελούσαν σημαντικό κομμάτι των δημόσιων συγκεντρώσεων και των ψυχαγωγικών εκδηλώσεων. Η παρουσία τους ήταν επίσης έντονη στα λογοτεχνικά αλλά και στα φιλοσοφικά κείμενα καθώς η οσμή είχε απασχολήσει έντονα τους αρχαίους φιλόσοφους. Παρόλα αυτά οι οσμές ήδη από την αρχαιότητα ήταν ένα σημαντικό μέσο ταξικών διακρίσεων ιδιαίτερα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Πολλά επαγγέλματα θεωρούνταν από τη φύση τους βρώμικα π.χ. το επάγγελμα του βυρσοδέψη. Η οσμή ήταν επίσης το διακριτικό γνώρισμα ανάμεσα στους κατοίκους των πόλεων και των κατοίκων της υπαίθρου, ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες αλλά και ανάμεσα στις ίδιες τις γυναίκες καθώς οι επιθυμητές γυναίκες ταυτίζονταν με την ευωδιά και οι ανεπιθύμητες με τη κακοσμία. Ωστόσο όλες αυτές οι οσμικές διαφοροποιήσεις ήταν κυρίως συμβολικής σημασίας και χρησιμοποιούνταν για να διαχωρίσουν τους ανθρώπους που είχαν υψηλή κοινωνική θέση από αυτούς που είχαν ένα πιο χαμηλό κοινωνικό status.
Στον χριστιανικό μεσαίωνα η χρήση των αρωμάτων περιορίστηκε καθώς συνδέθηκαν με τον ειδωλολατρικό αισθησιασμό που ερχόταν σε αντίθεση με τη χριστιανική λιτότητα και την αυτοσυγκράτηση. Τον μεσαίωνα, επειδή πολλοί άνθρωποι πέθαιναν από επιδημίες, ήταν κοινή αντίληψη ότι οι ασθένειες μεταδίδονται με τις οσμές. Οι άσχημες μυρωδιές των πόλεων εμφανίζονται και σε πολλά λογοτεχνικά κείμενα της εποχής. Από την άλλη, η ευαισθητοποιημένη αστική τάξη αποστρεφόταν τους φτωχούς λόγω της δυσοσμίας τους. Το 19ο αιώνα η οσφρητική επανάσταση για την υγιεινή των πόλεων συνοδεύτηκε και από μια αναδιαμόρφωση των ηθών γύρω από την προσωπική υγιεινή. Η οσμή ωστόσο λόγω της περιθωριακής θέσης που κατέχει στον δυτικό κόσμο, σπάνια γίνεται αντιληπτή ως ένα πολιτικό όχημα ή ως ένα μέσο ταξικής διαφοροποιήσεων. Ο Τζωρτζ Όργουελ τονίζοντας της πολιτικές διαστάσεις της όσφρησης είπε χαρακτηριστικά ότι “δεν υπάρχει αίσθημα έλξης και αποστροφής πιο ισχυρά εδραιωμένο από το σωματικό αίσθημα”, το οποίο φαίνεται να φυσικοποιεί τις ταξικές διαφοροποιήσεις μέσα στους αιώνες. Παλαιότερα, ωστόσο, η εξουσία ήταν προσωπική και διαποτισμένη με την οσμή αυτών που κυβερνούσαν ενώ στις μέρες μας η εξουσία είναι απρόσωπη και άοσμη. Ενώ από τη μια αυτοί που βρίσκονται σε υψηλές κοινωνικές βαθμίδες χαρακτηρίζονται άοσμοι σε συμβολικό επίπεδο, όσοι βρίσκονται στα κατώτερα στρώματα θεωρείται ότι μυρίζουν. Για τον Corbin η τοποθέτηση των υποκειμένων στην ‘περιφέρεια’ ή στο ‘κέντρο’ των γεγονότων καθορίζει και την αισθητηριακή τους αντίληψη. Ένα ταξικός αγώνας, κατά συνέπεια, φαίνεται να λαμβάνει χώρα και σε οσφρητικό επίπεδο.
Η οσμή και η ηθική έχουν συνδεθεί πολλές φορές στην ιστορία της Δύσης σε σημείο να μπορούμε να πούμε ότι η κακοσμία είναι η άλλη όψη της ηθικής διαφθοράς. Η τάση εξαγνισμού της κοινωνίας από τα διαφθοροποιά στοιχεία γνώρισε το αποκορύφωμα της στην ναζιστική Γερμανία, όπου η εξάλειψη των ανεπιθύμητων οσμών συνδέθηκε με την εξάλειψη των ανεπιθύμητων λαών. Οι Εβραίοι χαρακτηρίζονταν ως ‘φορείς μικροβίων’ και παράγοντες ‘φυλετικής μόλυνσης’. Η υποτιθέμενη άσχημη οσμή τους συσχετίστηκε με τη σωματική και κοινωνική διαφθορά και έτσι στιγματίστηκαν ως ανεπιθύμητοι και κοινωνικά επικίνδυνοι γι’ αυτό έπρεπε να εξαλειφθούν. Η δυσοσμία των Εβραιών αιχμαλώτων λόγω βέβαια των απάνθρωπων συνθηκών που βίωναν ερχόταν να επιβεβαιώσει την ταυτότητα του βρωμερού Εβραίου. Η τραγική ειρωνεία σε αυτήν την υπόθεση ήταν ότι η δυσοσμία των σωμάτων που καίγονταν στο Άουσβιτς ήταν τόσο ανυπόφορη που είχε καταφέρει να εισβάλλει στις γειτονικές επικράτειες. ‘Όσο και αν προσπαθούσαν οι Ναζί να κρατήσουν τις εικόνες και τους ήχους των θηριωδιών τους πίσω από τους αδιαπέραστους τοίχους του Άουσβιτς η οσμή μπόρεσε να αποκαλύψει όλη τη φοβερή αλήθεια.
Η οσμή αποτελεί σαφέστατα διακριτικό γνώρισμα και ανάμεσα στα δύο φύλα όπως και ανάμεσα σε φυλές. Γενικότερα η οσμή αποτελεί ένα χρήσιμο συμβολικό μέσο για να κατηγοριοποιηθούν οι άνθρωποι σε διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες και να αναλάβουν συγκεκριμένους ρόλους που είναι σύμφωνοι με τους εκάστοτε πολιτισμικούς κανόνες οι οποίοι πρέπει να μείνουν σταθεροί και να διαιωνίζονται μέσα στον χρόνο. Έτσι η οσμή χρησιμεύει ως μέσο για να τεθούν σύνορα ανάμεσα σε φύλα και σε φυλές έτσι ώστε να μπορεί η κάθε κατηγορία να περιχαρακωθεί και να αποκτήσει μια ξεχωριστή οντότητα διαχωρίζοντας τον εαυτό της από τις άλλες σε κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο.
Εν κατακλείδι, το σινεμά είναι από τη φύση του ένα άοσμο θέαμα. Μπορεί να τέρψει πολλές από τις αισθήσεις μας αλλά δεν έχει βρει ακόμα τον τρόπο να συμπεριλάβει την όσφρηση ως ένα επιπρόσθετο μέσο μεταφοράς των θεατών στους μυθοπλαστικούς του κόσμους. Οι φανταστικοί κόσμοι που δημιούργησε στο παρελθόν ο Χολιγουντιανός κινηματογράφος διαφαίνονται απολύτως άοσμοι καθώς αφορούν τα αισθητηριακά πεδία της όρασης και της ακοής. Αυτές οι απεικονίσεις φαίνεται να ενισχύουν τις κοινωνικές τάσεις απόσμησης καλλιεργώντας συχνά το όραμα μιας «ευωδιαστής, ουτοπικής κοινωνίας». Ο Μπονγκ Τζουν-Χο ωστόσο με τα μέσα που διέθετε μπόρεσε να φέρει την οσμή στο κινηματογραφικό προσκήνιο στοχεύοντας σε μία ταξική αλλά και οσφρητική αφύπνιση των θεατών του. Η οσμή και ο χώρος γίνονται πρωταγωνιστές της ιστορίας του, μήλον της έριδος αλλά και γενεσιουργές αιτίες του κακού. Στο τέλος της ταινίας μένεις μετέωρος και διερωτάσαι τι σημαίνει λοιπόν «βρωμερό παράσιτο» και ποιος παρασιτεί εις βάρος ποιανού εν τέλει. Μήπως ολόκληρο το ανθρώπινο είδος παρασιτεί εις βάρους αυτού του πλανήτη που λέγεται Γη; Πολλές οι απορίες και πολλά τα ερωτήματα, γιατί κυρίως αυτό έχουν να προσφέρουν τα καλά θεάματα….. Κλείνοντας έτσι ακριβώς όπως άρχισα αυτό το ιδιότυπο κείμενο καταλήγω στο συμπέρασμα: Τα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-Χο είναι μία ταινία που πρέπει να δείτε οπωσδήποτε!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Classen, C. (1993).Worlds of Sense: exploring the senses in history and across cultures. London : Routledge
Classen., C., Howes D., Synnott A. (2005). Άρωμα: Η πολιτισμική ιστορία της οσμής. Μτφ. Σιπητάνου Ευαγγελία. Εκδόσεις Πλέθρον
Harvey, D. (1973) Social justice and the city. John Hopkins University Press
Harvey D (1993). Justice Nature and the Geography of Difference. Oxford: Blackwell Publishers
Harvey D (2003) The right to the city. International Journal of Urban and Regional Research 27(4)
Πανόπουλος, Π. (2005). Μουσική και Ήχος :Ανθρωπολογικές Προσεγγίσεις. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Χάρβεϊ, Ντ. (2011). Το αίνιγμα του κεφαλαίου και οι κρίσεις του καπιταλισμού. Εκδόσεις Καστανιώτης.
Χάρβεϊ, Ντ.(2013). Εξεγερμένες Πόλεις. Από το δικαίωμα στην πόλη στην επανάσταση της πόλης. Αθήνα: ΚΨΜ.
*Η Βικτωρία Σαμοθράκη κατάγεται από τη Λέσβο, σπούδασε Κοινωνική Εργασία, έκανε ένα μεταπτυχιακό στην Κοινωνική Ανθρωπολογία και στην πορεία μυήθηκε στο θέατρο και την υποκριτική τέχνη ολοκληρώνοντας τη Δραματική Σχολή «Πράξη Επτά» το 2013. Έκτοτε ακροβατεί ανάμεσα σε διάφορες ταυτότητες και επαγγελματικές ιδιότητες. Ως κοινωνική λειτουργός έχει εργαστεί με διάφορες ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες όπως πρόσφυγες, κακοποιημένες γυναίκες, ηλικιωμένοι, χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών κ.ά.
Στο θέατρο έχει εμφανιστεί στις παραστάσεις «Φωνές Γυναικών» Studio Πράξη Επτά, «Ο Αιγόκερως», «Weiβ» και «Βερενίκη» με την ομάδα Mannshauft στο Θέατρο Rabbithole, «Τρεις Αδελφές» του Τσέχωφ στο θέατρο Τζένη Καρέζη. Επίσης το 2015 παρουσίασε ένα δικό της θεατρικό κείμενο με τίτλο «ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: Ένας μονόλογος της Ωραίας Ελένης» στο Studio Πράξη Επτά. Μόνιμο και πάγιο ενδιαφέρον της παραμένει το ων που λέγεται «Άνθρωπος».
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.