Η διπλή παρουσία παχυσαρκίας και υποσιτισμού αντικατοπτρίζει τις μεταβολές στα συστήματα τροφίμων.
Δεκέμβριος 2019 – Γενεύη
Μια νέα προσέγγιση απαιτείται για την ταυτόχρονη μείωση του υποσιτισμού και της παχυσαρκίας, καθώς τα δύο ζητήματα συνδέονται όλο και περισσότερο λόγω των ταχέων αλλαγών στα εθνικά συστήματα τροφίμων. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, σύμφωνα με μια νέα έκθεση (τεσσάρων κειμένων εργασίας) που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet. Περισσότερο από το ένα τρίτο αυτών των χωρών αντιμετώπιζαν αλληλοεπικαλυπτόμενες μορφές δυσθρεψίας (45 από 123 χώρες στη δεκαετία του 1990 και 48 από 126 χώρες το 2010), ιδίως στην υποσαχάρια Αφρική, τη νότια Ασία και τις χώρες του Ειρηνικού.
Ο υποσιτισμός και η παχυσαρκία μπορούν να οδηγήσουν σε διαγενεακές επιπτώσεις, καθώς τόσο ο μητρικός υποσιτισμός όσο και η παχυσαρκία συνδέονται με την κακή υγεία στα παιδιά. Ωστόσο, λόγω της ταχύτητας της αλλαγής στα συστήματα τροφίμων, περισσότεροι άνθρωποι εκτίθενται και στις δύο μορφές δυσθρεψίας σε διαφορετικά στάδια της ζωής τους, γεγονός που αυξάνει περαιτέρω τις επιβλαβείς επιπτώσεις στην υγεία.
“Αντιμετωπίζουμε μια νέα διατροφική πραγματικότητα”, δήλωσε ο επικεφαλής της έκθεσης Dr Francesco Branca, Διευθυντής του Τμήματος Διατροφής για την Υγεία και την Ανάπτυξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. “Δεν μπορούμε πλέον να αναφέρουμε πώς οι χώρες με χαμηλό εισόδημα αντιμετωπίζουν (μόνο) πρόβλημα υποσιτισμού ή πώς οι χώρες με υψηλά εισοδήματα έχουν μοναδική ανησυχία την παχυσαρκία. Όλες οι μορφές δυσθρεψίας έχουν έναν κοινό παρονομαστή – συστήματα τροφίμων που αποτυγχάνουν να παρέχουν σε όλους τους ανθρώπους υγιή, ασφαλή, οικονομικά προσιτή και βιώσιμη διατροφή. Για να γίνει αλλαγή σε αυτό απαιτείται δράση σε όλα τα συστήματα τροφίμων – από την παραγωγή και την επεξεργασία, το εμπόριο και τη διανομή, την τιμολόγηση, την προώθηση (μάρκετινγκ) και τις ετικέτες, μέχρι την κατανάλωση και τη σπατάλη. Όλες οι σχετικές πολιτικές και επενδύσεις πρέπει να επανεξεταστούν ριζικά. “
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι εκτιμήσεις υποδεικνύουν ότι σχεδόν 2,3 δισεκατομμύρια παιδιά και ενήλικες είναι υπέρβαροι και περισσότερα από 150 εκατομμύρια παιδιά είναι καχεκτικά. Ωστόσο, στις χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα, αυτά τα αναδυόμενα ζητήματα αλληλεπικαλύπτονται σε άτομα, οικογένειες, κοινότητες και χώρες. Η νέα έκθεση διερευνά τις τάσεις πίσω από αυτή την αλληλεπικάλυψη – γνωστή ως το διπλό φορτίο της δυσθρεψίας – καθώς και τις αλλαγές στην κοινωνία και στο σύστημα τροφίμων που μπορεί να την προκαλούν, τις βιολογικές επεξηγήσεις και τις επιπτώσεις της και τα μέτρα πολιτικής που μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της δυσθρεψίας σε όλες τις μορφές της.
Οι συγγραφείς χρησιμοποίησαν δεδομένα από χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2010 για να εκτιμήσουν ποιες χώρες αντιμετώπιζαν διπλό φορτίο δυσθρεψίας (δηλαδή, στον πληθυσμό, περισσότερο από το 15% των ανθρώπων είχαν εξασθένιση, περισσότερο από το 30% ήταν καχεκτικοί, πάνω από το 20% των γυναικών ήταν ισχνές και πάνω από το 20% των ατόμων ήταν υπέρβαροι).
Κατά τη δεκαετία του 2010, 14 χώρες με μερικά από τα χαμηλότερα εισοδήματα στον κόσμο είχαν προσφάτως αναπτύξει διπλό φορτίο δυσθρεψίας, σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1990. Ωστόσο, λιγότερες χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος με τα υψηλότερα εισοδήματα επηρεάστηκαν από ό,τι στη δεκαετία του 1990. Οι συγγραφείς αναφέρουν ότι αυτό αντικατοπτρίζει τον αυξανόμενο επιπολασμό του υπερβολικού βάρους στις φτωχότερες χώρες, όπου οι πληθυσμοί εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την καχεξία, την εξασθένιση και την ισχνότητα.
Η υψηλής ποιότητας διατροφή μειώνει τον κίνδυνο δυσθρεψίας σε όλες τις μορφές της, προωθώντας την υγιή ανάπτυξη και την ανοσία και προλαμβάνοντας την παχυσαρκία και τις μη μεταδιδόμενες ασθένειες καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής. Τα συστατικά της υγιεινής διατροφής είναι: οι βέλτιστες πρακτικές θηλασμού κατά τα πρώτα δύο έτη ζωής, η ποικιλία και αφθονία φρούτων και λαχανικών, τα προϊόντα ολικής αλέσεως, οι ίνες, οι καρποί και οι σπόροι, περιορισμένες ποσότητες τροφίμων ζωικής προέλευσης, ελάχιστες ποσότητες επεξεργασμένων κρεάτων και ελάχιστες ποσότητες τροφίμων και ποτών με υψηλή περιεκτικότητα σε ενέργεια και επιπρόσθετες ποσότητες ζάχαρης, κορεσμένα λιπαρά, trans-λιπαρά και αλάτι.
“Τα αναδυόμενα προβλήματα δυσθρεψίας αποτελούν έντονη ένδειξη για τους ανθρώπους που δεν προστατεύονται από τους παράγοντες που οδηγούν σε κακή διατροφή. Οι φτωχότερες χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος βλέπουν μια γρήγορη μετάλλαξη στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι τρώνε, πίνουν και μετακινούνται στην εργασία, στο σπίτι, στις μεταφορές τους και στον ελεύθερο χρόνο” δήλωσε ο συντάκτης της έκθεσης Καθηγητής Barry Popkin, από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας των ΗΠΑ.
“Η νέα πραγματικότητα της διατροφής οδηγείται από αλλαγές στο σύστημα τροφίμων, το οποίο έχει αυξημένη διαθεσιμότητα σε εξαιρετικά επεξεργασμένα τρόφιμα που συνδέονται με την αύξηση του βάρους, ενώ παράλληλα επηρεάζουν δυσμενώς τις διατροφικές συνήθειες των βρεφών και την διατροφή των παιδιών προσχολικής ηλικίας. Οι αλλαγές αυτές περιλαμβάνουν την εξαφάνιση των αγορών φρέσκων τροφίμων, την αύξηση των σούπερ μάρκετ και τον έλεγχο της τροφικής αλυσίδας από τα σούπερ μάρκετ και τις παγκόσμιες εταιρείες τροφίμων, τροφοδοσίας και γεωργίας σε πολλές χώρες”.
Η έκθεση σε δυσθρεψία στις αρχές της ζωής που ακολουθείται από την αύξηση του σωματικού βάρους από την παιδική ηλικία αυξάνει τον κίνδυνο μιας σειράς μη μεταδοτικών ασθενειών – καθιστώντας το διπλό φορτίο της δυσθρεψίας έναν βασικό παράγοντα που οδηγεί στις αναδυόμενες παγκόσμιες επιδημίες του διαβήτη τύπου 2, της υψηλής αρτηριακής πίεσης, των εγκεφαλικών και της καρδιαγγειακής νόσου. Οι αρνητικές επιπτώσεις μπορούν επίσης να μεταβιβαστούν διαγενεακά – για παράδειγμα, η επίδραση της παχυσαρκίας στη μητέρα για την πιθανότητα του παιδιού να έχει παχυσαρκία μπορεί να επιδεινωθεί εάν η μητέρα υποσιτιζόταν στην αρχή της ζωής της.
Παρά τους φυσιολογικούς δεσμούς, ιστορικά οι δράσεις αντιμετώπισης όλων των μορφών δυσθρεψίας δεν έχουν λάβει υπόψη αυτούς ή άλλους βασικούς παράγοντες, όπως τη διατροφή στα πρώτα στάδια της ζωής, την ποιότητα διατροφής, τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες και τα περιβάλλοντα τροφίμων. Επιπλέον, υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις ότι τα προγράμματα που αντιμετωπίζουν τον υποσιτισμό οδηγούν ακούσια σε αυξημένους κινδύνους για παχυσαρκία και μη μεταδιδόμενα νοσήματα που σχετίζονται με τη διατροφή, σε χώρες χαμηλού εισοδήματος και μεσαίου εισοδήματος όπου τα περιβάλλοντα τροφίμων μεταβάλλονται ταχύτατα.
Ενώ είναι ζωτικής σημασίας να διατηρηθούν αυτά τα προγράμματα αντιμετώπισης του υποσιτισμού, είναι απαραίτητο να επανασχεδιαστούν. Τα υφιστάμενα προγράμματα καταπολέμησης του υποσιτισμού που παρέχονται μέσω των υπηρεσιών υγείας, των δικτύων κοινωνικής ασφάλειας, των εκπαιδευτικών περιβαλλόντων και της γεωργίας και των συστημάτων τροφίμων παρουσιάζουν ευκαιρίες αντιμετώπισης της παχυσαρκίας και των μη-μεταδιδόμενων νοσημάτων που σχετίζονται με τη διατροφή.
Η έκθεση προσδιορίζει μια σειρά «διπλών δράσεων» που ταυτόχρονα προλαμβάνουν ή μειώνουν τον κίνδυνο διατροφικών ελλείψεων που οδηγούν σε υποσιτισμό, εξασθένιση, καχεξία ή ελλείψεις μικροθρεπτικών συστατικών και παχυσαρκία ή μη μεταδιδόμενες ασθένειες, με την ίδια παρέμβαση, πρόγραμμα ή πολιτική. Αυτές ποικίλλουν από τη βελτίωση της προγεννητικής φροντίδας και τις πρακτικές θηλασμού, στην κοινωνική πρόνοια, και τις νέες πολιτικές για τα γεωργικά και διατροφικά συστήματα με πρωταρχικό στόχο την υγιεινή διατροφή.
Για να δημιουργηθούν οι αναγκαίες συστημικές αλλαγές για τον τερματισμό της δυσθρεψίας σε όλες τις μορφές της, οι συντάκτες της έκθεσης καλούν τις κυβερνήσεις, τον ΟΗΕ, την κοινωνία των πολιτών, τους ακαδημαϊκούς, τα μέσα ενημέρωσης, τους χορηγούς, τον ιδιωτικό τομέα και τις οικονομικές πλατφόρμες να αντιμετωπίσουν το διπλό φορτίο της δυσθρεψίας και να εισάγουν νέους φορείς όπως είναι οι οργανώσεις της βάσης, οι αγρότες και τα σωματεία τους, οι θρησκευτικοί ηγέτες, οι υποστηρικτές της πλανητικής υγείας, οι καινοτόμοι και οι επενδυτές που χρηματοδοτούν δίκαιες και πράσινες εταιρείες, δημάρχους και ενώσεις καταναλωτών.
“Δεδομένης της πολιτικής οικονομίας των τροφίμων, της εμπορευματοποίησης των συστημάτων διατροφής και των αυξανόμενων προτύπων ανισότητας παγκοσμίως, η νέα πραγματικότητα της διατροφής απαιτεί μια ευρύτερη κοινότητα φορέων που εργάζονται με αμοιβαίους, ενισχυτικούς και αλληλένδετους τρόπους σε παγκόσμια κλίμακα”, λέει ο κ. Branca. “Χωρίς ένα βαθύ μετασχηματισμό του συστήματος των τροφίμων, το οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος της αδράνειας θα εμποδίσει την εξέλιξη και την ανάπτυξη των ατόμων και των κοινωνιών τις επόμενες δεκαετίες“.
Πηγή: who.int
Απόδοση: Τομπέα Ελένη
Επιμέλεια: Ντούνης Ανδρέας
socialpolicy.gr
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.