Χρυσουλάκη Ελένη
Δικηγόρος Αθηνών
Απόφοιτη του Δημοκρίτειου Παν/μίου Θράκης, Τμήματος Νομικής
Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Δημοσιολόγων
Είναι γεγονός ότι η μεταρρύθμιση των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής προβληματικής τα τελευταία έτη, τόσο στην εγχώρια, όσο και στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Συνιστώσες όπως η δημογραφική γήρανση, η οποία ακολούθως οδηγεί στην αύξηση των δαπανών υγείας, οι αλλαγές στον κλάδο της υγείας που η εξέλιξη της ιατρικής τεχνολογίας επιτάσσει καθώς και οι μεταβολές στην κοινωνική (αν)ισότητα, καθιστούν απαραίτητη την αναδιοργάνωση του τομέα υγείας, στη δομή και τη λειτουργία του, στο ελληνικό κοινωνικό κράτος.
Στην ελληνική έννομη τάξη, το αναφαίρετο δικαίωμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της πρόσβασης στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι απαραβίαστο και θεσμικά κατοχυρωμένο τόσο από το Σύνταγμα (άρθρο 2 παρ. 1 και άρθρο 21 παρ. 3), αλλά και από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αρ. 1, 25). Σε μια εποχή που η συλλογιστική τόσο του εθνικού, όσο και του ευρωπαϊκού νομοθέτη, διέπεται έντονα από την προάσπιση των ατομικών ελευθεριών και την εξάλειψη των ανισοτήτων, καθίσταται ανεπίτρεπτος ο περιορισμός των δικαιωμάτων και των αρχών ελευθερίας του ατόμου, ένεκα προχωρημένου ηλικίας. Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος στην υγεία στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος έχει διττή όψη, υπό την έννοια ότι η προστασία της υγείας κατοχυρώνεται αφενός ως κοινωνικό δικαίωμα, που διασφαλίζει την υποχρέωση του κράτους να λαμβάνει μέτρα για τη διατήρηση και την αποκατάσταση της υγείας των πολιτών, αφετέρου, δε, ως ατομικό δικαίωμα που που υποχρεώνει τα κρατικά όργανα και κάθε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό υποκείμενο να απέχουν από ενέργειες που προσβάλλουν την υγεία των πολιτών. Το δε Συμβούλιο της Επικρατείας έχει κρίνει πως από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος “συνάγεται ευθεία υποχρέωση του Κράτους για τη λήψη θετικών μέτρων προς προστασία της υγείας των πολιτών, στους οποίους δίνει το δικαίωμα να απαιτήσουν την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρέωσης”, θεσπίζοντας με αυτόν τον τρόπο μια συνταγματική επιταγή για το κοινωνικό δικαίωμα προστασίας της υγείας. Ως εκ τούτου, ο νομοθέτης του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου, προτού θεσπίσει τις δρομολογημένες νομοθετικές διατάξεις, θα πρέπει να έχει λάβει υπόψη του τους αντικειμενικούς κοινωνικοοικονομικούς δείκτες, όπως. λ.χ. το εισόδημα και την εν γένει φοροδοτική ικανότητα των πολιτών (ως προς το τμήμα της συνδρομής τους στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη), τη διαθεσιμότητα των οικονομικών πόρων του κράτους για την ιατρική εξασφάλιση των πολιτών του καθώς και την ενημέρωση των πολιτών για τον ορθό τρόπο ζωής, με εστίαση στον ύπνο και την ποιότητα διατροφής, τα οποία συνδέονται στενά με την παρουσία του μεταβολικού συνδρόμου σε ηλικιωμένους.
Εντούτοις, στην πράξη η οργάνωση και υλοποίηση προγραμμάτων ενίσχυσης του υγειονομικού συστήματος αποτελεί ένα δυσχερώς επιτεύξιμο στόχο, δεδομένων των δημοσιονομικών ελλείψεων και της μη διαθεσιμότητας οικονομικών πόρων του Κράτους. Τη γήρανση του πληθυσμού συνοδεύει η καταβολή των συντάξεων και η χρηματοδότηση παροχών υγείας για τους ηλικιωμένους. Η δε άνοδος του προσδόκιμου ζωής (ήδη τα άτομα ηλικίας άνω των 67 ετών αντιπροσωπεύουν σήμερα στη χώρα μας ποσοστό πάνω από το 21,3% του πληθυσμού και, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2030 θα είναι περίπου το 30% του πληθυσμού ενώ το 2050 θα είναι πάνω από το 1/3 του πληθυσμού), με επακόλουθο τη γήρανση του πληθυσμού, οδήγησε στην ποσοτική αύξηση των δαπανών των συντάξεων, οι οποίες δίδονται στο 67ο έτος, αναγκάζοντας το Κράτος να εξεύρει πόρους για την εξασφάλιση των παροχών συνταξιοδότησης. Και φυσικά, η παραγωγικότητα των χωρών που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της υπογεννητικότητας (μεταξύ τούτων και η Ελλάδα), αποδυναμώνεται επικίνδυνα αφού ο ενεργός πληθυσμός με δυσκολία προσπαθεί να σταθεροποιηθεί, ένεκα οικονομικής κρίσης.
Ήδη, τα σύγχρονα συστήματα κοινωνικής περίθαλψης και προστασίας της υγείας, προς εξισορρόπηση του αισθητά μειωμένου εισοδήματος, καθιέρωσαν ειδικές παροχές σε χρήμα για ανέργους, ασθενείς, αναπήρους, συνταξιούχους και εν γένει για τον κύκλο ατόμων με ανεπαρκείς πόρους, πλην όμως, το κόστος αυτής της μακροχρόνιας μέριμνας υπερέβη τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους του κράτους, δημιουργώντας αλυσιδωτές οικονομικές ανισότητες και στερήσεις βασικών δικαιωμάτων ελλείψει χρημάτων. Στον τομέα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, η ποιότητα συνδέεται με τη δαπάνη και η ποιοτική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, μέσω της κοινωνικής ασφάλισης, θεωρείται στόχος επιτευκτός μόνο για ένα κράτος που αναπτύσσεται και παράγει με σταθερό συντελεστή. Το σημαντικότερο πρόβλημα έγκειται στη δυσανάλογη αύξηση του κόστους υγειονομικής περίθαλψης – ειδικώς για την τρίτη ηλικία – , εις βάρος του εισοδήματος, του οικογενειακού προϋπολογισμού και του δημοσιονομικού συστήματος, το οποίο αδυνατεί να ανταποκριθεί στην πρέπουσα ενίσχυση του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης. Σταδιακά, η γήρανση του πληθυσμού μετατρέπεται σε ένα από τα πιο ακανθώδη και δυσεπίλυτα ζητήματα στον τομέα της υγείας, της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και της κοινωνικής ασφάλισης.
Επιπρόσθετα, η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων συνεπάγεται την αύξηση της υγειονομικής περίθαλψης, λόγω της συχνότερης εμφάνισης σοβαρών ασθενειών. Η αναποτελεσματική εξέταση του σοβαρού προβλήματος της δημογραφικής γήρανσης και η έλλειψη μιας σοβαρής πολιτικής υγείας, εστιαζόμενης στην πρόληψη των χρόνιων ασθενειών, κατάφερε να δημιουργήσει την ανάγκη μακροχρόνιας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, η οποία οδήγησε σταδιακά σε εξάντληση των νοσοκομειακών και φαρμακευτικών δαπανών και σε στέρηση της ποιοτικής κοινωνικής φροντίδας.
Δυστυχώς ο τομέας της κοινωνικής ασφάλισης εμφανίζεται ήδη αποδυναμωμένος και στην προσπάθειά του να ανασυγκροτηθεί οικονομικά επιβάλλει αυστηρά κριτήρια πρόσβασης στην κοινωνική ασφάλιση, με βασική προϋπόθεση τη χρηματική καταβολή, δυσανάλογη των εισοδημάτων των ασφαλισμένων, με αποτέλεσμα ουκ ολίγοι ασφαλισμένοι να αντιμετωπίζουν δυσκολία στη διενέργεια και κάλυψη των ιατρικών εξετάσεων, αφού πρωτίστως πρέπει να αποπληρώσουν τις οφειλές τους περί ιατρικής ασφαλίσεως, ανεξαρτήτως εισοδήματος. Είναι φανερό ότι το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν ήταν προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει τη δημοσιονομική κρίση που δημιουργήθηκε από τη διαρκή, μαζική ανεργία.
Μολαταύτα, το κράτος διενεργεί έναν επίμονο αγώνα διασφάλισης μιας πλήρους δέσμης υπηρεσιών υγείας, ειδικώς για την τρίτη ηλικία, με συνεχή αύξηση των δαπανών υγείας και εκσυγχρονισμό των υποδομών και του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού των νοσοκομείων (δημιουργία νέων νοσοκομείων, νέων θέσεων εργασίας ιατρών, νοσηλευτών, εγκατάσταση κλινικών, δημιουργία καινοτόμων προγραμμάτων ψυχολογικής υποστήριξης κλπ). Οι ελλείψεις στα νοσοκομεία εντούτοις διατηρούν την παρουσία τους, αφού η λειτουργικότητα της δημόσιας υγείας μειώθηκε δραστικά με την επέλευση της οικονομικής κρίσης, ενώ ενισχύθηκε στον αντίποδα η ιδιωτική υγεία. Οι οργανισμοί της Τοπικής Αυτοδιοίκησης παρέχουν, μέσα από τα ΚΑΠΗ και τα προγράμματα «Βοήθεια στο Σπίτι», φαρμακευτική και ψυχολογική περίθαλψη, δρώντας αποτελεσματικά και κοντά στα άτομα της τρίτης ηλικίας. Αυτά όμως για ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό Κράτος, δεν αρκούν. Είναι επιτακτική ανάγκη οι κρατικοί φορείς να εξεύρουν μηχανισμούς πρόληψης χρόνιων ασθενειών (μεγάλης διάρκειας και βραδείας εξέλιξης) και να συνεργαστούν τα όργανα του Υπουργείου Οικονομικών και του Υπουργείου Υγείας, ώστε να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των κονδυλίων και των οικονομικών πόρων αποβλέποντας στη δημιουργία ενός μοντέλου καθολικής πρόσβασης σε ποιοτική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, με ενίσχυση της νοσοκομειακής δαπάνης και στήριξη της φροντίδας στο σπίτι, παρά την ιδρυματοποίηση.
Τα προβλήματα μειώνονται, όταν προλαμβάνονται. Εάν το κράτος διασφαλίσει μέσω της οικονομικής ενίσχυσης της νέας γενιάς, ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης, εάν αξιοποιηθούν οι οικονομικοί πόροι με τέτοιο τρόπο που θα εμπλουτιστούν και θα αναβαθμιστούν οι παρεχόμενες υπηρεσίες φροντίδας από τα κατά τόπον ιατρικά κέντρα και νοσοκομεία και δημιουργηθούν νέα προγράμματα ανάπτυξης των ικανοτήτων της τρίτης ηλικίας, τεκμαίρεται ότι η μακροχρόνια φροντίδα θα μειωθεί ως ένα σημαντικό βαθμό. Τα Κέντρα Ημερήσιας Φροντίδας Ηλικιωμένων είναι επίσης ένας νέος θεσμός που συμβάλλει στην πρακτική εναρμόνιση της οικογενειακής και εργασιακής ζωής με την ολική φροντίδα του μη δυνάμενου να αυτοεξυπηρετηθεί ηλικιωμένου, από την οικογένειά του. Πρόκειται για μια μικρή δομή ημερήσιας φιλοξενίας, η οποία λειτουργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτει επαρκώς τις εργάσιμες ώρες των μελών της οικογένειας.
Από τους κυριότερους στόχους για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ύπαρξης μακροχρόνιας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης είναι η εύκολη και απρόσκοπτη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Διά τούτο, πρέπει να επιτευχθούν παρεμβάσεις όπως η ανέγερση νέων νοσοκομείων, ειδικά σε απομακρυσμένες περιοχές, με ενισχυμένο και απόλυτα καταρτισμένο προσωπικό, ο εκσυγχρονισμός του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού, η δημιουργία νέων μονάδων εντατικής θεραπείας και αυξημένης φροντίδας, καθώς και η στελέχωση ειδικών τμημάτων που θα αναλαμβάνουν την εμπεριστατωμένη ενημέρωση των πολιτών και θα δίνουν την ευκαιρία δωρεάν εξετάσεων, τουλάχιστον μία φορά για κάθε είδος εξέτασης. Είναι αναγκαίο το σύστημα υγείας να ενισχυθεί. Η βελτίωση της αποδοτικότητας των νοσοκομειακών, φαρμακευτικών, διοικητικών και λοιπών δαπανών υγείας καθίσταται ζωτικής σημασίας στην προσπάθεια του κρατικού μηχανισμού να καλύψει τις διαρκώς αυξανόμενες κοινωνικές απαιτήσεις στον τομέα της υγείας. Το κράτος πρέπει να επενδύσει στην υγεία των πολιτών του, ώστε να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις και την παραγωγικότητα του ανθρώπινου δυναμικού του, που τόσο χρειάζεται.