Η έννοια της ψυχικής ανθεκτικότητας προέρχεται από την ψυχολογία και είναι ένας τρόπος ερμηνείας του πώς οι άνθρωποι μπορούν να διαχειριστούν τη ζωή και να ζουν καλά παρά τις αντίξοες καταστάσεις. Ως έννοια αυτού του πεδίου, αναπτύχθηκε αρχικά για τα παιδιά και τους νέους και αργότερα επεκτάθηκε και στην ενήλικη ζωή. Ιστορικά, η ανάπτυξη της έννοιας έχει οριστεί με μια σειρά από τρόπους. Για παράδειγμα, ο Fonagy1 υποστηρίζει ότι το πρώτο και πιο σημαντικό κλειδί για την ψυχική ανθεκτικότητα στην παιδική ηλικία βασίζεται στον αναστοχαστικό διάλογο. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο εισπράττει την επιβεβαίωση, την αναγνώριση και τον σεβασμό για ό, τι αυτός ή αυτή είναι από ένα έμπιστο άτομο ή έναν σημαντικό άλλο. Εν ολίγοις, η έρευνα στον τομέα της ψυχικής ανθεκτικότητας αναζητά βασικούς παράγοντες που επιτρέπουν στους ανθρώπους να αναπτύσσονται κανονικά, παρά τις αντίξοες συνθήκες ζωής, με την εμπλοκή ποικίλων παραγόντων:
- Ατομικοί παράγοντες (γενετική, ηλικία, αναπτυξιακό στάδιο, φύλο, εμπειρίες της ζωής και ιστορικό).
- Το κοινωνικό πλαίσιο (κοινωνική στήριξη, κοινωνική τάξη, πολιτισμός, περιβάλλον).
- Η ποσότητα και η ποιότητα των γεγονότων της ζωής (σκοπιμότητα, δυνατότητα ελέγχου, μέγεθος, θεματικές, χρονική διάρκεια και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις).
Στη σχετική με την εφηβεία έρευνα, για παράδειγμα, η εστίαση έχει τοποθετηθεί στο πόσο καλά τα πεδία κοινωνικότητας των νέων – η οικογένεια, το κοινωνικό και γεωγραφικό πλαίσιο, το πολιτιστικό και ιστορικό πλαίσιο, τα συστήματα μάθησης, ο χώρος εργασίας και οι καθημερινές δραστηριότητες – συνδέονται μεταξύ τους. Η συνεκτικότητα αυτών των πεδίων έχει σημαντική επίδραση στην ψυχική ανθεκτικότητα, την επιτυχία της ζωής και την ευημερία. Αυτό έγινε εμφανές σε διάφορα εθνικά, κοινωνικά και πολιτιστικά περιβάλλοντα σε περισσότερες από 60 χώρες. Φυσικά, οι συνθήκες και οι δεξιότητες διαχείρισης είναι διαφορετικές και ποικίλουν ανά χρονικές περιόδους και διαφέρουν ανά πολιτισμικά πλαίσια. Το γεγονός αυτό είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη κατά την εφαρμογή των θεωριών της ψυχικής ανθεκτικότητας στην επαγγελματική πρακτική. Όσον αφορά την ανάπτυξη των δεξιοτήτων, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό και να αναγνωριστεί ότι οι δεξιότητες που εφαρμόστηκαν χθες ίσως να μην είναι λειτουργικές σήμερα, επειδή οι συνθήκες ενδέχεται να έχουν αλλάξει.
Αν δημιουργήσουμε τις διαδικασίες που επιτρέπουν στους ανθρώπους να αντιλαμβάνονται ότι είναι σε θέση να ζήσουν τη ζωή που θέλουν να ζήσουν, όχι μόνο θα αισθανθούμε καλύτερα αλλά θα ζήσουμε επίσης μια καλύτερη ζωή. Από την πλευρά της δημόσιας υγείας, στόχος δεν είναι μόνο η επιδίωξη της καλής ζωής ενός ατόμου, αλλά η καλή ζωή του συνόλου του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των μελλοντικών γενεών. Για τους εκπαιδευτικούς και τους συμβούλους η σημερινή πρόκληση είναι η αναζήτηση ευέλικτων μοντέλων ανάπτυξης ικανοτήτων και η σχετική με την ψυχική ανθεκτικότητα κατάρτιση. Επομένως, είναι σημαντικό να επικεντρωθούμε στη δημιουργία κοινωνικών περιβαλλόντων, όπου όλοι έχουν ίσες ευκαιρίες να συμμετάσχουν και να αναπτύξουν τις τοπικές κοινότητες και τις συνθήκες ζωής για να ζήσουν καλά.
Thomas Wenzel 2014
Klaus Linde-Leimer 2014
Οι συζητήσεις σχετικά με την ψυχική ανθεκτικότητα προϋποθέτουν τη συζήτηση σχετικά με την έννοια της υγείας. Από το 1948 που συστάθηκε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και περιέλαβε στο καταστατικό του ένα άρθρο για την υγεία, αυτός έχει καταστεί ο πιο συχνά χρησιμοποιούμενος ορισμός της: «Η υγεία είναι μια κατάσταση πλήρους ευημερίας με μια σωματική, κοινωνική και ψυχολογική διάσταση και όχι απλώς η απουσία της νόσου και της νοσηλείας»2 .
Ο ορισμός αυτός έχει επικριθεί, αλλά εξακολουθεί να παραμένει στο επίκεντρο της συζήτησης για την υγεία. Ο συγκεκριμένος ορισμός, κατά μία έννοια, απομάκρυνε τη συζήτηση για την υγεία από μια καθαρά βιοϊατρική κατανόηση διότι συμπεριέλαβε τόσο τις κοινωνικές όσο και τις ψυχολογικές διαστάσεις. Ωστόσο, ο εν λόγω ορισμός έχει θεωρηθεί ως πολύ άκαμπτος και στατικός, αλλά και «εκστατικός», λόγω της τυποποίησης της «πλήρους ευτυχίας», καθώς και δεσμευτικός, δεδομένου ότι εξ ορισμού δεν μπορεί κανείς να αποκτήσει «υγεία» χωρίς την απουσία της ασθένειας, αποκλείοντας έτσι μεταξύ άλλων όλα τα άτομα με χρόνιες παθήσεις ή αναπηρίες. Αν ο ορισμός δήλωνε με κάποιο τρόπο ότι κάποιος μπορεί να βρίσκεται σε μια κατάσταση πλήρους ευημερίας, ακόμη και αν πάσχει από μια ασθένεια, θα μπορούσε να είχε περισσότερο νόημα σήμερα. Μια περαιτέρω εξέλιξη στην κατανόηση της υγείας ήρθε με την Χάρτα της Οτάβα για την Προαγωγή της Υγείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) το 1986. Χωρίς να υπεισέλθω σε πολλές λεπτομέρειες (βλ. τις αρχές της Χάρτας της Οτάβα του ΠΟΥ 19863), η υγεία θεωρείται πλέον ως μια διαδικασία που επιτρέπει στους ανθρώπους να αποκτήσουν τον έλεγχο των καθοριστικών παραγόντων της υγείας τους, βελτιώνοντας έτσι την υγεία τους, προκειμένου να διάγουν μια ενεργό και παραγωγική ζωή. Η υγεία δεν είναι πλέον μια κατάσταση, αλλά μια δυναμική διαδικασία με την πάροδο του χρόνου. Αυτό σημαίνει ότι η αντιμετώπιση ενός κινδύνου ή ενός σημαντικού γεγονότος της ζωής δεν οδηγεί πάντοτε σε μόνιμη απώλεια της υγείας, διότι σε μια παροδική διαδικασία, όπου ο κίνδυνος ή το γεγονός της ζωή μπορούν να ενσωματωθούν στην εμπειρία ζωής ενός ατόμου, μπορεί αυτό τελικά να αποδειχθεί ωφέλιμο για τη συνολική ανάπτυξη της υγείας και είναι συγκρίσιμο τελικά με την έννοια της ψυχικής ανθεκτικότητας.
Η Χάρτα της Οτάβα επικεντρώνεται κυρίως στη συμμετοχή των ανθρώπων και την εμπλοκή τους στην ανάπτυξη της υγείας τους. Επιπλέον, θεωρεί το πλαίσιο και τις συνθήκες διαβίωσης εκτός της παραδοσιακής προσέγγισης της επιβλαβούς για την υγεία ατομικής συμπεριφοράς, η οποία στο παρελθόν ήταν περισσότερο στο επίκεντρο της δημόσιας υγείας και της εκπαίδευσης σε θέματα υγείας. Μετά τη Χάρτα της Οτάβα, η υγεία αυτή καθαυτή δεν είναι πλέον τόσο κεντρική όσο πριν, καθώς τώρα έχει γίνει μόνο η διαδικασία που οδηγεί σε μια ενεργό και παραγωγική ζωή ή με άλλους όρους στην ευημερία και την ποιότητα της ζωής. Η προαγωγή της υγείας, ωστόσο, δεν εδραζόταν ρητά σε θεωρητικές βάσεις κατά την περίοδο της Χάρτας της Οτάβα, αλλά βασιζόταν στις αρχές που δημιουργούσαν το πρόβλημα της μη διαμόρφωσης μιας σαφούς θεμελιώδους σημασίας για τις δραστηριότητες υγείας και δυστυχώς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, οι δράσεις ήταν περισσότερο επικεντρωμένες στην εξάλειψη του ατομικού κινδύνου υγείας και όχι σε μια συνολική συστημική προσέγγιση καρά την οποία οι συγκυριακοί παράγοντες λαμβάνονται υπόψη στην όλη διαδικασία. Υπάρχουν αρκετές νέες θεωρητικές προσεγγίσεις, αλλά για τη συζήτησή μας θέλουμε να εστιάσουμε στην έρευνα που έγινε από τον Aaron Antonovsky (1979, 1987 και 1996) και την έναρξη της υγειογενετικής (salutogenic) προσέγγισης για την υγεία όπου τα πολύτιμα στοιχεία για την υγεία και η ικανότητα αξιοποίησης αυτών των στοιχείων βρίσκονται στο επίκεντρο.
Η υγεία αυτή καθαυτή έγινε μια διαδικασία δια βίου μάθησης. (Βλέπε για παράδειγμα τις μελέτες που έγιναν από τους Lindström και Eriksson οι οποίοι διεξήγαγαν μια συστηματική ανασκόπηση της παγκόσμιας υγειογενετικής έρευνας και οργάνωσαν με βάση ερευνητικά δεδομένα ένα πλαίσιο για την υγειογενετική έρευνα (Eriksson 2007, Lindström και Eriksson 2010).
Bengt Lindström 2014
1.Fonagy,P. et al (1994) The theory and practice of resilience. Journal of Child Psychology and Psychiatry. 35,2.231-257
2. http://www.who.int/governance/eb/who_constitution_en.pdf
3. http://www.who.int/healthpromotion/conferences/previous/ottawa/en
Πηγή: “Resilience – a key skill for education and job” project partners, 2014. Klaus Linde-Leimer, Thomas Wenzel. “Guidelines”. Link: http://www.resilience-project.eu.