Γ’ Θεωρητική Ενότητα: Θεωρητικό – Κατανοητικό Πλαίσιο για τη Street Art
Α’ ΜΕΡΟΣ
Κωνσταντίνα – Μαρία Κωνσταντίνου, Κοινωνιολόγος – ΜΔΕ «Εγκληματολογία», Πάντειο Πανεπιστήμιο
Νεφέλη – Αικατερίνη Μπαφούνη, απόφοιτη Τμήματος Ψυχολογίας, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
&
Μαίρη Φωσκόλου, απόφοιτη Τμήματος Μέσων, Επικοινωνίας και Πολιτισμού, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ΜΔΕ «Εγκληματολογία», Πάντειο Πανεπιστήμιο
Θεωρητικό πλαίσιο
Μέχρι στιγμής, στις κοινωνικές επιστήμες, οι ακαδημαϊκοί και οι ερευνητές χρησιμοποιούν τις έννοιες Graffiti και Street Art είτε ως κεντρικό θέμα κάποιας μελέτης και έρευνας με τη μορφή ερωτήματος περί Τέχνης ή βανδαλισμού είτε ως ένα από τα πολλά στοιχεία που προκύπτουν ως συνέπεια μιας ευρύτερης υποβαθμισμένης κατάστασης εντός μιας πόλης με το πρόσημο της διαμαρτυρίας (κυρίως στη βιβλιογραφία / αρθρογραφία του εξωτερικού) ή με το πρόσημο της «πλάκας» – «διασκέδασης» των νέων (κυρίως στη βιβλιογραφία / αρθρογραφία του εσωτερικού):
- θεωρίες και έρευνες μορφών υποκουλτούρας – Πολιτισμική Εγκληματολογία των δεκαετιών 1950 – 1970[1] και η Νέα Πολιτισμική Εγκληματολογία (1990 και μετά) προτείνοντας τον εντοπισμό και την ερμηνεία του νοήματος πίσω από την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά[2],
- το Graffiti ως ένα από τα απαραίτητα στοιχεία παρουσίασης και ανάλυσης θεωριών υποβάθμισης του αστικού τοπίου και ενίσχυσης του φόβου του εγκλήματος – Αστεακή Κοινωνιολογία – Εγκληματολογία[3],
- το Graffiti και η Street Art ως μία από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης παγκοσμίως και εθνικώς – νεανική διαμαρτυρία – ανομία – Μαρξιστική και Οικονομική προσέγγιση[4],
- το Graffiti και η Street Art υπό τη σημειωτική προσέγγιση, Δομισμός, Επικοινωνιακές θεωρίες[5].
Το θεωρητικό πλαίσιο θα στηριχθεί στη μέθοδο[6] της Κατανοούσας Κοινωνιολογίας του Weber[7], στην ερμηνευτική προσέγγιση του φαινομένου της Street Art, συνδυαστικά με τη μέθοδο και την τεχνική της Οπτικής Κοινωνιολογίας[8]: η γνώση για την εμπειρική πραγματικότητα διαπερνάται από το οπτικό πεδίο, από την αίσθηση της όρασης, και, κατόπιν, από τη διαδικασία της σκέψης και κατηγοριοποίησης, δημιουργίας ιδεοτύπων του αντικειμένου που οράται με τελικό σκοπό την κατανόησή του. Βάσει της θεωρίας των κοινωνικών αναπαραστάσεων, συντελείται μία απλοϊκή «μετάφραση» για την περιγραφή σύνθετων κοινωνικών φαινομένων και καταστάσεων εκ μέρους των ατόμων – μερών που, με τη σειρά της, διαπερνάται από τη δημιουργία απλοϊκών κατηγοριών και σχηματισμό εικόνων που δεν φιλτράρονται διανοητικά[9].

Συνεπώς, η Street Art λόγω του ότι ομοιάζει τεχνο-τροπικά με το πρώτο βλέμμα απεικόνισης, με το Graffiti (οι δημόσιες επιφάνειες θεωρούνται κοινός τόπος και των καλλιτεχνών της Street Art καθώς και το spray ως μέσο εκτέλεσης των έργων θεωρείται πιο δημοφιλές και συχνή επιλογή από τους καλλιτέχνες και των δύο κινημάτων) κατηγοριοποιούνται και τα δύο με την ετικέτα «βανδαλισμός» ή «Τέχνη». Όπως αναφέρεται, «το κοινωνικό σύνολο αντιδρά απέναντι σε μία κοινωνική πραγματικότητα (π.χ. την παρέκκλιση), η οποία στηρίζεται στη γνώση της καθημερινότητας. Αυτή καθιστά δυνατή την καθημερινή επικοινωνία, αφού είναι μία γνώση ανεπεξέργαστη, αυτονόητη, μία γνώση ρουτίνας. Έτσι, θεωρήθηκε οτι η έννοια της παρέκκλισης είναι αποτέλεσμα προκατανοήσεων και καθημερινών απόψεων [ … ]» [10].
Σε αυτό το στάδιο διανοητικής επεξεργασίας, λοιπόν, όταν το αντικείμενο όρασης μετατρέπεται σε εικόνα παρακμής με την αυτή ακριβώς απόδοση νοήματος[11], εντοπίζεται η προκατάληψη για τη Street Art τόσο από τον νόμο και την ανεπίσημη κοινωνική αντίδραση όσο κι από τα Μ.Μ.Ε. – με διάφορα διλήμματα να διατυπώνονται κατά καιρούς προβάλλοντας έτσι την εννοιολογική σύγχυση[12], όπως για παράδειγμα, το ότι η Street Art είναι Graffiti, ότι εάν η Street Art είναι Τέχνη ανήκει, τότε, μόνο στα Μουσεία που θεωρούνται ο κατάλληλος τρόπος και τόπος διαχείρισης έργων Ζωγραφικής και μνήμης της κληρονομιάς.

Ακολουθεί η εμβάθυνση – ανάλυση των θεωρητικών προτάσεων που άμεσα αντιστοιχούνται στη συνολικότερη προσπάθεια σύνθεσης και προσέγγισης του ζητήματος από όλες τις πλευρές: δηλαδή,
στην Ι. θεωρητική πρόταση => αντιστοιχούν οι Α. «Εσωτερικοί / ατομικοί παράγοντες διαμόρφωσης κινήτρων των ατόμων – Καλλιτέχνες street artists»
στην ΙΙ. θεωρητική πρόταση => «Εξωγενείς κοινωνικοί παράγοντες διαμόρφωσης στάσης – Κοινό και Μ.Μ.Ε. για τη Street Art», ενώ,
στην ΙΙΙ και στην ΙV θεωρητική πρόταση => Β. «Οπτικοί / περιβαλλοντικοί παράγοντες (υπο)στήριξης ή απόρριψης της Street Art (καλλιτέχνες, έργα, εκδηλώσεις) – Αστική κουλτούρα και παγκοσμιοποίηση (κοινωνικό εκπαιδευτικό σύστημα / δομή)».
Ομολογουμένως, η Street Art έχει διχάσει την κοινή γνώμη δημιουργώντας στην άτυπη κοινωνική αντίδραση δύο επιμέρους στάσεις: υπέρ και κατά αυτής της επικοινωνιακής πρακτικής[13]. Οι θεατές των έργων της Street Art συμπεριλαμβάνονται στην έννοια «κοινό», καθώς δεν αποτελεί εξειδικευμένη κατηγορία ανθρώπων. Οι παράγοντες διαμόρφωσης στάσεων του κοινού που είναι κατά αυτής της καθημερινής επικοινωνιακής μορφής, τουλάχιστον του διαδικτυακού Αθηναϊκού κοινού, μέσω της Τέχνης, της Street Art, προέρχονται:

α) από την τοποθεσία κατοικίας, από το περιβάλλον της γειτονιάς εστιάζοντας στα ήδη εγκαταλελειμμένα κτίρια (βάσει της οικολογικής προσέγγισης και της προσέγγισης των «σπασμένων παραθύρων» – “broken windows”[14]: μη φωτισμένοι δρόμοι, «φήμη» της περιοχής για την αύξηση της εγκληματικότητας),
β) από την άποψή τους, ευρύτερα, για την πόλη, το πώς θα έπρεπε να φαίνεται οπτικά και αισθητικά μία πόλη[15],
γ) από και υπό την έννοια της βιωσιμότητας (καθαριότητα) των γειτονιών – Δήμων στις περιπτώσεις μη συνέπειας των τοπικών Αρχών ως προς τη φροντίδα του περιβάλλοντος,
δ) αλλά, κυρίως, από τα σύγχρονα Μ.Μ.Ε. (κυρίως, τα social media) και τον τρόπο παρουσίασης αυτών όσον αφορά το Graffiti και τη Street Art.
Ουσιαστικά, οι παράγοντες β) και δ) σχετίζονται με την εικόνα της πόλης όσον αφορά τη γραφή ή το σχέδιο στον τοίχο, το Graffiti ή και τη Street Art, και με το κατά πόσο ταυτίζονται ή όχι εικονικά μεταξύ τους και με το κατά πόσο χρειάζονται τελικά να υφίστανται στο δημόσιο χώρο ως «κι άλλες φωνές διαμαρτυρίας και μουντζούρας». Οι παράγοντες αυτοί «συναντώνται» στην εξωτερική κοινωνική πραγματικότητα εφόσον εκφράζονται και (ανά)παράγονται διά του προφορικού και γραπτού λόγου με αμφίδρομο τρόπο, αλληλοεξαρτώμενα, μεταξύ του κοινού και των Μ.Μ.Ε.

Οι άλλοι δύο παράγοντες, ο α) και ο γ) θεωρούνται κατά την ανάλυσή μας συμπληρωματικοί και εξ αφορμής του περιβαλλοντικού πλαισίου παρά ως αιτίες γενεσιουργίας – πρώτες σε χρόνο της εμφάνισης του Graffiti και της Street Art: ισχυριζόμαστε, ειδικότερα, πως η Street Art, δεν συγκροτήθηκε επειδή θεωρείται κοινωνική ομάδα υπο – κουλτούρας με βανδαλιστικές συμπεριφορές εντός των πόλεων και συμμοριακές τάσεις με επιθετικότητα μεταξύ των γειτονιών των περιοχών, αλλά συγκροτήθηκε επειδή ήδη εμφανίζονταν στις πόλεις τα κοινωνικά προβλήματα και φαινόμενα άλλων ευάλωτων ομάδων, ζητήματα υποβαθμισμένων περιβαλλόντων και παραβιάσεων θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Street Art θεωρείται κοινωνικό κίνημα αλλαγής και τείνει να ενταχθεί ως ένα από τα σύγχρονα ρεύματα στη μορφή της Τέχνης, τη Ζωγραφική – Χαρακτική.

Η έρευνά μας επικεντρώνεται σε αυτό ακριβώς: η εννοιολογική ταύτιση του Graffiti και της Street Art στον γραπτό λόγο (Διαδικτυακός Τύπος και ιστοσελίδες) μαζί με τη μπερδεμένη απεικόνιση / συνοδεία / χρήση φωτογραφιών επηρεάζει τη στάση του κοινού για τη Street Art και υποβοηθά στην στερεοτυπική αντιμετώπιση των καλλιτεχνών και στην εικονική / οπτική διαστρέβλωση των έργων της Street Art με το tagging (τεχνική του Graffiti) και την συνθηματογραφία στην καθημερινότητα – ουσιαστικά, πρόκειται για μελέτη εγκληματοποίησης της Street Art συμπεριφοράς.
Διαβάστε εδώ το σύνολο του Α’ Μέρους της Γ’ Θεωρητικής Ενότητας
[1] Κουλτούρα που παρασιτεί από την κυρίαρχη σε μία δεδομένη κοινωνία εποχής, όπως η Graffiti κουλτούρα.
Cuche D., Η έννοια της κουλτούρας στις Κοινωνικές Επιστήμες, Μετάφραση: Σιατίτσας Φ., Αθήνα, Τυπωθήτω, 2001.
Κουκουτσάκη Α., Φάκελος Κειμένων για το Μάθημα «Πολιτισμική Εγκληματολογία», Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών (Τμήμα Κοινωνιολογίας – Τομέας Εγκληματολογίας), Ακαδημαϊκό Έτος 2008 (2012 – 2013), σελ. 11 – 26.
Cohen S., Folk Devils and Moral Panics: The Creation of the Mods and Rockers, London & New York, Routledge Classics, 3rd edition, 2002.
[2] Όπως υποστηρίζεται ως κοινή γραμμή στη Νέα Πολιτισμική Εγκληματολογία, «ο Ferrell αναφέρεται αναλυτικά στην μεθοδολογική επιλογή της «εγκληματολογικής κατανόησης» και τη δυνατότητα των ερευνητών πεδίου να αναδείξουν τα νοήματα και τη βιωμένη εμπειρία όχι μόνον του εγκλήματος, αλλά και των φορέων του ποινικού συστήματος [ … ]» και ακόμη ότι, «υποστηρίζω οτι οι ριψοκίνδυνες δυναμικές της επιτόπιας έρευνας προσφέρουν στους Εγκληματολόγους όχι μόνον πρόσβαση σε εγκληματίες ή εγκληματικές ομάδες, αλλά ίσως το ακόμα πιο σημαντικό, την ευκαιρία για να εμβαπτιστούν ως μέρος της κείμενης λογικής και συναισθήματος που καθορίζουν την εγκληματική εμπειρία [ … ]»,
Κουκουτσάκη Α., Φάκελος Κειμένων για το Μάθημα «Πολιτισμική Εγκληματολογία», Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών (Τμήμα Κοινωνιολογίας – Τομέας Εγκληματολογίας), Ακαδημαϊκό Έτος 2008 (2012 – 2013), σελ. 19 – 24.
Ferrell J., “Criminological verstehen: Inside the Immediacy of Crime”, στο Ferrell J. & Hamm m., Ethnography at the Edge, Crime, Deviance and Field research, Boston, Northeastern University Press, 1998.
[3] Ζαραφωνίτου Χ., Ο φόβος του εγκλήματος. Εγκληματολογικές προσεγγίσεις και προβληματισμοί με βάση την εμπειρική διερεύνηση του φαινομένου στο εσωτερικό της Αθήνας, Αθήνα, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2002.
[4] Ζαϊμάκης Γ., «Δρόμοι ελεύθεροι από επιτήρηση: Νέοι, σώματα και απεικονίσεις της κρίσης στο πολιτικό γκραφίτι» στο Ερευνητικές διαδρομές στις κοινωνικές επιστήμες: θεωρητικές-μεθοδολογικές συμβολές και μελέτες περίπτωσης, Ηράκλειο Κρήτης, Πανεπιστήμιο Κρήτης – Εργαστήριο Κοινωνικής Ανάλυσης και Εφαρμοσμένης Κοινωνικής Έρευνας 2018, σελ. 391 – 413.
Ζαϊμάκης Γ., «Φωνές Διαμαρτυρίας στους Δρόμους της Πόλης. Προσλήψεις της Κρίσης μέσα στο Πολιτικό ‐ εκφραστικό Γκράφιτι», Κοινωνιολογική Επιθεώρηση, 2-3, 2015, σελ. 119 – 143.
Χαλκιά Μ., Το graffiti ως μέσο διαμαρτυρίας στην Ελλάδα μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης. Αισθητική και συμβολισμός, Διπλωματική Εργασία, Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, 2013.
Αθανασίου Κ., Βασδέκη Ε., Καπετανάκη Ε., Καραγιάννη Μ., Καψάλη Μ., Μακρυγιάννη Β., Μάμαλη Φ., Πάγκαλος Ο., Τσαβδάρογλου Χ., Urban Conflicts, Εργαστήριο συναντήσεις και συγκρούσεις στην πόλη, Θεσσαλονίκη, 2015.
Διαθέσιμο εδώ: http://urbanconflicts.wordpress.com/, τελευταία πρόσβαση: 1/01/2020.
Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής & Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, Εικαστικές Παρεμβάσεις στον Δημόσιο Χώρο Ζωγραφική επί των Τυφλών Όψεων Κτιρίων της Αθήνας, Πρόγραμμα ΥΠΕΚΑ «ΑΘΗΝΑ–ΑΤΤΙΚΗ 2014», Αθήνα, Δεκάλογος – Γραφικές Τέχνες, 2011.
[5] Ακολουθούν και οι διδακτορικές διατριβές σχετικά εκτός της βιβλιογραφίας του παρόντος Project. Στη μηχανή αναζήτησης με τον όρο street art ή τέχνη του δρόμου, δεν βρέθηκε κανένα αποτέλεσμα παρά μόνο με τον όρο graffiti.
https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/22472 , Κατσίδη Δ., “Graffiti as a cultural element: social representations of the creators and the meaning of their works”, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Τομέας Νεοελληνικής Κοινωνίας, 2010.
https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/43186 , Δρακοπούλου Κ., “Graffiti: an american phenomenon in the greek art scene: Athens Thessaloniki 1985-2005”, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης, 2017.
https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/42923, Πάγκαλος Ο., “Graffiti as a culture and as an art form in public space: the encounter of the graffiti writer with power”, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Σχολή Πολυτεχνική, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Τομέας Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, 2017.
[6] Weber M., Βασικές έννοιες κοινωνιολογίας, Αθήνα, Μετάφραση: Κυπραίος Μ. Γ., Κένταυρος, 1993.
[7] Weber M., Η μεθοδολογία των κοινωνικών επιστημών, Αθήνα, Μετάφραση: Κυπραίος Μ. Γ., Παπαζήση, 1991, σελ. 197.
[8] Becker H. S., “Photography and Sociology”, Studies in Visual Communication, 1, 3,, 1974, pp. 3 – 26.
Harper D., “Visual Sociology: Expanding sociological vision”, The American Sociologist, 19, 1, 1988, pp. 54 – 70.
Geise S. & Baden C., “Putting the Image Back into the frame: modeling the linkage between visual communication and frame – processing theory”, Communication Theory, 25, 2015, pp. 26 – 69.
[9] Σύμφωνα με τον Allport, η κατηγοριοποίηση ως διαδικασία έχει τέσσερα χαρακτηριστικά:
«Η σκέψη μας, προκειμένου να υπερπηδήσει τις διάφορες δυσκολίες της ζωής, τις ταξινομεί αμέσως σε κάποια ικανοποιητική κατηγορία, την οποία ύστερα χρησιμοποιεί ως εργαλείο για την αξιολόγηση της κατάστασης.
Η κατηγορία μας παρέχει την δυνατότητα του να ταυτοποιούμε γρήγορα το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται.
Η κατηγορία προσδίδει, σε οποιοδήποτε αντικείμενο έχει εντάξει, ισοδύναμη νοητική και συναισθηματική χροιά. Στις έννοιες προσάπτουμε συναισθηματικά στοιχεία. Έτσι, μια νοητική κατηγορία μας γίνεται συμπαθητική ή αντιπαθητική.
Τα καθήκοντα προσαρμογής και συμμόρφωσης που οργανώνουν την καθημερινή μας ζωή διαμορφώνονται σε ευρύτερες τάξεις και ομαδοποιητικά στοιχεία».
Allport G., The Nature of Prejudice, London, 25th Anniversary edition, Addison – Wesley Publishing Company, 1954.
Stangor C., Stereotypes and Prejudice, Philadelphia, Psychology Press, 2000.
Brown R., Prejudice. It’s social psychology, Oxford UK & Cambridge USA, Blackwell, 1995.
Moscovici S., Social Representations. Studies in Social Psychology, New York, NYU Press, 2000.
Moscovici S., “Attitudes and opinions”, Annual Review of Psychology, 14, 1963, pp. 231-260.
[10] Berger P. & Luckmann T., The Social Construction of Reality. The Treatise in the Sociology of Knowledge, New York, Garden City, 1966.
Summer C., “Rethinking deviance” toward a Sociology of Censures” στο Research in Law, Deviance and Social Control. A Research Annual, Greenwich, London, 5, Spitzer S., 1983, pp. 187 – 204.
[11] Λαμπροπούλου Ε., «Η σχολή του Σικάγου και η νεανική παραβατικότητα» στο Τάτσης Ν. & Θανοπούλου Μ., Η Κοινωνιολογία της Σχολής του Σικάγου, Αθήνα, Παπαζήσης, 2009, σελ. 259 – 285.
[12] Κατά τον Cohen, ηθικός πανικός δημιουργείται και είναι όταν, «μία κατάσταση επεισόδιο, άτομο ή ομάδα, έρχεται στο φως της δημοσιότητας για να ορισθεί ως απειλή για τις κοινωνικές αξίες και συμφέροντα. Οι ηθικές οχυρώσεις ενισχύονται από [ … ] πολιτικούς και άλλους ορθά σκεπτόμενους ανθρώπους. Κοινωνικά αποδεκτοί ειδικοί προβαίνουν σε διαγνώσεις και προτείνουν λύσεις (η εμφάνιση του πανικού) [ … ]».
Cohen S., Folk Devils and Moral Panics: The Creation of the Mods and Rockers, London & New York, Routledge Classics, 3rd edition, 2002.
[13] Bourdieu P., Η αίσθηση της πρακτικής, Αθήνα, Μετάφραση: Παραδέλλης Θ., Αλεξάνδρεια, 2006.
[14] https://www.theatlantic.com/magazine/archive/1982/03/broken-windows/304465/ , Kelling J. & Wilson Q., “Broken Windows: The police and neighborhood safety”, The Atlantic, 1982, τελευταία πρόσβαση: 20/01/2020.
[15] Μοίρα Μ., «Αναζητώντας την ηδονή του τόπου μέσα από τη φωτογραφική εικονογραφία της μετανεωτερικής πόλης» στο Σύνδεσμος Υποτρόφων Ιδρύματος Ωνάση, Εικόνα της πόλης – Οπτικές και θέσεις με φόντο την Αθήνα, Αθήνα, Ποταμός, 2016 σελ. 120 – 134.
[irp]
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.