Αντώνης Κατσουρός
Μεταδιδάκτορας Τμήματος Ψυχολογίας
Πάντειο Πανεπιστήμιο
Κατά κοινή ομολογία, δεν μπορεί κανείς να προβλέψει το θάνατο και ένα από τα πρωταρχικά βιώματα της ζωής είναι η πρώιμη απώθηση του φόβου του. Οι κοινωνικές βέβαια προσλαμβάνουσες της αξίας της ανθρώπινης ζωής και της αποφυγής του θανάτου έχουν ιστορικά λάβει διαφορετικές διαστάσεις, αν και κατά τη σύγχρονη εποχή το αδιαμφισβήτητο προνόμιο της αξίας της ζωής θεωρείται δεδομένο. Κατά συνέπεια, μία εκτόξευση των αριθμών θνησιμότητας σε όλο τον πλανήτη, ειδικά δε στις μεγαλουπόλεις του επονομαζόμενου δυτικού πολιτισμού, δεν μπορεί παρά να φέρει δρακόντεια μέτρα προς την αποτροπή ενός εκ των σημαντικότερων κρίσεων των ημερών μας, σε συνέχεια μιας οικονομικής κρίσης που ξέσπασε λίγο πριν τις αρχές της μόλις περασμένης δεκαετίας και ακόμα αφήνει τα σημάδια της σε πολλές χώρες που δεν είχαν τα αρκούντα αποθέματα (όχι μόνο οικονομικά, αλλά και σε επίπεδο κοινωνικό-πολιτικής ανοχής, η χώρα μας άλλωστε, αποτελεί μία μελέτη περίπτωσης του εν λόγω επιχειρήματος) να συμμαζέψουν γρήγορα τις συνέπειες της.
Ωστόσο, αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά το πως φτάνουμε σήμερα, εντός ολίγων εβδομάδων, στο κατώφλι μίας πρωτοφανούς διεθνούς εσωστρέφειας, υπό τον φόβο της καταστροφής, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί πως ο ωρολογιακός χρόνος, σε άμεση συνάρτηση με την κοινωνικόπολιτική διαχείριση της εν λόγω κρίσιμης εξάπλωσης του πολυσυζητημένου ιού, έχουν παίξει καθοριστικότερο ρόλο στην πρόβλεψη της θνησιμότητας, αλλά και όσων μπορεί κανείς να εκτιμήσει, συγκριτικά με την βίο-γενετική μελέτη του. Τα συγκριτικά στατιστικά μεταξύ των χωρών σε σχέση με τα διαφανώς αναφερόμενα νούμερα κρουσμάτων, σοβαρών περιστατικών και νεκρών δεν φαίνεται να βρίσκονται σε σύμπνοια και δεν δικαιολογούν απόλυτα τις κατά συνέπεια θέσεις των πολιτικών κυβερνήσεων, καθώς, ακόμα και αν θεωρήσουμε πως η κάθε περίπτωση έχει τις δικές τις ιδιαιτερότητες, το 0.4% αναλογίας κρουσμάτων – νεκρών της Γερμανίας, με το 9.5% της Ιταλίας και το 7% της Ισπανίας δεν μπορεί να είναι απόρροια μίας άλλης γενετικής αιτιολογίας (εκτός αν εκδοθεί μελέτη που να αναδεικνύει μετάλλαξη του ιού σε συγκεκριμένες χώρες), παρά μίας, εντελώς διαφορετικής κοινωνικής και ιατρικής διαχείρισης της κρίσης, γραφειοκρατικής και δημόσιας καταγραφής νοσοκομειακών νοσημάτων και πιστοποιητικών θανάτου, αφήγησης πολιτικού λόγου προς τους πολίτες και της εν γένει κουλτούρας του κάθε λαού. Ας αναλογιστούμε μόνο, ένα δημογραφικό στοιχείο, που εκθέτει ένα ζήτημα που είναι αμιγώς κοινωνικό-πολιτικού πλαισίου και θα μπορούσε να δώσει το έναυσμα να σκεφτούμε τις διαφορές στις αναλογίες προσβολής των κρουσμάτων σε γηραιότερους πληθυσμούς στην Ιταλία σε σχέση με τη Γερμανία, επιχείρημα που έχει υποστηριχθεί ως καίριο για να εξηγήσει άλλωστε την τεράστια διαφορά αναλογίας κρουσμάτων και νεκρών. Οι νέοι στην Ιταλία και ειδικότερα τα άτομα κατά το αναπτυξιακό στάδιο 18-35 ετών, όπως και η πλειοψηφία των νέων στη νότια Ευρώπη, μεταξύ των οποίων και η χώρα μας, που διαμένουν υπό την οικογενειακή εστία, ανέρχονται κοντά στο 60%, την ώρα που στην Γερμανία το ίδιο ποσοστό είναι αρκετά χαμηλότερο (παρά την συνολικά ραγδαία αύξηση του ποσοστού τα τελευταία χρόνια σε όλη την ΕΕ, λόγω χαμηλών εισοδημάτων, αδυναμίας αγοράς κατοικίας, έλλειψης κρατικής πολιτικής και υψηλών ενοικίων, για αναλυτικά δημογραφικά στοιχεία βλέπε eurostat). Τα άτομα όμως άνω των 60 ετών, άρα ως επί το πλείστον, οι γονείς νέων ενηλίκων, στο βαθμό μάλιστα που φέρουν, συνηθέστερα και ένα ιστορικό υγείας υποκείμενων νοσημάτων, αποτελούν την πλειοψηφία θανάτων από τον Covid-19 και έχουν πρωταρχικό ρόλο στο κοινωνικό-πολιτικό debate του τρόπου διαχείρισης της κρίσης θνησιμότητας, ειδικά δε αναφορικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση (η ανισσόροπη και δυσανάλογη, δημογραφική, αλλά κυριότερα, οικονομική αναλογία μεταξύ ακριβώς των ίδιων ηλικιακών ομάδων αποτέλεσε για χρόνια το κοινωνικό-πολιτικό debate ανόρθωσης από την οικονομική κρίση, ειδικά στις χώρες του νότου).
Στο βαθμό λοιπόν, που σε μία χώρα, οι επαφές μεταξύ νέων και μεγαλύτερων ηλικιακά πληθυσμών, είναι εκ προοιμίου, πολύ πιο οριοθετημένες, βασιζόμενες σε έναν κοινωνικό-πολιτικό διαχωρισμό που προκύπτει από την κατάσταση της οικονομίας, αλλά και από την καθολική κουλτούρα διευκόλυνσης για το στάδιο της άδειας φωλιάς (η στιγμή που τα παιδιά αποχωρίζονται την οικογένεια καταγωγής, βάσει συστημικής ψυχολογίας, ένα εξαιρετικά κρίσιμο στάδιο ζωής για την βίο-ψυχοκοινωνική ενηλικίωση των νέων και την υγιέστερη μετάβαση του γονεϊκού ζευγαριού στην ύστερη ζωή, βλέπε ενδεικτικά Celani, 2011; Haley, 1997), οι πιθανότητες ενός συστήματος πρόληψης της μετάδοσης του ιού φαντάζουν ριζωμένες στη βάση της καθημερινότητας της χώρας και όχι σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης που αναπροσαρμόζουν εκ διαμέτρου την κοινωνιοτροπία ενός λαού. Με άλλα λόγια, παρακολουθώντας κανείς τον τρόπο ζωής της κάθε κοινωνίας, αλλά και τις ιδιαίτερες συνθήκες του πλαισίου, μπορεί να εξηγήσει καλύτερα τη διαφορά στα στατιστικά μεταξύ των χωρών, από ότι μία μαθηματική καμπύλη μετάδοσης, που κάποιοι θεώρησαν πως θα είχε απόλυτη ομοιότητα μεταξύ όλων των χωρών και κοινωνιών, ή ενός βίο-γενετικού μοντέλου επιθετικότητας του Covid-19 που υποτίθεται πως απειλεί τους πάντες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, σα να είναι μόνο η βίο-γενετική αυτή που θα καθορίσει το μέλλον των ανθρώπων και πολύ λιγότερο, η διαμόρφωση των συνθηκών ανά χώρα, βάσει των περιθωρίων που αφήνει και η εκάστοτε προϋπάρχουσα, κοινωνική δομή.
Προσθέτοντας έναν ακόμα παράγοντα προς παρατήρηση σχετικά με τις ανομοιότητες μεταξύ των χωρών, έχει ιδιαίτερη σημασία να αναγνωρίσει κανείς την αναλογία σπουδαιότητας των μέσων λειτουργικού και δομικού ελέγχου πρόληψης των ασθενειών και ενδεχόμενων κρίσεων υγείας. Για να καταλάβει κανείς τις διαφορές μεταξύ των δύο τύπων ελέγχου αναφέρω ενδεικτικά πως για κάποιο λόγο δίνεται μεγαλύτερη έμφαση από τα ΜΜΕ και τις διαδικτυακές συζητήσεις στα προϋπάρχοντα μέσα δομικού ελέγχου, για παράδειγμα, πόσες μονάδες εντατικής θεραπείας “κάθονται και περιμένουν ασθενείς” να εισέλθουν στα νοσοκομεία. Δεν δίνεται όμως βαρύτητα στα μέσα που λειτουργούν ζωτικά, έξω στην κοινότητα, ώστε να γίνει, έλεγχος ενός προσεγγιστικά αληθινού αριθμού ασυμπτωματικών ή ελαφρώς συμπτωματικών κρουσμάτων χωρίς καν να χρειαστεί το πέρασμα στις μονάδες υγείας (εξαιρετική η πρόταση του υπουργείου υγείας, σε συνεργασία με αυτό της προστασίας του πολίτη, αλλά προφανώς σε ταύτιση και ακολουθία μοντέλου του εξωτερικού, για την επιχείρηση φορητής μονάδας ελέγχου που θα κάνει το πέρας κεντρικών κατοικιών της πρωτεύουσας. Ανεξάρτητα από το αν εφαρμόζεται με τους εντατικούς ρυθμούς που αρμόζουν στην κρίση είναι ένα κλασικό παράδειγμα λειτουργικής πρόληψης). Σε επίπεδο μάλιστα επικοινωνιακών μέσων ελέγχου, τα οποία είναι επίσης λειτουργικά, το σημαντικότερο είναι, να διαχυθεί μία ιδέα στον κόσμο ότι ακόμα και η ομαλή ενδονοσοκομειακή εισροή, έστω και αν υπάρχουν βάσεις για αυτή την εισροή, παίζει μικρότερο ρόλο στην καταπολέμηση της απειλής (η Λομβαρδία έχει παρεμπιπτόντως ένα εξαιρετικό νοσοκομειακό σύστημα δομών και υποδομών, οι οποίες ωστόσο λύγισαν γρήγορα μπροστά στην επιθετικότατη εισροή ασθενών, ειδικά δε μεγάλης ηλικίας), από ότι η διαχείριση της κρίσης πριν γίνει αυτή η μετάβαση οπουδήποτε κοντά στο νοσοκομειακό πεδίο.
Συγκεκριμένα, το πέρασμα του μηνύματος προς τον κόσμο, σημαίνει πως πρέπει ο πολιτικός λόγος να είναι ει δυνατόν έξω-νοσοκομειακός, σε πλήρη αναλογία με το σκεπτικό και τις ενέργειες των πολιτών που φέρουν τον ιό ασυμπτωματικά, ή αυτών που έχουν ελαφρά συμπτώματα (η πλειοψηφία δηλαδή των κρουσμάτων). Γιατί τοποθετούμενος κανείς πολιτικά προς το κοινό, άρα σαν πολίτης, ή καλύτερα σαν πολιτικός εκπρόσωπος, που συν-διαμορφώνει μαζί με τους συμπολίτες του την ισχύουσα πραγματικότητα, υπό την ηγετική στάση που αποκτά από τη θέση αυτού που φέρει την ευθύνη της επικοινωνίας (η αίγλη της πηγής, βλέπε ενδεικτικά Hog & Vaughan, 2010), οφείλει να γνωρίζει πως, το ύφος, αλλά και το περιεχόμενο της επικοινωνίας, έχει τη δύναμη που αναλογεί στην ίδια την ανάδυση, διαμόρφωση, εκτόνωση και αναχαίτιση της κρίσης υγείας, καθώς οι πολίτες, ακολουθώντας το μήνυμα με την συμπεριφορά τους θα διαμορφώσουν την πραγματικότητα που βιώνεται καθημερινά, αλλά και το αποτέλεσμα της κρίσης. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε, πως, αυτό που ο ιός είναι προορισμένος να κάνει και προκαλεί τον φόβο, την ανασφάλεια και την αλλαγή του τρόπου ζωής, είναι να μεταδοθεί επιθετικά και ακατάπαυστα από πολίτη σε πολίτη, από άνθρωπο σε άνθρωπο, από τον ανέμελο και ασυμπτωματικό νέο, στον ευάλωτο και ευπαθή υπερήλικα. Το ίδιο λοιπόν ακριβώς, με δυναμική υψηλότερης ωστόσο αξίας, μπορεί να το κάνει και το κάνει, η ανθρώπινη επικοινωνία (Watzlawick, Bavelas & Jackson, 2005). Η ισχύ της επικοινωνίας είναι καθοριστική και πολλές από τις απαντήσεις για το πως διαμορφώνεται η ισχύουσα πραγματικότητα της κρίσης υγείας στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και του υπόλοιπου κόσμου βρίσκονται στην αναλυτική παρατήρηση αυτής και της δικής της μεταδοτικής ισχύος. Η ιατρική επιστήμη, άρα και η βιολογία, κάνει όντως το χρέος της, χωρίς να στέκεται και να αποζητά τα διθυραμβικά σχόλια των μέσων επικοινωνίας, εκθέτοντας εργαστηριακά τη χρήση των μέσων αυτών που θα παράγουν το εμβόλιο, την ανοσία, τις κατασταλτικές και καταπραϋντικές μεθόδους απέναντι στην πανδημία. Ωστόσο το φως δεν μπορεί να υποπίπτει μόνο στο εργαστήριο. Άλλωστε οι πόρτες του εργαστηρίου είναι κλειστές, και οι λάμπες εντός του είναι τεχνητά δημιουργημένες, ως μέρος, της πολύ συγκεκριμένης, γνωστικής, τεχνητής και εργαστηριακής πραγματικότητας.
Η κοινωνική πραγματικότητα όμως είναι αυτή που εκθειάζεται καθημερινά και που τελικά της έχει αποδοθεί, άρρητα και χωρίς την επιστημολογική αξία που της αναλογεί, η σημασία δημιουργίας της καθημερινότητας που συλλογικά, ενδοτικά και υπεύθυνα, αλλά όχι άκριτα, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, από την εσωτερική πλευρά των τειχών των κατοικιών μας.
Αναφορές
Celani, D., P. (2011). Leaving Home: The Art of Separating from Your Difficult Family. Columbia: New York.
Haley, J. (1997). Leaving Home: the therapy of disturbed young people. Brunner/Mazel: Levittown.
Hog, A. H., & Vaughan, G. M. (2010). Κοινωνική Ψυχολογία. Gutenberg: Αθήνα.
Watzlawick, P., Bavelas J. B., & Jackson, D. D. (2004). Ανθρώπινη Επικοινωνία: και οι επιδράσεις της στη συμπεριφορά. Ελληνικά Γράμματα: Αθήνα.