Καρκαζή Έλενα,[1] Μαραντίδης Νικόλαος[2]
Διερχόμαστε μια σύγχρονη, πρωτόγνωρη κρίση. Απότομη. Απροειδοποίητη. Ο νέος συν-κάτοικος των πόλεων μας σχηματίζει μια ρωγμή στην πραγματικότητα όλων μας. Η πρόσφατη προσφυγική, οικονομική κρίση, καθώς και η κλιματική αλλαγή, δεν ήταν εν τέλει τόσο αποτελεσματικές… τώρα, ξαφνικά, όλα τα ανθρώπινα πλάσματα στον πλανήτη Γή αισθανόμαστε -στην κυριολεξία- την ανάσα της απειλής, της αβεβαιότητας…
Κι επειδή είμαστε πολύπλοκοι οργανισμοί, όντας εκτεθειμένοι σε αυτήν τη δυστοπική συνθήκη, «σκεφτόμαστε» ότι είναι αναγκαία η αλλαγή. Βιολογικά, θα λέγαμε ότι, ίσως, ο οργανισμός μας χρειάζεται μια νέα δομική προσαρμογή (1), μια εκ νέου σύζευξη με τον κόσμο, ένα «upgrade», προκειμένου να ταιριάξουμε και να επιβιώσουμε «ευφυώς». Να ταιριάξουμε και να επιβιώσουμε σε έναν κόσμο, όχι όπως τον γνωρίσαμε, αλλά όπως τον διαμορφώσαμε μέσα από την αέναη και αλόγιστη, σε κάθε επίπεδο, κατάχρησή του – κατάρρευση της βιοποικιλότητας, εξάντληση των φυσικών πόρων, υπερεκμετάλλευση των εδαφών και των θαλασσών και μια πληθώρα άλλων οικολογικών προκλήσεων.
Παραδόξως, τη στιγμή που ο αόρατος ιός καταφέρνει να κάνει ορατούς τους αόρατους δεσμούς που μας ενώνουν, μας ζητείται κάτι πρωτάκουστο, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη. Να γίνουμε κοινωνικά αποστασιοποιημένοι. Να μείνουμε κλεισμένοι εντός. Να παραμείνουμε σωματικά ανέγγιχτοι. Να αρνηθούμε την έως τώρα δεδομένη κανονικότητα. Η νέα συνθήκη επιτάσσει την απομόνωση με σκοπό την επιβίωση. Ο όρος «αόρατος εχθρός” δίνει στον ιό ακόμη περισσότερη ισχύ, προξενώντας αντίστοιχο φόβο.
Αντί, όμως, να εστιάσουμε στο αόρατο, μήπως θα ήταν πιο χρήσιμο να επικεντρωθούμε στο ορατό; Σε εκείνο, που, μέχρι σήμερα, εθελοτυφλώντας αποφεύγαμε… τον αντίκτυπο της ανθρώπινης δράσης στο Οικοσύστημα;
Βρισκόμαστε σε μια στιγμή, όπου όλες οι πλευρές παροτρύνουν για υπομονή, αντοχή, δύναμη και αισιοδοξία. Το άγνωστο του σήμερα γίνεται άγνωστο του αύριο, γεγονός που σημαίνει ότι ακόμα και με μια θριαμβευτική έξοδο από την πανδημία, το πανανθρώπινο σύστημα αγνοεί το επόμενο βήμα. Με λάβαρο την έννοια της ανθεκτικότητας, κράτη και ειδικοί της ψυχικής υγείας συνασπίστηκαν, προσφέροντας τηλεφωνικές γραμμές επικοινωνίας, εθελοντισμό και αλτρουιστική αυτό-προσφορά με σκοπό την παροχή συμβουλών και την ανακούφιση όλων όσων την χρειάζονται. Πλήθος εγχειριδίων με βήματα καταπολέμησης του άγχους και του στρες, αντιμετώπισης του φόβου και της δυσφορίας, ‘οδηγοί ανθεκτικότητας’, θετικής σκέψης, ελπίδες για το αύριο, που θα έρθει και θα είναι καλύτερο, ενδυνάμωση και οδηγίες για μια δημιουργική εκμετάλλευση του χρόνου. Όσο κι αν ακούγονται παρήγορα και παρηγορητικά, δεν παύουν όλα τα παραπάνω να ενέχουν μια βία, καθώς τίποτε από αυτά δεν είναι επιλογή μας. Είναι μάλλον επιβολή, είτε μέσα από παροτρύνσεις, είτε μέσα από την εσωτερικευμένη ανάγκη να βρεθούμε σε ένα πεδίο ασφαλές. Άραγε αντέχουμε όλοι μας τούτη τη βία; Και, από την άλλη, πόσο εύστοχη είναι μια επιβεβλημένη βιασύνη να φύγουμε από το φόβο, πριν προφτάσουμε να τον αφουγκραστούμε και να τον κατανοήσουμε;
Η συστημική μας διαδρομή μάς οδηγεί σε ένα πλήθος αναρωτήσεων, αναφορικά με την παρουσία και την συνακόλουθη δράση μας ως επαγγελματίες της ψυχικής υγείας και κοινωνικής εργασίας.
Ποια είναι η εικόνα που έχουμε διαμορφώσει για τον εαυτό μας; Πώς βλέπουμε τη δράση μας μέσα στο πεδίο της θεραπευτικής διαδικασίας και των συστημάτων στα οποία συμμετέχουμε ως επαγγελματίες; Ποια είναι η εικόνα, που έχουν διαμορφώσει για εμάς οι εξυπηρετούμενοί μας;
Πόσο αβίαστα υιοθετούμε το ρόλο του «γνωρίζειν»; Αν και βρισκόμαστε μπροστά σε μια παλέτα γνώριμων συναισθημάτων, τα οποία ως «ειδικοί» αφουγκραζόμαστε και, ως εκ τούτου, συνομιλούμε με τις συγκινήσεις που προκαλούν, πώς και επιλέγουμε να παρουσιαζόμαστε ως «το μαγικό εγχειρίδιο» απεμπόλησης του φόβου και του άγχους; Πώς οι συμβουλές γίνονται πανάκεια της απομόνωσης και τα παρήγορα λόγια παρέχονται ως αντίδοτο στο φόβο;
Ο Simon Critchley (2), αμερικανός φιλόσοφος, γράφει πως «αυτό που έχει κυριεύσει την ανθρωπότητα δεν είναι ο φόβος, αλλά ένα βαθύτατο άγχος. Μια κατάσταση, όπου ο κόσμος, όπως τον γνωρίζαμε, ο συγκεκριμένος κόσμος, υποχωρεί. Ενδεχομένως, πίσω από αυτό το άγχος δεν κρύβεται κάτι πέρα από τη συνάντηση με τη θνητότητα, την ύπαρξη απέναντι στο θάνατο».
Πράγματι, δεν αποτελεί μια αδιευκρίνιστη διαταραχή που χρήζει, απαραίτητα, θεραπείας, αλλά είναι κρίσιμο να το εντοπίσουμε, να το ορίσουμε και να το μετατρέψουμε σε ένα μέσο απελευθέρωσης. Δεν είναι εύκολη διεργασία. Η πορεία χαρακτηρίζεται από τη συνάντηση με βαθύτερα υπαρξιακά ζητήματα και, πρώτιστα, με εκείνο το θανάτου. Μήπως ακριβώς θα έπρεπε να στραφούμε στο πεπερασμένο της ανθρώπινης φύσης και να μιλήσουμε με «εκπεφρασμένο θάρρος και νηφάλιο ρεαλισμό» για το «ανοίκειο»;
Ο Byung-Chul Han (3), νοτιοκορεάτης φιλόσοφος, αναφέρει ότι η μανία με την υγεία δημιουργείται, όταν η ζωή γίνεται γυμνή, σαν ένα κέρμα, που έχει αδειάσει από κάθε αφηγηματικό περιεχόμενο, κάθε αξία. Εν όψει της εξατομίκευσης της κοινωνίας και της διάβρωσης του κοινωνικού δεσμού, δεν μένει παρά το σώμα του Εγώ, που πρέπει πάση θυσία να διατηρηθεί υγιές. Η ζωή δεν φοράει πια κανένα ένδυμα υπέρβασης της αξίας και έχει περιοριστεί στην εμμονή της ζωτικής λειτουργίας και της ζωτικής επίδοσης, που πρέπει με κάθε κόστος να μεγιστοποιηθεί. Η ζωή πρέπει οπωσδήποτε να κρατηθεί υγιής. Η υγεία είναι η νέα θεά. Γι’ αυτό και η γυμνή ζωή είναι ιερή. Η ζωή μοιάζει με τη ζωή ενός απέθαντου και οι άνθρωποι είναι πολύ ζωντανοί για να μπορούν να πεθάνουν, και πολύ νεκροί για να μπορούν να ζουν. Έχουμε, λοιπόν, συν-διαμορφώσει ένα πλαίσιο, όπου οι κοινωνίες μάχονται αρειμανίως και μονοφθαλμικά προς μια απεμπόληση της φθοράς, της τρωτότητας, αναζητώντας και επιδιώκοντας επίμονα τη διαρκή και κραταιά ευτυχία;
Αναζητώντας το ρόλο μας ως επαγγελματίες ψυχικής υγείας στην παρούσα φάση, αναρωτιόμαστε πώς εμείς αντικρίζουμε την πραγματικότητα, πώς συγχρόνως μας οργανώνει και την οργανώνουμε.
Η συλλογική, κοινωνική αναπαράσταση της πανδημικής κρίσης τοποθέτησε στο επίκεντρο τις ψυχοσυναισθηματικές διακυμάνσεις ως έκφραση της ατομικής αντίδρασης απέναντι στην παρούσα πραγματικότητα. Ωστόσο, λαμβάνοντας, προφανώς, πάντοτε υπόψη τις κοινωνικές και πολιτισμικές μεταβλητές, θα ήταν απλουστευτικό και γραμμικό να συνδέσουμε μονοδιάστατα και αποκλειστικά την κρίση με τις ψυχολογικές επιπτώσεις – αν και αυτό συνήθως «διευκολύνει»: αν δεν είναι μονάχα αυτός ο εχθρός, o covid-19, τότε που αλλού να στραφούμε;
Η παρατηρούμενη έντονη ιατρικοποίηση και συνεπακόλουθη ψυχολογικοποίηση της πολύπλοκης πραγματικότητας την οποία μας καλεί να αντικρύσουμε κατάματα ο αθέατος αλλά τόσο «οξυδερκής» ιός, δεν έχει επιπτώσεις;
Πώς στεκόμαστε απέναντι στην εξουσία που μας παραχωρείται από τους ιθύνοντες, αφού «δεν χρειάζεται να είμαστε μόνο σωματικά υγιείς (κατά την διάρκεια του εγκλεισμού) αλλά και ψυχικά υγιείς»; Με τι ευκολία επιστρέφουμε στην αυθεντία μπροστά στην ανθρώπινη απόγνωση; Το άλμα από τη βιοπολιτική (4) στην «ψυχοπολιτική» δεν φαντάζει σε τέτοιες περιστάσεις πολύ μικρό;
Σε κάθε περίπτωση, ένα αμείλικτο ερώτημα αναδύεται: μετά την επιτευχθείσα επιβίωση και θεραπεία του τραύματος (που δεν υποτιμούμε), μετά το πρόσταγμα μιας ανθρωπότητας θεραπευμένης, τί;
Οι κρίσιμες αντιδράσεις στην τρέχουσα κατάσταση δεν φαίνεται να μπορούν να κοιτάξουν πέρα από το πιο άμεσο μέλλον, κάπως έτσι όμως δεν συνέβη σε όλες σχεδόν τις πρόσφατες οικονομικές, κοινωνικές και ανθρωπιστικές κρίσεις;
Ο χρόνος, σημαντική μεταβλητή σε κρίσιμες καταστάσεις, επενδύεται ποικιλοτρόπως, κυρίως θεωρώντας ότι συνδέεται με αναστρέψιμες και όχι με μη αναστρέψιμες διαδικασίες.
Σε τι ακριβώς συνίσταται, λοιπόν, η παρουσία μας, η βοήθειά μας, όταν τα πλαίσια ζωής μας απομακρύνουν από αυτό που αποκαλούμε κανονικότητα;
Μακριά από τη ζώνη της ασφάλειας, του γνώριμου, του δεδομένου – αν και επώδυνου συχνά – οι ρωγμές στην συν-ηθι(εθι)σμένη πραγματικότητα χρειάζεται να «γεμίσουν» ή να «χάσκουν»; Τι σηματοδοτούν και σε τι παραπέμπουν;
Η προτεραιότητα και, συχνά, η παραμονή στη ‘διαχείριση του φόβου και του θυμού’, που αναδύονται μέσα από το κενό, καθώς και η αναζήτηση βραχυπρόθεσμων στρατηγικών, που τείνουν να αποφεύγουν και να απομακρύνονται από μια μακροπρόθεσμη κριτική και δημιουργική προσπάθεια να βρούμε πολλαπλές, εξελισσόμενες απαντήσεις στις δομικές αιτίες των «κρίσεων» μας, δε συμβάλλει στην επανάληψη «του ίδιου» μέχρι την επόμενη κρίση;
Τις τελευταίες δεκαετίες, ο ανταγωνισμός έχει τεθεί στο κέντρο της οργάνωσης των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Γίναμε μάρτυρες μιας εμπορευματοποίησης σχεδόν κάθε πτυχής της ζωής. Τα συστήματα ιατρικής περίθαλψης, ψυχικής υγείας, κοινωνικής πρόνοιας, οι θύλακες των σημερινών «ηρώων» επλήγησαν. Σήμερα, μπροστά στη νέα απειλή του ανθρώπινου γένους, αφουγκραζόμαστε την έκκληση για παγκόσμια ηθική ευθύνη, ώστε να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες εκείνων, που έπεσαν θύματα του ιού. Αναζητούμε ισχυρές και «φροντιστικές» κυβερνήσεις, που θα θεραπεύσουν τις μάζες, θα παρέχουν πόρους, θα επιδιορθώσουν τις ζημιές. Οι κυβερνήσεις, αντίστοιχα, επικαλούνται την ατομική ευθύνη, την αυτοπειθαρχία και επαγρύπνηση. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι το μήνυμα βασίστηκε σε ηθικές αρχές και έγινε το μέσο για την αφύπνιση της ευθύνης, μάλλον δεν συμπεριέλαβε το δεδομένο ότι το σπίτι δεν είναι κατάκτηση όλων. Υπολογίζεται ότι περίπου 150εκ. ανθρώπων είναι άστεγοι, 1.6 δις ανθρώπων ζούνε σε άθλιες συνθήκες, ενώ 795εκ. δεν έχουν πρόσβαση σε φαγητό και ο μισός πληθυσμός δεν έχει πρόσβαση σε επαρκείς υπηρεσίες υγείας. Θα ήταν, άραγε, χρησιμότερο να ανοίξουν θαρραλέες συζητήσεις για την ανάληψη αυτής της ευθύνης;
Η κατανάλωση αγαθών –συχνά περιττών- και η υπερσυγκέντρωση του παραγόμενου πλούτου με τις αδυσώπητες κοινωνικές ανισότητες και τους συνακόλουθους αποκλεισμούς, μπορεί να υπερβαίνει τα πάντα; Μπορεί να υπερβαίνει την ανθρώπινη υπόσταση; Μπορεί το μέρος να υπερβαίνει το Όλον;
Ως συστημικοί δουλεύουμε με «συστήματα» και «σχεσιακές συνδέσεις» (5). Μήπως έχουμε, όμως, εγκλωβιστεί στο «συγκεκριμένο» και το «οικείο»; Μήπως η δική μας έλλειψη και αδυναμία σύνδεσης με μεγαλύτερα οίκο-συστήματα στέκεται εμπόδιο στην κατανόηση μιας ευρύτερης και πιο απελευθερωτικής οπτικής;
Ο Edgar Morin, κοινωνιολόγος και στοχαστής της πολυπλοκότητας (6,7) υπογραμμίζει το ζωντανό δεσμό ανάμεσα στο «καλώς σκέπτεσθαι» και στο «καλώς ενεργείν». Το καλώς σκέπτεσθαι συνδέει, καταργεί τα στεγανά, αναγνωρίζει την ανθρώπινη πολυπλοκότητα. Η ίδια η πολύπλοκη σκέψη τροφοδοτεί την ηθική, προσανατολίζει στη διασύνδεση των ανθρώπων, στην αλληλεγγύη. Όμως, η πολύπλοκη σκέψη εμπεριέχει και την ανάγκη της αυτό-γνώσης, της αυτό-κριτικής ως αντίδοτο στη φυσική τάση της αυτό-δικαιολόγησης. Μας καλεί περισσότερο να διαλεγόμαστε με τις ιδέες μας και να ζούμε μαζί τους, παρά να τις αφήνουμε να μας κατοικούν.
Η πανδημική κρίση ανέτρεψε την παγκόσμια «ισορροπία». Ως εκ τούτου, σε μια κατάσταση μακριά από την ισορροπία (8), η οποία – μέσω των διακυμάνσεων και του βέλους του χρόνου- μπορεί να οδηγήσει σε διακλαδώσεις και σε νέες μορφές αυτοοργάνωσης, δε θα ήταν χρήσιμο -στο βαθμό που εμπλεκόμαστε- να δρούμε έτσι ώστε να διευρύνεται το πεδίο του δυνατού μέσω του «παιχνιδιού» τάξης – αταξίας;
Όταν οι επαγγελματίες του ψυχοκοινωνικού χώρου δρουν μέσα σε ένα δύσβατο a priori δρόμο μεταξύ της πρόληψης της ψυχικής κατάρρευσης ενός ατόμου, που διαβιεί σε αντίξοες συνθήκες και δοκιμάζεται (πρόβλημα δημόσιας υγείας vs πρόβλημα ψυχικής υγείας), και μιας συνθήκης που προκαλεί μια αρρυθμία, μια αταξία (συνυφασμένη με την φύση και την ανθρώπινη υπόσταση), δεν κινδυνεύουν «να βρεθούν στην άλλη πλευρά» και να δράσουν ως φορείς κοινωνικού ελέγχου; Οι διαχωριστικές γραμμές φαίνονται ιδιαίτερα λεπτεπίλεπτες…
Πώς, συστημικά σκεπτόμενοι, μπορούμε να δράσουμε ως μια επιπρόσθετη διακύμανση και διατάραξη της σκέψης, συνδέοντας τα συστήματα των συστημάτων, συνυφαίνοντας τις συσχετίσεις των συσχετίσεων, αναδεικνύοντας τις αλληλεπιδράσεις των αλληλοεπιδράσεων, αμφισβητώντας τη δεδομένη ανθρώπινη κυριαρχικότητα, τοποθετώντας τον Άνθρωπο, όχι πια στο κέντρο, αλλά στους δακτύλιους μιας αλληλοσυμπληρούμενης ζωής, όπου τα πάντα είναι ζωτικής σημασίας και νοήματος;
Ο Boris Cyrulnik (9), θεμελιωτής της έννοιας της ανθεκτικότητας, για την οποία γίνεται τόσος λόγος, επισημαίνει οτι «ανθεκτικότητα είναι η επανασύνδεση με μια νέα εξέλιξη κατόπιν ενός τραυματισμού» και υπογραμμίζει πως «όταν βγούμε από την κρίση της πανδημίας τότε είναι που εισερχόμαστε στην ανθεκτικότητα». Έχοντας, όμως, κατά νου τα εξής ερωτήματα: «Πώς θα ξαναμάθουμε να ζούμε;», «Πώς θα δράσουμε ώστε να εδραιώσουμε μια νέα κουλτούρα;». Προς το παρόν, είμαστε σε έναν αγώνα επιβίωσης. Αλλά θα μάθουμε από ένα σημαντικό κεκτημένο, τα αδιέξοδά μας; Θα καταφέρουμε να υπερβούμε τον διάχυτο ατομικισμό προς μια μελλοντική συλλογική ανθεκτικότητα; Για τον Cyrulnik, μια πολιτισμική επανάσταση περιμένει τον κόσμο μετά την πανδημία. Να τεθεί υπό αμφισβήτηση οτιδήποτε συντηρούσε την προηγούμενη κουλτούρα.
Θα αποδεχτούμε την πρόκληση μιας πολιτισμικής κρίσης ή θα δράσουμε ομοιοστατικά, επιστρέφοντας στην ασφάλεια της πρότερης ζωής μας;
Η στιγμή της κρίσης, παρόλα τα ανάμικτα και αντιφατικά συναισθήματα που αποπροσανατολίζουν, εμπεριέχει διεργασίες που καθρεφτίζουν την ετυμολογική της προέλευση. Το «κρίνειν» μας υποδεικνύει την δυνατότητα της διάκρισης, του διαχωρισμού, της επιλογής. Και αν η συστημική μας ματιά δεν μπορεί να αγνοήσει το ότι δρούμε μέσα σε συστήματα, σε πλαίσια που ασκούν επιρροές πάνω μας μέσω των κανόνων και των νόμων που τα διέπουν, δε μπορεί εξίσου να αγνοήσει ότι αυτό που συμβαίνει προκύπτει από την αλληλεπίδραση των επιρροών που ασκούνται επάνω μας και από τον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε αυτές τις επιρροές.
Η νέα ζωτική περιπέτεια, με επώδυνο τρόπο, μας προσφέρει μια παράδοξη πολυτέλεια: την επιβράδυνση -κι όχι την επιτάχυνση- της καθημερινότητας μας. Αυτή η περίεργη κλειστότητα των καιρών μπορεί να επιφέρει ένα άνοιγμα στη θέαση του κόσμου και της θέσης μας μέσα σ’ αυτόν. Εάν δεν αφήσουμε τον φόβο και τη θλίψη να μας στοιχειώσει, το απρόσμενο, το χαοτικό στροβίλισμα μπορεί να μας βοηθήσει να διαγράψουμε νέες πορείες κρατώντας αυτά τα αόρατα νήματα που τώρα γίνονται πιο ορατά.
Μήπως εντέλει η σύνδεση με το άγχος της θνητότητας μπορεί να μας ωθήσει να περάσουμε «από τη ζωή στον βίο»;
Βιβλιογραφικές αναφορές
- Maturana, H. & Varela, F. (1992). Το δέντρο της γνώσης. Οι βιολογικές ρίζες της ανθρώπινης νόησης, Κάτοπτρο.
- Simon Critchley (2020) To philosophize is to learn how to die, NY Times
- Byung-Chul Han (2015) Η κοινωνία της κόπωσης, Εκδόσεις Όπερα
- Foucault, M.(2004). H ιστορία της τρέλλας, Αθήνα, Ηριδανός
- Bateson G. (2017). Bήματα για μια οικολογία του Νού. Μία επαναστατική προσέγγιση για το πώς να κατανοεί ο άνθρωπος τον εαυτό του, University Studio Press
- Morin E. (2001). H Μέθοδος III, Γνώση της Γνώσης, Εκδόσεις του Εικοστού πρώτου
- MorinE. (2013). H Μέθοδος VI, Hθική, Eκδόσεις του Εικοστού πρώτου
- Prigogine, I. (2003). Το τέλος της βεβαιότητας, επιμέλεια Ιωάννης Ε. Αντωνίου, Αθήνα: Τραυλός.
- Cyrulnik Β. 23 Μαρτίου 2020, Συνέντευξη στο περιοδικό La Semaine ‘Après l’épidémie de coronovirus, une révolution culturelle arrivera’
—————-
[1] Κλινική ψυχολόγος, Οικογενειακή θεραπεύτρια, Συστημική επόπτρια & εκπαιδεύτρια
[2] Κοινωνικός Λειτουργός, Συστημικός θεραπευτής