Τζαβάρας Παναγιώτης,
Φοιτητής Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής,
Πάντειο Πανεπιστήμιο
Οι πρόσφατες αλλαγές στην αγορά εργασίας οφείλουν την παρουσία τους στην αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους και στην κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων δοξασιών, που βρίσκονται στο επίκεντρο των πολιτικών τόσο της Ε.Ε., όσο και των διεθνών οργανισμών. Υπό το άλλοθι της οικονομικής κρίσης, επιτυγχάνεται η προώθηση πολιτικών στο πλαίσιο της αύξησης της απασχόλησης και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων (Κουζής, 2010).
Η flexicurity[1], αποτελεί το βασικό ιδεολογικό εργαλείο που εμφανίστηκε στις αρχές του 21ου αι. προωθώντας την ανάπτυξη της ευέλικτης εργασίας, μέσα από τον κοινωνικό εφησυχασμό σχετικά με τις κοινωνικές της συνέπειες. Το παραπάνω συνέβαλε αμιγώς στη μετατροπή του εργατικού δικαίου σε δίκαιο απασχόλησης (Κουζής, 2010), καθώς κατά το συνδυασμό ευελιξίας και ασφάλειας, η ασφάλεια θα υπολειπόταν συνεχώς προκειμένου να μην ακυρώνει τη λογική της ευελιξίας. Λογική, που είναι άμεσα συνυφασμένη με τη μείωση του κόστους εργασίας, μέσω της διευρυμένης απορρύθμισης του προστατευτικού πλαισίου των εργασιακών δικαιωμάτων, με σκοπό την αύξηση της κερδοφορίας και του ανταγωνισμού των επιχειρήσεων (Κουζής, 2008).
Οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις τη μνημονιακή περίοδο συντελούνται σε πέντε βασικούς άξονες. Η υποβάθμιση του ρόλου της πλήρους και σταθερής απασχόλησης υπέρ των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, η αποδιάρθρωση των συλλογικών συμβάσεων και του τρόπου καθορισμού των αποδοχών, η ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας σύμφωνα με τις ανάγκες της επιχείρησης, η απελευθέρωση των ατομικών και ομαδικών απολύσεων και η σύγκλιση του εργασιακού καθεστώτος του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα με όρους υποβάθμισης, αποτελούν τα εργασιακά πεδία που έχουν κλονιστεί από την έλευση των μνημονιακών μέτρων (Κουζής, 2018α).
Σε πρώτο επίπεδο γίνεται αισθητή μία προσπάθεια εδραίωσης παρεμβάσεων στο δημόσιο τομέα, με σκοπό τη μείωση της απασχόλησης και την αλλαγή των όρων εργασίας. Η καθιέρωση της σχέσης 1:5 και 1:10 μεταξύ προσλήψεων και αποχωρήσεων συνυφαίνεται με την αυτόματη κατάργηση των θέσεων εργασίας, την εισαγωγή των μέτρων της διαθεσιμότητας, της εργασιακής εφεδρείας, που συνίσταται σε έμμεσες απολύσεις. Επιπλέον, το παραπάνω επιβεβαιώνεται από τη συρρίκνωση των θέσεων προσωρινής εργασίας, που σε μεγάλο βαθμό αποσκοπεί στην κάλυψη των πάγιων αναγκών της επιχείρησης (Κουζής, 2018α). Προς την ίδια κατεύθυνση, πραγματοποιείται σημαντική μείωση των αποδοχών κατά 30%, με αποκορύφωμα την κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού. Εκτεταμένη είναι η εδραίωση του αυστηρού πειθαρχικού ελέγχου, η επέκταση του θεσμού της αυτόματης αργίας και η εισαγωγή συστημάτων αξιολόγησης με προσδιορισμένο εκ προοιμίου το αποτέλεσμά της (Κουζής, 2018β).
Εστιάζοντας στο δημόσιο τομέα, τόσο η αύξηση του εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας από 37,5 ώρες σε 40 ώρες, όσο και η μείωση του ποσοστού των εργαζομένων με καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου υπέρ της σχέσης με καθεστώς ιδιωτικού δικαίου, αποτελούν διαδικασίες (Κουζής, 2018α), που αλλοιώνουν το περιεχόμενο του εργατικού δικαίου. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την επέκταση των εργολαβιών στο δημόσιο τομέα, με την κατάργηση κανονισμών προστασίας του προσωπικού στις κρατικές τράπεζες και στις ΔΕΚΟ (Κουζής, 2018β) και τον περιορισμό στις συνδικαλιστικές ελευθερίες όπως είναι η απεργία[2], αποτελούν ορισμένα από τα παραδείγματα της εδραίωσης ενός κλίματος που ελαστικοποιεί το χρόνο εργασίας και υποβαθμίζει τους όρους της, σε ένα πλαίσιο σύγκλισης του ιδιωτικού με του δημόσιου τομέα.
Στον άξονα των απολύσεων, κατά τα δύο πρώτα μνημόνια, μειώνεται το κόστος των απολύσεων, με τη μετατροπή του ανώτατου χρόνου προειδοποίησης από τους 24 στους 4 μήνες σε περίπτωση καταγγελίας των συμβάσεων, και με τη μείωση στο μισό των αποζημιώσεων των εργαζομένων με μεγάλη προϋπηρεσία[3]. Επίσης, θεμελιώνεται η διευκόλυνση των εργοδοτών να καταβάλλουν σε περισσότερες και χαμηλότερες δόσεις τις αποζημιώσεις απόλυσης, συγκριτικά με το παρελθόν και επεκτείνεται από τους 2 μήνες στους 12, ο ελάχιστος χρόνος που απαιτείται για την υποχρέωση καταβολής της αποζημίωσης (Κουζής, 2018α).
Επιπλέον, με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου κι έπειτα, πραγματοποιείται η κατάργηση του υπουργικό βέτο ως διαδικασία επικύρωσης των ομαδικών απολύσεων, ενώ δυσχεραίνεται περισσότερο η θέση των εργαζόμενων σε περίπτωση πτώχευσης των επιχειρήσεων και διακοπής της λειτουργίας τους, δεδομένου ότι τα συμφέροντα των εργαζομένων παραγκωνίζονται προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα χρηματοπιστωτικά (Κουζής, 2018α). Στην απελευθέρωσή των ομαδικών απολύσεων συνέβαλε σημαντικά η παρουσία της υποβάθμισης του ρόλου της διοίκησης. Παρότι στο παρελθόν, εάν η διοίκηση δεν ενέκρινε τις ομαδικές απολύσεις αυτές δεν υλοποιούνταν, στο παρόν αρκεί η τυπική ενημέρωση της διοίκησης σχετικά με τις διαβουλεύσεις των μερών για το ζήτημα των απολύσεων. Απόρροια του παραπάνω, είναι η εφαρμογή των ομαδικών απολύσεων, μέσα από την κατάργηση του δικαιώματος της διοίκησης να εγκρίνει ή όχι τις σχεδιαζόμενες απολύσεις (Ληξουριώτης, 2017).
Ως προς τις μορφές της ευέλικτης απασχόλησης, παρατηρείται η άμβλυνση των περιορισμών στην ενοικίαση εργαζομένων και η επέκταση από τους 18 στους 36 μήνες ως ανώτατου χρόνου δανεισμού. Παράλληλα, τέθηκαν οι βάσεις για την ελεύθερη λειτουργία εταιρειών προσωρινής απασχολήσεως. Πρόκειται για επιχειρήσεις των οποίων αρμοδιότητα είναι να προσλαμβάνουν εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με σκοπό την παραχώρηση των υπηρεσιών τους σε τρίτους εργοδότες[4] (Βλαστός, 2012).
Βαρύνουσα σημασία κατέχει η προσπάθεια εδραίωσης της μερικής απασχόλησης και της εκ περιτροπής εργασίας ως κύριων μορφών απασχόλησης μέσω των κινήτρων που παρέχονται, συγκριτικά με την πλήρη απασχόληση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι προβλέπεται ίση μεταχείριση ενός πλήρους εργαζόμενου με ενός μερικώς απασχολούμενου. Βέβαια, στην μερική απασχόληση εάν το ωράριο του μερικώς απασχολούμενου είναι μικρότερο των 4 ωρών ημερησίως, οι αποδοχές του αυξάνονται κατά 7,5%. Από την άλλη μεριά, η εκ περιτροπής εργασία θεωρείται ως αναγκαίο μέτρο, προκειμένου να μην οδηγηθεί η επιχείρηση στην εφαρμογή ομαδικών απολύσεων (Βλαστός, 2012).
Συνδυαστικά με τα παραπάνω, επεκτείνεται από τα 2 έτη στα 3 ο ανώτατος χρόνος ανανεώσεων των συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης, επεκτείνεται από τους 6 στους 9 μήνες η εκ περιτροπής εργασία ανά ημερολογιακό έτος, ενώ καταργούνται οι προσαυξήσεις στην αμοιβή των μερικά απασχολούμενων, όταν εργάζονται λιγότερες από 20 ώρες την εβδομάδα ή προβαίνουν σε υπερωρίες. Επιπρόσθετα, παρατηρείται η εφαρμογή της κοινωφελούς εργασίας στο δημόσιο και προωθούνται μορφές απόκτησης εργασιακής εμπειρίας για τους νέους, μειώνοντας τις απολαβές τους κατά 20% (Κουζής, 2018α).
Απόρροια του παραπάνω, είναι η προώθηση των συμβάσεων μαθητείας, που ορίζουν ότι άτομα που βρίσκονται από το 15ο έτος της ηλικίας τους έως το 18ο, γίνεται να εργάζονται αμειβόμενοι με το 70% του εθνικού κατώτατου μισθού ή ημερομισθίου. Με το άρθρο 74 του Ν. 3863/2010, παρέχεται κίνητρο στους εργοδότες να προσλαμβάνουν πρόσωπα, τα οποία έχουν ηλικία κάτω των 25 ετών και εισέρχονται πρόσφατα στην αγορά εργασίας. Η αμοιβή που θα δικαιούνται, ισούται με το 84% του κατώτατου βασικού μισθού ή ημερομισθίου της εκάστοτε εθνικής, γενικής συλλογικής σύμβασης , το οποίο συνίσταται στην αυτοδίκαιη ένταξή τους σε προγράμματα του ΟΑΕΔ για την επιχορήγηση των ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίες βαρύνουν τους νέους προσληφθέντες εργαζόμενους, σε όλους τους ασφαλιστικούς κλάδους (Βλαστός, 2012).
Σχετικά με το περιεχόμενο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, νομοθετείται η μείωση του γενικού κατώτατου μισθού κατά 22% (Γαβρόγλου, 2013), ενώ καταργείται η καταβολή επιδομάτων πολυετίας σε προσλαμβανόμενους μακροχρόνια ανέργους, που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Το παραπάνω λαμβάνει χώρα, σε ένα νομοθετικό πλαίσιο που προωθεί την αναστολή των αυξήσεων έως ότου το ποσοστό της ανεργίας μειωθεί κάτω από το 10 % και περιορίζει την εξέλιξη των μισθών, μέσα από τον περιορισμό στον ανώτατο αριθμό τριετιών σε τρεις (Κουζής, 2018α).Με βάση το παραπάνω, από το 2ο Μνημόνιο κι έπειτα ο βασικός μηνιαίος μισθός της ε.γ.σ.σ.ε. για ανειδίκευτο, άγαμο, ιδιωτικό υπάλληλο διαμορφώθηκε στο ποσό των 586,08 ευρώ ακαθάριστο από 739,07 το 2009 και για τον ανειδίκευτο, άγαμο εργατοτεχνίτη στο ποσό των 26,18 του ημερομισθίου από το ποσό των 33,03 το 2009 (Βλαστός, 2012).
Προς την ίδια κατεύθυνση, επιδιώκεται η αναστολή της επέκτασης της εφαρμογής των κλαδικών και ομοιοεπαγγελμματικών συμβάσεων, η κατάργηση της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης που συνοδεύεται με τη δυνατότητα υπογραφής επιχειρησιακών συμβάσεων και με ενώσεις προσώπων (Κουζής, 2018β), ενώ μειώνεται ο χρόνος εφαρμογής της μετενέργειας των συλλογικών συμβάσεων, σε περίπτωση λήξης τους ή καταγγελίας τους, από 6 σε 3 μήνες (Βλαστός, 2012).
Τα παραπάνω, διαμορφώνουν ένα νέο καθεστώς στο κομμάτι των συλλογικών συμβάσεων. Καθεστώς, το οποίο καθιερώνει την υποχρέωση των μεσολαβητών και των διαιτητών που λαμβάνουν μέρος σε συλλογικές διαφορές, να δρουν και να αποφασίζουν πάντα με γνώμονα την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, προωθώντας τον κρατικό πατερναλισμό, μέσα από τον έλεγχο της αντικειμενικής κρίσης των διαιτητών από ένα δευτεροβάθμιο όργανο δικαστών ως εκπροσώπων της κρατικής εξουσίας και καταργεί τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, όταν η μεσολάβηση αποτύχει (Κουζής, 2018β).
Κατά τη διάρκεια των μνημονίων, νομοθετικές παρεμβάσεις αντιεργασιακού χαρακτήρα παρατηρήθηκαν στο χρόνο εργασίας με την παράλληλη προώθηση της επέκτασης της ευελιξίας του. Οι ρυθμίσεις για τη μείωση του κόστους της υπέρβασης της ημερήσιας ή εβδομαδιαίας απασχόλησης κατά 20%, αναφορικά με την υπερωρία και την υπερεργασία, η κατάργηση της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας στα καταστήματα, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα που πηγάζουν από την παραπάνω διαδικασία. Διαδικασία που εκτός των προαναφερθέντων, προωθεί τη γενικευμένη εφαρμογή της κυριακάτικης εργασίας και διευκολύνει την ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας με την αυξομείωση των ωραρίων, στο πλαίσιο κάλυψης των αναγκών στην επιχείρηση (Κουζής, 2018α).
Πιο συγκεκριμένα, στο καθεστώς στο οποίο παρέχεται πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία, επιτράπηκε η παροχή εξαήμερης εργασίας[5], γεγονός το οποίο στο προμνημονιακό εργατικό δίκαιο θεωρούνταν παράνομο. Κατά το παραπάνω, η έκτη εργάσιμη ημέρα θεωρούνταν ως κυρώσιμη για τους εργοδότες με το ποσό του ενός ημερομισθίου. Η νέα, μνημονιακή ρύθμιση ορίζει ότι ο εργοδότης μπορεί να απασχολήσει έξι εργάσιμες ημέρες τον εργαζόμενό του, παρά το γεγονός ότι εργάζεται σε καθεστώς πενθήμερης απασχόλησης, έχοντας ως υποχρέωση να του καταβάλλει το ημερομίσθιό του προσαυξημένο σε ποσοστό κατά 30% (Βλαστός, 2012).
Επιπρόσθετα, με το άρθρο 74 του Ν. 3863/2010, μειώθηκε η προσαύξηση στο ωρομίσθιο του εργαζόμενου στο επίπεδο της υπερεργασίας του από 25% σε 20%, ενώ ορίσθηκε ότι για όσους εργαζόμενους εργάζονται με σύστημα εξαήμερης εργασίας εβδομαδιαίως, η υπερεργασία ανέρχεται σε οχτώ ώρες εβδομαδιαίως, από την 41η έως την 48η ώρα. Επιπλέον, για κάθε ώρα νόμιμης υπερωριακής εργασίας μέχρι των 12 ωρών ετησίως, η καταβλητέα προσαύξηση του ωρομισθίου μειώθηκε από το 50% στο 40%, ενώ για κάθε νόμιμη υπερωριακή εργασία πέραν των 120 ωρών ετησίως, η καταβλητέα προσαύξηση μειώθηκε από 75% σε 60 % (Βλαστός, 2012).
Συνδυαστικά με τα παραπάνω, για κάθε ώρα εξαιρούμενης υπερωριακής εργασίας[6] η δικαιούμενη αποζημίωση του εργαζόμενου μειώθηκε από το 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου της υπερωρίας στο 80% και τέλος, για κάθε ώρα υπερωριακής απασχολήσεως των εργαζόμενων όλων των επιχειρήσεων και υπηρεσιών, καθώς και του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., σε περιπτώσεις επείγουσας φύσεως, η προσαύξηση του ωρομισθίου μειώθηκε από 75% σε 60% (Ν.3863/2010).
Με βάση το παραπάνω, γίνεται αντιληπτή η απεικόνιση ενός νέου εργασιακού μοντέλου. Η κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων όπως αυτά υπήρχαν πριν την έλευση του πρώτου μνημονίου σηματοδοτούν την αρχή της δημιουργίας ενός νέου εργασιακού καθεστώτος. Απόρροια της παραπάνω διαδικασίας, είναι η προώθηση της εργασιακής επισφάλειας με απώτερο σκοπό την εδραίωση της εργασιακής εξουθένωσης, προκειμένου να επιτευχθεί η εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών και εργοδοτικών συμφερόντων.
Οι νέες ευέλικτες, εργασιακές πρακτικές δυσχεραίνουν την ήδη επιβαρυμένη θέση των εργαζομένων συγκριτικά με εκείνη του εργοδότη, και με όρους κοινωνικής πολιτικής ενισχύουν τις κοινωνικές παθογένειες και ανισότητες. Η διευρυμένη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας όχι μόνο προτάσσει την ενίσχυση των κοινωνικών μειονεκτημάτων κλονίζοντας το ρόλο που διαδραματίζει η κοινωνική πολιτική στο πλαίσιο της αναδιανομής, αλλά διαμορφώνει συνεχώς ένα πιο βάρβαρο και ανθεκτικό αντιεργασιακό τοπίο, το οποίο περιορίζει τις πιθανότητες συγκρότησης της κοινωνικής συνοχής και ευημερίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Βλαστός, Σ. Γ. (2012). Τροποποιήσεις της εργατικής νομοθεσίας και αλλαγές εργασιακών σχέσεων οι οποίες επήλθαν με τους λεγόμενους μνημονιακούς νόμους. Επιθεώρησις εργατικού δικαίου, τεύχος: 71.
- Γαβρόγλου, Σ.Π. (2013). Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα και διεθνώς. Εθνικό ινστιτούτο εργασίας και ανθρώπινου δυναμικού, Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας.
- Κουζής, Ι. (2008). Ευελιξία και ασφάλεια (flexicurity): Mία κριτική προσέγγιση, Κοινωνική συνοχή και ανάπτυξη, 3 ( 1).
- Κουζής, Ι. (2010). Η πορεία της νεοφιλελεύθερης εργασίας και το άλλοθι της κρίσης. Στο Μοσχούδης Θ. (2010). Ο χάρτης της κρίσης, το τέλος της αυταπάτης. Αθήνα: Εκδ. Τόπος.
- Κουζής, Ι. (2018α). Η εργασία στη δίνη των μνημονίων. Στο Βατικιώτης Λ. (2018). Έξοδος αδιέξοδος. Αθήνα: Εκδ. Τόπος.
- Κουζής, Ι. (2018β). Το νέο εργασιακό τοπίο με αφορμή την κρίση. Δημουλάς, Κ. και Κουζής, Ι. (2018). Κρίση και κοινωνική πολιτική, αδιέξοδα και λύσεις. Αθήνα: Εκδ. Τόπος.
- Ληξουριώτης, Ι. (2017). Ατομικές εργασιακές σχέσεις. Αθήνα: Νομική βιβλιοθήκη ΑΕΒΕ.
- Ν.3863/2010 «Νέο ασφαλιστικό σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις».
——————
[1] Ιδεολογική κατασκευή που συνδυάζει την ευελιξία και την ασφάλεια των εργαζομένων στην αγορά εργασίας
[2] Επαναφορά ανταπεργίας, μείωση της προστασίας των συνδικαλιστικών στελεχών από την απόλυση και περιορισμός συνδικαλιστικών διευκολύνσεων.
[3] Από 24 σε 12 μισθούς
[4] Έμμεσους εργοδότες
[5] Κυρίως η έκτη ημέρα είναι η ημέρα του Σαββάτου.
[6] Παράνομη υπερωριακή απασχόληση.