Πουλιοπούλου Κωνσταντίνα
απόφοιτη Παιδαγωγικού τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Ο όρος “στερεότυπα” προέρχεται από την ελληνική λέξη “στέρεος”, που σημαίνει σταθερός, και από τη λέξη “τύπος” που σημαίνει εικόνα, ή από το αρχαίο “τύπειν¨ που σημαίνει πλήττω. Η αρχική σημασία της λέξης στερεότυπο ήταν το καλούπι, δηλαδή, κάτι που κατασκευαζόταν και ήταν δύσκολο να αλλάξει. Αργότερα, το στερεότυπο απέκτησε τη σημερινή της σημασία από τον Lippmann στο έργο του “Public Opinion” (Ασημακοπούλου, 2018).
Ως “στερεότυπα”, ορίζονται οι ευρέως διαδεδομένες, υπεραπλουστευμένες, προκατασκευασμένες εικόνες ή ιδέες αναφορικά με τα χαρακτηριστικά μιας συγκεκριμένης κατηγορίας ανθρώπων ή αντικειμένων (Ufkes, 2010, οπ.αναφ. Ασημακοπούλου, 2018). Σύμφωνα με τον Tajfel (1969), τα στερεότυπα αποσκοπούν στην απόδοση των εικόνων που υιοθετούν οι άνθρωποι για τον κόσμο, προκειμένου να διευκολυνθεί η καθημερινότητά τους (Ασημακοπούλου, 2018). Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός, πως μια από τις βασικές λειτουργίες της ανθρώπινης νόησης είναι η οργάνωση και η κατηγοριοποίηση των νέων πληροφοριών που δέχεται. Η τοποθέτηση των νέων ερεθισμάτων σε κατηγορίες – τάξεις βοηθά τον άνθρωπο να προσδιορίσει τα αντικείμενα με βάση συγκεκριμένα κριτήρια. Η τοποθέτηση των ανθρώπων όμως σε κατηγορίες, ανάλογα με συγκεκριμένα και ορισμένα κριτήρια, είναι αυτή που δημιουργεί και τροφοδοτεί τα στερεότυπα.
Πολλές φορές τα στερεότυπα αποτελούν γενικεύσεις που είναι σε θέση να στιγματίσουν μια ομάδα ανθρώπων με χαρακτηριστικά τα οποία δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Σύμφωνα με τους Hogg & Vaughan (2010) τα στερεότυπα είναι συνήθως απλοποιημένες εικόνες, συνήθως υποτιμητικές όταν εμφανίζονται σε εξω- ομάδες, και συχνά βασίζονται σε – ή δημιουργούν- ξεκάθαρα ορατές διαφορές μεταξύ των ομάδων. Είναι γεγονός πως οι άνθρωποι συχνά δημιουργούν στερεότυπα για διάφορες κοινωνικές ομάδες λόγω εσφαλμένων συνδέσεων με σπάνια περιστατικά. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους Hamilton & Gifford (1976), τα άτομα συχνά δίνουν μεγαλύτερη προσοχή σε ερεθίσματα που είναι σπάνια ή ασυνήθιστα. Για αυτό τον λόγο, η επαφή μιας κοινωνικής ομάδας (α) με μια “ξένη” ομάδα (β), θα εστιάσει και θα τονίσει τα διαφορετικά – σπάνια χαρακτηριστικά της δεύτερης, προκειμένου τα άτομα της πρώτης ομάδας να διαχειριστούν την πραγματικότητα (Μανιάτης, χ.η).
Σύμφωνα με τον Γκότοβο (1998) τα στερεότυπα αποτελούν αυθαίρετες a priori γενικεύσεις, οι οποίες εστιάζουν πάνω σε κάποιο χαρακτηριστικό, το οποίο διαχωρίζει μια κοινωνική κατηγορία από άλλες ομάδες και προϋποθέτουν την κατηγοριακή αντίληψη του άλλου, δηλαδή την ταξινόμηση του σε κάποια από τις γνωστές κατηγορίες (μαύρος, λευκός, Τσιγγάνος, Έλληνας) . Τις περισσότερες φορές, οι κατηγορίες που ταξινομούνται τα μέλη ομάδων, δομούνται γύρω από αρνητικά χαρακτηριστικά, όπως τον εγωκεντρισμό, την αδιαφορία, την παραβατικότητα και την επιθετικότητα. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από την Ασημακοπούλου (2018) καθώς αναφέρει πως οι κατηγοριοποιήσεις των ομάδων που στοχοποιούνται, εστιάζουν στις αποκλίσεις και στις ιδιαιτερότητες, ενώ παράλληλα τα μέλη των κυρίαρχων ομάδων, έχουν την τάση να ομογενοποιούνται έτσι ώστε η εικόνα τους να συνάδει με την γενική εικόνα της ομάδας τους.
Οι μειονοτικές ομάδες που στιγματίζονται από τις στερεοτυπικές αντιλήψεις των κυρίαρχων ομάδων, συχνά έρχονται αντιμέτωπες με την στερεοτυπική απειλή, δηλαδή με τον φόβο επιβεβαίωσης ενός διαδεδομένου στερεοτύπου που κυριαρχεί για την ομάδα τους (Γκόβαρης, 2015). Πιο συγκεκριμένα, τα μέλη περιθωριοποιημένων ομάδων, καθώς γνωρίζουν τις αντιλήψεις που κυριαρχούν στο σύνολο για την ομάδα τους, βρίσκονται σε μια διαρκή σύγκρουση προκειμένου να μην χαρακτηριστούν ως προσωπικότητες – φορείς των συγκεκριμένων στερεοτύπων. Για παράδειγμα στον χώρο του σχολείου, μαθητές που προέρχονται από μειονοτικές ομάδες, οι οποίες είναι στιγματισμένες από την αδυναμία τους στην κυρίαρχη γλώσσα, συχνά δεν εκφράζουν τις γνώσεις τους, φοβούμενοι μην επαληθεύσουν το στερεότυπο που διακατέχει την ομάδα τους.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί πως τα στερεότυπα δεν αποτελούν υποχρεωτικά γενικεύσεις με αρνητικό πρόσημο. Διάφορες ομάδες χαρακτηρίζονται από την φιλοξενία τους, την εξυπηρετικότητά τους καθώς και την ευγένεια, χαρακτηριστικά που αφενός δεν μπορούν να είναι καθολικά για όλα τα μέλη της ομάδας και αφετέρου, δεν μπορούν να είναι απόλυτα στον ίδιο βαθμό.
Όσον αφορά στις προκαταλήψεις, τόσο στην ελληνική, όσο και στην διεθνή βιβλιογραφία, οι ερευνητές δεν έχουν αποδώσει έναν κοινώς αποδεκτό ορισμό. Οι περισσότεροι ορισμοί της έννοιας αντιμετωπίζουν τις προκαταλήψεις ως ένα κοινωνικό φαινόμενο που αφορά είτε μια ομάδα ανθρώπων, είτε μεμονωμένα άτομα μιας ομάδας. Σύμφωνα με τις Αιζι- Καλατζή, Ζώνιου – Σιδέρη και Βλάχου (2011), ως προκαταλήψεις εννοούνται οι στάσεις που είναι αποτέλεσμα επηρεασμού της βαθιάς εξέτασης των πραγμάτων και αποτελούν ένα από τα κυριότερα προβλήματα κοινωνικής ένταξης και συμμετοχής των μειονοτικών ομάδων.
Γενικότερα, η έννοια της προκατάληψης αναφέρεται στην εκδήλωση δυσμένειας ή αρνητικής προδιάθεσης, όχι με βάση αντικειμενικά κριτήρια και δεδομένα, αλλά με βάση προσωπικά συμφέροντα, ατομικές συμπάθειες ή αστήριχτες στερεοτυπικές αντιλήψεις. Συνήθως οι προκαταλήψεις αφορούν άτομα μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας. Η αρνητική στάση απέναντι σε αυτά τα άτομα, αποδίδεται στο γεγονός πως είναι μέλη αυτής της ομάδας, και οποιαδήποτε προσωπικά χαρακτηριστικά εξαλείφονται και εξισώνονται με την αρνητική στάση που υπάρχει απέναντι στο σύνολο που είναι ενταγμένο το άτομο (Κοκκινάκη, 2005).
Η επικοινωνία και οι ποιοτικές αλληλεπιδράσεις στον χώρο του σχολείου αποτελούν ζητήματα υψίστης σημασίας και καθορίζονται από τις αναπαραστάσεις που επικρατούν στο ευρύτερο πλαίσιο. Γίνεται κατανοητό, πως εάν οι αναπαραστάσεις αυτές είναι φορτισμένες με στερεοτυπικές αντιλήψεις, τόσο από την πλευρά των εκπαιδευτικών, όσο και από την πλευρά τον μαθητών ή των γονέων, οι κοινωνικές ανισότητες θα αυξάνονται, οι μειονοτικές ομάδες θα παραμείνουν στο περιθώριο και ο στιγματισμός μεμονωμένων ατόμων θα συνεχίζεται επ’ αόριστον.
Βιβλιογραφία
Αζιζι – Καλατζή Αθανασία, Ζώνιου – Σιδέρη Αθηνά και Βλάχου Αναστασία, Προκαταλήψεις και Στερεότυπα : Δημιουργία και Αντιμετώπιση, Αθήνα, 2011
Ασημακοπούλου Ευανθία, Ενταξη τωνπαιδιών Ρομά στο σχολείο : Διερεύνηση της προκατάληψης και της στερεοτυπικής απειλής εκπαιδευτικών και μαθητών, Πάτρα, 2018
Γκόβαρης Χρήστος, Εκπαιδευτική δικαιοσύνη στο σχολείο της μεταναστευτικής κοινωνίας – Η εκδοχή της δικαιοσύνης αναγνώρισης , Ανακτήθηκε από : A0%CE%91%CE%99%CE%94%CE%95%CE%A5%CE%A4%CE%99%CE%9A%CE%97_%CE%94%CE%99%CE%9A%CE%91%CE%99%CE%9F%CE%A3%CE%A5%CE%9D%CE%97.pdf
Γκότοβος Σ.Αθανάσιος, Ρατσισμός : Κοινωνικές, Ψυχολογικές και Παιδαγωγικές όψεις μιας ιδεολογίας και μιας πρακτικής, Αθήνα, 1998
Μανιάτης Παναγιώτης, Επικοινωνία και αλληλεπίδραση στην πολυπολιτισμική τάξη : Ανιχνεύοντας τα στερεότυπα και τον ρόλο τους στην εκπαιδευτική διαδικασία, Ανακτήθηκε από : http://www.diapolis.auth.gr/epimorfotiko_uliko/index.php/2014-09-06-09-18-43/2014-09-06-09-35-19/43-c6-maniatis
Hogg A. Michael & Vaughan M. Graham, Κοινωνική Ψυχολογία, Gutenberg, 2010
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.