του Σίμου Ανδρονίδη
Στην περίπτωση του βιβλίου του Γάλλου φιλοσόφου Jacques Derrida που φέρει τον τίτλο ‘Ισχύς Νόμου,’[1] έχουμε να κάνουμε μία με μία ουσιώδη πραγματεία που εν προκειμένω πραγματεύεται το ζήτημα του Νόμου και περαιτέρω του Δικαίου και της Δικαιοσύνης. Ο Βαγγέλης Μπιτσώρης παρέδωσε μία πολύ καλή και διεισδυτική μετάφραση που παραμένει κοντά στο πνεύμα του συγγραφέα, αφήνοντας, την ίδια στιγμή τον Ντερριντιανό να ‘ρέει’ προς την δυνατότητα απόδοσης και ερμηνείας της Δικαιοσύνης. Το τέλος όμως αυτής της πραγματείας δεν σημασιοδοτεί και το τέλος του βιβλίου και του αναγνωστικού εγχειρήματος.
Και γιατί λέγεται κάτι τέτοιο; Διότι ακολουθεί ένα από τα πλέον, θεωρούμε, σημαντικά κείμενα του Jacques Derrida, το οποίο, με τον προτρεπτικό, ως προς το ίδιο το ‘πράττειν’ της ανάγνωσης τίτλο ‘Προωνύμιο του Benjamin,’ προβάλλει μία σφαιρική και σε ένα δεύτερο επίπεδο, φιλοσοφικο-ιστορική αλλά και πολιτική προσέγγιση του δοκιμίου του Benjamin ‘Για μία κριτική της βίας’ (‘Zur kritik der Gewalt’).
Σε αυτό το πλαίσιο, το βιβλίο που περιλαμβάνει βασικές Ντερριντιανές ιδέες, δύναται να λειτουργήσει και ανάποδα, κάτι που σημαίνει πως ο αναγνώστης έχει την δυνατότητα να προβεί πρώτα στην ανάλυση του Derrida για το έργο του Walter Benjamin, εντός του οποίου η βία, συναρθρώνει την ιστορία με την πολιτική όντας δεσπόζουσα έννοια και πράξη. Στην πραγματεία ‘Ισχύς Νόμου,’ ο Ντερριντά κινείται μεταξύ Αγγλικής και Γαλλικής γλώσσας, ώστε να προβεί στην ανα-θεμελίωση των εννοιών (και όχι των τύπων) του ‘Δικαίου’ και της ‘Δικαιοσύνης,’ η οποία και ανάγεται, πέραν του προσίδιου ‘κανόνα’ στη σφαίρα της εμπειρίας, διαπερνώντας παράλληλα την περί ‘Δικαιοσύνης’ προβληματική του Πασκάλ.
Η θεώρηση του Ντερριντά καθίσταται πυκνή στο βαθμό που επιδιώκει να συμβάλλει, μέσω της πραγματείας του, στην ανάδειξη των νοημάτων και των συνδηλώσεων που διέπουν το ‘Δίκαιο’ και την ‘Δικαιοσύνη,’ προσιδιάζοντας προς την κατεύθυνση συγκεκριμενοποίησης τους: Εάν το ‘Δίκαιο’ ή αλλιώς, μέσω του ‘Δικαίου’ (o Nόμος) παράγεται ό,τι ορίζεται ως θεσμός (θεσμική προσέγγιση), τότε, η ‘Δικαιοσύνη,’ προσλαμβάνεται, όχι ως η βάση του ‘Δικαίου’ αλλά ως ανοιχτή, απερίσταλτη και δι-ιστορικού τύπου έννοια, στο σημείο όπου η ίδια αυτή έννοια θεωρείται ως ‘μη αποδομήσιμη.’ Και τι δύναται να σημάνει η ‘Δικαιοσύνη’ ως η μη-αποδομήσιμη έννοια, εν αντιθέσει με το ‘Δίκαιο’ που εκπίπτει στην κατηγορία της «αποδομησιμότητας»[2] του;
Σημαίνει, στη Ντερριντιανή ιδιόλεκτο, το ό,τι η ‘Δικαιοσύνη’ φέρει εν σπέρματι στοιχεία συμβαντοποίησης της που δεν αποτελούν ένα απλό στοίχημα ή σύνθημα, αρθρώνεται στον αστερισμό της κοινωνιο-γλωσσικής εμπειρίας, ορίζεται ως μαρτυρία, απορία και απεύθυνση που εκκινεί από το ‘ποιος είμαι;’ και το ‘πως πράττω;’ δυνάμενη να αξιο-θεμελιώσει ένα ‘άλλο’ περιεχόμενο, λειτουργώντας ως στοίχημα. Και για τον ‘τόπο’ που ιστορικά ομνύει σε μία απερίσταλτη ‘Δικαιοσύνη’ για την οποία το ‘Δίκαιο’ δια-μοιράζεται όπως το ‘εσύ’ και το ‘εμείς’ της γλώσσας και της γλωσσικής κατανομής και αναγνώρισης, αλλά και για την αστικού τύπου, Δημοκρατία. Για την οποία το ‘Δίκαιο’ είναι ο μείζων κανόνας. Ο Jacques Derrida δεν παύει να αναζητεί την σχέση ‘Δικαίου’ και ‘Δικαιοσύνης,’ εκεί όπου μας επιτρέπεται να πούμε ό,τι η ‘Δικαιοσύνη’ κουβαλά τον σταυρό του Δικαίου για να τον μεταπλάσει: Να μία ενδιαφέρουσα θεώρηση. Η ‘Δικαιοσύνη’ καθίσταται το διαρκές ‘έλεος,’ δίχως φόβο. Η ισχύς του ‘Δικαίου’ είναι η αναφορά του ως ‘Νόμου,’ ενώ της ‘Δικαιοσύνης’ η δια-φορά της.
Η κατάδυση στην Ντερριντιανή προβληματική εξελίσσεται συναρπαστικά για τον αναγνώστη, ιδίως από την στιγμή όπου ο Γάλλος φιλόσοφος δεν διστάζει να αναμετρηθεί με ένα Μπενγιαμινικό κείμενο το οποίο και αποτέλεσε και αποτελεί αντικείμενο ερευνών, μελετών και ερμηνειών. ‘Για την κριτική της βίας,’ λοιπόν. Με τον τρόπο του Ζακ Ντερριντά. Εκ-διπλώνοντας το εγχείρημα του, ο συγγραφέας φέρει ενώπιον του, πρωταρχικά, το φάντασμα (ας θυμηθούμε το βιβλίο του ‘Φαντάσματα του Μαρξ’), του Γερμανο-εβραίου στοχαστή, για να προβεί σε μία απορητική έγκληση: Που εκκινεί η γλώσσα; Πως επιτελείται η ιστορία ως βία και η βία ως ιστορία;
Όσο εξελίσσεται η γραφή, ο Jacques Derrida συγκεκριμενοποιεί την αναλυτική του, τοποθετώντας στο κέντρο της την έννοια της «μυθικής»[3] βίας καθώς και την έννοια της «θεϊκής» βίας του Benjamin. H πρώτη συγκροτεί, καθιστά, δίδει, η δεύτερη, με τους επι-γενόμενους όρους της Εβραϊκής παράδοσης (Σάββας Μιχαήλ), καταστρέφει, εξαγνίζει, αποκαθάρει και απολυτρώνει με την διαφορά τους να έγκειται στο αντίστοιχο υπόστρωμα της ‘δυναμολογίας.’
Δεν επρόκειτο για μορφές μίας ίδιας βίας, αλλά, αντιθέτως, για πλαισιώσεις που με το δικό τους φορτίο, άπτονται της εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας και της κοινωνικής οργάνωσης, με τη μεν ‘μυθική’ βία να ονομάζεται κρατική ή κυβερνώσα, τη δε ‘θεϊκή,’[4] να διακρατεί την ‘Δικαιοσύνη’ και τον χρόνο ‘χάριν όλων,’ επιτελώντας (ιστορική επιτελεστικότητα με την βία) εμβαπτίζοντας.
Να το υπόδειγμα της ‘Δικαιοσύνης’ που ως έννοια και ως ‘πράττειν’ απασχολεί έντονα του Ντερριντά: Εάν για τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη ‘κάποτε’ (χρονικότητα) θα αποδίδεται ‘Δικαιοσύνη’ με ένα άστρο ή ένα γιασεμί,’ τότε, για τον Walter Benjamin, ‘Δικαιοσύνη’ θα αποδίδεται μέσω της ”θεϊκής” βίας που είναι η ‘ενσάρκωση’ του Θεού ομιλεί ενώπιον του ανθρώπου.
Ας μην ξεχνάμε τον Ντερριντά: Μεταξύ ‘Δικαίου’ και ‘Δικαιοσύνης,’ ο λόγος. Κλείνοντας ουσιαστικά την ανάλυση του, τον λόγο ως τέτοιο, ο Ντερριντά αφήνει, ακόμη και σήμερα, ανοιχτή ήτοι ερμηνεύσιμη, την εξής προκλητική υπόθεση εργασίας: Η ‘θεϊκή’ βία του Μπένγιαμιν ως σχηματοποίηση της στη μορφή και στο πλαίσιο της εθνικοσοσιαλιστικής-ναζιστικής Εβραιο-κτονίας, ως ανάδυση του ‘αιματηρού,’ του πολλαπλά ‘αιματηρού’ και του ανεπίκριτου στην ιστορία.[5]
Η υπόθεση παραμένει ανοιχτή, κοινοποιήσιμη σε έναν ευρύτερο κύκλο που δεν περιορίζεται στους μελετητές του Εβραϊκού ‘Ολοκαυτώματος,’ προσδιορίζοντας την βία ως ιστορική σφραγίδα εξόντωσης. Για εμάς βέβαια, η αντίληψη αυτή του Ντερριντά είναι προβληματική και σχετικά επιφανειακή, διότι αποκόπτει την Μπενγιαμινική έννοια από τα συμφραζόμενα της, παραβλέποντας πολιτικά-ιστορικά, το τέλος του Benjamin, o oποίος, έμπλεος της τραγικότητας του και της ιστορίας του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, αυτοκτονεί στα 1939, στα Γαλλοϊσπανικά σύνορα για να μην πέσει στα χέρια του ναζιστικού καθεστώτος. Τελευταίο άλλα όχι έσχατο, οι σημειώσεις του μεταφραστή, καθίστανται ιδιαίτερα κατατοπιστικές και αναλυτικές, διασαφηνίζοντας έννοια του Ντερριντιανού έργου, αλλά και του Μπενγιαμινικού, εφόσον ο δεύτερος συνιστά επίσης πρωταγωνιστή.
[1] Βλέπε σχετικά, Derrida Jacques, ‘Ισχύς Νόμου. «Το μυστικιστικό θεμέλιο της αυθεντίας»,’ Μετάφραση-Σημειώσεις-Επίμετρο: Μπιτσώρης Βαγγέλης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2015.
[2] Βλέπε σχετικά, Derrida Jacques, ‘Ισχύς Νόμου. «Το μυστικιστικό θεμέλιο της αυθεντίας»…ό.π.
[3] Βλέπε σχετικά, Derrida Jacques, ‘Προωνύμιο του Benjamin,’ στο: Derrida Jacques, ‘Ισχύς Νόμου. «Το μυστικιστικό θεμέλιο της αυθεντίας»…ό.π., σελ. 81-174.
[4] Το ίδιο θέμα πραγματεύεται ενδελεχώς και ο Θανάσης Γκιούρας επιδιώκοντας να ανιχνεύσει την γενεαλογία του Μπενγιαμινικού ‘κοσμο-συστήματος,’ εστιάζοντας και στις θρησκευτικές-Εβραϊκές καταβολές αυτού του ‘κοσμο-συστήματος.’ Βλέπε σχετικά, Γκιούρας Θανάσης. ‘Ελευθερία και ιστορία. Με βασική αναφορά τις θέσεις για την έννοια της ιστορίας του Walter Benjamin,’ Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2012.
[5] Αυτή η υπόθεση εργασίας, προ-κλητική και ίσως ανυστερόβουλη, είναι το «υστερόγραφο» και όχι η κληρονομιά του Derrida. Βλέπε και, Derrida Jacques, ‘Υστερόγραφο,’ στο: Derrida Jacques, ‘Ισχύς Νόμου. «Το μυστικιστικό θεμέλιο της αυθεντίας»…ό.π., σελ. 175-187.