Χρυσουλάκη Ελένη
Δικηγόρος Αθηνών
Απόφοιτη του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Δημοσιολόγων
Είναι γεγονός ότι η Δημοκρατία, ως το συγκριτικά μοναδικό πολίτευμα αποδοχής, ελευθερόφρον και συνάμα ανεκτικό στους επικριτές της, διατρέχει ουσιώδεις κινδύνους προκύπτοντες εκ των έσω, παρά το ισχυρό νομοθετικό οπλοστάσιο που διαθέτει. Στη σύγχρονη, φιλελεύθερη δημοκρατική κοινωνία δυναμικός και βασικός εκφραστής της λαϊκής βούλησης είναι το πολιτικό κόμμα, εξ ου και ο πλουραλισμός των ιδεολογικών φορτίων, που πυροδοτούν ακολούθως πολιτικές αντιπαραθέσεις. Η προστασία των πολιτικών κομμάτων αποτελεί conditio sine qua non για την εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας, για το λόγο αυτό καθίσταται αδιαπραγμάτευτη με καθολική σύγκληση και συναίνεση. Εντούτοις, ουκ ολίγες φορές δημιουργούνται αμφιβολίες – και αναπόφευκτα αμφισβητήσεις για τη φύση και τις προεκτάσεις των ισχυουσών συνταγματικών εγγυήσεων προστασίας των πολιτικών κομμάτων, ιδίως όταν το κοινωνικό γίγνεσθαι έρχεται αντιμέτωπο με την ανατροπή της δημοκρατικής αρχής από τους εκφραστές των πολιτικών ομάδων. Είναι επομένως σαφές, ότι, στην απόλαυση μιας αφηρημένης εννοιολογικά συνταγματικής προστασίας είναι – καταρχήν – εύκολο η άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, να μεταμορφωθεί σε ατομικιστική κατάχρηση εξουσίας, καθιστώντας το πολιτικό κόμμα εσωτερικό αντίπαλο της δημοκρατίας.
Το 1975 αναγνωρίζεται συνταγματικά, για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, το δικαίωμα της ελεύθερης ίδρυσης πολιτικών κομμάτων καθώς και η συμμετοχή τους σε αυτά, σε όλους τους διαθέτοντες το εκλογικό δικαίωμα Έλληνες πολίτες [1]. Το δικαίωμα αυτό θεσπίστηκε αυτοτελώς στο άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πολίτες που δεν απέκτησαν ακόμη το δικαίωμα να εκλέγουν μπορούν να συμμετέχουν στα τμήματα νέων των κομμάτων». Η εν λόγω διάταξη οριοθετεί το ως άνω πολιτικό δικαίωμα γενικού συμφέροντος, αναγνωρίζοντάς το αποκλειστικά στα μέλη του εκλογικού σώματος, ενώ συνάμα θέτει ως προϋπόθεση θεσμικοπολιτικής υπόστασης την εξυπηρέτηση της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ωστόσο, η δημοκρατική ρήτρα του αρ. 29 παρ. 1 του Συντάγματος διαθέτει περιεχόμενο αφηρημένο και απροσδιόριστο, και τούτο εντοπίζεται στην προσπάθεια συλλογής των περιπτώσεων καταστρατήγησης του δημοκρατικού ιδεώδους. Ως εκ τούτου, οδηγούμαστε αναπόφευκτα στην αξιολόγηση της φύσεως και των ορίων δράσης των πολιτικών κομμάτων κατά τρόπο αφαιρετικό: αρκεί να διακριβωθεί ότι η δράση ενός πολιτικού κόμματος δεν υπονομεύει την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κατά το Δ. Τσάτσο, η ύπαρξη του δημοκρατικού κράτους προϋποθέτει τη δημιουργία κομμάτων με δημοκρατική οργάνωση [2], που δεν επιθυμούν να “καταργήσουν ή να αποδυναμώσουν το δημοκρατικό status quo”, και τούτο διαπιστώνεται στην πολιτική πρακτική, κατά τη δράση και την ενεργό συμμετοχή αυτών στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, ιδίως μετά την ανάληψη των κοινοβουλευτικών καθηκόντων.
Λαμβανομένων υπόψη της πολιτικής επικαιρότητας και του δικαστικού δελτίου, κρίνεται απαραίτητη η ανανέωση του θεσμικού οπλοστασίου της δημοκρατίας, με ευθεία αντιμετώπιση – καταρχήν σε προληπτικό επίπεδο – των επικριτικών της δημοκρατίας, εκείνων που καταχρώνται τις συνταγματικές ελευθερίες και εγγυήσεις, όπως η ελευθερία ίδρυσης πολιτικού κόμματος, διάδοσης της πολιτικής ιδεολογίας, οι χρηματοδοτικές εγγυήσεις κ.α. Για να αποφευχθεί η εκ του αποτελέσματος διάγνωση της πολιτικής εγκληματικότητας, εκεί που οποιαδήποτε μορφή βίας αποτελεί μέσο και σκοπό, όπως οι εκστρατείες ρατσισμού και ξενοφοβίας, οι ψηφοθηρικές πρακτικές παρακώλυσης της λειτουργίας άλλων πολιτικών κομμάτων, η προσβολή των ατομικών ελευθεριών, η υποστήριξη και διάδοση ιδεολογιών και συμβόλων τρομοκρατίας, η προπαγανδιστική πρακτική και η παρεμπόδιση άμεσα ή έμμεσα άσκησης των εκλογικών δικαιωμάτων, καθίσταται επιτακτικά αναγκαίος ο συνταγματικώς και νομοθετικώς λειτουργικός προσδιορισμός της έννοιας της «ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος», θέτοντας προληπτικά μέτρα εφαρμογής. Ακολούθως, η συνταγματική πρόβλεψη των κατώτατων ορίων για τη δημοκρατική υπόσταση ενός πολιτικού κόμματος και ο ενδελεχής έλεγχος του καταστατικού ενός πολιτικού κόμματος, μέσω της διερεύνησης και της ουσιαστικής αξιολόγησης της ιδεολογικής βάσης και του προγραμματισμού του, συνιστούν ικανοποιητικούς άξονες εφαρμογής των ορίων προστασίας του δημοκρατικού ιδεώδους που η ρήτρα του αρ. 29 παρ. 1 του Συντάγματος θέτει, προάγοντας έτσι τη «διαδικασία συνταγματοποίησης των πολιτικών κομμάτων», κατά τον κ. Χαράλαμπο Ανθόπουλο [3]. Σκοπός, επομένως, είναι να οχυρωθεί το δημοκρατικό πολίτευμα στη βάση του, μέσω της γαλούχησης των ενεργών πολιτών και της ουσιαστικής αξιολόγησης της φύσης των πολιτικών κομμάτων, παρά να ισχυροποιηθεί το ποινικό νομοθετικό πλαίσιο καταστολής της εγκληματικής δράσης αυτών, χωρίς τούτο να στερείται σημασίας.
Ας μην ξεχνάμε, επιπρόσθετα, το σχολείο (ιδίως την εκπαίδευση εντός αυτού), ως τον κατεξοχήν φορέα ανθρωπισμού και συντελεστή διαμόρφωσης της ιδιότητας του ενεργού πολίτη. Η απουσία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, καθώς και η αναγνώριση και ο σεβασμός αυτών, ακόμα και στο μικρόκοσμο της σχολικής τάξης, οδηγεί σε διαμάχες και κοινωνικοπολιτική πόλωση. Ως ένα ακόμη μέτρο, επομένως, πρόληψης σε πρώιμο στάδιο, τίθεται η ένταξη στην εκπαίδευση αμιγώς της θεωρίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών αρχών αυτών, εμβαθύνοντας πλέον στο επίπεδο της κριτικής σκέψης και της δράσης, ως προαπαιτούμενα για την κοινωνική αλλαγή και την ανάπτυξη του ιδανικού της δημοκρατίας. Η ιδεολογική αλλαγή από συνειδητοποιημένους, ενεργούς πολίτες, μέσω της εκπαίδευσης και της υιοθέτησης των αρχών της ειρηνικής συμβίωσης, του σεβασμού της ανθρώπινης ζωής και του ιδιωτικού βίου, της ισότητας, της ελευθερίας της έκφρασης και της κίνησης, όπως και της συμμετοχής στο κοινωνικοπολιτικό status quo της χώρας, είναι το κλειδί για την προαγωγή και τη διαφύλαξη του δημοκρατικού ιδεώδους. Φυσικά δεν μπορεί να αποτελέσει πανάκεια για την επίλυση των προβλημάτων ενός Κράτους, προσφέρει ωστόσο τα εχέγγυα για την επίλυση των συγκρούσεων και την προστασία της κοινωνικής ειρήνης και της δημόσιας ασφάλειας, εξασφαλίζοντας την απρόσκοπτη άσκηση των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών.
Σε επίπεδο πρακτικής εφαρμογής των ανωτέρω, αξίζει να σημειωθεί ότι πρόσφατα το ΕΔΔΑ, με την υπόθεση «Ayoub κ.α. κατά Γαλλίας της 08.10.2020 (αρ. προσφ. 77400/14, 34532/15 και 34550/15)» έκρινε ότι η διάλυση των οργανώσεων «L’Oeuvre française» και «Jeunesses nationalistes» ήταν αναγκαία για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, την πρόληψη αναταραχών και την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων, τα οποία αποτελούσαν νόμιμους σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 11 § 2 της Σύμβασης. Οι ως άνω οργανώσεις επιδίωκαν σκοπούς που προσέκρουαν στη διάταξη 17 της Σύμβασης, κάνοντας κατάχρηση του δικαιώματός τους στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι με τρόπο ασυμβίβαστο με τις αξίες της ανοχής, της κοινωνικής ειρήνης και της ισότητας που διέπουν τη Σύμβαση, καταστρατηγώντας τα ιδανικά και τις αξίες της δημοκρατικής κοινωνίας. Συνάμα, η κυβέρνηση είχε τονίσει την απειλητική και επιθετική φύση μίας εκ των οργανώσεων, και, κατά το δικαστήριο, υπήρχε τεκμήριο εκδήλωσης μιας δραστηριότητας που θα προωθούσε κλίμα βίας και εκφοβισμού, υπερβαίνουσα την προβλεπόμενη ύπαρξη ομάδας που εκφράζει απλώς προσβλητικές ή ενοχλητικές ιδέες, ως απόρροια του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η εν λόγω ιδεολογία είχε διαδοθεί με πολυάριθμες πράξεις βίας, όπως αποδεικνύεται από την παρακολούθηση της εν λόγω δραστηριότητας και από τα εγκλήματα που προξένησε. Με την πάροδο του χρόνου, αναπόφευκτα η δράση των ως άνω οργανώσεων δημιούργησε ένα κλίμα φόβου και τρομοκρατίας, που απειλούσε τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, καθώς και τα θεμελιώδη δικαιώματα του κοινωνικού συνόλου.
Είναι εύλογο ότι δεν μπορούν να προβλεφθούν όλα τα πιθανά θεσμικά κενά που προκύπτουν από τη συνταγματική πραγματικότητα. Δεδομένων, όμως, των σύγχρονων πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, καθίσταται αναγκαία η πρόβλεψη για τη δημιουργία ενός ειδικού μηχανισμού, ικανού και αξιόπιστου να επιλύει τις κυριότερες διαφορές, εμπίπτουσες στη δικαιοδοσία της συνταγματικής δικαιοσύνης, προς αποκατάσταση (σε επίπεδο κατασταλτικό), διαφύλαξη και προστασία τόσο των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, όσο και της λειτουργίας του Κράτους. Οι εξελισσόμενες κοινωνικές ανάγκες επιτάσσουν την αναδιάρθρωση της Δικαιοσύνης, της οποίας το σύστημα απονομής στη χώρα μας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις και δυσχέρειες όσον αφορά την ποιότητα και την αποδοτικότητά του, σύμφωνα με την πρώτη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αποτελεσματικότητα των συστημάτων δικαιοσύνης των κρατών μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (“2020 EU Justice Scoreboard”). Προς τούτο προτείνεται η ίδρυση ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου, με αντικατάσταση του υφιστάμενου Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, κατά το γαλλικό πρότυπο, το οποίο θα διενεργεί προληπτικό έλεγχο συνταγματικότητας ή μη των υπό ψήφιση νομοσχεδίων, έλεγχο της δράσης των πολιτειακών οργάνων, ενώ σε κατασταλτικό επίπεδο θα επιλύει διαφορές αναφυόμενες από την παραβίαση βασικών συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, κατόπιν προδικαστικής παραπομπής από τα ανώτατα Δικαστήρια (Συμβούλιο της Επικρατείας και Άρειο Πάγο) ή και από χαμηλόβαθμα δικαστήρια. Τοιουτοτρόπως, ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος των νόμων και της εφαρμογής τους, θα αποτελέσει αδιαμφησβήτητη εγγύηση τήρησης του Συντάγματος, αρχή που υπαγορεύουν η ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και το κράτος δικαίου. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι στις περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης ο θεσμός του Συνταγματικού Δικαστηρίου κατέστη αναγκαίος και αποτελεσματικός, ως το κεντρικό όργανο θωράκισης του θεσμικού πλαισίου της δημοκρατίας. Εξάλλου, ένα Σύνταγμα προορίζεται να είναι δεσμευτικό όταν συνοδεύεται από τα κατάλληλα μέσα που διασφαλίζουν την εφαρμογή και την κανονιστική υπεροχή του, αποφαινόμενα για τη συνταγματικότητα ή μη τόσο των νόμων, όσο και της δράσης των πολιτειακών οργάνων, αλλά και των πολιτών. Έτσι θα καταστήσουμε και πάλι γόνιμη τη Δημοκρατία.
[1] Κώστας Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 2005
[2] Χαράλαμπος Ανθόπουλος, «Πολιτικά Κόμματα και Δημοκρατία», Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 2 (2015), σ. 157 – 172
[3] Χαράλαμπος Ανθόπουλος, «Πολιτικά Κόμματα και Δημοκρατία», Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 2 (2015), σ. 157 – 172.