Βαλασάκη Μαρία*
Παρακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο υλοποιούνται τα προγράμματα που χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ανακύπτουν ερωτήματα των οποίων οι απαντήσεις, τουλάχιστον ένα μέρος αυτών, μπορούν να ανευρεθούν στην καθημερινή εμπειρία. Ο όρος καθημερινή εμπειρία (βλ. Μαυρίδης, 2004) εμπίπτει σε θεωρητικά ρεύματα που ασχολούνται με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ένα άτομο τον κόσμο του και τον τρόπο που οι κοινωνικές διαδικασίες και οι θεσμικοί σχηματισμοί τον μορφοποιούν. Ωστόσο στο πλαίσιο αυτό του δίνεται μια περισσότερο γειωμένη, θα μπορούσε να πει κανείς, χροιά, καθώς στόχος δεν είναι ο θεωρητικός προβληματισμός επί της έννοιας, αλλά αυτό που τελικά παράγεται από την παρατήρηση της καθημερινότητας. Έτσι, σε σχέση με την παρούσα συζήτηση, η καθημερινή εμπειρία αφενός αναδεικνύει τις ανάγκες των ατόμων, κυρίως εκείνων που ανήκουν στις ευάλωτες ομάδες, αφετέρου κατά την υλοποίηση των προγραμμάτων καλούνται οι κοινωνικοί επιστήμονες, οι σύμβουλοι, οι ερευνητές στη διαδικασία του αναστοχασμού˙ μια διαδικασία κατά την οποία ο εαυτός τίθεται στο επίκεντρο και αναζητά σημεία αναφοράς ανάμεσα στο ωφελιμιστικό και στο αλτρουιστικό.
Διερωτάται, λοιπόν, κάποιος γιατί υλοποιούνται τόσα ευρωπαϊκά προγράμματα και κατά πόσον έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στην κοινωνία; Ποια είναι η θέση του κοινωνικού επιστήμονα σε σχέση με τα προγράμματα αυτά, αλλά και πως μετατρέπεται η θεωρία που κατέχει σε πράξη; Για την ακρίβεια, χρειάζεται η θεωρία ή μήπως αρκεί ένα «κοινωνικό βλέμμα» για να εντοπίσει ανάγκες τις οποίες αργότερα θα μετατρέψει σε κοινωνικά κενά και προβλήματα τα οποία θα επιλυθούν από την υλοποίηση ενός ευρωπαϊκού προγράμματος;
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν είναι μονοδιάστατες ούτε και κάθετες, αντίθετα είναι τόσες όσες και οι ειδικότητες που εμπλέκονται για την εφαρμογή και υλοποίηση των προγραμμάτων. Συνήθως, από τη διαδικασία της συγγραφής μιας πρότασης έως και τη λήξη ενός προγράμματος, καλούνται σε συνεργασία μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, σύμβουλοι, ερευνητές (στατιστικοί και κοινωνικοί επιστήμονες), ΟΤΑ, ακόμα και, σε περιπτώσεις, Υπουργεία. Κάθε ειδικότητα χρησιμοποιεί τα δικά της εργαλεία και αντιπροσωπεύει διαφορετικά συστήματα γνώσης καταλήγοντας έτσι να δημιουργείται μια σύνθεση γνώσεων και εμπειριών, η οποία μπορεί να μας παραπέμψει στον σύγχρονο τρόπο αντιμετώπισης κάθε είδους προβλήματος, στο σύγχρονο τρόπο σκέψης, εν τέλει στον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένη η σύγχρονη κοινωνία. Η συνθετότητα, φαίνεται να αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του 21ου αιώνα και αποτελεί απόρροια όλων όσα πραγματεύονται σπουδαίοι κοινωνιολόγοι και φιλόσοφοι ήδη από τα τέλη του 19ου ή ακόμα και των αρχών εκείνου του αιώνα. Από τον Walter Benjamin (2002) και το έργο του Σαρλ Μπωντλαίρ, ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού, έως τον Foucault που συζητά για τα συστήματα γνώσης (1993) και για τη μετατροπή του αόρατου σε ορατό (2012), αλλά ακόμα και ως τους Beck (2015), Bauman (2009), Giddens (1991, 2002), διαπιστώνεται ότι με το πέρασμα των αιώνων, και συνεπώς με τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα, η απλότητα, σε οποιοδήποτε επίπεδο και αν την αναζητήσουμε, τείνει μάλλον να εξαλειφθεί˙ αντικαθίσταται από τη συνθετότητα, η οποία μετατρέπεται σταδιακά και σταθερά σε σχήμα ερμηνευτικό και εννοιολογικό των σύγχρονων ατόμων.
Έτσι, ένα κοινωνικό ζήτημα, όπως για παράδειγμα η κοινωνική ένταξη των Ρομά ή η καταπολέμηση των διακρίσεων σε σχέση με τους ΛΟΑΤΚΙ, ξεφεύγει των στενών, όπως κατανοείται σήμερα, ορίων της απλότητας και μετατρέπεται σε ένα ζήτημα σύνθετο το οποίο χρήζει διεπιστημονικής διαχείρισης και αντιμετώπισης. Παρ’ όλα αυτά, τέτοιου είδους ζητήματα δεν αποτελούσαν πάντοτε στόχο αλλαγής, όχι γιατί δεν υπήρχαν, αλλά γιατί δεν φαίνονταν. Παρ’ ότι ο Foucault στη Γέννηση της κλινικής (2012) συζητά για το αόρατο και το ορατό σε σχέση με την αρρώστια, το έργο του άπτεται πολλαπλών θεμάτων. Βλέπουμε ότι ένα ζήτημα προς επίλυση κατανοείται ως τέτοιο εφόσον διαφύγει της σφαίρας του αόρατου και μετατραπεί σε ορατό. Ο Ehrenberg (2013) για παράδειγμα, περιγράφει λεπτομερώς την ιστορία της τρέλας, από τότε που παρέμενε στο πλαίσιο του ακατανόητου (αόρατο) έως τότε που ξεκίνησε να θεωρείται παρεκκλίνουσα κατάσταση (ορατό) και για την αντιμετώπιση της συγκροτήθηκαν συστήματα όχι μόνο γνώσεων, αλλά και θεσμικά˙ ιδρύματα, πρακτικές, ορισμοί, έννοιες, σημεία του σώματος και του συναισθήματος, ερμηνείες και νόμοι, ξεκίνησαν να μορφοποιούνται και να διαμορφώνονται με τέτοιο τρόπο που η τρέλα να μπορεί να κατασταλεί και ο «τρελός» να ενταχθεί και να ενσωματωθεί κοινωνικά.
Σήμερα, λαμβάνοντας ως δεδομένες τις αλλαγές που έχουν επέλθει εξαιτίας της ραγδαίας ανάπτυξης και εξέλιξης σε επιστημονικό, οικονομικό, τεχνολογικό επίπεδο, η τρέλα έχει μετατραπεί σε ψυχική ασθένεια (διαπιστώνεται ότι λαμβάνουν χώρα εννοιολογικοί επαναπροσδιορισμοί, καθοριστικοί για το μέλλον των ατόμων που βιώνουν τέτοιες καταστάσεις, αλλά και για τον επανακαθορισμό και επαναπροσδιορισμό τους στην κοινή γνώμη. Πια, δεν πρόκειται για τον τρελό, αλλά για τον ψυχικά ασθενή και πλέον δεν πρόκειται για μια κατάσταση καταδικασμένη, αλλά για μια κατάσταση που μπορεί με διάφορα μέσα -είτε τα ερμηνεύσουμε ως μέσα καταστολής είτε ως παραγωγική αξιοποίηση των εργαλείων του ιατρικού θεσμού- να αντιμετωπιστεί χωροχρονικά, σωματικά, συναισθηματικά, κοινωνικά) και λίγο ή πολύ, τουλάχιστον στον αμιγώς δυτικό κόσμο (αν μπορεί κάτι τέτοιο να ειπωθεί) από-στιγματίζεται. Θα ήταν αφελής, βέβαια, μια παραδοχή της ψυχικής ασθένειας ως επιτυχώς κλεισμένη υπόθεση, αντίθετα, πρόκειται για μια κατάσταση που όσο το ανθρώπινο είδος φοβάται το άγνωστο και η κοινωνία στην οποία ζει αναπαράγει σχήματα στιγματισμού απέναντι στο διαφορετικό, θα συνεχίσει να υφίσταται ως κάτι επικίνδυνο και απειλητικό.
Όμως, διανύοντας τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα βλέπουμε ότι παράλληλα με την ψυχική ασθένεια ορατοποιούνται και άλλες μορφές παρέκκλισης οι οποίες, εξαιτίας της τρέχουσας δομής της κοινωνίας, η οποία κατά πολύ αγκαλιάζει το θετικισμό και την κανονιστικότητα, σχεδόν εξομοιώνονται με την ανάγκη. Παρέκκλιση, επομένως σήμερα, φαίνεται να σημαίνει ανάγκη για ενσωμάτωση και κοινωνική ένταξη. Το σκοπό αυτό επιτελούν τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτούμενα προγράμματα∙ να επιφέρουν, άλλοτε μέσω εκπαιδεύσεων και άλλοτε μέσω προσφοράς εργαλείων μεθοδολογικών, γνωστικών, οικονομικών, την αλλαγή. Και η αλλαγή αυτή φαίνεται να εμπίπτει σε μια ευρύτερη κανονιστικότητα η οποία από τη μια πλευρά άπτεται των μεθόδων που εφαρμόζονται για τη συλλογή δεδομένων κατά τη διάρκεια ερευνών και από την άλλη πλευρά άπτεται της μάλλον εξαναγκαστικής κανονικοποίησης του «διαφορετικού». Βάσει ευρωπαϊκών πολιτικών, στρατηγικών και προτεραιοτήτων το κοινωνικά παρεκκλίνον αναδεικνύεται και αρκετοί οικονομικοί και ανθρώπινοι πόροι προσφέρονται για την καλλιέργεια του εδάφους και τη δημιουργία της αίσθησης του ανήκειν για όλους εκείνους που φέρουν «διαφορετικά» χαρακτηριστικά (Ρομά, ΛΟΑΚΤΙ, μετανάστες, πρόσφυγες κ.ο.κ.). Διαπιστώνεται, έτσι, μια τάση προς τη δημιουργία κοινωνικών, και κατά συνέπεια ατομικών, αναγκών στόχος των οποίων είναι η με τέτοιο τρόπο διαχείριση τους ώστε στη συνέχεια να επέλθει κοινωνική ομοιομορφία (για περισσότερα βλ. Bauman, 2005).
Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση, εκείνη που ξεφεύγει των μορφοποιούμενων αναγκών για αλλαγή και προκύπτει από τις φωνές όλων όσων η καθημερινή εμπειρία καταλήγει να ερμηνεύεται ως μια επίπονη κατάσταση. Πρόκειται για τους ίδιους αυτούς ανθρώπους, τους διαφορετικούς, που οι άλλοι τους αναγνωρίζουν ως παρεκκλίνοντες. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που επιθυμούν να λάβουν γνώση και όμως στο δρόμο τους συναντούν ενίοτε αδιαπέραστα εμπόδια, αλλά και εκείνοι που αγαπούν και καταλήγουν να μετατρέπουν την αγάπη που νιώθουν σε πρόβλημα. Βέβαια, είναι και οι άνθρωποι που ξεριζώνονται και ερχόμενοι στη δύση προσπαθούν να επιβιώσουν αναζητώντας στέγη, εργασία, τροφή, κατέχοντας ωστόσο δεξιότητες που ο δυτικός άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται ή μάλλον δεν γνωρίζει πώς να τις αξιοποιήσει. Τα κενά, ανεξαρτήτως περίπτωσης, αναδύονται από τους λόγους και τις εμπειρίες των ατόμων και τα ευρωπαϊκά προγράμματα σε αυτή την περίπτωση διαφαίνονται και κατανοούνται ως κρίσιμοι αρωγοί, ως συμμαχητές εκείνων που επιθυμούν να μετατρέψουν όχι το διαφορετικό σε κανονικό, αλλά την επώδυνη καθημερινότητα σε μια καλή εμπειρία.
Έτσι, διαπιστώνεται ότι τα ευρωπαϊκά προγράμματα τοποθετούνται εντός μιας γκρίζας ζώνης, ανάμεσα στο σκούρο χρώμα της εξαναγκαστικής μορφοποίησης αναγκών και στο ανοιχτό χρώμα της προσφοράς μιας καλύτερης ζωής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο αντίκτυπος στην κοινωνία είναι μικρός, ωστόσο θα ήταν αφελές αν η συζήτηση στρεφόταν προς τα εκεί. Αντίθετα, η αλλαγή που παρατηρείται αφορά σε μεμονωμένες περιπτώσεις, εκείνες που αλλάζουν και μετατρέπονται σε πυρήνες διάδοσης, βελτίωσης και ελπίδας, περιπτώσεις, η επαφή με τις οποίες δίνει νόημα στην κανονιστικότητα, δίνει δηλαδή τη δυνατότητα να δούμε την παραγωγική της πλευρά.
Στη γκρίζα αυτή ζώνη αναπόφευκτα εντάσσεται και το ανθρώπινο δυναμικό, τόσο οι θεωρητικοί κοινωνικοί επιστήμονες όσο και εκείνοι με το «κοινωνικό βλέμμα», χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι διαχωρίζονται οι δύο αυτές πλευρές. Για την ακρίβεια δεν αποτελούν διακριτές πλευρές, καθώς οι θεωρητικοί μπορούν να έχουν «κοινωνικό βλέμμα», ενώ τα άτομα με «κοινωνικό βλέμμα» μπορούν να καλλιεργήσουν τη γνώση και να την εμβαθύνουν. Παρ’ όλα αυτά, ενυπάρχουν κάποιες ουσιώδεις διαφορές, οι οποίες επισημαίνονται γιατί η ορατοποίηση τους είναι και αυτή που ενδεχομένως μπορεί να συμβάλλει στη γεφύρωση τους. Έτσι, οι θεωρητικοί κοινωνικοί επιστήμονες κατέχουν μια βαθιά γνώση η οποία βρίσκεται πίσω από αυτό που οι άλλοι, με ή χωρίς «κοινωνικό βλέμμα», μπορούν να διακρίνουν. Συγκεκριμένα, συγκροτούν έννοιες, αντιλαμβάνονται τις εννοιολογικές μετατοπίσεις και τις υποδεικνύουν, μελετούν περιοδολογικά κάποια φαινόμενα και είναι σε θέση να κατανοήσουν όχι μόνο τις φωνές, αλλά κυρίως τους λόγους. Μπορούν, δηλαδή, να διερευνήσουν τι ενυπάρχει στις λέξεις- τα νοήματα, τα σύμβολα, τους κώδικες επικοινωνίας- για ποιο λόγο χρησιμοποιούνται από τον εκάστοτε ομιλητή και τι αυτός προσπαθεί να πει ή λέει, ακόμα και εν αγνοία του. Παράλληλα αναγνωρίζουν τις τάσεις, κατανοούν τις συμπεριφορές και ερμηνεύουν τα φαινόμενα, δεξιότητες οι οποίες τους αφήνουν να κινηθούν ανάμεσα στις ποιοτικές μεθοδολογίες και τις ποσοτικές (για περισσότερα σε σχέση με τις μεθοδολογίες βλ. Τσιώλης, 2013), εναρμονιζόμενοι πλήρως με τη συνθετότητα της εποχής.
Η θέση όμως αυτή, του θεωρητικού, ενέχει δυσκολίες τις οποίες καλείται να αντιμετωπίσει∙ δυσκολίες που για τον κοινωνικό επιστήμονα με το «κοινωνικό βλέμμα» βιώνονται ως ευκολίες. Αναλυτικά, ο θεωρητικός επιστήμονας κατέχει μια γνώση την οποία με δυσκολία, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια της επαφής του με το χώρο των προγραμμάτων, μπορεί να εφαρμόσει. Μιλώντας, για παράδειγμα, περί επιτελεστικότητας ή εξατομίκευσης, ακόμα και περί έξης ή συναισθηματικών «κενών», αναλύοντας το σώμα και τις τεχνικές του ή περιγράφοντας τις μορφές της σύγχρονης βιοπολιτικής και βιοεξουσίας, ο θεωρητικός φαίνεται να απομακρύνεται ή και να αποστασιοποιείται από την καθημερινότητα. Από την άλλη πλευρά, τα άτομα με το «κοινωνικό βλέμμα» φαίνεται να είναι παρόντες σε κάθε στιγμή, έτοιμοι να αδράξουν την ευκαιρία και να αναγνωρίσουν τις παρεκκλίσεις. Οι δεξιότητες τους είναι περισσότερο τεχνικές, μπορούν να ανταπεξέλθουν εξίσου καλά στη διαχείριση προγραμμάτων και στη διαχείριση ατομικών συμπεριφορών, ενώ την ίδια στιγμή κατανοούν την αδυναμία ως ευκαιρία∙ με ευκολία αναδεικνύουν την παραγωγική διάσταση ενός προβλήματος, κατανοώντας και αποκωδικοποιώντας νόμους και θεσμικές απαιτήσεις. Παράλληλα, έχουν τη δυνατότητα να περιπλανώνται ανάμεσα στο ιδεαλιστικό και στο κυνικό, κατάσταση η οποία από τη μια πλευρά προσφέρει όραμα και από την άλλη καθιστά το όραμα πραγματοποιήσιμο. Ο θεωρητικός στερείται τέτοιων δυνατοτήτων άλλοτε γιατί οι ιδέες του είναι μαξιμαλιστικές και άλλοτε γιατί η γνώση του στέκεται απέναντι στον τεχνοκρατισμό, δημιουργώντας εσωτερικές ρήξεις, ενίοτε και κοινωνικές.
Οι δύο αυτές θέσεις, παρ’ ότι εκ πρώτης όψεως διαφαίνονται αντιθετικές μεταξύ τους και κάποτε θα αποτελούσαν το εφαλτήριο έντονων διενέξεων, σήμερα ικανοποιούν τις σύγχρονες απαιτήσεις. Η μία θέση συμπληρώνει την άλλη και οι δύο μαζί θέτουν στόχους, μεγαλεπήβολους ή ταπεινούς. Συνεπώς, στο ερώτημα θεωρία ή πράξη, η απάντηση βρίσκεται στη χρησιμότητα και των δύο, η οποία είναι αναμφισβήτητη. Έτσι, σε προγράμματα που έχουν στόχο μια κοινωνική ή έστω και ατομική αλλαγή, η συνεργασία θεωρητικών, συμβούλων, στατιστικών, θεωρείται απαραίτητη. Εκείνοι που εμμένουν στην ποιότητα και εκείνοι που επιμένουν στην ποσότητα, εκείνοι που είναι ένθερμοι υποστηρικτές ανάδειξης των λόγων και εκείνοι που βρίσκουν ουσία στους αριθμούς, αλλά και εκείνοι που τους συνεπαίρνει η κανονιστικότητα και εκείνοι που επιθυμούν τη διατήρηση του διαφορετικού, όχι μόνο αποτυπώνουν την κοινωνική πραγματικότητα όπως έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά ταυτόχρονα μπορούν να συμβάλλουν, συλλογικά, στην προσφορά ανακούφισης προς τους αδύναμους.
Κλείνοντας, λοιπόν, οι ερμηνείες που μπορεί κάποιος να δώσει για τα ευρωπαϊκά προγράμματα, για τον αντίκτυπο τους στην κοινωνία, για τους ανθρώπους που δουλεύουν για αυτά, αλλά και για τους ανθρώπους που επωφελούνται από αυτά, είναι πολλαπλές. Μια εξ’ αυτών είναι η προαγωγή της έρευνας και η διερεύνηση νέων εννοιολογικών, συμπεριληπτικών, τόπων, μέσω διεθνικών συζητήσεων (βλ. Αβραμοπούλου, 2018), οι οποίες όχι μόνο θα αναδείξουν τις εμπειρίες, αλλά επιπλέον θα θέσουν τα θεμέλια για μια ταυτόχρονη ύπαρξη του κανονιστικού με το «διαφορετικό». Προσπερνώντας, όμως, έστω για λίγο, χωρίς να κλείνουμε ωστόσο τα μάτια, την κανονιστική διάσταση, προσπαθώντας να βγάλουμε τις παρωπίδες που μας δημιουργούν άλλοτε τα θεωρητικά ρεύματα και άλλοτε οι πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές συνθήκες, θα μπορέσουμε να δούμε τους ανθρώπους εκείνους που καταφέρνουν, μέσω της ενεργοποίησης όλων όσοι συμβάλλουν στην υλοποίηση των παρεμβάσεων, να ακουστούν, να φανούν, να δημιουργήσουν, να μάθουν, να αγαπήσουν, να αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους και να αναγνωριστούν από τους άλλους, εν τέλει να ζήσουν.
Βιβλιογραφία
Αβραμοπούλου, Ε. (2018). Το συν-αίσθημα στο πολιτικό: Υποκειμενικότητες, εξουσίες και ανισότητες στο σύγχρονο κόσμο (σσ.11-67). Αθήνα: Νήσος
Bauman, Z. (2005). Σπαταλημένες ζωές: οι απόβλητοι της νεωτερικότητας. Αθήνα: Κατάρτι
Bauman, Z. (2009). Ρευστοί καιροί (μτφρ.: Γεωρμάς Κ.). Αθήνα: Μεταίχμιο
Beck, U. (2015). Κοινωνία της διακινδύνευσης: Καθ’ οδόν προς μία άλλη νεωτερικότητα (μτφρ.: Οικονόμου Η.). Αθήνα: Πεδίο
Ehrenberg, A. (2013). Η κούραση να είσαι ο εαυτός σου: Κατάθλιψη και κοινωνία. (μτφ.: Δημουλά Β.). Αθήνα: Εκδόσεις του εικοστού πρώτου
Foucault, M. (1993). Οι λέξεις και τα πράγματα: Μία αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου. (μτφ.: Παπαγιώργης Κ.). Αθήνα: Γνώση
Foucault, M. (2012). Η γέννηση της κλινικής. (μτφρ.: Καψαμπέλη Κ.). Αθήνα: Νήσος
Giddens, A. (1991). Modernity and self-identity: self and society in the late modern age. Cambridge UK: Polity Press in association with B. Blackwell
Giddens, A. (2002). Ο κόσμος των ραγδαίων αλλαγών: πως επιδρά η παγκοσμιοποίηση στη ζωή μας. (μτφρ.: Γεώρμας Κ.). Αθήνα: Μεταίχμιο
Μαυρίδης, Η. (2004). Η έννοιας της καθημερινότητας στην κοινωνική θεωρία. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 114: 27-59. DOI: https://doi.org/10.12681/grsr.9280
Walter, B. (2002) (2η έκδ.). Σαρλ Μπωντλαίρ, ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού. Αθήνα: Αλεξάνδρεια
——
* Δρ. Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης, Research analyst, Cmt Prooptiki, maryvalas@hotmail.com
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.