Φαίη Ντόντη
Προπτυχιακή Φοιτήτρια
Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Στο άκουσμα της λέξης φύλο (sex) συνήθως μας έρχεται στο νου η διαίρεση των δύο γενών (ανδρικό – γυναικείο) με κριτήριο τα αναπαραγωγικά τους όργανα. Οι γενετικοί παράγοντες προσδιορίζουν το φύλο ενός ατόμου. Οι άνδρες έχουν 46 χρωμοσώματα που εμπεριέχουν Χ και Υ, ενώ οι γυναίκες έχουν 46 χρωμοσώματα που περιλαμβάνουν 2 Χ. Εξίσου, το φύλο συνδέεται και με το διαχωρισμό των φυσικών και φυσιολογικών χαρακτηριστικών ανάμεσα στο αρσενικό και θηλυκό φύλο. Αυτά τα χαρακτηριστικά παρουσιάζονται και στους τύπους ή επίπεδα ορμονών. Σε πολλούς ανθρώπους το φύλο δεν έχει μόνο βιολογική υπόσταση αλλά έχει και ψυχολογικό ρόλο καθώς πολλά άτομα γεννιούνται με χαρακτηριστικά φύλου που δέχτηκαν επιρροή και από τα δύο φύλα. Για παράδειγμα, μερικές γυναίκες γεννιούνται με ένα χρωμόσωμα Υ και μερικοί άνδρες με δύο ή τρία Χ. Τα άτομα αυτά ονομάζονται ίντερσεξ (intersex) και η σεξουαλική τους ανατομία συγκρούεται με τους όρους αρσενικό ή θηλυκό. Επομένως, το φύλο δεν αφορά μόνο την βιολογία αλλά οφείλουμε να το εξετάζουμε και από άλλες όψεις.
Ο άνθρωπος ως ελεύθερο όν μπορεί να καθορίσει με δική του βούληση το φύλο του. Η ταυτότητα φύλου δεν αρκείται αποκλειστικά στην δυαδική προσέγγιση (κορίτσι/γυναίκα, αγόρι/άντρας ) και αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου αυτές οι πεποιθήσεις και τα στερεότυπα που κατηγοριοποιούν τα άτομα τα οποία μπορεί να νιώθουν ότι ανήκουν στο αντίθετο φύλο ή να έχουν διαφορετικές σεξουαλικές προτιμήσεις ή και να έχουν αναπτύξει περισσότερα χαρακτηριστικά αρρενωπότητας ή στάσεις θηλυπρέπειας. Αρκετοί ανθρωπολόγοι ή κοινωνιολόγοι θεωρούν ότι δεν υπάρχει ένα κυρίαρχο σχήμα φύλου και καταρρίπτουν το ιδεολογικό πλαίσιο που υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο φύλα.
Το κοινωνικό φύλο (gender) είναι μια κοινωνική και πολιτισμική κατασκευή και διαφέρει από το βιολογικό φύλο. Το κοινωνικό φύλο είναι μια οροθεσία που αναφέρεται σε πολιτισμικές ή κοινωνικές διακρίσεις συμπεριφορών. Μελετά τις διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, τους ρόλους που τους αποδίδονται, τις διακρίσεις που γίνονται με το να είσαι άνδρας ή γυναίκα καθώς και στις σεξιστικές προκαταλήψεις που αφορούν την αρρενωπότητα και την θηλυκότητα. Παράλληλα, το κοινωνικό φύλο σχολιάζει και ασχολείται με ζητήματα όπως οι συμπεριφορές, τα καθήκοντα ή οι υποχρεώσεις που ορίζονται από την κοινωνία ως επιτρεπτές και καθώς πρέπει για το κάθε φύλο ξεχωριστά. Το κοινωνικό φύλο διαμορφώνεται και από τους μηχανισμούς μέσα στους οποίους εφαρμόζεται η κοινωνικοποίηση όπως: το σχολείο, η οικογένεια και τα ΜΜΕ. Το άτομο δέχεται ερεθίσματα και αυτοί οι μηχανισμοί επιτελούν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της προσωπικότητας καθώς και στην διαμόρφωση της ταυτότητας του φύλου του.
Η ταυτότητα φύλου (gender identity) αφορά τον αυτοπροσδιορισμό του φύλου ή την ατομική αντίληψη που έχει αναπτύσσει για το φύλο του. Ακόμη, σχετίζεται με την ενδυμασία, τον τρόπο έκφρασης, την ομιλία και το λόγο του ατόμου. Η ταυτότητα του φύλου μπορεί να μην αντιστοιχεί επακριβώς με το φύλο που προσδιορίσθηκε κατά τη γέννηση του ατόμου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το άτομο να κάνει αλλαγές στην εμφάνισή του ή το σώμα του. Ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός είναι μια κοινωνική θεωρία και δείχνει πως δημιουργούνται νοήματα μέσω της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Το κοινωνικό φύλο σύμφωνα με τη θεωρία του κονστρουκτιβισμού δεν είναι έμφυτο ή σταθερό και διαφέρει με το πέρασμα του χρόνου από κοινωνία σε κοινωνία η σημασία του. Θεωρείται κοινωνικά δομημένο και πολλοί κοινωνιολόγοι χρησιμοποιούν την θεωρία της φαινομενολογίας και του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού για να θέσουν το φύλο σε πολιτιστική και ιστορική εστίαση.
Με την ανάπτυξη του φεμινιστικού κινήματος κυρίως κατά τη δεκαετία 1980 τέθηκε στο στόχαστρο η έννοια του κοινωνικού φύλου. Η φεμινιστική ανθρωπολογία διερευνά την έμφυλη ταυτότητα ως κοινωνική και συμβολική κατηγορία και συγκροτεί ένα φεμινιστικό λόγο σχολιάζοντας τον βιολογικό ανταγωνισμό που διαπότιζε τον ηγεμονικό και πρωτεύοντα λόγο περί “φυσιολογικών” διατυπώσεων και νοημάτων της έμφυλης-ενσωμάτωσης. Ειδικότερα, η φεμινίστρια και φιλόσοφος Judith Butler έθεσε τα θεμέλια στη φεμινιστική θεωρία και με το έργο της Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity συνέβαλε περισσότερο στην σύλληψη του όρου φύλου ως επαναλαμβανόμενη κοινωνική έκφραση, ένα συνεχές γίγνεσθαι, παρά ως έκφραση μιας προηγούμενης πραγματικότητας. Με βάση το μοντέλο της Μπάτλερ, όσα κάνουν οι άνθρωποι, δηλαδή η επιτελεστικότητα (performativity) των ανθρώπων είναι καθοριστική για την διατήρηση της κατάστασης των δύο φύλων. Η Judith Butler θεωρεί ότι το φύλο είναι μια πολιτική εξουσία που προωθεί και “επιβάλλει” την ετεροσεξουαλικότητα και ότι το πολιτισμικό καθεστώς στο οποίο ζούμε συνδέεται με την ετεροφυλοφιλία, τα σεξουαλικά υποκείμενα (άντρες και γυναίκες) και τα σεξουαλικά σώματα (αρσενικό και θηλυκό). Όμως όταν κάποιοι άνδρες αρχίζουν να ντύνονται σαν γυναίκες δημιουργούν εντάσεις και ανατρέπουν την κύρια δυαδική αντίληψη που διατηρεί την ετεροφυλοφιλική εξουσία. Με αυτόν τον τρόπο τα άτομα κατασκευάζουν εναλλακτικές ταυτότητες, δημιουργούν ρήξεις στις κυρίαρχες αρχές της ετεροκανονικότητας και ανατρέπουν τα επικροτούμενα καθεστώτα. Ωστόσο, δημιουργείται η διαφορά, η αξία της διαφοράς και η ποικιλομορφία οι οποίες συμβάλλουν στην διαμόρφωση ενός πιο ανοιχτόμυαλου, ανεκτικού και δημιουργικού κόσμου που αψηφούν την ομοφοβία, την μισαλλοδοξία και τις στερεοτυπικές αντιλήψεις. Αντίθετα, ανοίγουν το δρόμο για την ισότητα, την αποδεκτικότητα και την αναγνώριση της ετερότητας.
Η Αμερικανίδα φιλόσοφος υποστηρίζει την άποψη ότι το βιολογικό φύλο δεν είναι φυσική προϋπόθεση αλλά απόρροια του κοινωνικού φύλου. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της αποδόμησης της δίπολης διάκρισης που συντελείται ανάμεσα στο κοινωνικό και βιολογικό φύλο. Σύμφωνα με το λεγόμενά της, τον προορισμό τον δημιουργεί η κουλτούρα και όχι η βιολογία. Η βιολογική έκφανση του φύλου ενδέχεται να λειτουργεί σαν μια βασική ιδεολογία όμως οι κοινωνικές πρακτικές οφείλουν να μετατρέψουν τις έμφυλες διαφορές των σωμάτων σε κοινωνική πραγματικότητα. Η Butler (1993) ανησυχεί και είναι κάθετη προς τη κοινή άποψη ότι το σώμα είναι μια υλική οντότητα που γίνεται αντιληπτή με πολιτισμικά συγκεκριμένους τρόπους και πλάθεται από πολιτισμικά συγκεκριμένες διαδικασίες. Για την ίδια τα σώματα δημιουργούνται μέσω της επιτέλεσης, ωστόσο η επιτέλεση δεν τους αφαίρει την υλικότητά τους.
Το φύλο αμφιταλαντεύεται πάνω από το δυαδικό του υπόβαθρο και ένα κομβικό επιχείρημα αποτελεί ότι η διαχώριση μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου είναι αποτέλεσμα της της δυτικής διάκρισης μεταξύ φύσης και πολιτισμού. Η φύση παρομοιάζεται ως πρώτη ύλη ενώ ο πολιτισμός ως τελικό δημιούργημα. Η αμφιβολία της παραπάνω συνεκδοχής μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου είναι απόρροια μίας γενικότερης αμφισβήτησης της παραπάνω αντίληψης για τη φύση και τον πολιτισμό.
Συνοψίζοντας, η ταυτότητα του φύλου ή η αναπαράσταση του κοινωνικού φύλου (gender) ως πολιτιστικό έμβλημα, η έρευνα των σχέσεων ανδρών και γυναικών, θηλυκότητας και ανδρισμού αποτελούν αξιοσημείωτα σημεία ενδιαφέροντος των κοινωνικών επιστημών και της ανθρωπολογίας. Η προσέγγιση και η διαρκής μελέτη του φύλου ήρθε στο προσκήνιο με την ανάπτυξη του φεμινιστικού κινήματος, την κριτική που δέχτηκαν οι βιολογικές θεωρίες για την κοινωνία και την εμφάνιση της κοινωνικής ιστορίας των ιδεών.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν:
- “sex” CollinsDictionary.com. Collins English Dictionary—Complete & Unabridged 11th Edition. Retrieved 3 December 2012
- Gender – World Health Organization
- The Social Construction of Gender | Introduction to Sociology
- Introduction to Judith Butler, Module on Gender and Sex
- Ταυτότητα Φύλου – Βικιπαίδεια
- Gender trouble. Feminism and the subversion of identity
- Butler Judith (1990), Gender Trouble. Νέα Υόρκη. Routledge
- (1993) Bodies that matter: on the discursive limits of ΄sex΄ (Λονδίνο: Routledge).
[irp]