Ματσίγκας Παναγιώτης,
απόφοιτος Κοινωνικής Πολιτικής
του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε μία έντονη αμφισβήτηση του ρόλου της κοινωνικής προστασίας στην ανάπτυξη των οικονομιών και της αποτελεσματικότητάς της ως προς τους στόχους που δημιουργήθηκε για να επιτύχει. Το κράτος πρόνοιας που θεμελιώθηκε μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο θεωρήθηκε απαρχαιωμένο και ανίκανο να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις που εμφανίζονταν στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης και του μετασχηματισμού του παραγωγικού μοντέλου με την είσοδο των νέων τεχνολογιών και την ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα της οικονομίας, δηλαδή τον τομέα παροχής υπηρεσιών.
Ακολούθησε μία περίοδος μεταρρύθμισης (θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πιο δόκιμος ο όρος απορρύθμιση) των παρεχόμενων από το κράτος κοινωνικών υπηρεσιών. Η κατεύθυνση που ακολουθήθηκε ήταν αυτή που ονομάζεται «Προνοιακός Πλουραλισμός». Το μοντέλο αυτό, βασίζεται στο διαμοιρασμό της παροχής των υπηρεσιών σε πολλούς φορείς. Οι φορείς αυτοί είναι το κράτος, οι ΜΚΟ, οι εταιρίες, αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες (μέσω, για παράδειγμα, της οικογένειας). Ο στόχος, όπως έλεγαν οι υποστηρικτές του μοντέλου αυτού, ήταν η καλύτερη παροχή υπηρεσιών με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Παράλληλα, η στόχευση της κοινωνικής προστασίας άλλαξε. Στόχος δεν ήταν πλέον η μείωση των ανισοτήτων, η διατήρηση ενός επιπέδου διαβίωσης στο μέσο όρο, η αυξημένη προστασία από τους κινδύνους. Στόχος έγινε η παροχή ίσων ευκαιριών (χωρά μεγάλη αμφισβήτηση το κατά πόσο αυτές είναι δυνατό να δοθούν στο παρόν σύστημα) και όχι η ίδια η ισότητα, συνδυαστικά με ένα δίχτυ προστασίας από την ακραία φτώχεια και την εξαθλίωση.
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, στόχος ήταν η μείωση του βαθμού της κρατικής παρέμβασης. Με βάση το πλάνο αυτό, προχώρησε η ιδιωτικοποίηση ενός μεγάλου μέρους των κοινωνικών υπηρεσιών, ακόμη και στον τομέα της υγείας, η οποία συνοδεύτηκε από μία μεγάλη περικοπή των διατιθέμενων κονδυλίων για το κράτος πρόνοιας. Δομικές αλλαγές έγιναν στον τομέα της παιδείας με στόχο την εναρμόνιση του εκπαιδευτικού συστήματος με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Οι περισσότερες όμως απορρυθμίσεις, παρατηρήθηκαν στον τομέα των εργασιακών δικαιωμάτων με τη μείωση του κόστους των απολύσεων, την αποδιάρθρωση του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την εισαγωγή της ευελιξίας στους μισθούς και τα ωράρια εργασίας.
Οι αλλαγές στο προνοιακό μοντέλο δεν ήταν μία εξαίρεση στο γενικότερο κανόνα. Η στόχευση την περίοδο που ακολούθησε τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση, ήταν η αντίστροφη αναδιανομή του εισοδήματος. Οι αναπτυξιακές πολιτικές των περισσοτέρων χωρών, περιελάμβαναν φοροαπαλλαγές στην ελίτ, φορολογική επιβάρυνση των μικρομεσαίων επιχειρηματιών και των μισθωτών και τις προαναφερθείσες αλλαγές στο κοινωνικό κράτος.
Γρήγορα όμως, η εφαρμοζόμενη πολιτική έφτασε σε ένα τέλμα. Η συσσώρευση πλούτου στα χέρια της ελίτ, η οποία δεν προχωρούσε σε παραγωγικές επενδύσεις, αλλά συνεχώς αποταμίευε βγάζοντας όλο και περισσότερο χρήμα από την αγορά, η μείωση των εισοδημάτων της μεσαίας τάξης και των χαμηλότερων στρωμάτων, η συνεχής διεύρυνση των ανισοτήτων λόγω της απουσίας της κρατικής μέριμνας και η πλήρης απουσία πρόβλεψης για ουσιαστική εναρμόνιση της προσωπικής και της επαγγελματικής ζωής οδήγησε τάχιστα στη φτωχοποίηση ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας. Ακόμα και στις περιόδους ευημερίας του συστήματος, η κατάσταση δε φαινόταν να αλλάζει προς το καλύτερο, αλλά απλώς να χειροτερεύει με πιο αργό ρυθμό. Τα αποτελέσματα σε ορισμένες κρίσεις ήταν καταστροφικά (π.χ. Μαύρη Δευτέρα).
Την περίοδο αυτή διανύουμε μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις της σύγχρονης ιστορίας, τόσο στο επίπεδο της υγείας, όσο και στο επίπεδο της οικονομίας. Μέσα στις συνθήκες αυτές, έχει ανοίξει και πάλι η συζήτηση για το ρόλο και την έκταση της κοινωνικής πολιτικής σε μία σύγχρονη χώρα. Θεσμοί όπως το σύστημα υγείας τίθενται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Είναι πλέον φανερό σε όλους ότι τα όρια του κοινωνικού κράτους στη μορφή που βρίσκεται σήμερα είναι εξαιρετικά στενά. Γίνεται όλο και πιο σαφές πως η κυρίαρχη πολιτική έχει αποτύχει.
Τα οφέλη του κοινωνικού κράτους δεν είναι δεδομένα. Εξαρτώνται σε πολύ σημαντικό βαθμό από το προνοιακό μοντέλο που επιλέγεται να εφαρμοστεί. Το κυρίαρχο μοντέλο δεν μπορεί να εγγυηθεί σταθερότητα και ανάπτυξη.
Το κεντρικό ζήτημα πρέπει να είναι η ανανέωση του κοινωνικού κράτους και η ένταξή του σε ένα γενικότερο πλάνο μίας νέας οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης των κοινωνιών. Σε ένα γενικότερο πλάνο κοινωνικού μετασχηματισμού. Πρώτα από όλα, πρέπει να αναδειχθεί σε μείζον θέμα ο ρόλος που παίζει το κοινωνικό κράτος στην οικονομική ανάπτυξη μίας χώρας, στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στην εξασφάλιση της σταθερότητας και της κοινωνικής ειρήνης.
Χρειάζεται μία επαναδιατύπωση των στόχων της κοινωνικής πολιτικής. Χρειάζεται να περάσουμε από το μοντέλο της ελάχιστης κρατικής παρέμβασης στο μοντέλο της δυναμικής παρέμβασης στην αναδιανομή του πλούτου και στην εξασφάλιση της συνεχιζόμενης ροής του χρήματος στην αγορά.
Πρέπει να τονιστεί ότι κάθε ευρώ που δαπανάται στην κοινωνική πολιτική επιστρέφει στην οικονομία και μάλιστα πολλαπλάσιο, καθώς έχει δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή 1,03-1,68%. Αυτό σημαίνει πως κάθε ευρώ που δαπανάται στην οικονομική βοήθεια, επιστρέφει στην αγορά και δημιουργεί θέσεις εργασίας. Για παράδειγμα, το επίδομα παιδιού, ενισχύει την καταναλωτική ικανότητα των γονιών ή του γονιού, αφού ένα ζευγάρι ή ένας γονιός θα το ξοδέψει για να αγοράσει τα απαραίτητα για το παιδί του. Έτσι, αυξάνεται η ζήτηση για τα βρεφικά και παιδικά είδη. Για να καλυφθεί η ζήτηση αυτή, πρέπει να υπάρξει αύξηση της παραγωγής, άρα και των επενδύσεων και των θέσεων εργασίας στη βιομηχανία αυτή.
Πρέπει να τονιστεί ότι κάθε ευρώ που δαπανάται στην κοινωνική προστασία συμβάλλει στη μείωση της φτώχειας, στον περιορισμό της εγκληματικότητας, αφού περιορίζονται τα κίνητρα για να προβεί κάποιος σε εγκληματικές πράξεις, τα οποία είναι, κατά κύριο λόγο οικονομικά και στην αύξηση των ποσοστών ένταξης σε μία κοινωνία.
Κεντρικό ζήτημα πρέπει να είναι η συνεχής μείωση της φτώχειας, η κάλυψη των σύγχρονων αναγκών και η διαρκής μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με ένα συνδυασμό καθολικού τύπου παροχών (π.χ. Εθνικό Σύστημα Υγείας, ποιοτική δημόσια εκπαίδευση, αξιοπρεπής κοινωνική ασφάλιση, ρυθμισμένη αγορά εργασίας), ειδικών παροχών (πχ προγράμματα επανένταξης φυλακισμένων, επιδόματα αναπηρίας, Βοήθεια στο Σπίτι), προγραμμάτων κατάρτισης και απόκτησης ψηφιακών δεξιοτήτων και ενός συστήματος ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος, όχι ως κεντρική πολιτική, αλλά ως τελευταία γραμμή άμυνας.
Χρειάζεται, λοιπόν, μία ανανέωση του κοινωνικού κράτους. Μία ευθυγράμμισή του με τις σύγχρονες αυξημένες απαιτήσεις, τόσο στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε όσο και στις μέρες που θα ακολουθήσουν. Μία μεταρρύθμισή του ώστε να συμβάλλει πραγματικά στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, για να μπορούμε να μιλάμε για πραγματική ανάπτυξη και ευημερία και όχι απλώς για αύξηση του ΑΕΠ.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.