Γιώτα Μαστροσαββάκη*
O Moscovici (1981) διατυπώνει ότι οι αναπαραστάσεις δεν αποτελούν προϊόν της κοινωνίας στο σύνολό της, αλλά προϊόντα των κοινωνικών ομάδων που χτίζουν αυτήν την κοινωνία. Έτσι επικεντρώνεται στις διαδικασίες επικοινωνίας, που θεωρούνται ότι εξηγούν την εμφάνιση και τη μετάδοση των κοινωνικών αναπαραστάσεων. Επιτρέπεται η αντίληψη μιας κοινωνικής νοοτροπίας η οποία τερματίζεται υπερβολικά από κοινωνικές δομές και από εισαγωγή ατόμων σε αυτές με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται ότι υπάρχουν διαφορετικές κοινωνικές αναπαραστάσεις του ίδιου αντικειμένου μέσα σε μια δεδομένη κοινωνία. Η δεύτερη αλλαγή στην προ υπάρχουσα θεωρία της αναπαράστασης, που εισήγαγε ο Moscovici (1981), επιτρέπει την αντίληψη ότι μέσω της επικοινωνίας – και των διαδικασιών επιρροής, ομαλοποίησης και συμμόρφωσης που συμβαδίζουν με αυτήν – οι ατομικές πεποιθήσεις μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο ενός συναισθήματος, καθώς οι συλλογικές πεποιθήσεις μπορούν να επιβληθούν στο άτομο (Moscovici, 1981).
Η δεκαετία του 1980 σηματοδοτήθηκε ως η χρονική περίοδος της ανάπτυξης και βελτίωσης του έργου για τις κοινωνικές αναπαραστάσεις. Θεωρείται επίσης, με διαγραμματική έννοια, ότι οι μελέτες των κοινωνικών αναπαραστάσεων αναπτύχθηκαν σε τρεις κύριες γραμμές, καθεμία από τις οποίες προσπαθεί να αναπτύξει διαφορετικές πτυχές της έννοιας (Ρήγα, 1991). Μία που εξετάζει τον ρυθμιστικό ρόλο των κοινωνικών αναπαραστάσεων στις πραγματικές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, μια δεύτερη που μελετά τον αντίκτυπο των κοινωνικών σχέσεων στην εκπόνηση των κοινωνικών αναπαραστάσεων και μια τρίτη που αναλύει τη δυναμική εκπροσώπησης και τα δομικά τους χαρακτηριστικά, που συνδέονται πιο συγκεκριμένα με την κοινωνική συμπεριφορά. Αυτές οι τρεις γραμμές ανάπτυξης δεν περιστρέφονται τόσο γύρω από διαφορετικές απόψεις, όσο διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης των κοινωνικών αναπαραστάσεων (Ρήγα, 1991).
Η θεωρία διακηρύσσει δύο βασικούς κοινωνικο-γνωστικούς μηχανισμούς που δημιουργούν οι κοινωνικές αναπαραστάσεις: Αγκυροβόληση και Αντικειμενοποίηση. Ο πρώτος μηχανισμός, κάνει το άγνωστο γνωστό, φέρνοντάς το σε μια γνωστή σφαίρα προηγούμενων κοινωνικών αναπαραστάσεων, ώστε να μπορούμε να τη συγκρίνουμε και να την ερμηνεύσουμε. Ο δεύτερος μηχανισμός, η αντικειμενοποίηση, κάνει το άγνωστο γνωστό, μετατρέποντάς το σε κάτι συγκεκριμένο που μπορούμε να αντιληφθούμε και να αγγίξουμε και έτσι να ελέγξουμε (Ρήγα, 1991).
Σύμφωνα με τον Moscovici (1981) ξεκινώντας με την διαδικασία αγκυροβόλησης, διαμορφώνεται η δημιουργία μιας κοινωνικής αναπαράστασης, ενώ με την διαδικασία της αντικειμενοποίησης ολοκληρώνεται. Συγκεκριμένα η αγκυροβόληση ορίζεται ως μία διαδικασία κατηγοριοποίησης. Το άτομο θέλοντας να κατανοήσει και νοηματοδοτήσει κάτι ξένο και μη οικείο οδηγείται σε ήδη υπάρχουσες αναπαραστάσεις. Έτσι ανατρέχει σε ήδη γνώριμες καταστάσεις (Χρηστάκης & Καλαμπαλίκης, 2017). Η κατηγοριοποίηση της νέας άγνωστης έννοιας όπως αναφέρεται και παραπάνω γίνεται μέσω της σύγκρισης της με το μοτίβο σχετικής κοινωνικής αναπαράστασης. Καταλήγοντας έτσι στα χαρακτηριστικά του μοτίβου που δίδονται στο περιεχόμενο της αγκυροβόλησης, διαμορφώνοντας το νόημα που έλειπε (Χρηστάκης & Καλαμπαλίκης, 2017).
Η αντικειμενοποίηση καθιστά το άγνωστο σε γνωστό μετατρέποντάς το σε κάτι συγκεκριμένο που μπορεί να αντιληφθούμε και να βιώσουμε με τις αισθήσεις μας. Είναι ένα είδος υλοποίησης αφηρημένων ιδεών, που μερικές φορές συμβαίνει κυρίως στα μέσα ενημέρωσης, με την αναπαράσταση των ιδεών ως συγκεκριμένα φαινόμενα που υπάρχουν στον φυσικό κόσμο (Χρηστάκης, & Καλαμπαλίκης, 2017). Όπως αναφέρουν οι Moscovici & Duveen (2000) το αντιληπτό αντικαθιστά την σύλληψη. Όταν για παράδειγμα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αναφέρονται συγκεκριμένα σε καταιγίδες, κύματα θερμότητας ή πλημμύρες στην αλλαγή του κλίματος το αφηρημένο φαινόμενο είναι αντικειμενικό. Στην επιστήμη, η κλιματική αλλαγή είναι ένα αφηρημένο, μακροπρόθεσμο φαινόμενο στατιστικού χαρακτήρα, δηλαδή, βάσει του λογισμού πιθανότητας, το οποίο είναι δύσκολο να κατανοηθεί βιωματικά. Συχνές καταιγίδες, έντονα κύματα θερμότητας, κλπ., μπορεί να ακολουθήσουν σίγουρα ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας θέρμανσης (Γκάρας και συν., 2019)
Η στόχευση είναι, σύμφωνα με τους Moscovici & Duveen (2000) μια πιο ενεργή διαδικασία από ό, τι αγκύρωση που εμφανίζεται σχεδόν αυτόματα κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε πρωτοφανής νέα. Η αντικειμενοποίηση, απαιτεί τη μετατροπή μιας άγνωστης ιδέας σε συγκεκριμένη πραγματικότητα με περισσότερη προσπάθεια. Ένα παράδειγμα κλιματικής αλλαγής βασιζόμενο στην διαδικασία της αντικειμενοποίησης, αποτελούν τα συνήθη σημάδια στη φύση ως καλοκαιρινή ζέστη ή φθινοπωρινή καταιγίδα τα οποία θεωρούνται συγκεκριμένες ανέκδοτες ενδείξεις για την κλιματική αλλαγή. Έτσι, ένα νέο περίπλοκο και αφηρημένο φαινόμενο γίνεται γνωστό σε πλαίσια αναφορών και μεταμορφώνεται σε καθημερινή κοινή λογική (Moscovici & Duveen, 2000).
Ο Moscovici & Lage (1976) υποστήριξε για δύο αντίθετες διαδικασίες επιρροής που βασίζουν τη διάκριση στην αντίθεση μεταξύ επιρροής και ισχύος, εσωτερικών και δημόσιων επιδράσεων. Μια «λειτουργική» διαδικασία που καθοδηγεί την εξουσία, τείνει να προχωρά μέσω της δημόσιας συμμόρφωσης και συνδέεται με την εξουσία (ως διαφορετική από την «επιρροή»). Αυτή η διαδικασία ο Moscovici (1976, όπ. αναφ. στους Moscovici & Lage, 1976) θεώρησε ότι ήταν μια σημαντική πηγή κοινωνικής αλλαγής, καθώς οι ομάδες ή τα άτομα πίσω από αυτήν – η καθιερωμένη ηγεσία της κοινωνίας – ήταν ακριβώς εκείνοι με τους περισσότερους λόγους να χάσουν και λιγότερο να κερδίσουν από την κοινωνική αλλαγή. Δίνεται επομένως έδαφος σε μια μειονότητα, η οποία μπορεί να αρνηθεί συμβιβασμούς, καθώς έχει λιγότερα να χάσει. Μια «γενετική» διαδικασία είχε να κάνει με την επιρροή των μειονοτήτων και θεωρήθηκε ως η πηγή μιας συνεχούς πρόκλησης και εξελισσόμενης διαδικασίας που εμπόδισε την κοινωνία από τη στασιμότητα και της επέτρεψε να προσαρμοστεί (Δεμένικα, 2015).
Οι ομάδες μειονοτήτων για περιβαλλοντικά ζητήματα χρησιμοποιήθηκαν ρητά από τον Moscovici & Duveen (2000) ως περιπτώσεις του είδους της συλλογικής που είχε στο μυαλό του. Τα μηνύματα που αποδίδονται σε μια περιβαλλοντική ομάδα παράγουν περισσότερη επιρροή όταν είναι έμμεσα στον χαρακτήρα (υποχρεώνοντας τους ανθρώπους να σκεφτούν ζητήματα παρά απλώς να συμμορφωθούν με μια πειστική θέση). Μια άλλη ιδέα (Moscovici & Lage, 1976· Moscovici, 1980) ήταν αυτή της «ομαλοποίησης» – αλλαγή με τη σταδιακή συγχώνευση κανόνων μέσω συνεχών διαπραγματεύσεων. Αυτός ο απολογισμός της κοινωνικής αλλαγής αποτελεί ένα σημαντικό ιστορικό αποτέλεσμα σε έναν τομέα όπως η εμφάνιση φιλοπεριβαλλοντικών απαντήσεων.
Ο Moscovici (1988) δεν ήταν μόνο ο συγγραφέας της θεωρίας των Κοινωνικών Αναπαραστάσεων και της επιρροής των μειονοτήτων, ανέπτυξε επίσης ανθρωπολογικό έργο σχετικά με τη σχέση ανθρώπου-φύσης. Σύμφωνα με τον Moscovici (1968) η φύση αναφέρεται στον άνθρωπο με την ύλη, έτσι, πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ της φύσης – όλων των ειδών αντικειμένων που θεωρούνται από τον άνθρωπο και έχουν σημασία για αυτούς – και ύλης – όλων των πραγμάτων που δεν θεωρούνται από τον άνθρωπο. Αυτή η διάκριση μεταξύ φύσης και ύλης αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ ενός αντικειμένου κοινωνικών αναπαραστάσεων και ενός «κάτι» που έχει μια φυσική ύπαρξη αλλά δεν σχετίζεται με τις ομάδες (Olausson, 2011).
Ο Moscovici (1968) περιγράφει διαφορετικές καταστάσεις της φύσης στην ανθρώπινη ιστορία, δηλαδή διαφορετικούς τρόπους αναπαράστασης της φύσης, για να οργανώσουμε τη σχέση μας με την ύλη. Οι παλιές καταστάσεις της φύσης εξακολουθούν να υπάρχουν σήμερα: είναι εγγεγραμμένες στην κοινωνική μνήμη (Leiserowitz, 2007). Επιπλέον, αυτή η κατασκευή της φύσης, η «αναγκαιοποίησή της», μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στρατηγική για την εξυπηρέτηση ταυτότητας ή πολιτικών έργων. Η κύρια συνάφεια αυτής της «ανθρώπινης ιστορίας της φύσης» είναι ότι καθίσταται δυνατή η μελέτη του πώς οι ομάδες και οι κοινωνίες κατασκευάζουν τη συγκεκριμένη σχέση τους στην ύλη, πώς αναπτύσσουν συγκεκριμένη κατάσταση της φύσης και να την μεταμορφώσει (Moscovici, 1968). Η φύση προκύπτει συνεπώς από αδιάκοπες αλληλεπιδράσεις μεταξύ ανθρώπων και ύλης, και αυτή η προοπτική μας επιτρέπει να απομακρυνθούμε από τον δυϊσμό ανθρώπου/φύσης (Moscovici, 1968).
* Απόφοιτη Ψυχολογίας – Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια Κοινωνικής & Αναπτυξιακής Ψυχολογίας – Πανεπιστήμιο Κύπρου
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Δεμένικα, Κ. Δ. (2015). Πολιτική Κοινωνικοποίηση και Κοινωνικές Αναπαραστάσεις μέσα από τα ΜΜΕ.-Το παράδειγμα της υποδοχής γερμανικών δημοσιευμάτων από τον ελληνικό Τύπο (No. GRI-2015-14271). Aristotle University of Thessaloniki.
Γκάρας, Γ., Σταθά, Α., Κατσιάπη, Ν., & Πόλκας, Λ. (2019). Κλιματική αλλαγή, Κοινωνία και Περιβαλλοντική ηθική. Open Schools Journal for Open Science, 1(2), 301-310.
Dunwoody, S. (2007). The challenge of trying to make a difference using media messages.
Jaspal, R., Nerlich, B., & Cinnirella, M. (2014). Human responses to climate change: Social representation, identity and socio-psychological action. Environmental Communication, 8(1), 110-130.
Leiserowitz, A. (2007). International public opinion, perception, and understanding of global climate change. Human development report, 2008, 1-40.
Moscovici, S., & Marić, S. (1968). Essai sur l’histoire humaine de la nature (Vol. 1977). Flammarion.
Moscovici, S. (1980). Toward a theory of conversion behavior. Advances in experimental social psychology, 13, 209-239.
Moscovici, S. (1981). On social representations. Social cognition: Perspectives on everyday understanding, 8(12), 181-209.
Moscovici, S. (1988). Notes towards a description of social representations. European journal of social psychology, 18(3), 211-250.
Moscovici, S., & Duveen, G. (2000). Social Representations. Explorations in Social Psychology. Polity Press.
Olausson, U. (2011). “We’re the ones to blame”: Citizens’ representations of climate change and the role of the media. Environmental Communication: A journal of nature and culture, 5(3), 281-299.
Ρήγα, Α. Β. (1991). Από τις στάσεις στις κοινωνικές αναπαραστάσεις: μια ανασκόπηση της πρόσφατης βιβλιογραφίας. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 80(80), 156-165.
Χρηστάκης, Ν., & Καλαμπαλίκης, Ν. (2017). Eισαγωγή στην επιστημολογία των κοινωνικών αναπαραστάσεων και την ψυχολογία του κοινωνικού μέσω της σκέψης του Serge Moscovici. Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 35, 189-216.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.