Του Αγγελόπουλου Βασίλη,
Τελειόφοιτου του Τμ. Κοινωνικής Εργασίας,
Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο (ΕΛ.ΜΕ.ΠΑ.)
Κύμα δυσαρέσκειας έχει σηκώσει η πολιτική αστοχία της Κυβέρνησης σχετικά με τις αναστολές των πρακτικών ασκήσεων των φοιτητών, καθώς θεωρεί, πως έτσι προστατεύεται η δημόσια υγεία από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορονοϊού.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν πρόκειται για πρακτικά ασκούμενους φοιτητές, που η φύση του επαγγέλματός τους έχει να κάνει με την προαγωγή υγείας;
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είμαστε οι φοιτητές και οι φοιτήτριες Κοινωνικής Εργασίας (κοινωνικοί/-ες λειτουργοί), οι οποίοι βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή σε σχετικά ζητήματα, και η Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ Δ1 α/ΓΠ.οικ.: 76629 – ΦΕΚ 5255/Β/28-11-2020) μας ακινητοποίησε τσουβαλιάζοντας όλα τα επαγγέλματα. Ακολούθως, οι ασκούμενοι ζητήσαμε με αίτημά μας προς το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων (με αριθμ. πρωτ. 160415/23-11-2020) να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας, καθώς το οριζόντιο μέτρο αναστολής των πρακτικών ασκήσεων μας έδεσε τα χέρια. Ταυτόχρονα, η απότομη απομάκρυνσή μας κατακερμάτισε τη θεραπευτική συμμαχία, που είχε δομηθεί με τους εξυπηρετούμενους, οι οποίοι τις περισσότερες φορές είναι ουσιοεξαρτώμενοι, ψυχικά ασθενείς, παραβάτες, ανήλικοι ή γονείς με άρση της επιμέλειας των παιδιών τους και δύσκολα δεσμεύονται σε σχετικές διαδικασίες, των οποίων τα προβλήματα εξακολουθούν να υφίστανται και σε καιρούς πανδημίας –θα σκεπτόταν ακόμα και ένας μικρόνους.
Παράλληλα, η πανδημία ανέδειξε για μία ακόμα φορά, πως οι Κοινωνικοί Λειτουργοί είναι επαγγελματίες υγείας πρώτης γραμμής βάσει εγκυκλίου των Υγειονομικών Περιφερειών, που τους καθιστά υπεύθυνους στη διαχείριση ασυμπτωματικών κρουσμάτων κορονοΐου, τα οποία δεν χρήζουν περαιτέρω νοσηλείας σε νοσοκομείο αναφοράς ή σε γενικό νοσοκομείο και χρειάζεται να απομονωθούν, όμως δεν διαθέτουν κατάλληλο κατάλυμα. Αυτού του είδους ασθενείς, αποκλειστικά μέσω πρωτοβουλιών των ανωτέρω επαγγελματιών κατευθύνονται σε επιλεγμένα καταλύματα (ξενοδοχεία). Τέτοια άτομα προέρχονται από τα hotspot/ΚΥΤ, πολυμελείς οικογένειες ή καταυλισμούς. Συγκεκριμένα, πρόκειται για πρόσφυγες, μετανάστες, μέλη (υπερ)πολύτεκνων οικογενειών, Ρομά, άστεγους, ουσιοεξαρτώμενους και γενικότερα ενδεείς, που η παρούσα οικονομική δυσπραγία ενέτεινε την κοινωνική αποστέρηση των κοινοτήτων αυτών.
Όμως, ένα τέτοιο εγχείρημα, για να επιτευχθεί, απαιτεί Κοινωνικές Υπηρεσίες (π.χ. νοσηλευτικών ιδρυμάτων, σωφρονιστικών καταστημάτων, δήμων) εύρυθμες, λειτουργικές και αποτελεσματικές. Αντ’ αυτού η πλειοψηφία αυτών μοιάζει με πεδίο πολέμου, που έχει εφαρμοστεί το σχέδιο καμένης γης. Δηλαδή, τις χαρακτηρίζει η υποστελέχωση, η υποχρηματοδότη και η μη πλαισίωση των επαγγελματιών. Σε αυτή την εικόνα συνεπικουρούν και οι άδειες ειδικού σκοπού, που δικαίως λαμβάνουν οι συνάδελφοι λόγω υποκείμενων προβλημάτων.
Με άξονα τα παραπάνω αιτηθήκαμε 191 άτομα για την επιστροφή μας στις Κ. Υ. στο προαναφερθέν υπουργείο και συγκεκριμένα στη γραμματεία του Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων κου Β. Διγαλάκη, Αρμόδιο για Θέματα Ανώτατης Εκπαίδευσης. Όμως, η κινητοποίησή μας μπορεί να χαρακτηριστεί βάσει της κατάληξής της ως απρόσφορη έκκληση.
Ταυτόχρονα, δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστη η αβλεψία οικονομικής ενίσχυσης των πρακτικά ασκούμενων στη διάρκεια του lockdown, που βιοπορίζονται από την αποζημίωση της πρακτικής άσκησης. Ενώ τα δεδομένα στην διαχείριση της πανδημίας δείχνουν, πως για να συνεχίσουμε το έργο μας, θα πρέπει να εξελιχθεί το υγειονομικό πρωτόκολλο αντιμετώπισης του κορονοϊού. Αντίθετα οι συνάδελφοι στο εξωτερικό εξακολουθούν να βρίσκονται στα πλαίσια τους ακωλύτως, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη μη σύμπλευση της Ελλάδας με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Εν κατακλείδι, με κυβερνητική πρωτοβουλία έμειναν έκθετοι εξυπηρετούμενοι προερχόμενοι από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και πρακτικά ασκούμενοι φοιτητές. Η μη πρόβλεψη των αναδυόμενων προβλημάτων ανέδειξε την ανετοιμότητα του Κράτους σε μία υγειονομική κρίση, με μοναδικό μέτρο καταπολέμησης του ιού, μέρος του οποίου είναι και το παρόν, την ακινητοποίηση ολόκληρου του κοινωνικού ιστού της Χώρας. Αλλά γνωρίζοντας το γεγονός, πως αν ήμασταν συμβασιούχοι εργαζόμενοι δεν θα αναστελλόταν τώρα η εργασία μας, δικαίως μας κάνει να αναρωτιόμαστε, ποιος ο λόγος της απομάκρυνσής μας από τα πλαίσια πρακτικής. Ελπίζουμε να μην σχετίζεται αυτό με τον στιγματισμό των νέων, που κυριαρχεί, αναφορικά με τη διασπορά του κορονοΐου ή με την επακόλουθη παράταση των ετών φοίτησης, που αποκρύπτει την ανεργία.