Της Αναστασίας Γκόνη – Καραμπότσου
Δικηγόρου με ειδίκευση στα ζητήματα έμφυλης βίας
ΜΔΕ Συγκριτικών Νομικών Σπουδών ΕΚΠΑ
Email: Anastgk.k@gmail.com
Οι μορφές σεξουαλικής βίας και ιδιαίτερα ο βιασμός αποτελούν ένα ακανθώδες ζήτημα στην προσέγγιση τους. Η δυσκολία αυτή, σε μεγάλο βαθμό, απορρέει από τη σύνδεση με έννοιες όπως η σεξουαλικότητα, η βία αλλά και η ηθική, η τιμή, η επιθυμία και η συναίνεση. Καθώς το νόημα των παραπάνω δεν είναι ποτέ σταθερό ή καθολικό, οι απόπειρες απάντησης σε ερωτήματα όπως τι είναι βιασμός, ποιο (ή ποια) τα έννομα αγαθά που προσβάλει, ποιοι οι δράστες και ποια τα θύματα και πώς αντιμετωπίζονται αυτοί/αυτές από το νόμο και την κοινωνία μεταβάλλονται διαρκώς, αποτελώντας διακύβευμα κοινωνικών διεργασιών και αντικείμενο ιστορικών ερευνών (Walker, 2013).
Από τη δεκαετία του 1970 το δεύτερο κύμα του φεμινισμού εισάγει στην πολιτική και τον δημόσιο διάλογο ένα νέο κεφάλαιο γυναικείων διεκδικήσεων. Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες ασχολούνται με το ζήτημα της πορνείας[1], της πορνογραφίας και της σεξουαλικής βίας, ζητήματα που θα απασχολήσουν ερευνητικά και τις φεμινίστριες ακαδημαϊκούς. Από τα πρώτα σημαντικά έργα αποτελεί η μελέτη της Kate Millet, Sexual Politics (Millett, 2000) και της Susan Brownmiller – Against our will: Men, Women and Rape (Brownmiller, 2013), όπου εξετάζεται η σεξουαλική βία από την αρχαία Βαβυλωνία έως την σύγχρονη κοινωνία των ΗΠΑ το 1970. Η κοινωνική ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία, η ιστοριογραφία, ιδιαίτερα το ρεύμα που συνδέεται και επηρεάζεται από τη σχολή των Αννάλς, συνομιλούν με τις φεμινιστικές σπουδές και τις σπουδές φύλου, με αποτέλεσμα ειδικά από το 1980 κι έπειτα να εντάσσονται στα ερευνητικά ενδιαφέροντα θεματικές όπως η ιστορία του φύλου, του σώματος και της σεξουαλικότητας, του τραύματος και της βίας (Αστρινάκη, Ποθητή και Αθανασίου, 2011). Σταδιακά και στις νομικές σπουδές αναπτύσσονται φωνές που προσπαθούν να εντάξουν την έννοια του φύλου τόσο στην ιστορία του δικαίου όσο και στην κριτική της ανδροκεντρικής οπτικής του δικαίου (MacKinnon, 1989, Κραβαρίτου-Μανιτάκη, 1996).
Στη χώρα μας, παρά τα βήματα που έχουν γίνει, η ένταξη μιας φεμινιστικής οπτικής στον κλάδο της νομικής φαίνεται ότι αντιμετωπίζει ακόμη τις δυσκολίες που περιγράφει η Γιώτα Κραβαρίτου το 1993 στο σε εισήγησή της στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου[2]. Μεταφέροντας τα λόγια της ίδιας «(…) Δεν υπάρχουν στη χώρα παρά ελάχιστες μελέτες για το φύλο στην νομική επιστήμη, η προβληματική αυτή είναι ακόμη ευρύτατα άγνωστη –και ενώ είναι αδιαπέραστη ακόμη η Νομική από την προβληματική και την οπτική του φύλου αυτή η ίδια ασχολείται, και δε μπορεί να κάνει άλλο από το να ασχολείται, με την ισότητα(…)».
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η σεξουαλική βία και ο βιασμός ειδικότερα εντοπίζονται σε όλες τις ιστορικές περιόδους και τις κοινωνίες. Χαρακτηρίζεται ως ένα παγκόσμιο φαινόμενο και συνδέεται με την ανδρική κυριαρχία και την υποτελή θέση της γυναίκας, την κοινωνική και νομική ανισότητα που υφίσταται. Η διαπίστωση αυτή δεν πρέπει να μας οδηγεί, όμως, στην αντιμετώπιση του βιασμού και των άλλων μορφών σεξουαλικής βίας σαν να πρόκειται για φαινόμενα χωρίς ιστορία ή διαφοροποιήσεις ανάλογα με το τοπικό, ιστορικό και πολιτισμικό συγκείμενο. Όπως επισημαίνει και η Joahanna Bourke, παρά τις ομοιότητες, η εξέταση των διαφορών είναι αυτή που συμβάλει καθοριστικά στην βαθύτερη κατανόηση του φαινομένου[3]. Ούτε πρέπει βέβαια να υποθέσουμε ότι η κατεύθυνση της ιστορικής αλλαγής ακολουθεί ένα προφανές ή αναπόφευκτο πρότυπο (Walker, 2013). Οι συγκεκριμένες περιστάσεις, τα γενικά πλαίσια, οι συλλογικές και ατομικές έννοιες που αποδίδονται στη σεξουαλική βία αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η εξέλιξη είναι κοινή σε όλες τις κοινωνίες, γραμμική ή ότι δεν χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις και πισωγυρίσματα.
Σε νομικό επίπεδο –διεθνές, περιφερειακό και τοπικό- τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει ένα αρκετά μεγάλο ενδιαφέρον στην καταπολέμηση της έμφυλης βίας και του βιασμού, την ενίσχυση των δικαιωμάτων των θυμάτων (ή/και επιζωσών), με ιδιαίτερη έμφαση στην νομοθετική κατοχύρωση της έννοια της συναίνεσης. Παρόλα αυτά ο βιασμός συνεχίζει να αποτελεί το έγκλημα που καταγγέλλεται λιγότερο, που καταδικάζεται ακόμα λιγότερο, που το θύμα βιώνει την ενοχή, την ντροπή και την αμφισβήτηση τόσο από την κοινωνία όσο και από τις αρχές, ενώ όσες φορές φτάνει στα δικαστήρια ο «λόγος» που αναπτύσσεται εντός αυτών προκαλεί ένα τραύμα πολλές φορές ακόμα μεγαλύτερο κι από την ίδια την εγκληματική πράξη (Campbell and Raja, 1999).
Θα εξετάσουμε, ακόμα, την νομική αντιμετώπιση του βιασμού, τόσο το «γράμμα» του νόμου όσο και από την νομική θεωρία και δικαστική πρακτική, την περίοδο του ύστερου Μεσαίωνα έως σήμερα στον δυτικό κόσμο, κυρίως όσον αφορά τη Γαλλία. Μεταξύ άλλων, θα προσπαθήσουμε να «διαβάσουμε» μέσα από τα παραπάνω, τις κοινωνικές μετατοπίσεις, τις ασυνέχειες και τις αντιφάσεις σε ζητήματα όπως η έμφυλη βία, η σεξουαλικότητα, το έμφυλο σώμα και το έμφυλο υποκείμενο.
Ο βιασμός ως περιουσιακό έγκλημα
Από τον ύστερο Μεσαίωνα έως την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Έως τη συγκρότηση κεντρικών κυβερνήσεων και την οργάνωση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης[4] ο ευρωπαϊκός χώρος χαρακτηριζόταν από ένα μωσαϊκό νομικών παραδόσεων (Monateri, 2000), μεταξύ των οποίων το ρωμαϊκό, το κανονικό και το γερμανικής επιρροής δίκαιο, με την κυριαρχία των τοπικών δικαίων και την «ανεξαρτησία» των περιφερειακών δικαστηρίων. Αποτέλεσμα των παραπάνω αποτελεί η ύπαρξη διαφοροποιήσεων στον τρόπο αντιμετώπισης των εγκληματικών πράξεων, στοιχείο που εντοπίζεται και στο έγκλημα του βιασμού.
Ο βιασμός, έως τον 18ο αιώνα, συνδέεται με την αρπαγή/απαγωγή και εντάσσεται στα εγκλήματα κατά της περιουσίας, με παθόντα τον άνδρα κηδεμόνα της γυναίκας που βιάστηκε, δηλαδή, τον πατέρα ή σύζυγο (Vigarello, 2001, σελ. 79). Η προκληθείσα, λοιπόν, βλάβη δεν σχετίζεται με έννομα αγαθά που αναδύονται στην ύστερη νεωτερικότητα, όπως αυτό της σεξουαλικής ελευθερίας αλλά ούτε καν με την βλάβη της ίδιας της γυναίκας, ως θύματος της σεξουαλικής επίθεσης. Την βλάβη υφίσταται ο πατέρας της ανύπαντρης κόρης που θα αναγκαστεί να αυξήσει το ποσό της προίκας, προκειμένου να καταφέρει να παντρέψει την «ατιμασμένη» κόρη είτε ο σύζυγος, του οποίου την φήμη προσέβαλε η πράξη του δράστη. Ο όρος δε που συναντάται στα νομικά κείμενα και τις δικαστικές αποφάσεις είναι αυτός του «rat» ή «rap», από το λατινικό “rapere”[5], που σημαίνει αρχικά «αρπάζω κάποιο αγαθό δια της βίας», αλλά χρησιμοποιείται και για να περιγράψει την απαγωγή και βιασμό παρθένου με την βία (Vigarello, 2001; Walker, 2013).
Σταδιακά από τον 16ο αιώνα σταδιακά αρχίζει να εντάσσεται στη γαλλική βιβλιογραφία ο διακριτός νομικός όρος “viol” και την ίδια περίοδο αρχίζει να αναγνωρίζεται η βλάβη της ίδιας της παθούσας (Gravdal, 1991). Τη νομική της εκπροσώπηση όμως θα εξακολουθεί να έχει ο άνδρας κηδεμόνας έως και πολύ αργότερα, έως δηλαδή η γυναίκα να αναγνωριστεί ως υποκείμενο του δικαίου. Η εκπροσώπηση αυτή στην πλειοψηφία των περιπτώσεων αφορά στον εξωδικαστικό συμβιβασμό και την οικονομική διαπραγμάτευση που ακολουθήσει, τον πλέον συνήθη τρόπο επίλυσης των εννόμων διαφορών την περίοδο εκείνη (Vigarello, 2001).
Τα παραπάνω δε μπορούν να ιδωθούν παρά υπό το φως των συγκεκριμένων κοινωνικοπολιτικών και ανθρωπολογικών χαρακτηριστικών της προνεωτερικής, παραδοσιακής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας όπου κυριαρχεί μια διάχυτη ανοχή στη βία, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εγκλήματα με ξίφη και μαχαίρια ή σεξουαλικής φύσεως εγκληματικές πράξεις, και που, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Vigarello «η σεξουαλική βία εγγράφεται μέσα σ’ ένα σύστημα στο οποίο η βία κυριαρχεί κατά κάποιο τρόπο φυσιολογικά και ξεσπάει με το τίποτα (στα δικά μας μάτια): παιδιά δέρνονται αγρίως από τους ενήλικες, γυναίκες από άνδρες ή από άλλες γυναίκες, υπηρέτες από τους κυρίους τους. (…). Όπως δε προτείνει στην ανάλυσή του, θα καταλήγαμε σε ένα συμπέρασμα αρκετά τεχνητό στην περίπτωση που «απομονώσουμε το σεξουαλικό αδίκημα από άλλες μορφές επιθετικότητας που είναι μόνιμα παρούσες, ή λανθάνουσες, στην καθημερινή ζωή της «παραδοσιακής» κοινωνίας» (Vigarello, 2001, σελ. 25). Αποτελεί, δε, ενδεικτικό ότι αυτή η ανοχή της κοινωνίας και του δικαστικού συστήματος στις συγκεκριμένες μορφές βίας έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ιδιαίτερη αυστηρότητα με την οποία τιμωρούνται εγκλήματα όπως η ληστεία ή η επαιτεία που θεωρούνταν τα πλέον επικίνδυνα σε αυτή την περίοδο μετάβασης στην καπιταλιστική κοινωνία (Foucault, 2011).
Παράλληλα, η αναπαραγωγή, μέσω και του κανονικού δικαίου, χριστιανικών αντιλήψεων που συνέδεαν τον βιασμό με τη βλασφημία και την προσβολή των ηθών παρήγαγαν ένα αίσθημα ηθικής συνενοχής τόσο του δράστη όσο και του θύματος, με αποτέλεσμα την σχεδόν μηδαμινή καταγγελία αυτών των πράξεων. Η εξύμνηση της παρθενίας[6] και της αγνότητας ως του στοιχείου που απέδιδε κοινωνική αξία στις γυναίκες συνέβαλε καθοριστικά στην επικέντρωση και της κοινωνικής απαξίας του εγκλήματος του βιασμού στην αποστέρηση της παρθενίας και όχι σε αυτή καθαυτή την πράξη βίας. Η παρθενία, το «στολίδι των ηθών» (Vigarello, 2001, σελ. 29), αποτελούσε προϋπόθεση για τον γάμο των γυναικών, η προσβολή της έθετε σε κίνδυνο την τιμή και την υπόληψη της οικογένειας καθώς η «διακορευμένη» κόρη μετατρέπεται σε «απολεσμένη» κόρη. Καθίσταται λοιπόν σαφές πως κριτήριο του ηπιότερου ή αυστηρότερου τρόπου αντιμετώπισης του βιασμού από το δικαστικό σύστημα ήταν η ύπαρξη ή μη της παρθενίας του θύματος. Η θανατική ποινή θεωρούταν η πρέπουσα για τον βιασμό σε βάρος παρθένου, η οποία συνδυαζόταν με σωματικά βασανιστήρια όταν το κορίτσι δεν ήταν ακόμα σε ηλικία γάμου. «Όσο μικρότερο είναι το κορίτσι τόσο μεγαλύτερος εγκληματίας αυτός που την βίασε», όπως αναγράφεται στο «Λεξικό του Δικαίου» του 1749. Το στοιχείο αυτό δικαιολογεί και το αυξημένο ποσοστό καταδικαστικών αποφάσεων όταν πρόκειται για γυναίκες πριν την εφηβεία, παρότι ο Λόγος περί της αναγκαιότητας προστασίας των παιδιών δεν είχε συγκροτηθεί ακόμη. Στις περιπτώσεις που το θύμα είναι γυναίκα ενήλικη, και ιδίως όταν δεν υπάρχει φόνος ή σοβαρή σωματική βλάβη, η σημασία που δίνεται στην καταγγελία είναι πολύ περιορισμένη, συνήθως δεν οδηγείται καν σε δίκη και ακόμα και στις περιπτώσεις που ολοκληρώνεται η δίκη, η ποινή θα περιοριστεί σε χρηματική αποζημίωση ή μαστίγωμα, ανάλογα την οικονομική κατάσταση του δράστη[7]. Στις περιπτώσεις δε που το θύμα ανήκε σε μια κατηγορία ήδη ηθικά στιγματισμένη από την χριστιανική θεώρηση, όπως χαρακτηριστικά οι γυναίκες που ασχολούνταν με την πορνεία, τότε, σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο, η προβλεπόμενη ποινή δεν μπορούσε να είναι ο θάνατος του δράστη, ενώ σημαντικό μέρος της νομικής θεωρίας υποστήριζε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υφίσταται καν έγκλημα[8] (Vigarello, 2001, σελ. 81).
«Δε μπορεί να περάσει ένα ξίφος στη σχισμή όταν αυτή κινείται».
Στη φράση αυτή, που εντοπίζεται σε πηγές έως και τον 19ο αιώνα, απηχεί η αντίληψη που κυριαρχούσε σε όλη την Ευρώπη, δηλαδή ότι ένας μόνο άντρας δε μπορεί να βιάσει μία γυναίκα χωρίς τη συναίνεσή της, καθώς η αντίσταση του σώματός της είναι αρκετή για να αποτρέψει την πράξη, όπως ακριβώς η κινούμενη σχισμή καθιστά αδύνατη την είσοδο του ξίφους. Την αντίληψη αυτή μπορούμε να εντοπίσουμε στο ρωμαϊκής προέλευσης δίκαιο της απόδειξης που εφαρμοζόταν στις περισσότερες χώρες, και το οποίο προϋπέθετε δύο αυτόπτες μάρτυρες ή έναν αυτόπτη και έναν αυτήκοο και στο συγκεκριμένο έγκλημα εμφανή σωματικά σημάδια αντίστασης. Τα παραπάνω έβρισκαν εφαρμογή και στο κατηγορικό σύστημα των χωρών που ακολουθούσαν την νομική παράδοση του common law (Walker, 2013, σελ. 434). Παραγνωριζόταν, δηλαδή, πλήρως το ότι, όπως και σήμερα άλλωστε, το έγκλημα αυτό σπάνια τελείται σε δημόσιο χώρο και ενώπιον μαρτύρων αλλά και ότι υπάρχει ένα φάσμα τρόπων τέλεσης πέρα από τη σωματική βία, όπως ο φόβος ή ο εξαναγκασμός λόγω κατάχρησης θέσης ή εξουσίας, ο αιφνιδιασμός, η επήρεια ουσιών ή η κατάσταση ύπνου, οι οποίοι δε μπορούν να αποδειχτούν με σημάδια στο σώμα.
Παράλληλα, αποτελούσε κοινό τόπο σε όλη την επιστημονική κοινότητα έως τον 18ο αιώνα η αντίληψη πως δε μπορεί να πραγματοποιηθεί σύλληψη χωρίς η γυναίκα, κατά την πράξη συνουσίας, να έρθει σε οργασμό. Επομένως, ακόμα κι αν η παθούσα επέμενε πως βιάστηκε και τα στοιχεία που θεωρούσε απαραίτητα το δίκαιο της απόδειξης πληρούνταν, η επέλευση μιας εγκυμοσύνης θεωρούταν αδιάψευστη παραδοχή της συναίνεσης της γυναίκας στην σεξουαλική πράξη (Laqueur, 2003).
Ο βιασμός ως προσβολή κατά των προσώπων.
Η γαλλική επανάσταση, η γέννηση του ατόμου και οι πρώτες κωδικοποιήσεις.
Οι φιλοσοφικές ιδέες που γεννώνται από τα τέλη του 17ου και κυρίως τον 18ο αιώνα σχετικά με τον περιορισμό της ανοχής στη βία, και κυρίως της κρατικής βίας και των σωματικών βασανιστηρίων, την ανάδειξη της ανθρώπινης ζωής ως του εννόμου αγαθού που απαιτεί τη μεγαλύτερη προστασία από την πολιτεία και συγχρόνως τα αιτήματα περί εκκοσμίκευσης και ανεξαρτητοποίησης των εγκλημάτων από τη βλασφημία και την αμαρτία, επενεργούν στην εξέλιξη του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, εν γένει.
Ειδικότερα, σχετικά με το έγκλημα του βιασμού, την περίοδο αυτή διατυπώνεται για πρώτη φορά η άποψη πως πρέπει να απομονωθεί η βίαιη πράξη από το ηθικό ελάττωμα. Αρχίζει, παράλληλα, μια διαδικασία πιο «επιστημονικής» συγκρότησης της ανακριτικής διαδικασίας, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις λεπτομέρειες, την περιγραφή των χώρων, στις καταθέσεις μαρτύρων (Vigarello, 2001, σελ. 128–129). Η γένεση της επιστήμης της ιατροδικαστικής, ως βοηθητικής της δικαιοσύνης, πυροδοτεί ένα ολόκληρο πλέγμα λόγων γύρω από τον υμένα, την ανατομία του σώματος, που μπαίνει έντονα προς διερεύνηση από τον 18ο αιώνα.
Η μεγαλύτερη τομή όμως επέρχεται με τις νέες αντιλήψεις γύρω από το άτομο που συγκροτούνται στην Επανάσταση. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ήδη από το άρθρο 1. αναφέρεται σε κάθε άνθρωπο ως «τον μόνο κύριο του εαυτού του», μια κυριότητα που ορίζεται ως αναπαλλοτρίωτη. Είναι αυτή η έννοια της αυτοδιάθεσης του σώματος και η σταδιακή ανάδυση του υποκειμένου που θα οδηγήσει σε σημαντικές αλλαγές στον τρόπο αντιμετώπισης της σεξουαλικής βίας, αφού σιγά σιγά «μεταθέτει το βλέμμα πάνω στο θύμα και την αυτονομία του» (Vigarello, 2001, σελ. 146). Οι ιδέες αυτές διαπερνούν και τις μετα-επαναστατικές νομοθεσίες, με χαρακτηριστική την καθιέρωση του θεσμού του διαζυγίου το 1792 (Vigarello, 2001, σελ. 140) και την κατάργηση της μοιχείας ως εγκλήματος (Vigarello, 2001, σελ. 197). Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές περιορίζονται σε διακηρυκτικό επίπεδο, σε ένα κυρίως πολιτικό κείμενο. Αντίθετα, στον Αστικό Κώδικα και εν γένει τις ιδιωτικές σχέσεις, διατηρείται η έννοια της κηδεμονίας των γυναικών από τους πατέρες ή συζύγους τους, τόσο στο κομμάτι των περιουσιακών δικαιωμάτων όσο και στην εξουσία εντός της οικογένειας. Όπως χαρακτηριστικά διατυπώνεται, η έννοια της αυτοδιάθεσης δεν έχει εφαρμογή εντός της οικογένειας, γεγονός που αποκρυσταλλώνεται στην πλήρη άρνηση της στοιχειοθέτησης ενδοοικογενειακής βίας από τους δικαστές της εποχής. Η οικογένεια συνεχίζει να διατηρεί την νομική θέση αυτονομίας της, «η αστυνομία δε μπορεί να παρεμβάλλει την εξουσία της ανάμεσα σε συζύγους», η βία και ο βιασμός εντός της οικογένειας είναι ακόμα νομιμοποιημένα (Vigarello, 2001, σελ. 141) και θα παραμείνουν, εν πολλοίς, έως τα τέλη του 20ο αιώνα (Russell, 1982).
Πρώτη νομική τυποποίηση του βιασμού ανατρέπει την έννοια της απαγωγής, καθώς εντάσσεται πλέον στο κεφάλαιο των «εγκλημάτων και προσβολών κατά προσώπων» και όχι πια κατά της περιουσίας, σε μια πραγματικά πολύ ριζοσπαστική προσέγγιση. Παραλείπει, ωστόσο, να ορίσει την πράξη, γεγονός που θα δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στην εφαρμογή του εντός των δικαστικών αιθουσών[9]. Σύμφωνα με το άρθρο 29 του πρώτου μεταεπανασταστικού Ποινικού Κώδικα: «Ο βιασμός τιμωρείται με 6 χρόνια κάθειρξη». Στο άρθρο 30, ορίζονται οι επιβαρυντικές περιστάσεις: «Η ποινή που ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο μετατρέπεται σε δώδεκα χρόνια κάθειρξη όταν διαπράττεται κατά προσώπου κοριτσιού μικρότερου των 14 ετών» και «στην περίπτωση που ο ένοχος έχει συνεπικουρηθεί στο έγκλημά του από τη βία και τις προσπάθειες ενός ή περισσότερων ατόμων τιμωρείται επίσης με κάθειρξη δώδεκα ετών». Διαφαίνεται εδώ η σταδιακή επικράτηση των Επαναστατικών αντιλήψεων για την ποινή και τις προσπάθειες δημιουργίας της «ιδανικής πολιτείας» στην οποία τα εγκλήματα θα αποσαφηνιστούν και οι ποινές θα κλιμακωθούν ανάλογα με την βαρύτητα των εγκλημάτων (Vigarello, 2001, σελ. 152). Όπως αναφέρεται σε κείμενο της περιόδου «η βιαιότητα της προσβολής είναι το στοιχείο που ενέχει την κοινωνική και ποινική απαξία, ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση του «κηδεμόνα» της.». Η παραπάνω ιεράρχηση των αδικημάτων οδηγεί, επίσης, και στον επαναπροσδιορισμό των δικαιοδοσιών με τη σύσταση των κακουργιοδικείων ενώ ο εξωδικαστικός συμβιβασμός αποκτά δημόσιο χαρακτήρα και βεβαιώνεται ενώπιον συμβολαιογράφου είτε ενώπιον δικαστηρίου.
Παρά τις νομικές αλλαγές, ωστόσο, ο πυρήνας των παλιών κοινωνικών αντιλήψεων παραμένει ισχυρός και εκφράζεται με την ηθική απαξίωση του θύματος που οδηγεί στο αίσθημα ντροπής, στον στιγματισμό και η καχυποψία απέναντι στις γυναίκες που καταγγέλλουν. Όλα τα παραπάνω, όπως και η αντίληψη του αδύνατου του βιασμού μιας γυναίκας από έναν μόνο άνδρα εντοπίζονται ακόμα στις δικαστικές αποφάσεις, αλλά αυτή την περίοδο παρουσιάζονται με τον μανδύα του επιστημονικού λόγου και αντλούν νομιμοποίηση από την ιατροδικαστική. Συνοπτικά, θα λέγαμε πως «οι κώδικες ιεραρχούν αδικήματα που ανέκαθεν αγνοούταν, καθιστούν το θύμα πιο ανεξάρτητο από τους κηδεμόνες του, όπως και πιο ανεξάρτητο από το ηθικό παράπτωμα όπου ήταν αιχμαλωτισμένο. Η θεωρία ανατρέπεται, ταξινομούνται καλύτερα οι πράξεις, καταδεικνύονται καλύτερα οι πρωταγωνιστές.
Όμως τα εμπόδια σε αυτές τις καινοτομίες είναι τεράστια, όσο η αυτονομία του θύματος αποδεικνύεται σαφώς οριοθετημένη και όσο, επίσης, η μόλυνση του θύματος από την επαφή με το έγκλημα παραμένει διαισθητικά πειστική και η αιδώς είναι άμεσα παρούσα. «Η απόσταση ανάμεσα στα κείμενα και τα ήθη είναι προφανής: οι μηνύσεις δεν αυξάνονται αμέσως μετά τη γέννηση του κώδικα. Ο βιασμός εμπλέκει το άσεμνο, την ηθική και το σώμα πάρα πολύ βαθιά, ώστε να μπορούν αυτές οι συνιστώσες να λυθούν με διατάγματα.» (Vigarello, 2001, σελ. 161).
Ο βιασμός ως έγκλημα κατά των ηθών.
Με την άνοδό του στην εξουσία ο Ναπολέων προβαίνει άμεσα σε τροποποιήσεις στον ΠΚ του 1791. Ο νέος κώδικας διασαφηνίζει και συγχρόνως επαναφέρει στοιχεία έμφυλης ανισότητας με σκοπό να προστατεύσει τον θεσμό της οικογένειας. Σε νομοτεχνικό επίπεδο, εισάγονται καινοτομίες, όπως η τυποποίηση της απόπειρας, στοιχείο αύξησης της ποινικής καταστολής που αντιλαμβάνεται πλέον ως κοινωνική απειλή το μη ολοκληρωμένο έγκλημα. Νέα σεξουαλικής φύσεως αδικήματα προστίθενται με σαφή ιεράρχηση και κλιμάκωση της ποινικής απαξίας. Το κεφάλαιο των αδικημάτων κατά των προσώπων μετονομάζεται πλέον σε «εγκλήματα κατά των ηθών» και θα παραμείνει έτσι στις περισσότερες έννομες τάξεις έως τα τέλη του 20ου αι[10]. Σύμφωνα με το άρθρο 330 ΠΚ «Κάθε άτομο το οποίο διαπράττει ύβρι κατά της δημόσιας αιδούς θα τιμωρείται με φυλάκιση από 3 μήνες έως ένα έτος και με πρόστιμο από 16 έως 200 φράγκα». Ενώ στο άρθρο 331: «Όποιος διαπράξει το έγκλημα του βιασμού ή είναι ένοχος οιασδήποτε άλλης προσβολής της αιδούς, η οποία περαιούται ή αποπειράται δια της βίας σε βάρος ατόμων του ενός ή του άλλου φύλου τιμωρείται με κάθειρξη». Η προσβολή της αιδούς σχετίζεται με χειρονομίες που διαπράττονται βίαια σε βάρος ενός ατόμου, ανεξαρτήτως φύλου, με σκοπό την προσβολή της αιδούς του. Και τα δύο άρθρα, όπως και η μοιχεία που επανέρχεται στον ΠΚ 1810, η παρακίνηση σε ακολασία και η διγαμία τίθενται πλέον στο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά των ηθών, σε αντίθεση με τον προϊσχύοντα κώδικα (Vigarello, 2001).
Παρά τα πισωγυρίσματα του νέου Κώδικα, η συζήτηση γύρω από την αυτοδιάθεση του ατόμου σταδιακά επηρεάζει και την νομική θεωρία, επιδρά σε νέα ερωτήματα γύρω από την σωματικότητα, τον ατομικό χώρο, τον εξαναγκασμό και τους τρόπους διενέργειάς του. Η αντίληψη του αδύνατου του βιασμού από έναν μόνο άνδρα εξακολουθεί να επιδρά στην θεώρηση της βίας ως αποκλειστικά σωματικής και την ανάγκη απόδειξής της με σωματικά ίχνη πάλης. Σταδιακά, όμως, ιδίως ανάμεσα στο 1820-1860, σε πολλές δικαστικές αποφάσεις και σε αγορεύσεις των συνηγόρων υποστηρίζεται πως υφίστανται και άλλες μορφές εξαναγκασμού, που δεν ενέχουν το στοιχείο της σωματικής βίας. Οι δικαστές της περιόδου, εκφράζουν στο σκεπτικό της απόφασης την επιδοκιμασία τους για αυτή τη βία, που δε μπορούν ακόμα να περιγράψουν εννοιολογικά αλλά ούτε να καταδικάζουν, καθώς περιορίζονται από τον νόμο στην υπαγωγή του στοιχείου της σωματικής βίας (Vigarello, 2001, σελ. 203). Θα χρειαστούν λίγα χρόνια ακόμη, όταν στην αναθεώρηση του 1832 αναγνωρίζεται για πρώτη φορά ο εξαναγκασμός, χωρίς το στοιχείο της σωματικής βίας, όσον αφορά όμως μόνο τα ανήλικα κάτω των 11 ετών. Στην ουσία πρόκειται για την αναγνώριση της ανάγκης προστασίας της ανηλικότητας. «Οποιαδήποτε προσβολή της αιδούς διαπράττεται ή επιχειρείται κατά του προσώπου παιδιού του ενός ή του άλλου φύλου ηλικίας μικρότερης των έντεκα ετών θα τιμωρείται με κάθειρξη». Στην ίδια κατεύθυνση, στο άρθρο 331 προστίθεται επίσης η επιβαρυντική περίσταση της προσβολής «που διαπράττεται από ανιόντες συγγενείς σε βάρος ανήλικου ακόμη και άνω των δεκατριών ετών αλλά μη χειραφετημένου μέσω του γάμου».
Θραύσματα μιας πιο βαθιάς τομής ξεκινά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οπότε και ξεκινά μια νομική διεργασία και συζήτηση με όρους που πλησιάζουν πολύ την σύγχρονή μας έννοια της συναίνεσης και την απουσία της. Η πρώτη σχετική δικαστική απόφαση το 1850, καταλήγει σε αναγνώριση παραβίασης της ελεύθερης βούλησης και άρα βιασμό ενήλικης γυναίκας που δέχτηκε σεξουαλική επίθεση ενώ κοιμόταν. Σχετικές αναφορές εντοπίζονται επίσης στη νομική θεωρία σχετικά με εναλλακτικούς από τον κυρίαρχο τρόπους τέλεσης του βιασμού, όπως η απειλή, η σωματική αδυναμία, η λιποθυμία, το κώμα, η μέθη από κρασί, ναρκωτικά, αιθέρα ή χλωροφόρμιο. Ο Vigarello αναφέρεται επίσης σε μια σημαντική δικαστική απόφαση του 1860 στην οποία αναγνωρίζεται η κατάχρηση θέσης εξουσίας του δράστη, σε υπόθεση βιασμού νεαρής εργαζόμενης από τον γιο του αφεντικού, με επίκληση από το δικαστήριο της δύναμης, της πείρας, της ηλικίας, της ταξικής και κοινωνικής ανωτερότητας του δράστη, μεταστροφή που συνδέεται και με την σταδιακή είσοδο των γυναικών της Γαλλίας στην εργασία. Αυτό δε συνεπάγεται, βέβαια, μια συνολικότερη μεταστροφή της νομικής αντιμετώπισης και των αντιλήψεων, σε ότι έχει να κάνει με τον βιασμό ως έγκλημα κατά των ηθών ή την καχυποψία απέναντι στις γυναίκες και τις καταγγελίες τους, στην εξάλειψη της ανδροκεντρικής και επικεντρωμένης στον δράστη αντιμετώπισης του βιασμού εν γένει.
Την ίδια περίοδο, ένας νέος επιστημονικός τομέας, αυτός της εγκληματολογίας, σηματοδοτεί την ένταση του ενδιαφέροντος πάνω στη φιγούρα του «βιάζοντος», όπως αποκαλούταν τότε, στα ανατομικά και ψυχικά χαρακτηριστικά του. Ο βιαστής έχει πλέον «ανακαλυφθεί» (Bourke, 2007).
Προσεγγίζοντας το θύμα/επιζώσα[11].
Η εννοιολόγηση της συναίνεσης και της έλλειψής της στα τέλη του 20ου αιώνα.
Το ζήτημα της βίας κατά των γυναικών και του βιασμού, εισβάλλει επιτακτικά στο δημόσιο λόγο από τη δεκαετία του 1970. Αυτή τη φορά από τα ίδια τα υποκείμενα που υφίσταται αυτή τη μορφή βίας, μέσω των διεκδικήσεων του ριζοσπαστικού φεμινισμού. Ο βιασμός αναλύεται από τις φεμινίστριες ακαδημαϊκούς και ακτιβίστριες ως ένα έγκλημα έμφυλης ανισότητας (MacKinnon, 2007), έκφραση της πατριαρχικής εξουσίας που φέρουν οι άνδρες απέναντι στο γυναικείο σώμα και απέναντι σε οποιοδήποτε άλλο θεωρείται ως «ανάξιο» να βιωθεί[12]. Το σύνολο των αντιλήψεων σχετικά με τον βιασμό και τα θύματά του, όπως αναλύθηκαν παραπάνω, τέθηκαν στο μικροσκόπιο της κριτικής τους και χαρακτηρίστηκαν ως «η κουλτούρα του βιασμού», αναδεικνύοντας, συγχρόνως, τους τρόπους που οι αντιλήψεις αυτές επενεργούν στην αντιμετώπιση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Η νέα αυτή προσέγγιση δε θα μπορούσε να μην θέσει στο στόχαστρό της και την νομική επιστήμη και πρακτική, με ιδιαίτερη έμφαση στην ανδροκεντρική οπτική των σχετικών νόμων αλλά και την αναπαραγωγή της κουλτούρας του βιασμού από την δικαστική εξουσία. Στις έννομες τάξεις όλου του πλανήτη η τυποποίηση του βιασμού εξακολουθούσε να αφορά αποκλειστικά πράξη διείσδυσης -και όχι άλλου είδους σεξουαλικές πράξεις- και να θέτει ως προϋπόθεση την άσκηση σωματικής βίας ή την απειλή της από τον δράστη. Οι πιο συνηθισμένες στην πράξη περιπτώσεις, όπως ο ψυχολογικός εξαναγκασμός, ειδικά από πρόσωπα του φιλικού και οικογενειακού περιβάλλοντος ή από πρόσωπα με εξουσία, η απώλεια των αισθήσεων και, εν γένει, η αδυναμία του θύματος να αντισταθεί λόγω αιφνιδιασμού, φόβου ή συναισθηματικού «παγώματος» [13] έμεναν –και παραμένουν, εν πολλοίς- ατιμώρητες. Το δικαστικό σύστημα και οι διωκτικές αρχές χαρακτηρίστηκαν, επίσης, από το φεμινιστικό κίνημα ως συμμέτοχες στην αναπαραγωγή της κουλτούρας του βιασμού σε ολόκληρη την κοινωνία, εξαιτίας της γενικευμένης προστασίας και ατιμωρησίας που παρέχουν στους δράστες, την αμφισβήτηση των καταγγελιών των γυναικών και τον στιγματισμό τους ως υπεύθυνων για τον βιασμό τους.
Σταδιακά, η φεμινιστική κριτική μετουσιώνεται σε συγκεκριμένες διεκδικήσεις νομοθετικών αλλαγών. Σχετικά με τον βιασμό, προτείνεται ο επαναπροσδιορισμός του ορισμού του, με προϋπόθεση όχι την άσκηση βίας ή απειλής της αλλά την απουσία -ελεύθερης και εκούσιας- συναίνεσης του θύματος[14]. Η πρόταση αυτή από τα τέλη του 20ου και ιδίως τον 21ο αι. υιοθετήθηκε από διεθνείς οργανισμούς, όπως η Επιτροπή του ΟΗΕ για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών (CEDAW)[15] και πιο πρόσφατα, από τη Σύμβαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών (γνωστή και ως Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης), η οποία ορίζει στο άρθρο 36 παρ. 2 πως «Η συγκατάθεση [στη σεξουαλική πράξη] πρέπει να παρέχεται εκουσίως ως αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του ατόμου, η οποία αξιολογείται στο πλαίσιο των συνοδών περιστάσεων». Τις τελευταίες δεκαετίες αρκετές έννομες τάξεις στον κόσμο και δέκα χώρες στην Ευρώπη έχουν προβεί σε σχετική αναθεώρηση του ορισμού του βιασμού. Η χώρα μας αποτελεί την 9η χώρα, καθώς, στις 6 Ιουνίου του 2019, προχώρησε στην προσθήκη της παραγράφου 5 του αρ. 336 ΠΚ, σύμφωνα με την οποία «Οποίος εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 επιχειρεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη». Η προσθήκη αυτή κατοχυρώθηκε έπειτα από έντονη πίεση του φεμινιστικού κινήματος και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών απέναντι στην πρόταση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που περιόριζε τον ορισμό του βιασμού στην άσκηση σωματικής βίας και την απειλή κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας[16].
Τα παραπάνω καθιστούν σαφή μια σημαντική μετατόπιση προσανατολισμένη περισσότερο στη βιωμένη πραγματικότητα του ίδιου του θύματος/επιζώσας του βιασμού και τη συναίνεσή του/της, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι αρκετό για να αντιμετωπιστούν οι εδραιωμένες πατριαρχικές αντιλήψεις[17] που διαπερνούν οριζόντια την κοινωνία. Σημαντικοί προβληματισμοί έχουν διατυπωθεί και εντός του φεμινιστικού κινήματος σχετικά με το κατά πόσο μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη της ελεύθερης συναίνεσης, εντός μιας κοινωνικής πραγματικότητας που εξακολουθεί να αμφισβητεί την ισχύ του γυναικείου λόγου, με χαρακτηριστική την στερεοτυπική αντίληψη πως «οι γυναίκες ακόμα κι αν λένε όχι, στην πραγματικότητα εννοούν ναι» (MacKinnon, 2007, Moriarty, 2008, Dowds, 2020).
Η ένταξη της συναίνεσης στο δικαιικό σύστημα δε μπορεί, βέβαια, να μην ιδωθεί υπό το πρίσμα του φιλελευθερισμού, του κοινωνικού συμβολαίου και της συγκρότησης του φιλελεύθερου υποκειμένου του δικαίου ως ισότιμου, ελεύθερου και ορθολογικού ατόμου, ενός συστήματος εντός του οποίου, όπως έχουν καταδείξει οι φεμινιστικές σπουδές, οι γυναίκες δε συμμετέχουν σε ισότιμη θέση (Pateman, 1988; Hunter and Cowan, 2007, σελ. 9 επ.).
Καθίσταται, επομένως, σαφές πως κατά την θεώρηση αυτή οι νομοθετικές αλλαγές δε μπορούν από μόνες τους να επιλύσουν τις έμφυλες ανισότητες που εγγράφονται εδώ και αιώνες εντός ενός συστήματος πατριαρχικής εξουσίας. Η κατοχύρωση της έμφυλης ισότητας, στην πράξη, παραμένει ακόμη ζητούμενο στον 21ο αιώνα. Η επιστημονική έρευνα, σε μια προσπάθεια κατανόησης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κοινωνικού αυτού φαινομένου, είναι κοινωνικά αναγκαία και έχει να προσφέρει πολλά σε αυτή την κατεύθυνση.
Η αναγκαιότητα αυτή είναι ακόμα μεγαλύτερη, όταν πρόκειται για μια επιστήμη όπως η νομική, η οποία «(…) δε μπορεί να κάνει άλλο από το να ασχολείται, με την ισότητα (…), τονίζοντας εκ νέου τα λόγια της φεμινίστριας νομικού Γιώτας Κραβαρίτου.
Βιβλιογραφία
Bourke, J. (2007) Rape: A History from 1860 to the Present Day. Virago.
Brownmiller, S. (2013) Against Our Will: Men, Women and Rape. Open Road Media.
Campbell, R. and Raja, S. (1999) ‘Secondary Victimization of Rape Victims: Insights From Mental Health Professionals Who Treat Survivors of Violence’, Violence and victims, 14, pp. 261–75. doi: 10.1891/0886-6708.14.3.261.
Dowds, E. (2020) ‘Towards a Contextual Definition of Rape: Consent, Coercion and Constructive Force’, The Modern Law Review, 83(1), pp. 35–63. doi: 10.1111/1468-2230.12461.
Foucault, M. (2011) Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής. Αθήνα: Πλέθρον.
Gravdal, K. (1991) Ravishing Maidens: Writing Rape in Medieval French Literature and Law. University of Pennsylvania Press.
Hunter, R. C. and Cowan, S. (2007) Choice and Consent: Feminist Engagements with Law and Subjectivity. Routledge-Cavendish.
Kelly, L., Burton, S. and Regan, L. (1996) ‘Beyond Victim or Survivor: Sexual Violence, Identity and Feminist Theory and Practice’, in Adkins, L. and Merchant, V. (eds) Sexualizing the Social: Power and the Organization of Sexuality. London: Palgrave Macmillan UK (Explorations in Sociology.), pp. 77–101. doi: 10.1007/978-1-349-24549-9_5.
Laqueur, T. (2003) Κατασκευάζοντας το φύλο. Αθήνα: ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΝ.
MacKinnon, C. A. (1989) Toward a Feminist Theory of the State. Harvard University Press.
MacKinnon, C. A. (2007) Women’s Lives, Men’s Laws. Harvard University Press.
Millett, K. (2000) Sexual Politics. University of Illinois Press.
Monateri, P. G. (2000) ‘Black Gaius: a quest for the multicultural origins of the “Western legal tradition”’, Hastings law journal Hastings law journal, 51(3), pp. 479–555.
Moriarty, J. C. (2008) ‘Rape, Affirmative Consent to Sex, and Sexual Autonomy: Introduction to the Symposium’, Akron Law Review, 41, p. 9.
Pateman, C. (1988) The Sexual Contract. Stanford University Press.
Powell, A. et al. (2013) ‘Meanings of “Sex” and “Consent” The Persistence of Rape Myths in Victorian Rape Law’, Griffith Law Review, 22, pp. 456–480.
Russell, D. E. H. (1982) Rape in marriage. Macmillan Publishing Company, Incorporated.
Sissa, G. (1987) Le Corps Virginal: La Virginite Feminine En Grece Ancienne. Paris: Librarie Philosophique J. Vrin.
Vigarello, G. (2001) H ιστορία του βιασμού. Athīna: Alexandreia.
Walker, G. (2013) ‘SEXUAL VIOLENCE AND RAPE IN EUROPE, 1500–1750’, in Sexual Violence and Rape in Europe, 1500–1750. Routledge Handbooks Online, pp. 429–443. doi: 10.4324/9780203436868.ch23.
Αστρινάκη, Ρ., Ποθητή, Χ. and Αθανασίου, Α. (2011) Μελέτες για το φύλο στην ανθρωπολογία και την ιστορία. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Κραβαρίτου-Μανιτάκη, Γ. (1996) Φύλο και δίκαιο. Αθήνα: ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ.
————–
[1] Η έννοια της εργασίας στον τομέα των σεξουαλικών υπηρεσιών δεν έχει ακόμη συγκροτηθεί.
[2] Ολόκληρη η εισήγηση στο http://www1.aegean.gr/gender-postgraduate/documents/Praktika_Synedriou/%CE%9A%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF%20%CE%9A%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%B1%CF%81%CE%AF%CF%84%CE%BF%CF%85.pdf
[3] Περισσότερα στην ομιλία της στο Μέγαρο Μουσική Αθηνών τον Ιανουάριο του 2017, https://www.blod.gr/lectures/mia-pagkosmia-istoria-tis-seksoualikis-bias/.
[4] Παράλληλα με τη συγκρότηση των κεντρικών κυβερνήσεων δημιουργούνται και τα Ανώτατα δικαστήρια και η πρόβλεψη αναιρετικού ελέγχου των αποφάσεων των ιεραρχικά κατώτερων.
[5] Από όπου προέρχεται και ο ακόμα ισχύων αγγλικός όρος rape.
[6] Περισσότερα για την έννοια της παρθενίας στην αρχαία ελληνική κοινωνία στο (Sissa, 1987).
[7] Το στοιχείο της αναλογικότητας στην ποινή εντοπίζουμε και στο ελληνικό παράδειγμα, στην παράγραφο νγ. του κεφαλαίου Δ από το «Απάνθισμα των εγκληματικών» του 1824 τίθεται πως «Ανήρ ύπανδρος φθείρων παρθένον με βίαν φυλακόνεται χρόνους δύο και προικίζει την κόρην αναλόγως της καταστάσεως αυτού και της παρθένου.».
[8] Εκτός από το στοιχείο της ηθικής «έκπτωσης» οι πόρνες είχαν και το στοιχείο της απουσίας ανδρικής κηδεμονίας, επομένως και εκπροσώπησης των εννόμων συμφερόντων τους.
[9] Την αμηχανία του νομοθέτη, όπως εκφράζεται μέσα από την έλλειψη εξειδίκευσης νέων εννοιών, συναντάμε επίσης και στην απουσία διευκρινήσεων γύρω από την έννοια της συναίνεσης, που τέθηκε για πρώτη φορά στην παράγραφο 5 του αρ. 336 του ισχύοντα από το 2019 Ποινικού Κώδικα της χώρας μας.
[10] Η ίδια προσέγγιση θα ακολουθηθεί και στην ελληνική έννομη τάξη καθώς ο βιασμός θα εντάσσεται στο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά των ηθών έως την εισαγωγή του κεφαλαίου «εγκλήματα κατά της γενετήσια ελευθερίας» με το ΠΔ 283/1985.
[11] Ο όρος survivor (επιζών/επιζώσα) προτιμάται αντί του πιο νομικού θύμα/παθών, παθούσα σε μια προσπάθεια αποφυγής της δευτερογενούς θυματοποίησης που υφίστανται τα άτομα που έχουν βιώσει έμφυλη βία, περισσότερα στο (Kelly, Burton and Regan, 1996).
[12] Όπως ανήλικα, ηλικιωμένοι και άνδρες που δεν ταιριάζουν στην κυρίαρχη αρρενωπότητα.
[13] Της ίσως πιο συνηθισμένης στην πράξη αντίδρασης του εγκεφάλου σε τέτοιες περιπτώσεις, που καθιστούν το θύμα/επιζώσα ανήμπορο να αντιδράσει συναισθηματικά και κινητικά. Η αντίδραση αυτή αναγνωρίστηκε από το ΕΔΔΑ στην υπόθεση M.C. κατά Βουλγαρίας. (ECHR, 4 December 2003, CASE OF M.C. v. BULGARIA, Published in Reports of Judgments and Decisions 2003-XII , App. No 39272/98).
[14] Αξιοποιώντας την έννοια της συναίνεσης -υπάρχουσας στο ρωμαϊκό δίκαιο και στην φιλοσοφία των στωικών- στη σύγχρονη μορφή της συγκατάθεσης του θύματος, ως λόγου άρσης του αδίκου, όπως ισχύει σε εγκλήματα όπως η σωματική βλάβη. Περισσότερα για την ιστορική εξέλιξη της έννοιας στο (Hunter and Cowan, 2007, σελ. 10 επ.)
[15] Στην υπόθεση Vertido κατά Φιλιππίνες (Communication No 18/2008 Committee on the Elimination of Discrimination against Women July 2010).
[16] Περισσότερα στο https://www.amnesty.gr/news/press/article/22236/aparadekto-arthro-336-poy-emperiehei-ton-nomiko-orismo-toy-viasmoy-sto και στο https://www.amnesty.gr/news/press/article/22245/arthro-336-istoriki-niki-toy-gynaikeioy-kinimatos-kai-toy-kinimatos.
[17] Χαρακτηριστικό είναι πως ακόμα και σε χώρες όπως ο Καναδάς ή η Αυστραλία που έχουν ήδη από τη δεκαετία του 1980 προβεί σε αναθεώρηση στην κατεύθυνση της συναίνεσης, οι αντιστάσεις της κοινωνίας και του δικαστικού συστήματος επιμένουν. Περισσότερα για το παράδειγμα της Αυστραλίας στο (Powell et al., 2013).