Χρυσουλάκη Ελένη
Δικηγόρος Αθηνών
Απόφοιτη του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Δημοσιολόγων
Η εμφάνιση της πανδημίας του Covid-19 αποτέλεσε μια τεράστια πρόκληση για τη διεθνή, ευρωπαϊκή και εθνική οικονομία, καθότι επέφερε πρωτοφανή πολυεπίπεδη κρίση, με σοβαρές επιπτώσεις στη λειτουργία των αγορών εργασίας, στη διαθεσιμότητα των θέσεων εργασίας, στη μισθολογική κατάσταση της μισθωτής εργασίας.
Στο εξής, τα κράτη μέλη υιοθετούν δημοσιονομικά μέτρα, μέτρα ρευστότητας και επιχειρηματικής πολιτικής ώστε να παράσχουν ανακούφιση στους πολίτες, στους τομείς που πλήττονται ιδιαίτερα. Η έκταση και το βάθος των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης στις εργασιακές σχέσεις και εν γένει στη λειτουργία της οικονομίας, ακόμα δεν μπορούν να διαπιστωθούν με ακρίβεια, πλην όμως επιχειρείται η εξεύρεση τρόπων διαχείρισής τους.
Το δικαίωμα στην εργασία είναι ένα θεμελιώδες δικαίωμα, αναγνωρισμένο σε πολλά εθνικά συντάγματα, αλλά και ευρωπαϊκά και διεθνή νομικά συμβατικά κείμενα[1], το οποίο συνιστά ακρογωνιαίο λίθο για την ανάπτυξη επιμέρους θεμελιωδών ελευθεριών και σημείο αναφοράς για την εξέλιξη του ατόμου. Προωθεί την προσωπική ανάπτυξη και την ένταξη στην παραγωγή, μέσω της αναγνώρισης και της συμμετοχής του ανθρώπου στο οικονομικοπολιτικό σύστημα, ιδίως στο βαθμό που επιλέγεται ελεύθερα.
Στην ελληνική έννομη τάξη η εργασία ως δικαίωμα τελεί υπό τη συνταγματική προστασία αφενός του άρθρου 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», αφετέρου του άρθρου 22 παράγραφος 1 του Συντάγματος, που θεσπίζει την εργασία ως κοινωνικό δικαίωμα και ορίζει ότι «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζομένου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας».
Από την τελευταία διάταξη του Συντάγματος γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι το κοινωνικό δικαίωμα για εργασία λαμβάνει τρεις διαστάσεις: την υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης, την υποχρέωση για ηθική και υλική εξύψωση και την υποχρέωση ίσης αμοιβής για ίση εργασία, άνευ διακρίσεων. Στην Ελλάδα της πανδημίας του Covid-19 υλοποιήθηκε ένα σύνολο ενεργειών με συνεχείς αλλαγές του νομοθετικού πλαισίου για τις συνθήκες εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις, προκειμένου το κράτος να διασφαλίσει την εργασιακή απασχόληση με το λιγότερο δυνατό υλικό και ψυχολογικό κόστος. Ο στόχος αυτός αντιμετωπίστηκε, μεταξύ άλλων, με λήψη έκτακτων μέτρων για την προσωρινή προστασία της εργασίας από το ενδεχόμενο μαζικών απολύσεων, καθώς και για τις επιχειρήσεις, οι οποίες είτε έκλεισαν με κυβερνητική εντολή, είτε χαρακτηρίστηκαν ως πληττόμενες (με μεγάλη πτώση του κύκλου εργασιών τους).
Η ένταξη των εργαζομένων σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας με παράλληλη χορήγηση σε αυτούς αποζημίωσης ειδικού σκοπού (800 ευρώ για το διάστημα από 15/3 έως 30/4 και 534 ευρώ για το μήνα Μάιο 2020), με ταυτόχρονη απαγόρευση των απολύσεων σε όσες επιχειρήσεις εντάχθηκαν στο καθεστώς αυτό είτε με διοικητική εντολή, είτε ως πληττόμενες, ήταν κάποια από τα βασικότερα μέτρα προστασίας της εργασίας στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης. Από τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ που δημοσιοποιήθηκαν και αφορούν στον αριθμό απολύσεων κατά του μήνες Μάρτιο – Απρίλιο 2020, διαφαίνεται μια σημαντική συγκράτηση των απολύσεων που αποδίδεται στα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης. Κατά το μήνα Μάρτιο 2020, οι «καθαρές» απολύσεις, δηλαδή οι καταγγελίες συμβάσεων αορίστου χρόνου καθώς και οι λήξεις συμβάσεων ορισμένου χρόνου ανήλθαν σε 77.044 (έναντι 90.924 του αντίστοιχου μήνα Μαρτίου 2019). Επίσης, ο αριθμός των οικειοθελών αποχωρήσεων παρέμεινε αμετάβλητος (2020: 67.681, 2019: 67.680). Ταυτόχρονα όμως, οι νέες προσλήψεις μηνός Μαρτίου 2020 μειώθηκαν σχεδόν κατά το ήμισυ σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα Μάρτιο 2019. (2020: 103.202, 2019: 202.157). Ως αποτέλεσμα έχει σημειωθεί ένα αρνητικό ισοζύγιο, καθώς το Μάρτιο του 2020 απωλέσθηκαν 41.903 θέσεις εργασίας σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2019. Κατά τον μήνα Απρίλιο 2020, οι «καθαρές» απολύσεις, δηλαδή οι καταγγελίες συμβάσεων αορίστου χρόνου καθώς και οι λήξεις συμβάσεων ορισμένου χρόνου ανήλθαν σε 23.125 (έναντι 93.004 του αντίστοιχου μήνα Απριλίου 2019). Εντυπωσιακή είναι ωστόσο η πτώση του αριθμού των οικειοθελών αποχωρήσεων κατά 60.057 (2020: 18.225, 2019: 78.282), ενώ οι νέες προσλήψεις μηνός Απριλίου 2020 ήταν ελάχιστες: μόλις 48.555 έναντι 282.181 του μηνός Απριλίου 2019. Ως αποτέλεσμα εμφανίζεται μια σημαντική συγκράτηση του ισοζυγίου προσλήψεων – απολύσεων σε ότι αφορά το μήνα Απρίλιο 2020 (+ 7.205 θέσεις εργασίας)[2]. Καταληκτικά, από τα ανωτέρω στοιχεία συνάγεται για την αγορά εργασίας ότι γνώρισε, ως ήταν αναμενόμενο, μεγάλη πτώση του αριθμού νέων προσλήψεων, ενώ τα μέτρα λειτούργησαν κατασταλτικά στις εκτεταμένες απολύσεις λόγω κρίσης, γεγονός που αιτιολογεί τον υψηλότερο αριθμό απολύσεων του μηνός Μαρτίου 2020 (καθότι η αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας και η αναγγελία των μέτρων σημειώθηκε μετά τις 15/3/2020).
Παράλληλα, ένα επιπρόσθετο μέτρο που εφαρμόζεται προς προστασία του δικαιώματος της εργασίας κατά την πανδημία του Covid-19 είναι η τηλεργασία από το σπίτι, η οποία αποτέλεσε κανόνα για εκατομμύρια εργαζομένους στην Ευρώπη, αλλά και σε όλον τον κόσμο. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις[3] περίπου το 40% των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισαν, εξαιτίας της πανδημίας, να εργάζονται σε πλήρη απασχόληση με τηλεργασία[4], η οποία κατέστη μονόδρομος για τη διατήρηση της λειτουργίας πλήθους επιχειρήσεων, εξασφαλίζοντας αφενός την προστασία της σωματικής ευεξίας των εργαζομένων, αφετέρου τη βιωσιμότητα της ίδιας της επιχείρησης. Ωστόσο η τηλεργασία ως ένα επείγον, έκτακτο μέτρο αντιμετώπισης των οικονομικών συνεπειών της πανδημικής κρίσης του Covid-19 που επιβλήθηκε με μονομερή κρατική νομοθετική πρόβλεψη, σε πολλές περιπτώσεις προσπέλασε τον οικειοθελή χαρακτήρα της τηλεργασίας, πολύ περισσότερο της έκθεσης των προσωπικών δεδομένων του εργαζομένου. Και είναι γεγονός ότι η τηλεργασία δεν προσφέρει στον εργαζόμενο το προστατευτικό πλαίσιο του εργατικού δικαίου, με αποτέλεσμα να δημιουργεί εργασιακή ανασφάλεια. Η απεριόριστη διαθεσιμότητα του εργαζομένου με τη νέα εργασία «ευέλικτης μορφής» αμβλύνει τον ελεύθερο χρόνο του, ενώ λαμβάνει τη μορφή μιας διαρκούς και ολοκληρωτικής επιτήρησης, που συνδυαστικά οδηγούν στην ψυχοσωματική του εξουθένωση.
Το καθεστώς της τηλεργασίας προϋποθέτει την ύπαρξη βασικών πυλώνων οργάνωσής του, με το χρονικό και υλικό προγραμματισμό του, αποσκοπώντας στην εξασφάλιση ενός λειτουργικού, αποδοτικού και ασφαλούς για την υγεία και τα προσωπικά δεδομένα των τηλεργαζομένων περιβάλλοντος εργασίας, στη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ του τηλεργαζομένου και της επιχείρησης/του δημόσιου φορέα, όπως επίσης και στην ίση μεταχείριση των τηλεργαζομένων αναφορικά με τον όγκο εργασίας και τα κριτήρια απόδοσης. Ειδικότερα, η διενέργεια της τηλεργασίας επιδρά στις εργασιακές σχέσεις σε μεγάλο βαθμό, αφού μέχρι τώρα υφίσταται δυσχέρεια ελέγχου του τόπου και του χρόνου εργασίας, στο πλαίσιο άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος από τον εργοδότη. «Το γεγονός αυτό ενδέχεται να δημιουργεί αμφιβολίες για τον νομικό χαρακτηρισμό μιας σύμβασης τηλεργασίας ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι, η τηλεργασία αμβλύνει την νομική κατάσταση της εξάρτησης, και, συνεπώς η σχετική σύμβαση εντάσσεται στη «γκρίζα ζώνη» μεταξύ εξαρτημένης εργασίας και ανεξάρτητης παροχής υπηρεσιών[5]».
Ο προβληματισμός που γεννάται στο ζήτημα της καθιέρωσης της τηλεργασίας στην εξηρτημένη σχέση εργασίας, έγκειται στον κίνδυνο αποκλεισμού της εφαρμογής των προστατευτικών διατάξεων του εργατικού και ασφαλιστικού δικαίου, «όταν με μορφή σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών υποκρύπτεται η εξηρτημένη εργασία με τηλεργασία και συνεπώς επιχειρείται η αποφυγή της εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας ιδίως για: α) τη ρύθμιση των αμοιβών και των όρων εργασίας βάσει των ισχυουσών διατάξεων συλλογικών συμβάσεων εργασίας, β) την εφαρμογή του νόμιμου ημερησίου και εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας και συνεπώς και της αμοιβής για την υπέρβαση του συμβατικού χρόνου εργασίας, δηλαδή την αμοιβή της υπερεργασίας, της νυκτερινής εργασίας, την αμοιβή νυκτερινής εργασίας, αμοιβής ημερών αργίας, εορτών κλπ, γ) τα μέτρα προστασίας της υγείας που βαρύνουν τον εργοδότη, δ) την εφαρμογή του δικαίου της καταγγελίας, ε) την ίση μεταχείριση των τηλεργαζομένων ως προς την αμοιβή και τους λοιπούς όρους εργασίας και παροχές σε σύγκριση με τους συγκρίσιμους μη τηλεργαζομένους υπαλλήλους, στ) την κοινωνική ασφάλιση με κάλυψη των προβλεπόμενων εισφορών στον ασφαλιστικό φορέα, ζ) το δικαίωμα συμμετοχής σε συνδικαλιστική οργάνωση και τη συνδικαλιστική δράση, περιλαμβανόμενων των σχετικών δικαιωμάτων εκπροσώπησης με εκπροσώπους στο επίπεδο της επιχείρησης[6]».
Ενόψει της ολοκλήρωσης του σχεδίου νόμου για την τηλεργασία, πρέπει να καταστεί σαφές ότι η απασχόληση των εργαζομένων σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες απαιτεί απαραίτητες εξειδικεύσεις στη νομοθεσία προκειμένου να απολαμβάνουν (οι τηλεργαζόμενοι) τις προστατευτικές διατάξεις του εργατικού δικαίου, στη δικαιολογητική βάση του έως σήμερα αρρυθμίστου της προαναφερθείσας ιδιάζουσας εργασιακής εξάρτησης. Στις μέρες μας η τηλεργασία αποτελεί μια νέα δυναμική πρόκληση από το μέλλον, η οποία αναδείχθηκε μεσούσης της πανδημίας του Covid-19, και, μαζί με επιμέρους οικονομικά μέτρα ενίσχυσης, αποσκοπούν στην ομαλή μετάβαση των πληττόμενων εθνικών αγορών στη νέα, διαμορφωθείσα από την πανδημική κρίση οικονομία και αγορά. Η εστίαση θα πρέπει να γίνει στις ευάλωτες και επισφαλείς εργασιακές ομάδες (χαμηλόμισθοι – ανειδίκευτοι, νέοι και νέες, και κυρίως όσοι εργάζονται σε επιχειρήσεις και κλάδους που έβαλαν υποχρεωτικό λουκέτο κατά τη διάρκεια της κρίσης ή λειτούργησαν μερικώς – όπως η εστίαση, ο τουρισμός, η ψυχαγωγία -), οι οποίες αδιαμφισβήτητα στην πλειονότητά τους έχουν υποστεί ουσιωδώς τις δυσχερείς οικονομικές συνέπειες που προξένησε η πανδημία του κορονοϊού [7].
Καταληκτικά, στη βάση της εφαρμογής και τήρησης της αρχής της αναλογικότητας[8] κατά τον περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας, συνυπολογιζομένων της αναστολής εργασίας ορισμένων εργασιακών τομέων, της επιβολής της τηλεργασίας, του δυσανάλογου περιορισμού κυκλοφορίας των εργαζομένων, αλλά και της υιοθέτησης μέτρων οικονομικής ενίσχυσης των πληττόμενων, γίνεται άμεσα αντιληπτή και κατανοητή η άμβλυνση του πεδίου άσκησης του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας (και ακολούθως της εργασίας), στο βαθμό όμως που συμβάλλει στη μείωση των μετακινήσεων, επομένως και στη μείωση έκθεσης στη μεταδοτικότητα του ιού.
————- ———–
[1] Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα [Νέα Υόρκη, 19 Δεκεμβρίου 1966 (Ηνωμένα Έθνη)], Άρθρο 7: «Τα συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε προσώπου να απολαμβάνει δίκαιους και ευνοϊκούς όρους εργασίας οι οποίοι εξασφαλίζουν ειδικότερα: α) Αμοιβή που παρέχει σε όλους τους εργαζόμενους, σαν ελάχιστο όριο: Ι) Ένα μισθό δίκαιο και αμοιβή ίση με την αξία της εργασίας χωρίς καμιά διάκριση. Ειδικότερα οι γυναίκες πρέπει να έχουν την εγγύηση ότι οι προσφερόμενοι σ’ αυτές όροι εργασίας δεν είναι κατώτεροι από εκείνους που απολαμβάνουν οι άνδρες και να λαμβάνουν την ίδια όπως και αυτοί αμοιβή για την ίδια εργασία. ΙΙ) Διαβίωση αξιοπρεπή για τους ίδιους και για τις οικογένειές τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συμφώνου αυτού. β) Ασφαλείς και υγιεινές συνθήκες εργασίας. γ) Την ίδια δυνατότητα για όλους για την προαγωγή στην εργασία τους στην ανώτερη κατηγορία που τους προσήκει αφού ληφθεί υπόψη στην περίπτωση αυτή μόνο ο χρόνος εργασίας και η ικανότητα. δ) Την ανάπαυση, άνεση, λογικό περιορισμό της διάρκειας της εργασίας στις περιοδικές άδειες με αποδοχές καθώς και την καταβολή των ημερών αργίας.», Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας κ.ο.κ.
[2] Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Πληροφοριακό Σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» (Μάρτιος – Απρίλιος 2020), Επεξεργασία: ΕΙΕΑΔ, Παναγιώτης Κυριακούλιας, «ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ – ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ Νο 1, 1/6/2020, ΠΑΝΔΗΜΙΑ COVID-19 ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΙΕΘΝΩΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ», Επιμέλεια – Σύνταξη: Παναγιώτης Κυριακούλιας, Στέλεχος ΕΙΕΑΔ, Διεύθυνση Ενεργητικών Πολιτικών και Διεθνών Δικτύων, Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού» (ΕΙΕΑΔ).
[3] «Working anytime, anywhere: The effects on the world of work», Joint ILO – Eurofound report, 2017, https://www.eurofound.europa.eu/sites/default/files/ef_publication/field_ef_document/ef1658en.pdf
[4] «ILO Monitor: COVID-19 and the world of work. Third edition – Updated estimates and analysis», 29 April 2020, https://www.ilo.org/wcmsp5/groups/public/@dgreports/@dcomm/documents/briefingnote/wcms_743146.pdf , «ILO Monitor: COVID-19 and the world of work. Second edition – Updated estimates and analysis», 7 April 2020, https://www.ilo.org/wcmsp5/groups/public/—dgreports/—dcomm/documents/briefingnote/wcms_740877.pdf
[5] «Νέες τεχνολογίες, ευέλικτες μορφές απασχόλησης και τηλεργασία», Ληξουριώτης Ι., Δελτίο Εταιρειών Επιχειρήσεων, τεύχος 3/1998.
[6] «ΤΗΛΕΡΓΑΣΙΑ- ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ» Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ελλάδος (Ο.Κ.Ε.), Γνώμη Πρωτοβουλίας, (με βάση το άρθρο 4 του Νόμου 2232/1994, σύμφωνα με το οποίο «η Ο.Κ.Ε. μπορεί με δική της πρωτοβουλία να εκφράσει Γνώμη και για άλλα θέματα κοινωνικοοικονομικής πολιτικής»), Ιούλιος 2020.
[7] («Επιπρόσθετα, η παραπάνω έκθεση εστιάζει στις πιθανές «νέες» εργασιακές ανισότητες που θα προκύψουν – ή θα ενισχυθούν περαιτέρω λόγω της κρίσης – . Αυτές επιγραμματικά είναι: Ανισότητες φύλου: οι γυναίκες εργάζονται σε μεγαλύτερα ποσοστά σε κλάδους και επιχειρήσεις που έκλεισαν υποχρεωτικά λόγω κρίσης – εστίαση, τουρισμός, εμπόριο πλην τροφίμων, προσωπικές υπηρεσίες – , Ανισότητες ηλικίας: οι νέοι με ευέλικτες και επισφαλείς μορφές εργασίας επίσης απασχολούνται σε μεγάλο ποσοστό σε κλάδους και επιχειρήσεις που έκλεισαν υποχρεωτικά λόγω κρίσης (εστίαση, τουρισμός, εμπόριο πλην τροφίμων), Ανισότητες σε σχέση με τη μορφή απασχόλησης: οι εποχιακά εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και οι αυτοαπασχολούμενοι σε κλάδους που ανέστειλαν τη λειτουργία τους θα πληγούν περισσότερο (ιδίως στη νότια Ευρώπη), Ανισότητες σε σχέση με την ειδίκευση, τα προσόντα και τις δεξιότητες: οι εργαζόμενοι με δυνατότητα τηλεργασίας, θεωρούνται και ως εργαζόμενοι υψηλότερων προσόντων και αναμένεται να έχουν μικρότερες επιπτώσεις σε σχέση με τους ανειδίκευτους εργάτες όλων των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας, Ανισότητες μισθών: οι εξειδικευμένοι εργαζόμενοι υψηλών προσόντων σε κλάδους με δυνατότητα τηλεργασίας έχουν καλύτερες εργασιακές προοπτικές σε σχέση με ανειδίκευτους εργάτες σε κλάδους και επιχειρήσεις με μικρή δυνατότητα τηλεργασίας»), Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Πληροφοριακό Σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» (Μάρτιος – Απρίλιος 2020), Επεξεργασία: ΕΙΕΑΔ, Παναγιώτης Κυριακούλιας, «ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ – ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ Νο 1, 1/6/2020, ΠΑΝΔΗΜΙΑ COVID-19 ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΙΕΘΝΩΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ», Επιμέλεια – Σύνταξη: Παναγιώτης Κυριακούλιας, Στέλεχος ΕΙΕΑΔ, Διεύθυνση Ενεργητικών Πολιτικών και Διεθνών Δικτύων, Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού» (ΕΙΕΑΔ).
[8] Κατά τον Κώστα Ε. Μπέη «Η πρακτική εναρμόνιση δεν περιορίζεται δηλαδή σε ένα στατικό έλεγχο στάθμισης δεδομένου συμφέροντος (ως σκοπού) προς περιοριζόμενο (με συγκεκριμένο μέσο) ατομικό δικαίωμα. Η πρακτική εναρμόνιση έχει δυναμικό χαρακτήρα αναζητώντας η ίδια το σημείο οριοθέτησης των συγκρουόμενων δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα τη δυνατότητα δημιουργίας εναλλακτικών λύσεων. Σε αυτήν την περίπτωση εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας προηγείται η πρακτική εναρμόνιση (που αντιστοιχεί σε έλεγχο της αναλογικότητας υπό στενή έννοια) και ακολουθεί ο έλεγχος της καταλληλόλητας και αναγκαιότητας, διότι ο “σκοπός” του περιοριστικού μέσου δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένος αλλά προκύπτει μέσα από την οριοθέτηση των συγκρουόμενων ατομικών δικαιωμάτων. Αφού προσδιοριστεί in concreto ο σκοπός, ακολουθεί ο έλεγχος για το αν το επιβληθέν περιοριστικό μέσο είναι κατάλληλο και αναγκαίο. Η καταλληλότητα και αναγκαιότητα δεν θα κριθούν δηλαδή ως προς ένα έκαστο συγκρουόμενο ατομικό δικαίωμα αλλά ως προς την κοινή τους οριοθέτηση», Περιοδικό Δίκη, Παλαιά Τεύχη (1/97 – 12/99).