Ανακοινώνονται τα πρώτα αποτελέσματα μεγάλης συγκριτικής έρευνας που διεξήχθη στους εργαζόμενους του Αττικού Νοσοκομείου, το οποίο αποτελεί νοσοκομείο αναφοράς, όσο και στην κοινότητα για τις ψυχολογικές και κoινωνικές επιδράσεις της νόσου COVID-19 .
Η μελέτη έλαβε χώρα από 6 Απριλίου και ολοκληρώθηκε στις 3 Μαΐου, ημέρα μερικής άρσης των περιοριστικών μέτρων που επεβλήθησαν στις 23 Μαρτίου.
Συμμετείχαν σε αυτή 402 (28%) εργαζόμενοι του Νοσοκομείου, από τους 1450 συνολικά εργαζόμενους οι οποίοι έλαβαν με ηλεκτρονικό μήνυμα (e‑mail) σχετικό ασφαλή σύνδεσμο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), ενώ αντίστοιχη έρευνα έγινε για το ίδιο διάστημα και στην κοινότητα όπου 5556 άτομα απάντησαν στο ερωτηματολόγιο.
Το ηλεκτρονικό ερωτηματολόγιο, το οποίο ανέπτυξε η Β’ Ψυχιατρική Κλινική ΕΚΠΑ του Νοσοκομείου ΠΓΝ «Αττικόν» και το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Διασυνδετική Ψυχιατρική: Απαρτιωμένη Φροντίδα Σωματικής και Ψυχικής Υγείας» του ΕΚΠΑ μελετά μια πληθώρα σωματικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραμέτρων της πανδημίας.
Οι απαντήσεις του ερωτηματολογίου από τους εργαζόμενους του Νοσοκομείου συγκρίθηκαν με τις απαντήσεις από δείγμα 3316 ατόμων (59% του συνολικού δείγματος) από την κοινότητα που δεν διέφερε ως προς το φύλο, το εκπαιδευτικό επίπεδο, τον τόπο διαμονής (αποκλείστηκαν από την κοινότητα οι αγροτικές περιοχές), την εργασιακή κατάσταση (συμπεριλήφθηκαν από την κοινότητα μόνο τα άτομα που δήλωσαν ότι εργάζονταν) ενώ αποκλείστηκαν από την κοινότητα οι εργαζόμενοι στις τριτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας καθώς και το ηλικιακό εύρος 18-24 και 65 και άνω.
Οι τιμές που παρατίθενται κατωτέρω είναι προσαρμοσμένες (adjusted Odds Ratio: aOR) για φύλο, ηλικία, εκπαιδευτικό επίπεδο, οικογενειακή κατάσταση, ψυχιατρικό ιστορικό, ενώ επιπλέον κατά περίπτωση για έκθεση σε επιβεβαιωμένο κρούσμα, αριθμό ατόμων της οικίας, για άγχος, κατάθλιψη, εκνευρισμό και για το κατά πόσο οι ίδιοι ή τα άτομα με τα οποία συζούν ανήκουν σε ομάδα αυξημένου κινδύνου.
Η εργασιακή σχέση των συμμετεχόντων του Νοσοκομείου αναγράφεται στα Γραφήματα 1 και 2.


Συμμετείχαν εργαζόμενοι από όλα τα τμήματα του Νοσοκομείου με τους νοσηλευτές (39%) ακολουθούμενους από τους ιατρούς (ειδικευμένους και ειδικευόμενους, 34%) να έχουν τη μεγαλύτερη ποσοστιαία συμμετοχή.
Οι εργαζόμενοι του Νοσοκομείου είχαν εκτεθεί σε ποσοστό περίπου 33% σε επιβεβαιωμένο κρούσμα της νόσου COVID 19, πιθανότητα περίπου 22 φορές μεγαλύτερη από την κοινότητα.
Ένα 9% ανέφερε ότι ανήκε σε ομάδα υψηλού κινδύνου, πιθανότητα δύο φορές μεγαλύτερη από αυτή της κοινότητας. Επιπλέον, η οικογένεια των εργαζομένων του Νοσοκομείου αναφέρεται ότι είναι πιθανό να τους αποφεύγει (λόγω κινδύνου μόλυνσης) τρεις φορές περισσότερο σε σχέση με τα άτομα της κοινότητας που δήλωσαν ότι εργάζονται σε περιβάλλον υψηλού κινδύνου για τη μετάδοση της νόσου.
Εντούτοις, οι εργαζόμενοι του Νοσοκομείου είχαν σχεδόν δύο φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να νοηματοδοτούν θετικά τη προσφορά του επαγγέλματός τους σε σύγκριση με τα άτομα της κοινότητας (Γραφήματα 3 και 4).


Επιπλέον, οι εργαζόμενοι του Νοσοκομείου έχουν περίπου τριπλάσια πιθανότητα να αναφέρουν ότι οι σχέσεις με τους συναδέλφους τους έχουν βοηθήσει να ανταπεξέλθουν στην κρίση της πανδημίας (Γράφημα 5).

Αν και οι εργαζόμενοι του Νοσοκομείου είχαν χαμηλότερα ποσοστίαια επίπεδα κατάθλιψης και άγχους, οι διαφορές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές (Γράφημα 6). Επιπλέον, διαφορές δεν βρέθηκαν ως προς την ανησυχία για την επιδημία και τα θετικά συναισθήματα για τα περιοριστικά μέτρα κυκλοφορίας

Συμπερασματικά, οι εργαζόμενοι του Νοσοκομείου, συγκρινόμενοι με εξομοιωμένο δείγμα της κοινότητας, έχουν εκτεθεί σε υψηλότερο βαθμό σε επιβεβαιωμένα κρούσματα της νόσου COVID 19, αντιμετωπίζουν θέμα στιγματισμού για πιθανή μετάδοση της νόσου από τους οικείους τους, ωστόσο, αντλούν υποστήριξη από τους συναδέλφους, ενώ θεωρούν ότι η εργασία τους κατά την παρούσα φάση της πανδημίας έχει ένα πραγματικό και ουσιαστικό νόημα προσφοράς.
Τέλος, οι εργαζόμενοι του νοσοκομείου δεν παρουσιάζουν διαφορές ως προς κρίσιμες ψυχοπαθολογικές παραμέτρους, όπως το άγχος και η κατάθλιψη συγκρινόμενοι πάντα με τα άτομα της κοινότητας. Αναλυτικότερες πληροφορίες θα παρέχουν οι ερευνητές/ερευνήτριες στις επιστημονικές δημοσιεύσεις που θα ακολουθήσουν.
Eρευνητική ομάδα:
Ρ. Γουρνέλλης, Αναπλ. Καθηγητής Ψυχιατρικής – Ψυχογηριατρικής,
Α. Παπαδοπούλου, Επιμελήτρια Α΄ ΕΣΥ, Β. Ευσταθίου, Ψυχολόγος,
Β. Γιωτσίδη, Κλινική Ψυχολόγος,
Α. Δουζένης, Καθηγητής Ψυχιατρικής Β’ Ψυχιατρική Κλινική, Ιατρική Σχολή, ΠΓΝ “Αττικόν”
Πηγή: Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών “Διασυνδετική Ψυχιατρική: Απαρτιωμένη Φροντίδα Σωματικής και Ψυχικής Υγείας” Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.








































