Αναστάσιος Γκούμας
Υπ. Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας
Πάντειο Παν/μιο Αθηνών
Ο στόχος της εργασίας είναι διττός. Και αυτή η διττότητα πρόκειται να αποδελτιωθεί στα ακόλουθα δύο ερωτήματα. Ερώτημα πρώτο: Με ποιο τρόπο μπορεί η επιστήμη να λάβει χαρακτήρα κοινωνικού θεσμού έχοντας ως βασικό υποκαθοριστικό δεδομένο την ορθολογικότητα; Ερώτημα δεύτερο: Ποιες είναι οι συγκροτητικές αρχές διαμόρφωσης της λογικής της επιστήμης βάσει της απάντησης ή, και των απαντήσεων από το πρώτο ερώτημα;
Ως προς το ζήτημα της απάντησης του πρώτου ερωτήματος, πρόκειται να αποτυπωθούν οι κατηγορίες βεβαίωσης της επιστήμης ως κοινωνικού θεσμού μέσω της αντιπαράθεσης δύο μεθοδολογιών. Η πρώτη μεθοδολογία έρχεται από την κοινωνιολογία του Emile.Durkheim, και της έχω αποδώσει τον όρο: «ανατομοπολιτική ορθολογικότητα», όρος δάνειο από τη φουκωική ορολογία και πρόκειται να καταστεί σαφής στη συνέχεια μέσα από τους ίδιους τους κανόνες που ορίζουν και συστηματοποιούν το ντιρκεμιανό επιστημονικό πράττειν. Μέσω αυτής της μεθοδολογίας, ο Durkheim, όχι μόνο παίρνει αποστάσεις από το τελεολογικό παράδειγμα των δασκάλων του (Comte, Spencer), αλλά καθιστά την έννοια της λειτουργικότητας του κοινωνικού γεγονότος, το συγκεκριμένο αντικείμενο έρευνας της κοινωνιολογίας του και της κοινωνιολογίας γενικά.
Τώρα και όσον αφορά το δεύτερο μεθοδολογικό παράδειγμα, αυτό προέρχεται από τους θεωρητικούς της Σχολής του Εδιμβούργου, από τους Barnes & Bloor. Ο όρος ο οποίος πρόκειται να αποτελέσει την «ύλη» ανάπτυξής και ως εκ τούτου, θα χρησιμοποιηθεί ως αντιπαραθετικό μοντέλο στην ντιρκεμιανή μεθοδολογία, είναι η θεωρία του «φινιτισμού». Οι βασικές αρχές της πρόκειται να αλιευθούν από τις θέσεις του Ξανθόπουλου Χρήστου, όπως ο ίδιος γνωσιολογικά πλαισιώνει και αναλύει την παραπάνω θεωρία μέσα από το έργο του: «Η νέα κοινωνιολογία της γνώσης, μία φιλοσοφική θεώρηση».
Έχοντας ολοκληρωθεί ο πρώτος στόχος, η εργασία πρόκειται να κλείσει με την ανάδειξη της απάντησης του δευτέρου ερωτήματος. Σε αυτή την προσπάθεια, οδοδείκτες πρόκειται να αποτελέσουν οι θέσεις του φιλοσόφου Karl Popper, ειδικά εκείνες οι θέσεις περί της διαδικασίας άρθρωσης των κανόνων της μεθοδολογίας του «κριτικού ορθολογισμού», και ποια η αξία της συγκεκριμένης μεθόδου ως προς τη λειτουργία της επιστήμης ως κοινωνικού θεσμού.
Στη σκέψη του Γάλλου φιλοσόφου και κοινωνιολόγου, ο θεσμός οροθετείται αποκλειστικά και μόνο υπό τη μορφή του κοινωνικού γεγονότος. Πλαισιώνοντας εξηγηματικά τι είναι κοινωνικό γεγονός, αυτομάτως δι-ανοίγεται ο χρηστικός ρόλος του, αφετέρου ποιος ο διαμεσολαβητικός ρόλος του ως προς το ανθρώπινο κοινωνικό πράττειν. Μέσα από το έργο του «Κανόνες κοινωνιολογικής μεθόδου», είμαι σε θέση να ορίσω ως κοινωνικό γεγονός την υποταγή του υποκειμένου στην κατηγορική προσταγή του καθήκοντος, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στη συνείδησή του μέσω των μηχανισμών κοινωνικοποίησης. Αυτοί οι μηχανισμοί υπάρχουν ως επιταγές νόμου με αντικειμενικό χαρακτήρα και είναι εξωτερικοί ως προς το υποκείμενο. Όπως και ο ίδιος ο Durkheim γράφει, η τάξη των γεγονότων «συνίστανται σε τρόπους του δραν, του σκέπτεσθαι και του αισθάνεσθαι, εξωτερικούς σε σχέση με το άτομο και προικισμένους με μια δύναμη εξαναγκασμού, χάρη στην οποία του επιβάλλονται» (Durkheim 1978: 67).
Για τον Durkheim, ο εξαναγκασμός δε συνίσταται ως δείξιμο με μονόδρομη και αποκλειστική φορά από τα έξω προς τα μέσα, αλλά ως κατηγορία οφειλής και κατ’ επέκταση κατάφασής της μέσω του λειτουργικού περιεχομένου του κύρους που τον προσδιορίζει (π.χ. νομικό σύστημα, έθιμα, κώδικας επαγγελματικής συμπεριφοράς κλπ). Η έννοια του κύρους, όπως και ο ίδιος σημειώνει, δεν αποτελεί μια κατηγορία γνώσης με απριορικό περιεχόμενο, αλλά μια κατάσταση πραγματικότητας η οποία παγιώνεται εν τω χρόνω με την επανάληψη και με την γνωστική ποσοτικοποίηση του κέρδους και της ζημίας από τα ίδια τα υποκείμενα εν συνόλω. Πιο ειδικά και σύμφωνα με τα προαναφερθέντα περί του κοινωνικού γεγονότος, θεσμός όπως και ο ίδιος σημειώνει, είναι ο χάρτης ο οποίος εμπεριέχει «όλες τις πεποιθήσεις και τους τρόπους συμπεριφοράς που καθιερώνει η ομαδικότητα» (Durkheim 1978: 59 ).
Έχοντας μέχρι σε αυτό το σημείο αποτυπώσει όσο πιο πυκνωτικά γίνεται κάποιες από τις πιο βασικές έννοιες της ντιρκεμιανής κοινωνιολογίας, μπορούμε να εισέλθουμε στον πυρήνα του ερωτήματος: Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της επιστήμης ως κοινωνικού θεσμού με βασικό υποκαθοριστικό δεδομένο την ορθολογικότητα; Σύμφωνα με τον Raymon Aron, και με τον τρόπο που διαβάζει τον Durkheim, η επιστήμη συνιστά κοινωνικό θεσμό, καθώς η επιστήμη εκφράζει έννοιες και όρους μέσω των οποίων η κοινωνία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της και υπάρχει εντός του ιστορικού χρόνου. Συνεχίζοντας τη μελέτη του, ο Aron, αποφαίνεται ότι η κοινωνία υφίσταται ως μια ολότητα γεγονότων που συγκροτούν στη συνείδηση του υποκειμένου κοινές πίστεις, αξίες, κοντολογής αυτό που ο Durkheim όρισε ως συλλογικές αναπαραστάσεις, δηλαδή γνώσεις που εναρμονίζονται λειτουργικά με το συλλογικό (Aron 2008: 498). Η εναρμόνιση των καταστάσεων με τη γνώση του συλλογικού, σε τελική ανάλυση αποκαλύπτει αποφασιστικά γεγονότα τα οποία ιεραρχούνται και ταξινομούνται σε κυρίαρχα και σε δευτερεύοντα, σε ομαλά και σε παθολογικά, γεγονότα τα οποία ως αμιγώς κοινωνικά δε δύναται να προσδιορίζονται από ανεξαρτησία, δηλαδή από αυτό που η επιστήμη καλείται να επιτελέσει και να θεραπεύσει με την αναζήτηση της αλήθειας.
Η επιστήμη για να μην υποπέσει σε λάθη, είναι υποχρεωμένη να αναπτύξει όσο γίνεται πιο ισχυρές πρακτικές θωράκισης της μεθοδολογίας της. Για τον Durkheim, οι πρακτικές θωράκισης μπορούν να επιτευχθούν, όταν οι κανόνες στήριξης της μεθοδολογίας τηρούνται με ατσάλινη πειθαρχία ως προς την αναζήτηση της αλήθειας. Και η αναζήτηση της αλήθειας για το υποκείμενο που την ερευνά, σύμφωνα με τον ίδιο, οφείλει να ακολουθήσει τις παρακάτω τρεις πρακτικές:
- Η αμφισβήτηση των γνωστικών ειδώλων: Ο Durkheim σε αυτό τον κανόνα προτάσσει τη μετάβαση από τη θυμική στην αντικειμενική γνώση. Το πέρασμα και η επιτυχία αυτής της πράξης, συνίσταται στη συστηματική άρση όλων των προϊδεάσεων τις οποίες ο επιστήμονας φέρει εντός της συνείδησής του (Durkheim 1978: 95). Για τον Durkheim, το πάθος ως αρχή του ψυχικού οργάνου, αποτελεί εχθρικό οδηγό για τη διεξαγωγή μιας αντικειμενικής έρευνας. Σε αυτό το σημείο παρατηρούμε την προσπάθεια γάμου της καρτεσιανής μεθοδικής αμφιβολίας με τις αναλύσεις του Bacon περί της θεωρίας των ειδώλων. Η απομάγευση του φετίχ της συνήθειας των προϊδεάσεων και οι βεβαιότητες που απορρέουν, δεν έχουν χώρο στη ντιρκεμιανή ορθολογικότητα, ειδικά στο χώρο της επιστημολογίας που προσπαθεί να θεμελιώσει. Ο επιστήμονας μέσα από το έργο του Durkheim, δε σκέπτεται με το πάθος του κοινού νου, αλλά ως ανατόμος. Δηλαδή, ως υποκείμενο που δε μεταβιβάζει το αίσθημά του στη διαδικασία, αλλά το αίσθημα για αυτόν είναι αντικείμενο καταγραφής και μελέτης ως προς το σκοπό της έρευνας.
- Γνωρίζω ότι αντικειμενικά μπορώ να ορίσω: Το καρτεσιανό cogito ergo sum, βρίσκει την υπεροχική εφαρμογή του σε αυτό τον κανόνα. Όπως για τον Descartes είναι μεθοδολογικά αδύνατο να θεωρούμε πως αυτό που σκέφτεται και στο χρόνο που σκέφτεται, δεν υπάρχει (Descartes 2012: 97), έτσι και στον Durkheim, είναι μεθοδολογικά αδύνατο να θέλουμε να γνωρίσουμε κάτι χωρίς να έχουμε ορίσει το περιεχόμενο του γεγονότος στο οποίο αναφέρεται. Η «αναζήτηση της ύλης του θεμελιώδους ορισμού» (Durkheim 1978: 99), συνιστά το απόλυτο της απόστασης μεταξύ επιστήμης και κοινής συνείδησης. Ο επιστήμονας ως το κατ’ εξοχή κυριαρχικό γλωσσικό υποκείμενο, είναι σε θέση να εκφράσει τα γεγονότα όπως αυτά υπάρχουν, και όχι σύμφωνα με σκοπούς που τον ίδιο τον ωφελούν. Υπό αυτή την προοπτική και με όρους κοντά στην κοινωνιολογία του Vilfredo Pareto, το υποκείμενο της επιστήμης, είναι ένα υποκείμενο απαλλαγμένο από εγωιστικά κατάλοιπα.
- Η αρχή του μόνιμου μέτρου στην έρευνα: Καθώς η κοινωνική ζωή διέπεται από τη μεταβλητότητα του είναι της, συγχρόνως η ίδια η κοινωνική ζωή έχει αναπτύξει μηχανισμούς άμυνας ως προς την πλαισίωση της μεταβλητότητας που τη χαρακτηρίζει. Το ποινικό σύστημα, οι άτυποι κανόνες περί του κοινωνικού πράττειν, ο εξαναγκαστικός χαρακτήρας των θεσμών κλπ., συνιστούν κάποια σταθερά αντικείμενα μέσω των οποίων η ροή του κοινωνικού είναι μπορεί να αξιολογηθεί με πιο προσεκτικό τρόπο. Η αξία των σταθερών αντικειμένων στο χώρο της επιστήμης, όπως και ο ίδιος ο Durkheim υποστηρίζει, έχουν τη δύναμη να αξιολογούνται ως πράγματα στη συνείδηση του επιστήμονα. Το πράγμα ως διάφορο και διαφορετικό της ιδέας, καθίσταται ένα γεγονός ελέγξιμο όπως συμβαίνει και στις φυσικές επιστήμες (Durkheim 1978: 108). Με τον ορισμό του γεγονότος σε πράγμα, το γεγονός δε συνεπάγεται ως μία κατηγορία του πραγματικού, αλλά ως μια κατηγορία συγκεκριμένης στάσης ως προς τη μελέτη του ίδιου του πραγματικού. Ο κοινωνικός επιστήμονας πατώντας εν μέρει στα πρότυπα του φυσικού επιστήμονα μέσω της παρατήρησης και των συγκριτικών ιστορικών ερευνών-, δηλαδή μία μορφή έμμεσου πειράματος, αποτυπώνει αυτό που για την μέθοδο έχει σημασία, το διαχωρισμό του αίτιου από τη λειτουργία του γεγονότος, και το βαθμό επανάληψης των περιεχομένων που το συγκροτούν ως γεγονός.
Παρατηρήσαμε ότι στον Durkheim, η επιστήμη, αποκτά λειτουργία κοινωνικού θεσμού με βασικό προσδιοριστικό άξονα τον όρο ανατομοπολιτική ορθολογικότητα-, δηλαδή τη μέθοδο που πλαισιώνει το σκέπτεσθαι του επιστήμονα και υποκαθορίζει τα κριτήρια αντικειμενικότητας της μελέτης του. Εν αντιθέσει, στους Barnes & Bloor, η συνθήκη της επιστήμης ως κοινωνικός θεσμός, ορίζεται με όρους μη σταθερότητας του κανόνα ως προς τη διεξαγωγή της έρευνας, όπως και με το συμβατικό χαρακτήρα της γνώσης. Ας παρακολουθήσουμε τα παραπάνω σύμφωνα με το μοντέλο της θεωρίας του φινιτισμού.
Ακολουθώντας τη μελέτη του Ξανθόπουλου, ορίζω τη θεωρία του φινιτισμού ως διαδικασία αμφισβήτησης των παγιωμένων όρων μέσω των οποίων η επιστήμη χρησιμοποιεί ως προς το σκοπό που καλείται να υπηρετήσει. Η εν λόγω αρχή αμφισβήτησης των πλαισίων συγκρότησης των όρων, σύμφωνα με τον Ξανθόπουλο, επιτελείται με την ανοικτότητα του πλάτους των ίδιων των όρων. Αυτό σημαίνει ότι ο (χ) επιστημονικός όρος, είναι ένας όρος που συγκροτείται στην ιστορική πολυσθένεια των διαδικασιών της επιστημονικής έρευνας και ως εκ τούτου, συνεχώς μεταβάλλεται (Ξανθόπουλος 2011: 255). Πιο ειδικά και ιχνηλατώντας τη θεωρία του φινιτισμού ως διαδικασία πολυσθένειας, εκμαιεύεται το συμπέρασμα όπως και ο Ξανθόπουλος σημειώνει, ότι η γλωσσική χρήση ενός όρου όχι μόνο επιδέχεται στο σώμα του νέες τροποποιήσεις στο μέλλον, αλλά στην ενεστωτική χρήση του συνίσταται ως μια συλλογική σύμβαση σύμφωνη με τα επιστημονικά ενδιαφέροντα της κοινότητας που τον χρησιμοποιεί (Ξανθόπουλος 2011: 256).
Η ενεστωτική μελλοντοποίηση ενός όρου, σύμφωνα με τους Bloor & Barnes, αναδεικνύει μείζονες κατηγορίες συγκρότησης και παραγωγής επιστημονικής γνώσης. Οι προσδιοριστικοί παράγοντες του χρόνου, των συνθηκών εφαρμογής τους, οι στόχοι των υποκειμένων που διεξάγουν την έρευνα, φέρει στην επιφάνεια την «προβληματική» της ταξινόμησης (Ξανθόπουλος 2011: 257). Ρόλος κάθε ταξινομικής πρακτικής είναι η απόδοση ονόματος σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά που συγκροτούν την έννοια ή, ακόμα και την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη. Εάν ότι ταξινομείται αποκτά μία σημασία σύμφωνα με το όνομα που φέρει, και μια συγκεκριμένη οικονομία ιστορικού βίου, και εδώ η ψυχιατρική και η ψυχολογία είναι πλούσιες σε αυτό το πεδίο, η θεωρία του φινιτισμού υπό το πρίσμα της δυνατότητας διεύρυνσης της έκτασης ενός όρου, αφενός έρχεται ως μηχανή σύγκρουσης στο φετίχ μιας στρατηγικής ονοματοδοσίας τύπου σκάκι (ο πύργος είναι πάντα πύργος με συγκεκριμένες κινήσεις, η σειρά είναι ίδια και για τα υπόλοιπα πιόνια), αφετέρου μέσω αυτής της σύγκρουσης να επισημάνει το πεπερασμένο.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω στο ζήτημα της ανοικτότητας της έκτασης ενός όρου, σύμφωνα με τον ορισμό του φινιτισμού από τον Bloor, μου δίνεται ο χώρος να αποτυπώσω με τον πιο καθαρό τρόπο το αντιπαραθετικό μοντέλο των δύο θεωριών. Ο φινιτισμός σύμφωνα με τον Bloor, «συμφιλιώνεται με αυτό που δεν τελειώνει(infinite), θεωρώντας το τελευταίο όχι κάτι το άπειρο, αλλά κάτι που δεν έχει το θεσμό (institution) του τέλους» (Ξανθόπουλος 2011: 259). Ο φινιτισμός βάσει του παραπάνω ορισμού, είναι ένας ορισμός ο οποίος προτάσσει το μέγιστο της διάρκειας του μέλλοντος. Εκκινώντας από αυτή την πρόταση και ακολουθώντας τη μελέτη του Ξανθόπουλου, μπορώ να υποστηρίξω δύο βασικές επιστημολογικές κατηγορίες συγκρότησης της θεωρίας του φινιτισμού. Τον αντικαρτεσιανό χαρακτήρα του, τη μη σταθερότητα του βασικού υποκαθοριστικού δεδομένου της επιστήμης, δηλαδή την ορθολογικότητα. Πιο συγκεκριμένα:
- Από την κυριαρχία της έκτασης στο εφήμερο της σύμβασης: Για τον Descartes το απεριόριστο της σκέψης υπερέχει της υλικής και πεπερασμένης εκτατότητας του σώματος. Ο καρτεσιανός δυισμός σε σκέψη ως κυριαρχικό κατηγόρημα και στην ύλη ως εν δυνάμει παθολογικό λόγω της φθαρτότητάς της, μέσω της θεωρίας του φινιτισμού, δέχεται κλονισμό. Ο φινιτισμός, είναι η θεωρία απομάγευσης των εσωτερικών ιδιοτήτων τις οποίες ο όρος κουβαλάει κατά τη διάρκειά του στο χρόνο. Το τι μπορεί να είναι αλήθεια ή, τι μπορεί να είναι ψεύδος, αποκτά ενδιαφέρον από τα ίδια τα γλωσσικά υποκείμενα που χρησιμοποιούν τους όρους και τους ανταλλάσσουν σύμφωνα με αυτό που επιθυμούν να πετύχουν (Ξανθόπουλος 2011: 257).
- Το πλάτος μεταβάλλεται. Τίποτα δεν είναι σταθερό: Ενώ στην ντιρκεμιανή κοινωνιολογία της γνώσης, η ανάγκη ύπαρξης μόνιμου μέτρου στην έρευνα, αποτυπωνόταν με την επιτακτικότητα της ρύθμισης της πολυπλοκότητας σε λειτουργικές δομές που ήταν σε θέση να πετύχουν τον μέσο όρο του κανονικού και του εφικτού, στη θεωρία του φινιτισμού, οι έννοιες του ρίσκου και του αβέβαιου, έρχονται να επιβεβαιώσουν τον αναθεωρητικό χαρακτήρα της γλώσσας ως προς τη δομή των κανόνων που συγκροτούν την επιστήμη, αλλά και την ίδια την ορθολογικότητα. Το παιχνίδι της γλώσσας με την ισχύ του κανόνα, όπως αναφέρει και ο Ξανθόπουλος στη μελέτη του για τη θεωρία του φινιτισμού, αφενός αναδεικνύει την παρουσία του Wittgenstein καθόλη τη διάρκεια δόμησης του όρου από τους Barnes & Bloor (Ξανθόπουλος 2011: 262), αφετέρου τόσο με ρητό όσο και με άρρητο τρόπο, οι θεωρητικοί της Σχολής του Εδιμβούργου, παρουσιάζουν την έννοια της συλλογικότητας ως αναγκαίο εργαλείο παραγωγής επιστήμης μέσω της κοινής χρήσης και εφαρμογής του κανόνα (Ξανθόπουλος 2011: 261).
Η σκέψη του Popper σύμφωνα με το ερώτημα που τέθηκε στην αρχή της εργασίας, απομακρύνεται κατά πολύ από τα δύο προηγούμενα παραδείγματα. Ανάμεσα στον ντιρκεμιανό συλλογισμό της επιστήμης ως κοινωνικού θεσμού με βασικό πρόταγμα τη συμπεριφορομέτρηση για τη δημιουργία του συλλογικού, και στον σχετικιστικό χαρακτήρα των συμβάσεων όπως αυτοί προκύπτουν με την αναλογία ύπαρξης συγκεκριμένων χωροχρονικών ορίων στη βάση της θεωρίας του φινιτισμού, ο Popper, παίρνοντας καθαρές αποστάσεις από τις παραπάνω μεθοδολογίες, φέρει τη δική του πρόταση στην επιστήμη της κοινωνιολογίας της γνώσης με τον όρο που ο ίδιος προτείνει, τον «κριτικό ορθολογισμό».
Για τον Popper αντικείμενο της επιστήμης είναι η γνώση, και δεν μπορεί να υπάρχει γνώση χωρίς την απορία-, δηλαδή τη στοχαστική πράξη ανάδειξης του προβλήματος. Όπως και ο ίδιος σημειώνει, η αξία του προβλήματος, δηλώνει το βαθμό επιτυχίας της γνώσης, καθώς κάθε πρόβλημα δεν προκύπτει αυθαίρετα, αλλά από την ανάγκη βαθμού εξέτασης των σφαλμάτων σύμφωνα με την κατακτηθείσα γνώση (Popper 1996: 308). Από τι στιγμή που κάτι προσδιορίζεται με όρους ανίχνευσης σφάλματος, αυτομάτως δηλώνεται και η κατεύθυνση του υποκειμένου ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το βαθμό κυριαρχίας της κατακτημένης γνώσης. Άρα για τον Popper, η αξία ή η απαξία της επιστήμης, δηλώνεται με όρους ποιότητας και τόλμης άρθρωσης του προβλήματος και των τρόπων επίλυσής του.
Η αξία της επιστήμης, είναι μια επιστήμη άξια στην περίπτωση που αποδέχεται την ποιοτική κριτική (Popper 1996: 310). Η αποδοχή της κριτικής συνιστά την κατάφαση της επιστήμης ως προς την ανασκευή της. Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να φανταστούμε το έργο της κριτικής όπως τον τρόπο που εργάζεται ένας μάστορας. Ο μάστορας καθόλη τη διάρκεια της εργασίας του, παρουσιάζεται ως ολότητα στο χρόνο που εργάζεται. Οι εμπειρίες του βίου του, αλλά και η μαθητεία του σε άλλο μάστορα, δεν αποτελούν “παγωμένες πραγματικότητες”, αλλά ουσίες τέχνης και συναρμογές κίνησης, χρόνου, γνώσης. Όλα τα παραπάνω δεν γίνονται εν κενώ, ούτε και με ενστικτώδη τρόπο. Υπάρχουν ως κανονικότητες που συνεχώς διευρύνονται με τη σωστή χρήση τους και με την ανοικτότητα της σκέψης εάν δεν πάει κάτι καλά, να υπάρχουν οι προϋποθέσεις ανασκευής του. Έτσι και η κριτική οφείλει να εξαντλήσει όλο το ενδιαφέρον της όχι μόνο στη διαλογή των υλικών που αναδεικνύουν το επιστημονικό από το εξωεπιστημονικό, αλλά και στον τρόπο σημείωσης της μεθόδου η οποία με την ανοικτότητα της «λογοφιλίας» θα είναι έτοιμη ως προς την ανασκευή της.
Κλείνοντας και αθροίζοντας την ποπεριανή προοπτική περί επιστήμης και εντάσσοντάς την στην έννοια του κοινωνικού θεσμού, θεωρώ ότι μπορούμε να υποστηρίξουμε τον κοινωνικοθεσμικό ρόλο της, στο βαθμό που η επιστήμη θέτει ουσιαστικά ερωτήματα ως προς το απεριόριστο της άγνοιάς της.
Αναφορές
Aron, R. (2008), Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης, Αθήνα, Γνώση.
Descartes, R. (2012), Οι αρχές της φιλοσοφίας I & II, Αθήνα, Εκκρεμές.
Durkheim, E. (1978), Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου, Αθήνα, Gutenberg.
Popper, K. (1996), Η λογική των κοινωνικών επιστημών, στο Γ. Κουζέλης και Κ. Ψυχοπαίδης (επιμ.), Επιστημολογία των κοινωνικών επιστημών κείμενα, Αθήνα, Νήσος, σσ. 308-310.
Ξανθόπουλος, Χ. (2011), Η νέα κοινωνιολογία της γνώσης μία φιλοσοφική θεώρηση, Αθήνα: Παπαζήση.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.