Κάτσενος Κωνσταντίνος
Ντούνης Σταμάτης
Ο Charles Baudelaire, «Δάντης μιας παρηκμασμένης εποχής», έζησε στο Παρίσι στα μέσα του 19ου αιώνα, σε μια περίοδο στη διάρκεια της οποίας η πόλη άλλαζε δραματικά. Η βιομηχανοποίηση, η πρωταρχική συσσώρευση, οι αναδιαρθρώσεις και η ανακαίνιση του Παρισιού ώστε να ευνοεί τον καπιταλισμό, ανάγκασε ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων να αλλάξει δραστικά τρόπο ζωής. Ιδιαίτερα η αύξηση των ενοικίων θα μεταφέρει το προλεταριάτο από το κέντρο προς τα προάστια, με αποτέλεσμα οι γειτονιές του Παρισιού να χάσουν τη χαρακτηριστική τους φυσιογνωμία.
Ο Walter Βenjamin χαρακτηρίζοντας το Παρίσι ως την πρωτεύουσα του 19ου αιώνα λόγω των δομικών αλλαγών που συντελέστηκαν, γράφει χαρακτηριστικά: «Η έρευνά μας επιχειρεί να εκθέσει το πώς, ως επακόλουθο της πραγμοποιημένης εκδήλωσης του πολιτισμού, οι νέες μορφές συμπεριφοράς ή οι καινοτομίες που οφείλονται στις οικονομικές και τεχνολογικές βάσεις του δεκάτου ενάτου αιώνα, εισέρχονται στο σύμπαν μιας φαντασμαγορίας». Η έννοια φαντασμαγορία συνδέεται με τον φετιχιστικό χαρακτήρα του εμπορεύματος στο επίπεδο της κουλτούρας[1]. Και θα συμπληρώσει: «Αντίστοιχες προς αυτές τις φαντασμαγορίες της αγοράς, όπου οι άνθρωποι εκδηλώνονται μόνον ως τύποι, είναι οι φαντασμαγορίες του εσωτερικού χώρου οι οποίες συνίστανται στην επιτακτική ανάγκη του ανθρώπου να αφήσει το αποτύπωμα της ιδιωτικής προσωπικής ύπαρξής του στους χώρους στους οποίους κατοικεί». Αντίστοιχα, περιγράφοντας την εισβολή του ιδιώτη στο πεδίο της ιστορίας κατά τη διάρκεια της Βασιλείας του Λουδοβίκου-Φίλιππου, θα γράψει: «Για τον ιδιώτη, οι χώροι κατοικίας βρίσκονται για πρώτη φορά σε αντιδιαστολή με τους χώρους εργασίας. Οι πρώτοι αποτελούν το εσωτερικό. Το παραπλήρωμά τους είναι το γραφείο (το γραφείο διαχωρίζεται σαφώς από τον πάγκο του μαγαζιού∙ με την υδρόγειό του, τους χάρτες στον τοίχο και το κιγκλίδωμά του, μοιάζει με κατάλοιπο τεχνοτροπίας μπαρόκ, που προηγείται των δωματίων στις σημερινές κατοικίες).
Ο ιδιώτης, ο οποίος στο γραφείο ασχολείται με την πραγματικότητα, χρειάζεται το οικιακό εσωτερικό για να τρέφει τις ψευδαισθήσεις του. Η ανάγκη αυτή καθίσταται περισσότερο πιεστική, εφόσον ο ιδιώτης δεν έχει καμία πρόθεση να ενσωματώσει στα επαγγελματικά του συμφέροντα μια σαφή αντίληψη της κοινωνικής του λειτουργίας. Στη διευθέτηση του ιδιωτικού του περιβάλλοντος, καταστέλλει αμφότερα τα ζητήματα αυτά. Από το γεγονός αυτό απορρέουν οι φαντασμαγορίες του εσωτερικού, οι οποίες για τον ιδιώτη αντιπροσωπεύουν το σύμπαν. Στο εσωτερικό συνθέτει απομακρυσμένους τόπους και αναμνήσεις του παρελθόντος. Το καθιστικό του είναι το θεωρείο στο θέατρο του κόσμου. Το εσωτερικό είναι το άσυλο, όπου καταφεύγει η τέχνη. Ο συλλέκτης αποδεικνύεται ο πραγματικός κάτοικος του εσωτερικού. Αποστολή του γίνεται η εξιδανίκευση των αντικειμένων»[2].
Το κοινωνικό πλαίσιο που διαμορφώνεται στο Παρίσι, θα αποτελέσει για τον Baudelaire την πηγή έμπνευσής του, καθώς στο εσωτερικό του αναζητά «τη σκοτεινή και καταχθόνια πλευρά της ανθρωπότητας, θέτοντας αντίστοιχα μεταφυσικά ερωτήματα»[3]. Παράλληλα επηρεάστηκε «από την παλαιότατη πίστη στις ανταποκρίσεις (correspondences)» — επειδή πίστευε ότι υπάρχει μια δομική αλληλεπίδραση μεταξύ του ανθρώπινου ψυχισμού και του εξωτερικού κόσμου και αντίστοιχα του φυσικού και του πνευματικού κόσμου. Τέλος, «τα πάντα, μορφή, κίνηση, αριθμός, χρώμα, άρωμα στον πνευματικό όσο και στο φυσικό κόσμο, είναι μεστά σημασίας, αμοιβαία, αντίστροφα, αντίστοιχα»[4].
Ο Baudelaire θα έρθει σε ρήξη με την εξιδανίκευση του ιστορικού παρελθόντος, τη λατρεία της φύσης και του ειδυλλιακού εξωτισμού που χαρακτηρίζουν τη ρομαντική θεματολογία και θα εστιάσει το βλέμμα του στο ανώνυμο πλήθος[5] του αστικού πεδίου. Η ποίησή του πολιορκείται από δύο αντίθετες δυνάμεις που συγκρούονται και δημιουργούν έναν εσωτερικό διχασμό που την ωθεί «άλλοτε να περιφρονεί κι άλλοτε να συμπάσχει, άλλοτε να συμφύρει εαυτόν με το ανώνυμο πλήθος κι άλλοτε να δραπετεύει, αναζητώντας στο όνειρο, στη μέθη ή στο ταξίδι εφήμερους τρόπους διαφυγής – από εκεί απορρέει και η ανίατη μελαγχολία του ποιητή, γνωστή ως spleen[6], που διαπερνά την ποίησή του»[7]. Την έννοια της ομορφιάς δεν την εντοπίζει μόνο στο καλό, το ηθικό ή στο ωραίο αλλά ακόμα και στην πιο ανήθικη, χυδαία η σατανική έκφανση του αστικού κόσμου[8]. Αντίστοιχα, η παρουσία της γυναίκας στην ποίησή του άλλοτε κατακλύζεται από μια αισθησιακή ομορφιά αποτελώντας το ιδεατό αντικείμενο του πόθου και άλλοτε μεταμορφώνεται σε ένα νοσηρό δίχως αισθήματα τέρας. Δισυπόστατη είναι και η παρουσία των παιδιών και των φτωχών[9].

Η διχοστασία που χαρακτηρίζει την ποίηση του Baudelaire έναντι του αστικού κόσμου αποτυπώνεται στα Άνθη του Κακού αλλά κυρίως στη δεύτερη ποιητική του συλλογή, τα Μικρά ποιήματα σε πεζό. Όπως αναφέρει στον πρόλογο των Μικρών ποιημάτων σε πεζό από τις εκδόσεις oposito ο μεταφραστής Ζ. Δ. Αϊναλής: «Τα Άνθη του Κακού είναι η κατάθεση μιας απομάγευσης», καθώς η μετάβαση από τον έναν κόσμο στον άλλον προξένησε κρίση συνείδησης. «Ο παλιός κόσμος και τα σημαινόμενά του ξεφλουδίζονται σιγά-σιγά με το μαχαίρι, ώσπου να μείνει στο τέλος ο σκελετός του μόνον, ένα άδειο κέλυφος, γυμνού περιεχομένου και κενό νοήματος. […] Στη πορεία, ο Baudelaire αντικρίζοντας το κενό αυτό, θα προσπαθήσει να το πληρώσει με τα Μικρά ποιήματα σε πεζό»[10]. […] Ο καινούργιος υλικός κόσμος, ο νέος κοινωνικός ιστορικός χώρος, με τις δικές του σχέσεις, με τα δικά του ιδεολογήματα, με τα δικά του αδιέξοδα και τους δικούς του αμείλικτους ανταγωνισμούς, με τους δικούς του ανθρωπολογικούς τύπους, δεν γίνεται να εκφραστούν με τις λογοτεχνικές μορφές ενός άλλου, παρελθόντος κόσμου. Τα καινούργια σημαινόμενα που δημιουργούν οι αντιφάσεις της σύγχρονης ζωής χρειάζονται καινούργια σημαίνοντα για να διατυπωθούν»[11].
Τα Μικρά ποιήματα σε πεζό, δημοσιεύτηκαν στο σύνολό τους το 1869, δύο χρόνια μετά το θάνατο του δημιουργού τους και εισήγαγαν ένα νέο βλέμμα και έναν καινούριο τρόπο έκφρασης σχετικά με αυτή τη μοντέρνα ζωή. Ο Baudelaire, εγκλωβισμένος σε έναν κόσμο που νιώθει ξένος, περιπλανιέται στη νέα πόλη και παρατηρεί τους ανθρώπους, την κενότητα στις απογυμνωμένες συμπεριφορές τους, αποτυπώνοντάς τες με κάθε λεπτομέρεια. Όπως σημειώνει ο Ζ. Δ. Αϊναλής: «Υπό αυτή την έννοια στο επίκεντρο του βιβλίου βρίσκεται αυτή ακριβώς η παρισινή ζωή μέσα σε όλη αυτή την καπιταλιστική πολλαπλότητα της ∙ οι νέοι ανθρωπολογικοί τύποι της αυτοκρατορικής περιόδου, οι νεόπλουτοι αστοί και οι φτωχοί προλετάριοι, οι δανδήδες και οι παρίες, οι κύριοι του καλού κόσμου και οι επαίτες, οι μεγάλες κυρίες και οι πόρνες, αυλίζονται όλοι κλεισμένοι στις σελίδες του»[12]. Ίσως να μην είναι αδόκιμο αν χαρακτηρίζαμε την περιπλάνηση του Baudelaire μέσα στον αστικό ιστό του Παρισιού, ως μια τεχνική πρώιμης ψυχογεωγραφίας που είχε ως στόχο να τον απελευθερώσει από τους καταπιεστικούς μηχανισμούς και της συμβάσεις της κοινωνίας. Τέλος, τα ακραία ξεσπάσματα βίας που συναντάμε τόσο στον «Κακό υαλοπώλη» όσο και στο «Για να ξεκάνουμε τους φτωχούς!», «προοικονομεί σε μεγάλο βαθμό το Κουρδιστό Πορτοκάλι του Anthology Burgess και την άλογη βιαιότητα που χαρακτηρίζει το σύγχρονο βίο»[13], αλλά και τα απελευθερωτικά ξεσπάσματα βίας στα παρισινά προάστια και στα κλειστά κέντρα κράτησης για πρόσφυγες και μετανάστες, όπως είδαμε σχετικά πρόσφατα να συμβαίνει στη Μόρια.
Σήμερα διανύουμε μια περίοδο όπου ο εξευγενισμός των πόλεων, ο ακραίος καπιταλισμός και το μεταναστευτικό κύμα αλλάζουν το τοπίο των σύγχρονων μητροπόλεων. Η έλευση της πανδημίας του κορονοϊού επιπλέον έφερε μεγάλες απώλειες και πάρα πολλοί άνθρωποι βρίσκονται σε μία μετέωρη κατάσταση όπου το μέλλον φαίνεται αβέβαιο. Τα αισθήματα της αποξένωσης, της ασφυξίας, της ακύρωσης, της ματαιότητας καθώς επίσης και του αποκλεισμού που είναι έκδηλο στα πεζά ποιήματα του Baudelaire αποτυπώνονται στα βλέμματα των μεταναστευτικών και των προσφυγικών πληθυσμών που προσπαθούν να γλυτώσουν από τον πόλεμο και την πείνα και να ξεκινήσουν μια νέα ζωή.
Υπό αυτές τις συνθήκες κάποιες πληθυσμιακές κοινότητες πλήττονται ακόμη περισσότερο, ή για την ακρίβεια είναι εντελώς αποκλεισμένες και περιθωριοποιημένες. Οι ΛΟΑΤΚΙΑ+ πρόσφυγες είναι μία από αυτές τις κοινότητες, καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν εκτός από τις συνέπειες της βίαιης μετατόπισής τους λόγω του πολέμου και των κοινωνικών διακρίσεων, τον (βίαιο) ρατσισμό στις ευρωπαϊκές πόλεις αλλά και την ομοφοβική συμπεριφορά μεγάλου μέρους του μεταναστευτικού και του προσφυγικού πληθυσμού. Το οξύ βλέμμα του Baudelaire στη σύγχρονη ζωή θεωρούμε ότι εκφράζει αυτό το συναίσθημα της αποξένωσης που βιώνει ο συγκεκριμένος πληθυσμός. Επιπλέον, η εκφραστική καινοτομία των Μικρών ποιημάτων σε πεζό συμβαδίζει με την ανάγκη για νέους τρόπους έκφρασης στη δική μας περίοδο των αλλαγών. Γι’ αυτό το λόγο πήραμε την πρωτοβουλία να κυκλοφορήσουμε αυτή τη μουσική συλλογή, της οποίας οι απαγγελίες βασίστηκαν εξ ολοκλήρου στα Μικρά ποιήματα σε πεζό, σε μετάφραση του Ζ. Δ. Αϊναλή από τις εκδόσεις oposito, τις οποίες και ευχαριστούμε.
H συλλογή θα κυκλοφορήσει ψηφιακά από το bandcamp στις 11 Ιουνίου καθώς επίσης και σε CD που θα συνοδεύουν το βιβλίο σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Όλα τα έσοδα αυτής της κυκλοφορίας θα πάνε στην ομάδα Emantes, που υποστηρίζει ενεργά ΛΟΑΤΚΙΑ+ πρόσφυγες. Η Emantes παρέχει τόσο υλική βοήθεια (τροφή, καταλύματα έκτακτης ανάγκης, ρούχα, φάρμακα) όσο και άυλη (νομική βοήθεια και πρόσβαση σε ιατρικές και σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας).
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το Emantes, επισκεφθείτε τον ιστότοπο τους στη διεύθυνση https://www.emantes.com/ ή στη σελίδα τους στο Facebook https://www.facebook.com/emantesInternationalLgbtqiaSolidarity/
bandcamp | https://kathenakaimiachimera.bandcamp.com/
Εκδόσεις Oposito | https://www.opositobooks.com/
Βιβλιογραφία:
- Charles Baudelaire, Μικρά ποιήματα σε πεζό, μτφ Ζ. Δ. Αϊναλή, εκδόσεις oposito, Αθήνα 2018
- Walter Benjamin, Παρίσι, πρωτεύουσα του 19ου αιώνα, Παρουσίαση του 1939, μτφρ. Λεωνίδας Μαρσιανός, Αθήνα 2021
- Walter Benjamin, Παρίσι, πρωτεύουσα του 19ου αιώνα, Παρουσίαση του 1939, μτφρ Ροζαλί Σινοπούλου, εκδόσεις ΟΥΑΠΙΤΙ, Αθήνα 2020
- Ομάδα Συζήτησης και Κριτικής, Η Κοινωνία του Θεάματος, Τετράδια Ανάγνωσης και Χρήσης, εκδόσεις Αντίθεση, Αθήνα 2021
- Συλλογικό έργο, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τις αρχές του 18ου, έως τον 20ο αιώνα, τόμος Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2008
- H. Abrams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων, μτφρ. Γιάννα Δεληβοριά – Σοφία Χατζηιωαννίδου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005
Ιστοσελίδες:
[1] «Ο κόσμος του θεάματος είναι ο κόσμος του εμπορεύματος. Απών και παρών ταυτόχρονα, αισθητός και μη αισθητός, ο κόσμος του θεάματος μας παρουσιάζεται έτσι όπως είναι καθώς ο κόσμος του εμπορεύματος βασιλεύει πάνω σε καθετί βιωμένο […] Η φαινομενικότητα του κόσμου των εμπορευμάτων είναι ο τρόπος ύπαρξης αυτού του κόσμου. Οι αυτονομημένες αναπαραστάσεις και εικόνες του κόσμου του εμπορεύματος και του θεάματος έχουν πραγματική ύπαρξη και δύναμη, είναι η πραγματικότητα αυτού του κόσμου και ως τέτοια κυριαρχεί πάνω στις ανθρώπινες ζωές. Η κίνηση του κόσμου των εμπορευμάτων είναι ταυτόχρονα κατακερματισμός των παραγωγών τους και συνεπώς απομάκρυνση των ανθρώπων μεταξύ τους. Πέρα όμως από τη διαίρεση και την ατομικοποίηση των ανθρώπων, αυτοί αποξενώνονται και από το προϊόν της εργασίας τους και συνεπώς απομακρύνονται από αυτό, από τον κόσμο που παράγουν και μέσα στον οποίο ζουν». Ομάδα Συζήτησης και Κριτικής, Η Κοινωνία του Θεάματος, Τετράδια Ανάγνωσης και Χρήσης, Αθήνα 2021, εκδόσεις Αντίθεση, σελ 72.
[2] Walter Benjamin, Παρίσι, πρωτεύουσα του 19ου αιώνα, Παρουσίαση του 1939, μτφρ. Λεωνίδας Μαρσιανός, Αθήνα 2021.
[3] Συλλογικό έργο, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τις αρχές του 18ου, έως τον 20ο αιώνα, τόμος Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ 200.
[4] M.H. Abrams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων, μτφρ. Γιάννα Δεληβοριά – Σοφία Χατζηιωαννίδου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, 460-461.
[5] «Το πλήθος γεννά στον άνθρωπο που παραδίνεται σε αυτό ένα είδος μέθης που συνοδεύεται από πολύ ιδιαίτερες ψευδαισθήσεις, ώστε βλέποντας τον περαστικό να παρασύρεται μέσα στο πλήθος, να βαυκαλίζεται κανείς ότι τον έχει κατατάξει, έχει αναγνωρίσει κάθε πτυχή της ψυχής του βάσει της εξωτερικής του εμφάνισης». Walter Benjamin, Παρίσι, πρωτεύουσα του 19ου αιώνα, Παρουσίαση του 1939, μτφρ. Ροζαλί Σινοπούλου, εκδόσεις ΟΥΑΠΙΤΙ, Αθήνα 2020, σελ 44.
[6] «Έτσι, εάν θα θέλαμε να ξεχωρίσουμε τη βασική δεσπόζουσα του έργου κάτω από την οποία επιστεγάζονται και συγχρωτίζονται όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα θα ξεχωρίζαμε τη βαρύνουσα σημασία του spleen (μελαγχολία). Έτσι, η μελαγχολία ορίζεται ως συνάρτηση της υπαρξιακής αγωνίας, του ψυχικού άλγους, της ασυμβατότητας προς τον εξωτερικό και εσωτερικό κόσμο, προς το είναι και το φαίνεσθαι». Στην ιστοσελίδα: http://www.poiein.gr/2017/03/19/oi-aeieaia-oco-iaeaaieeao-ooa-dhaaea-dhieciaoa-oio-idhuioeaen-adheeaeoeec-dhnioaaaeoc-oa-dheaeoei-dhiecoeeui-aeaeaeiaieeui-eae-aeeaooeeui-aeaooiaaoaui-anuoae-c-ayc-iuea/
«Η λέξη spleen προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη σπλην, η οποία στον Ιπποκράτη σχετίζεται με την έκκριση της μέλαινας χολής […] Χρησιμοποιήθηκε από συγγραφείς του 18ου αιώνα για να περιγράψει συμπτώματα υστερίας και υποχονδρίας». Walter Benjamin, Παρίσι, πρωτεύουσα του 19ου αιώνα, ό.π., σελ 85.
[7] Συλλογικό έργο, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τις αρχές του 18ου, ό.π, σελ. 201.
[8] Στο ίδιο
[9] Στο ίδιο.
[10] Charles Baudelaire, Μικρά Ποιήματα σε Πεζό, μτφρ. Ζ. Δ. Αϊναλής, εκδόσεις oposito, Αθήνα 2018, σελ 17.
[11] Στο ίδιο.
[12] Στο ίδιο, σελ 21.
[13] Στο ίδιο, σελ 22.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.