Ελένη Κυρίτση,
ΠΜΣ “Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Τουρισμού και Πολιτισμού”
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Είναι καιρός να μιλήσουμε για τους εργαζόμενους στον τουρισμό. Είναι μια ομάδα-κλειδί που μεσολαβεί μεταξύ της τοπικής κοινωνίας και του τουρίστα, αλλά και μεταξύ της επίσημης πολιτικής ηγεσίας και του διεθνούς καταναλωτικού κοινού. Παρά τον θεμελιώδη ρόλο του ωστόσο, πριν την εμφάνιση του COVID-19, ο διάλογος για τις προβληματικές πλευρές αυτού του τύπου εργασίας περιοριζόταν σε ακαδημαϊκές προσεγγίσεις μέσα στον κλάδο των τουριστικών σπουδών.
Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που εμπίπτουν στη μελέτη αυτού του εργασιακού κλάδου είναι η εποχικότητα. Τα ΜΜΕ προβάλλουν την εποχικότητα ως ένα φαινόμενο επιβλαβές για την τοπική κοινωνία και οικονομία, καθώς και για τους ίδιους τους επιχειρηματίες του τουρισμού –οι επιπτώσεις της όμως στους εργαζόμενους δεν έχει την ίδια μιντιακή κάλυψη. Τα σωματικά και ψυχικά αποτελέσματα της εποχιακής εργασίας είναι ήδη γνωστά στην ιατρική κοινότητα, και ωστόσο η σοβαρότητά τους δεν λαμβάνεται υπόψη στον τομέα του τουρισμού όσο, για παράδειγμα, στον αγροτικό τομέα. Αυτό πιθανώς σχετίζεται με την γενική ταύτιση του τουρισμού με την εποχικότητα, σε σημείο που δεν μπορούμε να φανταστούμε άλλες συνθήκες εργασίας σε αυτό τον κλάδο.
Η ποιότητα ζωής των εργαζομένων του τουρισμού συχνά παραγκωνίζεται λόγω και του κοινωνικού status που απολαμβάνουν. Ιδιαίτερα σήμερα, οι αντιλήψεις και εντυπώσεις του ευρύτερου κοινού για την ποιότητα ζωής και την επαγγελματική αυτοπραγμάτωση των εργαζομένων αυτών είναι συνυφασμένες με την προβολή των επαγγελμάτων του τουρισμού στα social media. Ζούμε σε μια εποχή που κάθε εργαζόμενος που θέλει να προωθήσει τη δουλειά του καλείται να χτίσει ένα προσωπικό brand σε ένα πλήθος από διαθέσιμες πλατφόρμες. Οι εργαζόμενοι στον τουρισμό, όντες εξ ορισμού σε μόνιμα επισφαλές εργασιακό καθεστώς, νιώθουν αυτή την ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Αν λάβουμε υπόψη την επιφανειακά περίοπτη σφαίρα δραστηριότητας μέσα στην οποία κινούνται (ταξίδια, γνωριμίες, νέες εμπειρίες), είναι ευνόητοι οι λόγοι που οδηγούν τα άτομα αυτά να διαμορφώνουν την επαγγελματική τους εικόνα με βάση τις πιο εντυπωσιακές πλευρές της δουλειάς τους. Αυτό οδηγεί τους καταναλωτές σε αναμενόμενες παρερμηνείες σχετικά με το επίπεδο δυσκολίας της δουλειάς και την ποιότητα ζωής των εργαζομένων στον τουρισμό –σε κάποιες δε περιπτώσεις ενθαρρύνει και τους εργοδότες να προωθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εργασίας στον τουρισμό παρουσιάζοντάς τα ως αντίβαρο για τις καταπατήσεις των εργασιακών δικαιωμάτων που γίνονται στο όνομα της εποχιακής εργασίας.
Αυτό μας φέρνει στο επόμενο ζήτημα της εργασίας στον τουρισμό, το οποίο είναι η μη συμμόρφωση των μεγάλων αλλά και των λεγόμενων «οικογενειακών» τουριστικών επιχειρήσεων με την υπάρχουσα εργασιακή νομοθεσία. Είναι κοινό μυστικό ότι όταν κανείς «φεύγει για σεζόν», ιδιαίτερα αν δεν έχει προϋπηρεσία, πρέπει να είναι έτοιμος να κάνει σημαντικές υποχωρήσεις όσον αφορά τα νόμιμα δικαιώματά του, όπως η ασφάλιση, τα καθορισμένα ωράρια και σε κάποιες περιπτώσεις η ίδια η νομιμότητα των υπηρεσιών που καλείται να παράσχει. Πέραν των τυπικών προϋποθέσεων τις οποίες οι εργοδότες συχνά αγνοούν επιδεικτικά, υπάρχει επίσης καταπάτηση των συμφωνιών ή και η καθαρή παραπληροφόρηση όσον αφορά τη διαμονή και διατροφή του υπαλλήλου. Όλα αυτά, φυσικά, έχει αποδειχθεί πολλάκις ότι αποθαρρύνουν τους εργαζόμενους από το να επιστρέψουν στην ίδια επιχείρηση την επόμενη σεζόν αλλά μειώνουν και την αποδοτικότητά τους. Επομένως, η συνέχιση αυτών των πρακτικών δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στην έλλειψη ελέγχου. Οι εργοδότες-επιχειρηματίες του τουρισμού συχνά δεν έχουν την απαραίτητη κατάρτιση και υποστήριξη εν γένει ώστε να αξιοποιήσουν σωστά το προσωπικό τους και να οργανώσουν επαρκώς την εύρυθμη και νόμιμη λειτουργία της επιχείρησης.
Ένα άλλο ζήτημα, το οποίο αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, είναι οι φορολογικές επιβαρύνσεις που ενδεχομένως στέκονται εμπόδιο στην ικανότητα των εργοδοτών να είναι νομότυποι χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της επιχείρησής τους. Σίγουρα υπάρχουν επιχειρηματίες του τουρισμού που προβάλλουν αυτό το επιχείρημα όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με τα αιτήματα των εργαζομένων, ωστόσο μια οικονομική ανάλυση μπορεί να αποδείξει κατά πόσο τα κέρδη μιας ελληνικής τουριστικής επιχείρησης απειλούνται από τη συμμόρφωση με τις νόμιμες διαδικασίες. Εάν πάντως αποδεχτούμε ότι οι παρανομίες αυτού του είδους «δικαιολογούνται» από τα οικονομικά δεδομένα, πρέπει να πάρουμε απόφαση ότι ο τουρισμός ως έχει είναι στη χώρα μας μη βιώσιμος –εκτός αν ο εργαζόμενος δεν θεωρείται αξιοσημείωτος παράγοντας στην εξίσωση της τουριστικής επιτυχίας.
Επειδή όμως ο εργαζόμενος είναι κατά κοινή ομολογία από τους πλέον καθοριστικούς παράγοντες για την εμπειρία του τουρίστα, χώρες σαν την Ελλάδα πολύ απλά δεν μπορούν να αντιμετωπίζουν για πάντα τους εργαζομένους στον τουρισμό σαν «παιδιά για τα θελήματα», αναλώσιμα και με μηδενική αναγνώριση για τα ακριβοπληρωμένα ιδιωτικά και δημόσια πτυχία τους. Ούτε θα έπρεπε να θεωρείται ο τουρισμός το καλύτερο βάπτισμα του πυρός προς τον κόσμο της εργασιακής αδικίας για άτομα που έχουν τις επικοινωνιακές δεξιότητες, τη γλωσσομάθεια και τον επαγγελματισμό που απαιτεί η διαχείριση των εισερχόμενων τουριστών μας.
Ο ποιοτικός τουρισμός πολύ απλά προϋποθέτει καταρτισμένο, ευχαριστημένο και δημιουργικό προσωπικό. Δεν μπορεί η «βαριά βιομηχανία» μας να είναι μια δοκιμασία για τα νεύρα και τα στομάχια των εργαζομένων. Μια τέτοια προσέγγιση του τουρισμού συνεπάγεται «ΜακΝτοναλντοποίηση» των υπηρεσιών μας, κάτι που έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με την εικόνα του φιλόξενου, αυθεντικού Έλληνα που προβάλλουμε με ζέση εδώ και δεκαετίες.