Μουζάκη Μαρία [1]
Ο μήνας Ιούλιος για χιλιάδες παιδιά ηλικίας 17-18 ετών είναι ένας μήνας αποφάσεων και εξελίξεων. Θα μπορούσε να θεωρηθεί και ορόσημο στη ζωή αυτών των παιδιών, μιας και θεωρείται το πρώτο σκαλοπάτι για την ενήλικη ζωή τους. Ο λόγος είναι η συμπλήρωση του μηχανογραφικού δελτίου. Ένα χαρτί, που μέσα περικλείει όνειρα, ελπίδες και φιλοδοξίες. Ένα χαρτί που μέσα σε αυτό, οι υποψήφιοι φιλοδοξούν να εισέλθουν στη φοιτητική ζωή και να κατακτήσουν κατ’ επέκταση έναν από τους σημαντικότερους κοινωνικούς τους ρόλους, εκείνον της επαγγελματικής ταυτότητας.
Οι υποψήφιοι προέρχονται από τα Γενικά (ΓΕΛ) και από τα Επαγγελματικά (ΕΠΑΛ) Λύκεια της χώρας. Στην πρώτη περίπτωση, υπάρχουν τέσσερα επιστημονικά πεδία με τα αντίστοιχα μαθήματα, στα οποία καλούνται να «ανταγωνιστούν» οι μαθητές. Στη δεύτερη περίπτωση, τα επιστημονικά πεδία είναι σχεδόν τα διπλάσια, μιας και οι μαθητές αποκτούν ήδη μία επαγγελματική κατάρτιση στον τομέα που επιθυμούν. Κοινό σημείο και στις δύο περιπτώσεις, είναι ότι οι μαθητές εκτός από την επαγγελματική τους ταυτότητα, εισέρχονται στην κοινωνία ως ενήλικοι. Εντάσσονται πλέον στην κοινωνία, ως ενήλικοι πολίτες, έχοντας δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις.
Τι σημαίνει όμως κοινωνία; Ποιος ο ρόλος της εργασίας στη ζωή ενός ατόμου; Τι εννοούμε λέγοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις; Γενικότερα, πως προετοιμάζεται το παιδί για την ένταξή του στην κοινωνία και το κυριότερο, ποιος είναι σε θέση να εξηγήσει στο παιδί τις επιπτώσεις των φαινομένων κοινωνικής παθογένειας και τη σημασία της συλλογικής δράσης στη διεκδίκηση δικαιωμάτων;
Απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα επιχειρούν να δώσουν οι κοινωνικές επιστήμες. Ένας επιστημονικός κλάδος, που μελετά τις πτυχές της κοινωνικής ζωής των δρώντων υποκειμένων. Ένας επιστημονικός κλάδος που δεν συναντάται μόνο στο πρώτο πεδίο των Γενικών Λυκείων (Ανθρωπιστικών Σπουδών). Αφορά όλους του ανθρώπους, εξαιτίας ακριβώς της κοινωνικής τους φύσης. Οι κοινωνικές επιστήμες διαμορφώνουν «κοινωνικά εγγράμματους» πολίτες, μία απαραίτητη ιδιότητα/δεξιότητα για τον αυριανό, ενεργό πολίτη. Με λίγα λόγια, η απάντηση στο ερώτημα «Ποιος/α είμαι;», προκύπτει μέσα από τους διάφορους κοινωνικούς ρόλους που κατέχει. Μία κοινωνική ταυτότητα, που βρίσκεται σε άμεση αλληλεπίδραση με την προσωπική ταυτότητα, καθιστώντας συχνά δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ τους.
Το «περιπετειώδες» μάθημα της Κοινωνιολογίας
Τον Ιούνιο του 2020 και μην έχοντας ακόμα ολοκληρωθεί –ούτε καν αρχίσει- οι Πανελλήνιες Εξετάσεις, το Υπουργείο Παιδείας, προχωρά στη ψήφιση του πολυνομοσχεδίου «Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις», όπου παρά τις όποιες ενθαρρυντικές πρωτοβουλίες προβλέπονται, προκαλεί εντούτοις εντύπωση, η συρρίκνωση –αν όχι ο εξοστρακισμός- των κοινωνικών επιστημών. Ένας νόμος που καταργεί την Κοινωνιολογία, αντικαθιστώντας την από το μάθημα των Λατινικών, ήδη από τις εξετάσεις του 2021-2022. Υποχρεώνοντας, όλους εκείνους τους μαθητές, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να εισέλθουν σε κάποια σχολή της επιθυμίας τους κατά τα δύο προηγούμενα δύο έτη, να εξεταστούν σε ένα άγνωστο και αδίδακτο μάθημα για αυτούς, τα Λατινικά.
Αξίζει να επισημανθεί, ότι το μάθημα της Κοινωνιολογίας αντικαθίσταται αμέσως μετά την αλλαγή της πολιτικής ηγεσίας στο Υπουργείο. Ένα μάθημα με πολυετή παρουσία στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα (από το 1982-‘83). Παράλληλα, με υπουργική απόφαση καταργούνται δύο ακόμη μαθήματα Κοινωνικών Επιστημών από τη Β’ Λυκείου: το μάθημα γενικής παιδείας «Σύγχρονος Κόσμος, Πολίτης και Δημοκρατία» και το μάθημα κατεύθυνσης «Βασικές Αρχές Κοινωνικών Επιστημών», με το μάθημα «Πολιτική Παιδεία» να μειώνεται κατά μία ώρα.
Αποφάσεις που προκαλούν έκπληξη, δυσφορία και ανησυχία, εξαιτίας ακριβώς της αναγκαιότητας αυτών των μαθημάτων. Η κοινωνιολογία, όπως και οι υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες, δεν διδάσκουν μόνο τον Μαρξ και το σοσιαλιστικό καθεστώς. Η σημασία τους έγκειται στο ότι βοηθούν τους μαθητές να κατανοήσουν το κοινωνικό γίγνεσθαι, τη σημασία της συλλογικής ευθύνης, τα όρια της ατομικής δράσης, τη φύση των κοινωνικών φαινομένων και τη ρευστότητα των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών. Είναι αυτός ο επιστημονικός κλάδος, που στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, μελέτησε και ερμήνευσε τα αυξημένα επίπεδα πολιτικής δυσαρέσκειας που οδήγησαν στην άνοδο ακροδεξιών κομμάτων στη χώρα, όπως και τα φαινόμενα της κοινωνικής παθογένειας, που αναδύονταν και πώς σχετίζονταν με την αύξηση των ψυχοσυναισθηματικών διαταραχών.
Η αναγκαιότητα της κοινωνιολογικής σκέψης στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, μαρτυρείται και από το γεγονός ότι το μάθημα αυτό εμφανίζεται στη συντριπτική πλειοψηφία των προγραμμάτων σπουδών των σχολών του 1ου Επιστημονικού Πεδίου των ΓΕΛ. Εξαίρεση αποτελεί ο τομέας της Φιλολογίας, όπου και πάλι διδάσκεται η Κοινωνιογλωσσολογία, που εστιάζει στην επίδραση της κοινωνίας πάνω στη γλώσσα. Τα λατινικά από την άλλη πλευρά, είναι προφανώς αναγκαία για τις φιλολογικές/φιλοσοφικές σχολές και για ένα μάθημα στις νομικές σχολές, το γνωστό Ρωμαϊκό Δίκαιο.
Η παρουσία των Κοινωνικών Επιστημών και δη της Κοινωνιολογίας στον ακαδημαϊκό χώρο, είναι κάτι που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Μία παρουσία που εξηγεί και το γιατί η Κοινωνιολογία αποτελούσε επί δεκαετίες ένα μάθημα Γενικής Παιδείας, που έπρεπε να διδάσκονται όλοι οι μαθητές. Ένα μάθημα, που δεν «φοβάται» να αναφερθεί στη διαφορετικότητα των κοινωνικών ομάδων, στις συνέπειες της προκατάληψης και του ρατσισμού, αλλά και να «καταπολεμήσει» το στίγμα, υπαίτιο για το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού και της διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής. Μία επιστήμη που μιλά για τις έμφυλες διαφοροποιήσεις, τονίζοντας τη σημασία της οικογένειας στην διαιώνισή τους, « (…) οι πρακτικές αυτές δεν είναι άσχετες με την ουσία της δημοκρατίας. ‘Ο εκδημοκρατισμός του ιδιωτικού αποτελεί προϋπόθεση για τον εκδημοκρατισμό του δημοσίου’». Ένα απόσπασμα από το κατηργημένο βιβλίο Κοινωνιολογίας της Γ’ Λυκείου.
Ίσως αυτό να είναι και το πρόβλημα στη διδασκαλία του μαθήματος. Το αντικείμενο δηλαδή, μελέτης της κοινωνιολογίας, καθώς και τα εξεταζόμενα κεφάλαια του μαθήματος. Είναι πράγματι εντυπωσιακό, να μιλάς στα παιδιά για την έννομη βία, το ρουσφέτι, τον εθνικισμό και το ρατσισμό. Σε μία χώρα που εκπρόσωποι του Ελληνικού Κοινοβουλίου, δεν δίστασαν να αναφερθούν υποτιμητικά για αθλητές, τραγουδιστές και ηθοποιούς, εξαιτίας της διαφορετικής πολιτισμικής τους ταυτότητας.
Άλλο ένα ζήτημα που θα πρέπει να διευθετήσει το Υπουργείο Παιδείας, σε συνεργασία με το Υπουργείο Εργασίας, είναι το εργασιακό μέλλον όλων αυτών των παιδιών που φοιτούν σε σχολές Κοινωνικών Επιστημών, όπως και των αποφοίτων τους. Ποιο είναι το νόημα αλήθεια να υπάρχουν τόσες σχολές κοινωνικών επιστημών, όταν οι επαγγελματικές προοπτικές των αποφοίτων τους είναι εξαιρετικά περιορισμένες και ιδίως όταν οι ίδιες οι σχολές, δεν «εκπροσωπούνται» από κάποιο μάθημα βαρύτητας στις Πανελλαδικές Εξετάσεις;
Τέλος, είναι όντως εντυπωσιακό ότι η απόφαση αυτή πάρθηκε χωρίς κάποια προγενέστερη αξιολόγηση. Μία απόφαση που έρχεται σε αντίθεση με το πρόγραμμα σπουδών άλλων ευρωπαϊκών χώρων και κυρίως με τις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας. Σε περιόδους κοινωνικής αποδιοργάνωσης, όπως είναι η περίπτωση της πανδημίας είναι ειρωνικό να αναφέρεσαι στην έννοια της συλλογικότητας και της ευθύνης της ατομικής δράσης, όταν τα παιδιά αποφοιτούν από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση «κοινωνικά αγράμματα». Είναι εξίσου ανησυχητικό, ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα επιστρέφει σε απαρχαιωμένες εκπαιδευτικές αντιλήψεις, με ότι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
[1] Κοινωνιολόγος και Υποψήφια διδάκτορας στο τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου