Κυρίτση Ελένη
«Η μεγαλύτερη χαρά του να ταξιδεύεις μόνος είναι πολύ απλά το ότι το κάνεις: περνάς τα αόρατα σύνορα στο μυαλό σου προτού καλά-καλά βγεις από το σπίτι σου, όταν αποφασίζεις ότι θες να δεις τον κόσμο όπως και να ‘χει, ακόμη και ολομόναχη. Τι άλλο μπορείς να κάνεις αν δεν τυχαίνει να έχεις παρέα σε κάποια φάση της ζωής σου, αλλά αποζητάς το ταξίδι, όπως εγώ; Να μείνεις στο σπίτι και να μην πας ποτέ πουθενά;»
Έτσι μιλάει για τις ταξιδιωτικές εμπειρίες της η Rosita Boland στο άρθρο της στην εφημερίδα Guardian[1]. Σήμερα, το μοναχικό ταξίδι θεωρείται ακόμα μια πράξη «γενναία» για τις γυναίκες των μεσαίων στρωμάτων στις ανεπτυγμένες χώρες, οι οποίες μπορούν να αντέξουν οικονομικά τόσο τον τουρισμό όσο και την προσωρινή απουσία τους από τις εργασιακές και οικογενειακές υποχρεώσεις. Για άλλες γυναίκες όμως είναι κάτι παραπάνω: μια μικρή επανάσταση με ταξικές και φυλετικές προεκτάσεις.
Αν μπορούσαμε να συνοψίσουμε τι σημαίνει ταξίδι για έναν άνθρωπο, και πολύ περισσότερο για μια γυναίκα, θα λέγαμε πως είναι μια τελετουργία προσωπικής και κοινωνικής μεταμόρφωσης. Από τη μία, γυναίκες με στάτους και περιουσία εξερευνούν τα όρια του φύλου τους δοκιμάζοντας άλλους, πιο ενεργητικούς ρόλους απ’ αυτούς στους οποίους η κοινωνία τους τις περιόρισε. Από την άλλη, γυναίκες περιθωριοποιημένες, που υφίστανται κάθε είδους καταπίεση και διάκριση, αναζητούν στην κατωφλικότητα του ταξιδιού ένα περιθώριο να υψώσουν το ανάστημά τους.
Σε όλη την ιστορία του ταξιδιού, περισσότερο ή λιγότερο οργανωμένου, έχουμε αυτό το φάσμα των «γενναίων» γυναικών. Στην μία άκρη του φάσματος, γυναίκες όπως η Λαίδη Μάρτζερι Κεμπ[2], μια μεσαιωνική προσκυνήτρια που άφησε τα δεκαπέντε παιδιά της και τον όλο και διαλλακτικότερο άντρα της για να ταξιδέψει για λόγους θρησκευτικούς (ή με προσχήματα θρησκευτικά) από τη Βρετανία στους Αγίους Τόπους. Ή όπως η Έλενα Γκίκα, γνωστή και ως Dora d’ Istria[3], που τον 19ο αιώνα ταξίδεψε για να γνωρίσει την Ελλάδα και άλλες χώρες που υποστήριξε πολιτικά μέσω του συγγραφικού της έργου. Οι γυναίκες αυτές είχαν την οικονομική δυνατότητα, και πολλές φορές την απαραίτητη μόρφωση, για να κάνουν μακροχρόνιες και δαπανηρές περιπλανήσεις. Όμως δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα τα οφέλη των ταξιδιών τους για τις ίδιες, το αναγνωστικό τους κοινό, συχνά τις τέχνες και την επιστήμη και, όπως πιστεύω ακράδαντα, τις γυναίκες εν γένει. Επίσης τον 19ο αιώνα, η Αυστριακή Ίντα Φάιφερ[4] έκανε τον γύρο του κόσμου δύο φορές και έγινε διεθνώς γνωστή για τους δύο γύρους του κόσμου που κατέγραψε στα βιβλία της. Πέθανε σε ηλικία εξήντα τριών ετών, έχοντας καλύψει στα ταξίδια της 20.000 μίλια και 150.000 ναυτικά μίλια.
Στην άλλη άκρη του φάσματος, γυναίκες για τις οποίες το ταξίδι ήταν κάτι παραπάνω από μια περιπέτεια –μια εμπειρία ταπεινωτική, που συχνά άνοιγε τον δρόμο για οργανωμένη αντίδραση. Για παράδειγμα, η Μαίρη Τσερτς Τέρελ, η οποία ταξίδευε στην πρώτη θέση με τον πατέρα της γύρω στο 1860, αντιμετώπισε τους υπαλλήλους της αμαξοστοιχίας οι οποίοι προσπάθησαν να την μετακινήσουν στη δεύτερη θέση όταν έμεινε μόνη της. Χαρακτηριστικά έγραψε: «Είχα κάνει ό,τι μου είχε πει η μητέρα μου. Τα χέρια μου και το πρόσωπό μου ήταν καθαρά. Τα μαλλιά μου δεν ήταν ανακατεμένα. Δεν είχα λερώσει το φόρεμά μου ούτε τόσο δα. Καθόμουν «ίσα και σωστά». Δεν κοίταζα από το παράθυρο, ούτε έβαλα τα πόδια μου στη θέση (όπως μου άρεσε να κάνω). Δεν μιλούσα δυνατά. Εν ολίγοις… συμπεριφερόμουν «σαν μικρή κυρία», όπως μου είχε πει εκείνη». Στην Αμερική βέβαια, τη χώρα της υπόσχεσης της ταξικής κινητικότητας, η θηλυκή ιδιότητα θεωρούνταν αρκετή για να προστατεύσει τις γυναίκες κάθε τάξης από τη βία και την κακοποιητική συμπεριφορά, αλλά αυτό δεν συνέβαινε πάντα στην πράξη. Κι όμως, τα έντυπα της εποχής επέμεναν να δημιουργούν πανικό στο ανδρικό αναγνωστικό και επιβατικό κοινό διηγούμενα σκηνές «εξαπάτησης» των τίμιων λευκών ανδρών από μαύρες γυναίκες συνταξιδιώτισσες. Όλα αυτά παρά το ότι, όπως δείχνουν τα πρακτικά από διάφορες δίκες, οι τελευταίες ήταν αυτές που συστηματικά απομακρύνονταν με τη βία από τις θέσεις που είχαν πληρώσει και δεχόταν περιφρονητικά και υβριστικά σχόλια –για να επιδιώξουν αργότερα, για πρώτη φορά και με σημαντικό αντίκτυπο, να βρουν το δίκιο τους ως γυναίκες, πολίτες και πελάτισσες δια της δικαστικής οδού (Richter, 2005)[5].
Σε όποιο σημείο του φάσματος κι αν βρίσκονται, οι γυναικείες φωνές είναι πάντα πολύτιμες: μας μιλούν για μακρινές πεζοπορίες, αντίξοες συνθήκες σε καραβάνια και υπερωκεάνια… Κυρίως, για άλλα ήθη και έθιμα που ξέρουν να εκτιμήσουν ακριβώς γιατί βιώνουν, οδυνηρά πολλές φορές, τη βαρβαρότητα των δικών τους. Σε κάθε περίπτωση υπενθυμίζουν με τον πιο απλό και συναρπαστικό τρόπο τη σαθρότητα της κοινωνικής κατασκευής που λέγεται «γυναικείο φύλο», αναδεικνύοντας και γιορτάζοντας αντίθετα την πολυδιάστατη και απείρως πιο ενδιαφέρουσα πραγματικότητα της αυτογνωσίας, της αυτοπραγμάτωσης και της απελευθέρωσης.
Ο Thomas Cook, ο ιδρυτής της ομώνυμης εταιρείας που από τον 19ο αιώνα οργανώνει κοντινά και υπερατλαντικά ταξίδια με γκρουπ, φαίνεται να έχει πει πως οι πελάτισσές του «στην ενέργεια, το θάρρος και την αντοχή κατά κανόνα δεν υστερούν καθόλου σε σχέση με το αντίθετο φύλο», ενώ υποστήριξε ότι οι μόνες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι περισσότερες στο ταξίδι οφείλονταν στα άβολα ρούχα που τους επέβαλλε η μόδα (Hamilton, 2005)[6]. Τα λόγια αυτά είναι μια παλιά μελωδία που συνοδεύει ευχάριστα το ζωηρό τέμπο των εκατοντάδων μαρτυριών από τις ίδιες τις ταξιδιώτισσες μέσα στους αιώνες. Και ίσως πολλοί άντρες σήμερα να βρίσκουν αστεία ακόμη και την ιδέα ότι μπορεί μια γυναίκα να θεωρηθεί «γενναία» που συμμετέχει στο παγκόσμιο και πολυδιαφημισμένο φαινόμενο που λέγεται τουρισμός. Ξεχνώντας βέβαια ότι στα σημερινά γρήγορα τρένα και τα πολυτελή κρουαζιερόπλοια διαιωνίζονται αδικίες που δεν εξαφανίζονται μαγικά μόλις πιάσει κανείς τη βαλίτσα.
Το σίγουρο όμως είναι ότι η βαλίτσα, αν και δεν είναι μαγικό ραβδί, μπορεί να γίνει ένα δυνατό όπλο ακόμα και στα πιο φοβισμένα χέρια. Με τα λόγια της Georgina Lawton, στο δικό της άρθρο στην Guardian[7]: «Έχω ακούσει πολλές μαύρες γυναίκες να εξανίστανται ότι δεν πρέπει να ταξιδεύουμε μόνες, [αναφέροντας] όλα αυτά που θα μπορούσαν να μας συμβούν, όλα όσα μπορεί να χάσουμε από τη στιγμή που αφήνουμε τα σπίτια μας. Καταλαβαίνω την επιφυλακτικότητά τους· […] αλλά τα μοναχικά ταξίδια μου θυμίζουν πάντα τη δύναμή μου σε έναν κόσμο που τόσο συχνά δεν με κάνει παρά να νιώθω, ως μαύρη γυναίκα, μικρή και αδύναμη».
[1] Σύνδεσμος: https://www.theguardian.com/travel/2019/mar/08/solo-travel-for-women-is-about-freedom-in-every-sense-of-the-word-rosita-boland
[2] Belcher K.H. (2015). “My Body Free to God”: Pilgrimage as a Technology of Self in the Book of Margery Kempe. Spiritus: A Journal of Christian Spirituality, 15 (2), 155-171.
[3] Davenport A. Celebrated Women Travellers of the Nineteenth Century. E.P. Dutoon & Co., 1903.
[4] Ανώνυμος. The Story of Ida Pfaiffer and her Travels in Many Lands. Nelson & Sons, 1879.
[5] Richter A.G. Home on the Rails: Women, the Railroad, and the Rise of Public Domesticity. The University of North Carolina Press, 2005.
[6] Hamilton J. Thomas Cook: The Holiday-Maker. Sutton Publishing, 2005.
[7] Σύνδεσμος: https://www.theguardian.com/travel/2021/jun/10/why-black-solo-female-travel-is-a-radical-act