Φαντάσου να είσαι παιδί, μόνο σου, σε μια άγνωστη χώρα, μακριά από την οικογένειά σου, έχοντας διαφύγει από μια κρίση ή ένα εχθρικό περιβάλλον. Θα ήταν μια ανησυχητική και τρομακτική στιγμή για οποιονδήποτε, πόσο μάλλον για ένα παιδί – και το μέλλον θα μπορούσε να φαίνεται αβέβαιο και τρομακτικό. Σε αυτό το σημείο αναλαμβάνει δράση η Μαρίνα Θεοδώρου.
Η Μαρίνα είναι κοινωνική λειτουργός στο έργο FUTURA, το οποίο αποτελείται από δέκα διαμερίσματα υποστηριζόμενης διαβίωσης που υλοποιεί η IRC για ασυνόδευτα παιδιά-πρόσφυγες στην Ελλάδα.
«Τα διαμερίσματα υποστηριζόμενης διαβίωσης προσφέρουν προστασία και στέγαση σε παιδιά-πρόσφυγες, 16-18 ετών που ταξιδεύουν μόνα τους”, εξηγεί η ίδια. “Κάθε διαμέρισμα φιλοξενεί έως και τέσσερις εφήβους, οι οποίοι υποστηρίζονται ώστε να πηγαίνουν στο σχολείο και να αποκτούν δεξιότητες αυτονομίας, μέσω εξατομικευμένων σχεδίων ανάπτυξης: για παράδειγμα, τα παιδιά μαθαίνουν να μαγειρεύουν, να υπολογίζουν τα χρήματά τους και να αναπτύσσουν τις δεξιότητες και τα ενδιαφέροντά τους».
«Το σύνθημά μας είναι: ‘Δεν θα πιάσω εγώ το ψάρι για εσάς, θα σας μάθω πώς να ψαρεύετε’.
Η Μαρίνα μοιράζεται τις αρμοδιότητές της με άλλον ένα κοινωνικό λειτουργό και μαζί αποτελούν τα πρόσωπα αναφοράς 20 παιδιών. Η Μαρίνα συναντιέται με τα παιδιά σε εβδομαδιαία βάση, όπου, από κοινού, αναζητούν δραστηριότητες που μπορεί να τα ενδιαφέρουν.

«Στόχος του προγράμματος είναι οι έφηβοι να μεταβούν ομαλά στην ενήλικη ζωή, να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία, να διαβιούν αυτόνομα και να μπορέσουν να βρουν δουλειά, αν το επιθυμούν»
Η Μαρίνα περιγράφει λεπτομερώς τις δυσκολίες που έχουν ήδη αντιμετωπίσει τα παιδιά αυτά: «Τα ασυνόδευτα παιδιά έχουν βιώσει πολύ δύσκολες εμπειρίες σε μια πολύ ευαίσθητη ηλικία, και στις περισσότερες περιπτώσεις η ζωή τους έχει βρεθεί σε κίνδυνο πολλές φορές. Ζουν μακριά από την οικογένεια και τους συγγενείς τους και βρίσκονται σε μια ξένη χώρα με διαφορετικό πολιτισμό, γλώσσα και συνήθειες και σε ένα συνήθως αφιλόξενο περιβάλλον. Αντιμετωπίζονται ως “ξένοι” ή ακόμη και ως “εισβολείς” λόγω της έλλειψης νομιμοποιητικών εγγράφων, της καταγωγής τους ή της οικονομικής τους κατάστασης».
Η είσοδος στην Ελλάδα, μπορεί να σημαίνει ότι «αρχίζει και πάλι ένας άλλος δύσκολος αγώνας για την επιβίωση» – που μπορεί να περιλαμβάνει την έλλειψη στέγης, την κράτηση σε αστυνομικά τμήματα και τη διαβίωση σε ασταθείς συνθήκες, όπως σε καταυλισμούς προσφύγων, και ταυτόχρονα τα παιδιά μπορεί να μην έχουν πρόσβαση στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, στην εκπαίδευση ή σε βασική προστασία και φροντίδα.

«Ακόμη και αν ένα παιδί βρίσκεται σε μια “ασφαλή ζώνη” μέσα σε έναν καταυλισμό», λέει η Μαρίνα, «η παρεχόμενη φροντίδα μπορεί να εξακολουθεί να είναι ανεπαρκής. Όταν ένα παιδί παραπέμπεται σε ένα διαμέρισμα υποστηριζόμενης διαβίωσης, συνεχίζει να είναι το παιδί που έχει βιώσει όλα τα παραπάνω και, ως εκ τούτου, συχνά αντιμετωπίζει δυσκολίες ή αρχίζει να εμφανίζει ακραίες συμπεριφορές που συνδέονται με όλα όσα έχει αναγκαστεί να περάσει στο παρελθόν. Σε πολλές περιπτώσεις, τα παιδιά δυσκολεύονται στην αρχή να ενταχθούν σε ένα περιβάλλον υποστηριζόμενης διαβίωσης, καθώς δεν έχουν προηγουμένως υποστηριχθεί ώστε να μάθουν να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, να φροντίζουν τον εαυτό τους για την κάλυψη των βασικών τους αναγκών ή να ακολουθούν ένα σταθερό ημερήσιο πρόγραμμα».
Οι χρονοβόρες διαδικασίες χορήγησης ασύλου δημιουργούν επίσης άγχος στα παιδιά και ένα αίσθημα ανασφάλειας για την παραμονή τους στη χώρα, καθώς και φόβο για ένα αμφίβολο μέλλον, λέει η ίδια.
«Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου τα παιδιά αισθάνονται απογοητευμένα, βιώνουν έντονο άγχος, προβλήματα ύπνου και δεν έχουν κίνητρο για να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία, λόγω της μακράς αναμονής για την απόφαση ασύλου. Δεν γνωρίζουν αν θα τους επιτραπεί να παραμείνουν στην Ελλάδα ή αν θα επιστραφούν στη χώρα καταγωγής τους».
«Πιστεύω ότι τα διαμερίσματα υποστηριζόμενης διαβίωσης είναι ο καλύτερος τρόπος για να υποστηριχθούν τα ασυνόδευτα παιδιά, επειδή επικεντρώνεται στην ένταξή τους και στην ομαλή μετάβαση στην ενήλικη ζωή. Το μοντέλο αυτό δεν προσφέρει έτοιμες λύσεις σε αυτά τα παιδιά. Αντίθετα, τα στηρίζει να αναλάβουν την ευθύνη για τις πράξεις και τη ζωή τους».

Κάθε διαμέρισμα φιλοξενεί έως και τέσσερις εφήβους, οι οποίοι μαθαίνουν να μαγειρεύουν, να υπολογίζουν τα χρήματά τους και να αναπτύσσουν τις δεξιότητες τους”
Η Μαρίνα αναφέρει πως τα περισσότερα ασυνόδευτα παιδιά που διαβιούν σε καταυλισμό στον γενικό πληθυσμό ή σε “ασφαλή ζώνη” σε προσφυγικούς καταυλισμούς «δεν είναι εφοδιασμένα με τις δεξιότητες που χρειάζονται για να γίνουν ανεξάρτητα και να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους όταν ενηλικιωθούν».
«Αντίθετα», συνεχίζει, «οι έφηβοι που διαβιούν στα διαμερίσματα υποστηριζόμενης διαβίωσης μπορούν να συνδιαχειρίζονται ένα νοικοκυριό, να γνωρίσουν τη γειτονιά τους, να διαχειριστούν τα χρήματά τους, να συλλέγουν αποδείξεις για τα έξοδά τους, να κάνουν έρευνα αγοράς. Μαθαίνουν επίσης πώς να ζουν σε ένα διαμέρισμα με άλλους, που είναι μια προσομοίωση της πραγματικότητας, πώς να επικοινωνούν με συγκατοίκους που προέρχονται από διαφορετικές χώρες, μιλούν διαφορετικές γλώσσες και έχουν διαφορετικές παραδόσεις».
Και η ανταπόκριση στο πρόγραμμα από τα παιδιά που διαμένουν στα διαμερίσματα είναι πολύ ενθαρρυντική, λέει η Μαρίνα.
«Τα παιδιά μας κάνουν πολύ θετικά σχόλια», αναφέρει η Μαρίνα. «Είναι ήρεμα, δεν φοβούνται, ξέρουν ότι βρίσκονται σε ένα ασφαλές και υποστηρικτικό περιβάλλον. Όλες οι δεξιότητες που αποκτούν κατά τη συνεργασία τους με τους επαγγελματίες, τα ωφελούν τόσο στην ευρύτερη ένταξή τους όσο και πιο συγκεκριμένα, στην εύρεση εργασίας. Γνωρίζουν πώς να ενεργούν και να συμπεριφέρονται στην κοινωνία στην οποία ζουν, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους».
Οι έφηβοι μπορούν να παραμείνουν σε επαφή και μετά την αποχώρησή τους από το πρόγραμμα υποστηριζόμενης διαβίωσης ώστε να απευθύνονται στους κοινωνικούς λειτουργούς για οποιοδήποτε αίτημα έχουν.
«Ακόμη και μετά την επανένωση με τις οικογένειές τους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υπάρχει επικοινωνία για να διασφαλιστεί ότι το περιβάλλον στο οποίο ζουν είναι καλό και ότι είναι ευτυχισμένοι».
Η Μαρίνα συναντιέται με τα παιδιά σε εβδομαδιαία βάση, όπου, από κοινού, αναζητούν δραστηριότητες που μπορεί να τα ενδιαφέρουν.

Θυμάται ένα παιδί από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, το οποίο είχε διαμείνει σε διαμέρισμα του προγράμματος:
«Ήταν μόνος για 10 χρόνια και πέρασε πολύ δύσκολες καταστάσεις στην Τουρκία, πριν φτάσει στην Ελλάδα», θυμάται η Μαρίνα. «Ήθελε να μάθει γαλλικά και να ζήσει στη Γαλλία, πήγαινε καθημερινά στο σχολείο και ζήτησε υποστήριξη για επιπλέον μαθήματα. Έφυγε για τη Γαλλία στο πλαίσιο του προγράμματος μετεγκατάστασης, αλλά εξακολουθούμε να έχουμε επαφή μαζί του. Δεν μας έχει ξεχάσει».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας της, έχει υπόψη της το τραύμα που μπορεί να έχουν βιώσει τα παιδιά, αλλά θέλει να επαναλάβει την αξία των υπηρεσιών που προσφέρουν τα διαμερίσματα υποστηριζόμενης διαβίωσης.
«Αυτά τα παιδιά προέρχονται από πολύ δύσκολες συνθήκες, πόλεμο, βία, οικονομικές δυσκολίες. Δεν έχουν το δικαίωμα στην εκπαίδευση, δεν αντιμετωπίζονται ισότιμα, η ζωή τους μπορεί να κινδυνεύει», λέει η Μαρίνα. «Όταν εντάσσονται σε ένα πρόγραμμα διαμερισμάτων υποστηριζόμενης διαβίωσης, όπως του έργου FUTURA, τους δίνεται μια ευκαιρία, μια μικρή ώθηση για να ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν».