Δρ. Αφροδίτη Παπαϊωάννου-Σπυρούλια,
Ψυχοθεραπεύτρια Ατόμου, Ζεύγους, Ομάδας, Οικογένειας,
Marte Meo Εκπαιδεύτρια,
Καθηγήτρια-Ερευνήτρια Γνωστικής & Κλινικής Ψυχολογίας,
Ειδική Επόπτρια σε Θέματα Συστημικής-Πολυπολιτισμικής Εκπαίδευσης & Επικοινωνίας
Με τον όρο «μνήμη» αναφερόμαστε στη γνωστική λειτουργία που εξυπηρετεί την εγγραφή, διατήρηση, αναγνώριση και ανάκληση πληροφοριών και γεγονότων. Η μνημονική ικανότητα συνδέεται άμεσα με τη διατήρηση και την εξέλιξη της ζωής, δεδομένου ότι αφορά σε σημαντικές γνωστικές λειτουργίες όπως, για παράδειγμα, τη γλώσσα (μέσω της πρόσληψης και συγκράτησης των εννοιών των λέξεων) ή την αναγνώριση και χρησιμοποίηση των αντικειμένων που μας περιβάλλουν (μέσω της συγκράτησης των ιδιοτήτων τους).
Στο κλινικό πεδίο, η μνήμη μας ενδιαφέρει για την ψυχική της διάσταση, καθώς συνάδει με την ψυχοσύνθεση και τη λειτουργικότητα του ατόμου, ούσες άμεσα συνδεδεμένες με τις λειτουργίες της προσοχής και του συναισθήματος. Ειδικότερα, η κλινική ματιά μας συναντά τις λεγόμενες «Διαταραχές Μνήμης», οι οποίες διακρίνονται σε τέσσερις (4) κατηγορίες φαινομένων ή κλινικών οντοτήτων, που είναι οι κάτωθι:
Αμνησία: Αφορά σε φαινόμενα απουσίας ή απώλειας της μνήμης και διακρίνεται σε: α)πρόδρομη, με κύριο χαρακτηριστικό την αδυναμία καταγραφής και διατήρησης νέων πληροφοριών, β) οπισθόδρομη, όπου συναντάται αδυναμία ανάκλησης παλαιότερων πληροφοριών και γεγονότων, γ) ψυχογενή, που πρόκειται για επιλεκτική αμνησία συνδεόμενη με αδυναμία ανάκλησης κάποιου ψυχοπιεστικού ή τραυματικού γεγονότος και δ) μετατραυματική, που αφορά σε περιπτώσεις κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης.
Υπερμνησία: Aφορά σε φαινόμενα αύξησης ή έντασης της μνημονικής ικανότητας και διακρίνεται σε: α) αύξηση της σημασιολογικής μνήμης, όπως παρατηρείται, ενδεικτικά, στην περίπτωση ατόμων στο φάσμα του αυτισμού που είναι αριθμομνήμονες, β) πανοραμική μνήμη, όπου το άτομο αναβιώνει υπό κίνδυνο και σε διάρκεια δευτερολέπτων «τη ζωή του ωσάν ταινία», γ) flashback, που αφορά σε απροσδόκητη ανάδυση οδυνηρών γεγονότων του παρελθόντος και δ) υπερμνησία παραληρητικού τύπου, που συναντάται σε ζητήματα που άπτονται του παραληρήματος σε ασθενείς με παραληρητική διαταραχή.
Εκμνησία: Πρόκειται για την αίσθηση ότι κάποιο γεγονός που έλαβε χώρα στο παρελθόν εκτυλίσσεται στο εδώ και τώρα και συνήθως συνάδει με οργανικές παθήσεις ή είναι διακριτή σε άτομα που λαμβάνουν ψυχοτρόπες ουσίες.
Παραμνησία: Αφορά σε φαινόμενα ανύπαρκτων μνημών, που αφήνουν την εντύπωση της ψευδούς ανάμνησης, και διακρίνεται σε: α) μυθοπλασίες, όπου ο ασθενής τείνει να καλύπτει μνημονικά κενά με αναληθή γεγονότα, β) μνημονική παραίσθηση ή αλλομνησία, που συνάδει με την τροποποίηση μιας ανάμνησης υπό την επίδραση της τρέχουσας συναισθηματικής κατάστασης του ατόμου, γ) βίωμα deja/jamais vecu, δηλαδή αίσθημα ήδη/μηδέποτα βιωθέντος και δ) μυθομανία, που πρόκειται για την περιγραφή αναληθών γεγονότων ή βιωμάτων, χωρίς να γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι το περιεχόμενό τους είναι αναληθές, και με στόχο την προσέλκυση του ενδιαφέροντος τρίτων.
Στο πλαίσιο της γενικότερης εκτίμησης των ψυχικών λειτουργιών ενός ατόμου, συμπτώματα που συνάδουν με διαταραχές μνήμης συναντώνται, κατά κύριο λόγο και σύμφωνα με το DSM-5 (2013), στις λεγόμενες «Διασχιστικές Διαταραχές (Dissociative Disorders)», όπου εντάσσεται η κλινική οντότητα της «Διασχιστικής ή Αποσυνδετικής Αμνησίας», και στις λεγόμενες «Νευρογνωστικές Διαταραχές (Neurocognitive Disorders), όπου εντάσσονται οι «Μείζονες και Ήπιες Νευρογνωστικές Διαταραχές», με διακριτή τη Νόσο Alzheimer ως αντιπροσωπευτική των «Αμνησικών Διαταραχών».
Αναλυτικότερα:
Οι Διασχιστικές Διαταραχές έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό κάποια ξαφνική ή βαθμιαία, παροδική ή χρόνια διάσπαση/διάσχιση στις αλληλένδετες λειτουργίες της συνείδησης, της μνήμης, της ταυτότητας ή/και της αντίληψης του περιβάλλοντος.Ήπιες μορφές διάσχισης/αποσύνδεσης είναι δυνατόν να βιώσουμε όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας. Για παράδειγμα, η συνειδητοποίηση φτάνοντας στη δουλειά μας ότι σήμερα επιλέξαμε να ακολουθήσουμε διαφορετικό από το σύνηθες δρομολόγιο. Σε αυτή την περίπτωση, η διάσχιση αποτελεί μια υγιή λειτουργία ως εναλλαγή στην καθημερινότητα. Ένα άλλο παράδειγμα είναι να μπούμε σε μια συνθήκη γνωστικοσυναισθηματικού «μουδιάσματος» ενόσω βιώνουμε ένα αγχογόνο ερέθισμα, όπως μπορεί να συμβεί στη θέαση ενός γεγονότος που μας βρίσκει απροετοίμαστους. Σε αυτή την περίπτωση, η διάσχιση εξυπηρετεί ως ψυχική άμυνα, προκειμένου να διεργαστούμε και να διαχειριστούμε τις προκλήσεις του περιβάλλοντος.
Ωστόσο, οι Διασχιστικές Διαταραχές αφορούν σε δυσλειτουργία, όπου παρατηρείται σοβαρή διάσχιση του ατόμου, με έντονη έλλειψη σύνδεσης ανάμεσα στις λειτουργίες της συνείδησης, της μνήμης και γενικότερα της αντίληψης του εαυτού και του περιβάλλοντος από το άτομο.
Το εν λόγω φαινόμενο ομοιάζει με νοητική απόδραση του ψυχισμού από έναν σωματικό ή/και συναισθηματικό πόνο, που συνδέεται με ένα σοβαρό τραύμα που βίωσε το άτομο, συνήθως στην παιδική του ηλικία, και φαίνεται να το επηρεάζει στην ενήλικη λειτουργικότητά.
Οι Διασχιστικές Διαταραχές, σύμφωνα με το DSM-5 διακρίνονται στις εξής:
- Διασχιστική Διαταραχή Ταυτότητας
- Διασχιστική ή Αποσυνδετική Αμνησία
- Διαταραχή Αποπροσωποποίησης.
Εστιάζοντας στη Διασχιστική Αμνησία που μας ενδιαφέρει στην τρέχουσα θεώρηση, το άτομο βιώνει ένα ή περισσότερα επεισόδια αδυναμίας ανάκλησης προσωπικών πληροφοριών (συνήθως τραυματικής φύσης), τα οποία πηγάζουν από ψυχογενείς παράγοντες και όχι από παθολογικά αίτια.
Η Διασχιστική Αμνησία διακρίνεται σε πέντε (5) υποκατηγορίες:
- την περιγεγραμμένη ή εντοπισμένη αμνησία, που είναι η συνηθέστερη μορφή και χαρακτηρίζεται από την αδυναμία του ατόμου να ανακαλέσει με τη σειρά ένα έντονο γεγονός που έλαβε χώρα (π.χ. όντας ο μόνος επιζών της οικογένειάς του από σεισμό να αδυνατεί να ανακαλέσει τι και πώς έλαβε χώρα αυτό το βίωμα, ακόμη και για τις επόμενες ημέρες)
- την επιλεκτική αμνησία, όπου το άτομο δύναται να ανακαλέσει μόνο αποσπασματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (π.χ. το άτομο να ανακαλεί τη ζωή του στο Πανεπιστήμιο με ένα κενό αφήγησης για το δεύτερο έτος των σπουδών του)
- την γενικευμένη αμνησία, η οποία αφορά σε άτομα που δεν μπορούν να ανακαλέσουν κανένα κομμάτι της ζωής τους την συνεχή αμνησία, όπου το άτομο δεν έχει ανάμνηση από ένα χρονικό σημείο στο παρελθόν έως και τώρα και
- την συστηματική αμνησία, που φέρει ως κύριο χαρακτηριστικό το άτομο να αδυνατεί ή να δυσκολεύεται να ανακαλέσει συγκεκριμένες κατηγορίες πληροφοριών (π.χ. για ένα πρόσωπο που βίωσε δύσκολα την απώλειά του).
Σε γενικές γραμμές, η Διασχιστική Αμνησία έχει άγνωστη επιδημιολογία, αφορά στην αδυναμία του ατόμου να ανακαλέσει σημαντικά προσωπικά βιώματα (άνευ ιατρικής αιτίας) και σε πληροφορίες που έχουν χαθεί από τη μνήμη του λόγω ψυχοπιεστικών και τραυματικών εμπειριών, και το άτομο παρουσιάζει διασχιστική φυγή, εγκαταλείποντας το οικείο του περιβάλλον και ξεκινώντας μια ‘περιπλάνηση’ τόσο σε κυριολεκτικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο. Τα συμπτώματά της μπορούν να επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό όλες τις πτυχές της ψυχικής λειτουργίας του ατόμου. Η εξέταση των ψυχικών λειτουργιών του ατόμου συμβάλλει σημαντικά στη διάγνωσή της, ωστόσο, μπορεί να γίνει και έμμεσα είτε σε μια ψυχιατρική αξιολόγηση είτε κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής διαδικασίας που έχει ήδη ξεκινήσει, όπου στο αφήγημα του ατόμου προκύπτουν αναδρομικά κενά μνήμης ύστερα από τραυματικά ή έντονα στρεσογόνα γεγονότα, όπως είναι, για παράδειγμα, απώλειες σημαντικών προσώπων, σωματική και σεξουαλική κακοποίηση, εκρήξεις βίας, φυσικές καταστροφές. Σε μεγάλο ποσοστό επεισοδίων Διασχιστικής Αμνησίας, τα άτομα ανακτούν τη μνήμη τους αυτόματα, οπότε δεν απαιτείται ειδική φαρμακευτική αγωγή. Ωστόσο, εάν δεν γίνει αυτόματα η όποια ανάνηψη, τότε προτείνεται η ύπνωση ή συνεντεύξεις επικουρούμενες από χορήγηση αμυτάλης, προκειμένου να ενισχυθεί ο ασθενής να ανακαλέσει ωσάν ενοποιημένο το διασχισμένο υλικό. Δεδομένης της διαδρομής για ή/και της ανάκτησης της μνήμης, ενδείκνυται το άτομο να μπει σε ψυχοθεραπεία, προκειμένου να δώσει λόγια στο βίωμά του, να κατανοήσει και να νοηματοδοτήσει δηλαδή τα ψυχοπιεστικά γεγονότα και τις ενδοψυχικές συγκρούσεις που το οδήγησαν στη διασχιστική φυγή.
Οι Νευρογνωστικές Διαταραχές έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό την ύπαρξη ενός κλινικά σημαντικού ελλείματος σε κάποια ή κάποιες από τις βασικές γνωστικές λειτουργίες (για παράδειγμα, μνήμη, κρίση, προσανατολισμός) που απο-τελεί και σημαντική αλλαγή από το προηγούμενο επίπεδο λειτουργικότητάς του (Μάνος, 1997). Κάποια έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών, επομένως και αλλαγές στη φυσιολογία της μνήμης, δύναται να λάβει χώρα στην καθημερινότητα του ατόμου, δίχως να είναι επιτακτική η όποια αξιολόγηση, επο-μένως και η όποια παρέμβαση. Για παράδειγμα, ενδέχεται να παρουσιάζει έκπτωση στην αντιληπτική και τη μνημονική του δραστηριότητα, εάν έχει κοιμηθεί ελάχιστα ή/και είναι αρκετά καταπονημένο/στερημένο από βασικά συστατικά στη διατροφή του. Επίσης, αναμένεται να έχουμε όλοι οι άνθρωποι βαθμιαία έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών μας ενόσω μεγαλώνουμε.
Ωστόσο, οι Νευρογνωστικές Διαταραχές πλήττουν σημαντικά τη λειτουργικότητα του ατόμου, καθιστώντας αναγκαία την παρέμβαση ειδικού προς αποκατάσταση της λειτουργικότητας και στήριξή του.
Οι Νευρογνωστικές Διαταραχές, σύμφωνα με το DSM-5 διακρίνονται στις εξής:
- Οξύ Παραλήρημα ή Delirium ή Οξύ Οργανικό Ψυχοσύνδρομο
- Μείζονες και Ήπιες Νευρογνωστικές Διαταραχές (βλ. Άνοια).
Εστιάζοντας στη δεύτερη κατηγορία της Νευρογνωστικής (Αμνησικής) Διαταραχής, που μας ενδιαφέρει στην τρέχουσα θεώρηση, η κλινική εικόνα του ατόμου συνάδει με σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών του δίχως, ωστόσο, έκπτωση του επιπέδου της συνείδησής του. Βέβαια, σε προχωρημένα στάδια, η Νευρογνωστική Διαταραχή αλλοιώνει το σύνολο της προσωπικότητας του ασθενούς, με γενικευμένες διαταραχές στη συμπεριφορά του.
Για να μας γίνει πιο καθαρή αυτή η εικόνα, βοηθητικό είναι να φανταστούμε τη βαθμιαία έκπτωση και αλλαγή στη συμπεριφορά ενός ατόμου με νευροεκφυλιστική διάγνωση, όπως είναι η νόσος Alzheimer, που αποτελεί και την πιο συχνή αιτία Νευρογνωστικής (Αμνησικής) Διαταραχής των ατόμων άνω των 65 ετών.
Σε γενικές γραμμές, η (όποια) Νευρογνωστική Διαταραχή, και ειδικότερα οι Αμνησικές Διαταραχές, ταξινομούνται σύμφωνα με την αιτιολογία τους σε:
- Αμνησική Διαταραχή Οφειλόμενη σε Γενική Ιατρική Κατάσταση
- Αμνησική Διαταραχή Επίμονη Προκαλούμενη από Ουσίες (ουσία κατάχρησης, φαρμακευτική ή τοξίνη) και
- Αμνησική Διαταραχή Μη Προσδιοριζόμενη Αλλιώς.
Χρήζει μεγάλης σημασίας η εξειδικευμένη αξιολόγηση (νευροψυχολογική και ψυχιατρική) για να αναγνωριστεί αρχικά το κατά πόσο η Αμνησική Διαταραχή αφορά σε ανοϊκή κατάσταση αναστρέψιμη ή όχι, όπως και εάν ενδείκνυται εστιασμένη φαρμακευτική αγωγή (π.χ. αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά) με βάση την υποκατηγορία στην οποία ανήκει.
Η συστημική παρέμβαση ενδείκνυται, καθότι η ατομική και η οικογενειακή παρέμβαση συνάδει με καλύτερα αποτελέσματα τόσο για το ίδιο το άτομο όσο και για το υποστηρικτικό σύστημα. Να σημειωθεί, βέβαια, ότι στην περίπτωση που το άτομο έχει μεγάλη λειτουργικότητα κρίνεται αναγκαία η ψυχοθεραπεία, προκειμένου να εντοπιστεί και να ‘μιληθεί’ η πηγή της Αμνησικής Διαταραχής.
Ως θεραπευτές, μας ενδιαφέρει η ψυχική διάσταση της μνημονικής δυσλειτουργίας, γεγονός που μας παραπέμπει σε ένα τραύμα που καταγράφηκε στον ψυχισμό του ατόμου πιθανότατα στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Επομένως, κρίνεται αναγκαίο να διαμορφώσουμε τις κατάλληλες συνθήκες προκειμένου το ίδιο το άτομο να αφηγηθεί το βίωμά του, ώστε με τη βοήθειά μας να ‘μεταφράσει’ το σύμπτωμά του και να επιλέξει είτε να το αποχαιρετήσει ή να του επιτρέψει να ‘συνυπάρξουν’ με επίγνωση σε ένα δυναμωμένο Εγώ.
Πηγή: Περιοδικό Ψυχολογίας “Εντελέχεια”, τεύχος 2ο-Δεκέμβριος 2021
Βιβλιογραφία
American Psychiatric Association (2013). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (5th ed.). Arlington, VA: Author.
Drag, L.L. & Bieliauskas, L.A. (2010). Contemporary Review 2009: Cognitive Aging. Journal of Geriatric Psychiatry and Neurology, 23, p. 75-93.
Freud, S. (2010). Μαθήματα Ψυχικής Ανατομίας (3η εκδ.) (μτφρ.45 Χ. Λιαναντωνάκη). Αθήνα: Eκδόσεις Ροές, Σειρά: micromega.
McWilliams, N. (2012). Ψυχαναλυτική Διάγνωση: Η Κατανόηση της Δομής της Προσωπικότητας στα Πλαίσια της Κλινικής Διαδικασίας (αναθ. έκδ.). Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ινστιτούτου Ψυχολογίας και Υγείας.
Molton, P. (2000). Freud and False Memory Syndrome. UK, Cambridge: Icon Books Ltd, Series: Postmodern Encounters.
Parkin, A. (1999). Memory: A Guide for Professionals. NY: Wiley.
Quinlan, P. & Dyson, B. (2008). Cognitive Psychology. UK: Pearson Education Limited.
Ross, C.A. (1996). History, Phenomenology, and Epidemiology of Dissociation. In: L.K. Michelson & W.J. Ray (Eds), Handbook of Dissociation. NY: Plenum.
Wimo, A. & Prince, M. (2010). The Global Economic Impact of Dementia. Alzheimer’s Disease International Alzheimer Report 2010. Alzheimer Disease International.
Μάνος, Ν. (1997). Βασικά Στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής (2η εκδ.). Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Παπαϊωάννου-Σπυρούλια, Α. (2014/2021). Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση ΙΙ: Βασικά Στοιχεία Ψυχαναλυτικής Διάγνωσης. Κλινικές Σημειώσεις Εκπαιδευτικών Εισηγήσεων. Αθήνα.
Σαμαρτζή, Σ. (1995). Εισαγωγή στις Γνωστικές Λειτουργίες. Αθήνα: Eκδόσεις Παπαζήση.
Σμοκοβίτης, Α. (2000). Η Φυσιολογία της Μνήμης: Ενδογενείς και Εξωγενείς Παράγοντες που Επηρεάζουν τη Μνήμη. Πρακτικές Προτάσεις. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Χολέβα, Β., Παρλαπάνη, Ε., Μποζίκας, Β.-Π. & Φωκάς, Κ. (2016) (Επιμ.). Εγχειρίδιο Κλινικής Εκπαίδευσης στην Ψυχική Υγεία. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.